Κεφάλαιο 3: Λοχαγός Φρανκ Γουιντερς
6 Απρίλη 1941
Οι Γερμανοί είχαν πολλούς λόγους να γιορτάζουν. Η κυριαρχία του Γ' Ράιχ είχε εδραιωθεί και υπερνικούσε ακόμα και τις προσδοκίες των ίδιων των Γερμανών. Η εισβολή στη γειτονική Πολωνία το 1939 ήταν μόνο η αρχή για τον φιλόδοξο Αδόλφο Χίτλερ που πια η κυριαρχία του είχε φτάσει σε χώρες των Βαλκανίων και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Γαλλία, μια χώρα εκ των συμμάχων είχε ήδη πέσει από τον προηγούμενο χρόνο. Η μανία του όμως δεν σταματούσε εκεί. Θα συνέχιζε μέχρι να πραγματοποιήσει το Lebensraum και να κυριαρχεί μόνο στην Ευρώπη η καθαρή, αρία φυλή και η Γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό να κυματίζει αυθάδικα σε κάθε Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα σηματοδοτώντας μια εποχή σκοταδισμού και θρήνου.
Υπήρχαν ακόμη χώρες που αντιστέκονταν σθεναρά σε αυτό το βίαιο ξέσπασμα του πολέμου και μάλιστα χώρες που ο Αδόλφος, αυτός ο άντρας με το αστείο μουστάκι, θεωρούσε πως θα παραδίνονταν με το πρώτο αεροπλανοφόρο που θα πετούσε στον κάποτε ελεύθερο ουρανό. Ποτέ δε περίμενε πως μια τόσο μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, εξαντλημένη μάλιστα από τον πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο θα είχε ακόμη την ορμή να διεκδικήσει την αυτονομία της πριν εν τέλει πέσει.
Εκεί λοιπόν θα έστελνε κάποιους από τους πιο ισχυρούς άντρες του ώστε να πνίξουν κάθε αντιστασιακό κύμα που θα ξεσπούσε. Στο αίμα. Φυσικά, ο Φρανκ και οι φίλοι συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό το σύνολο των ανδρών. Ο Γουόλτερ θα έφευγε τα ξημερώματα της 8ης Απριλίου και το πρωί της επόμενης μέρας θα έμπαινε στην συμπρωτεύουσα αυταρχικός πάνω στη μηχανή του, κάνοντας όλους τους περίεργους που είχαν αφήσει μια σπιθαμή ανοιχτά τα παράθυρα τους για να παρατηρήσουν την έλευση των Γερμανών να τρέμουν. Ο νεαρός, φιλόδοξος αξιωματικός περιφερόταν στον χώρο, μιλώντας με όποιον ανώτερο έβρισκε την ευκαιρία, διψασμένος για δόξα και αναγνώριση, έχοντας αφήσει για πολλή ώρα τους δυο φίλους του μόνους.
Από την άλλη, ο Φρανκ και ο Χανς απολάμβαναν την προσωρινή ελευθερία τους στην δεξίωση που γινόταν προς τιμήν της Χίλντεγκαρντ Γκαίμπελς, ενός από τα πέντε παιδιά της Μάγδας και του Γιόζεφ, για τα ένατα γενέθλια της. Φυσικά η μικρή Χίλντε, όπως την φώναζε ο «θείος Αδόλφος» που λάτρευε όλα τα παιδιά των Γκαίμπελς, ιδέα δεν είχε πως τα γενέθλιά της θα ήταν αφορμή να μαζευτεί όλη η ελίτ των Ναζί για να γιορτάσουν τις νίκες του αήττητου στρατού τους.
Η σαμπάνια έρρεε σε αφθονία, και τα αρώματα των γυναικών μπερδεύονταν στο πολυτελές δωμάτιο που πια αποτελούσε μια παλέτα με τα χρωματιστά υφάσματα που φορούσαν. Εκείνες. Γιατί στους άντρες επικρατούσε μια μονοτονία μεταξύ σκουροπράσινων και μαύρων στολών.
Μέσα σε αυτό το σύνολο, ο Φρανκ ξεχώριζε χάρις του ψηλού του αναστήματος και της γοητείας του, όπως και ο φίλος του ο Χανς. Οι δυο νέοι περιφέρονταν στο χώρο γνωρίζοντας πόση επιρροή είχε η στολή τους στα θηλυκά βλέμματα που τους ακολουθούσαν κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το αξίωμά τους. Ο Φρανκ ήταν Λοχαγός πια της Βερμαχτ και η πράσινη στολή του, τόνιζε τα ήδη όμορφα γαλάζια μάτια του και αναδείκνυε τη γεροδεμένη κορμοστασιά του. Από τη μέρα που την φόρεσε, καθαρή και ζεστή ακόμη από το σιδέρωμα, ένιωσε πως όλη η γη απλωνόταν στα πόδια του, πως όπου πήγαινε θα τα είχε όλα δικά του και κανένας δεν θα τολμούσε να φέρει αντίθεση αντικρίζοντας το ισχυρό, ατσάλινο βλέμμα του που σπίθιζε λάγνα μόλις συναντούσε κάποιο θηλυκό της αρεσκείας του. Πια θα είχε όλα όσα ήθελε και είχε μοχθήσει να τα αποκτήσει. Δική του μεραρχία, δικό του γραφείο και μια χώρα να ελέγχει. Ένιωθε πως ούτε ο θάνατος μπορούσε να τον αγγίξει πια. Ένιωθε θεός.
«Πρόσεξες κάτι; Όλα τα ονόματα των παιδιών του Γκαίμπελς αρχίζουν από Χ.» Του ψιθύρισε ο Χανς, προσφέροντας του ένα ακόμα ποτήρι με κονιάκ, μόλις άφησε την μικρή με την οποία μιλούσε για να πλησιάσει τον φίλο του ξανά. Παρά ήταν μαζεμένη και λιγομίλητη για τα γούστα του. Ο Φρανκ δέχτηκε με ευχαρίστηση το αλκοόλ και έσμιξε τα φρύδια του γυρνώντας να τον κοιτάξει. Ο φίλος του χαμογελούσε με το γνωστό, σαρδόνιο χαμόγελο του κάτω από το πυκνό μουστάκι του. Η εξίσου πράσινη στολή του, δεν θα μπορούσε να τον κάνει να δείχνει κάτι λιγότερο από γοητευτικό. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν τακτοποιημένα και χτενισμένα με καθαρή τη χωρίστρα τους στο πλάι, ενώ τα πονηρά γκρίζα μάτια του καθρέφτιζαν το σκούρο χρώμα της στολής του. Οι δυο τους σίγουρα θα ήταν το βασικό θέμα συζήτησης των κυριών και των κοριτσιών στο δωμάτιο.
«Ναι, τι με αυτό; Και το δικό σου αρχίζει από Χ.» Έκανε ζαλισμένος ελαφρώς από το ποτό αφού σκέφτηκε για λίγο και ο Χανς έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι με την απάντηση που έδωσε ο φίλος του.
«Μόνο που εγώ δυστυχώς δεν είμαι γιός του Γκαίμπελς. Την άκουσα τώρα που το έλεγε σε μια παρέα από κυράτσες. Έλεγε πως όλα τα ονόματα ξεκινάνε από Χ λόγω του Χιτλερ.» Συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα και ο Φρανκ στη διαπίστωση ανασήκωσε τα φρύδια. Ήταν γνωστή η λατρεία που έτρεφε η Μάγδα στον Αδόλφο κι όχι μόνο επειδή ήταν ο Φύρερ τους μάλλον. Ο καστανός άντρας άφησε ένα κοφτό γέλιο και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του.
«Βρε τον θείο Αδόλφο...» Σχολίασε και ο Χανς γέλασε με τον ίδιο τρόπο, αφήνοντας το λαίμαργο βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο. Δίχως να βρίσκει κάποια να του κεντρίζει το ενδιαφέρον, στράφηκε ξανά στον Φρανκ.
«Τελικά του μίλησες;» Ρώτησε και ο φίλος του τον κοίταξε με απορία πριν κάνει τη σύνδεση στο μυαλό του με την προηγούμενη κουβέντα.
«Ναι. Γνωρίζει τον πατέρα μου. Είπε πως έχει σε μεγάλη υπόληψη τους Γουίντερς και πως από εμένα περιμένει την καλύτερη δουλειά.» Αποκάλυψε όσα του είχε πει ο ίδιος ο Χιτλερ λίγα λεπτά πριν αποχωρήσει από την δεξίωση. Ένιωθε περηφάνια που ο Φύρερ τον αναγνώρισε και πόσο μάλλον για τις επευφημίες του κι ας έκανε όλη αυτή την καλή δουλειά μόνο για τον εαυτό του. Γιατί εκείνος ήθελε να αισθάνεται κυρίαρχος και τα εύσημα των ανωτέρων του, τόνωναν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ανωτερότητας, αλλά και τον εγωισμό του.
«Ακόμα και τον μικρό;» Συνέχισε τις ερωτήσεις ο Χανς, χαμογελώντας σε μια παρέα κυρίων της καλής κοινωνίας που τους κοιτούσαν από ασφαλή απόσταση. Ο Φρανκ αυτομάτως έσφιξε το κράτημα του γύρω από το κρυστάλλινο ποτήρι και χαμήλωσε το βλέμμα του σε αυτό. Ποτέ δεν περίμενε ο αδερφός του να καταφέρει κάτι στη ζωή του και κατά βάθος το ευχόταν κιόλας. Όμως ο μικρότερος Γουίντερς είχε καταφέρει πολλά και όχι λιγότερα από τον ίδιο τον Φρανκ, ο οποίος για τον πατέρα τους ήταν το καμάρι της οικογένειας. Όμως για τους απ' έξω και τα δυο αδέρφια υπηρετούσαν σωστά την πατρίδα τους. Μόνο που ο Ντίλαν ποτέ δεν είχε στείλει κάποιον κομμουνιστή ή Εβραίο στην καταδίκη του, ποτέ δεν είχε πετάξει βιβλία στη φωτιά, ποτέ δεν είχε μεθύσει από περηφάνια ακούγοντας για τις νίκες της πατρίδας του. Ο μικρός ήξερε καλά να κρύβεται, ο Φρανκ του το αναγνώριζε αυτό, όπως γνώριζε επίσης πως το κρυφτό δεν κρατάει για πολύ.
«Παραδόξως ναι. Ίσως δεν είναι τόσο μαλαθκός όσο νόμιζα.» Προσπάθησε να μη φανερώσει τη ζήλια του μπροστά στον φίλο του, όμως έκαιγε το στήθος του. Προτίμησε να αλλάξει θέμα για το δικό του καλό. «Και για τη μικρή, την αδερφή μας, είπε πως όταν μεγαλώσει θα γίνει πρότυπο γυναίκας κι ας μην είναι ξανθιά.» Συνέχισε προσπαθώντας να καταπνίξει την ειρωνεία στον τόνο του. Λες και το χρώμα των μαλλιών της δωδεκάχρονης Κλάρας θα έκριναν αν θα γινόταν καλή σύζυγος στο μέλλον.
«Γιατί, εκείνος είναι;» Ρώτησε ειρωνικά ο Χανς κερδίζοντας ένα χαμόγελο από τη πλευρά του φίλου του. Σε αντίθεση με τον Φρανκ, ο Χανς μπορούσε να υποκριθεί περίφημα μπροστά στους ανωτέρους του, ενώ ο καστανός άντρας προτιμούσε να μένει ψυχρός και στα τυπικά. Μια συμπεριφορά που εύκολα κέρδιζε τον σεβασμό τους και τον προτιμούσε από τον θαυμασμό τους. «Τέλος πάντων, που σε στέλνουν; Κάτι πήρε το αυτί μου πως οι μεραρχίες μας θα είναι μαζί.» Άλλαξε θέμα ο Χανς γιατί ακόμη και οι τοίχοι είχαν αυτιά και δεν ήθελε απότομα από τα ψηλά να πέσει στα χαμηλά και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους που τον είχαν φτάσει εκεί που ήταν. Τα χείλη του Φρανκ κύρτωσαν σε ένα πονηρό χαμόγελο καθώς γύρισε να κοιτάξει τον καλύτερο του φίλο.
«Καλά πήρε το αυτί σου. Στην Αθήνα θα είμαι εγώ, εσύ κάπου στην Αττική, αλλά κοντά.» Ανακοίνωσε και έτεινε το ποτήρι του προς το μέρος του για να τσουγκρίσουν. «Ελπίζω μόνο να έχει ωραίες γυναίκες εκτός από Εβραίους.» Μουρμούρισε αφού ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, βγάζοντας από τη τσέπη της στολής του την ταμπακιέρα του, προσφέροντας κι ένα τσιγάρο στον φίλο του, που ήταν πολύ απασχολημένος για να προσέξει την κίνηση.
«Δεν ξέρω τι έχει εκεί, ξέρω όμως τι έχει εδώ.» Είπε, έχοντας καρφώσει με το βλέμμα του μια ψηλόλιγνη, ξανθιά γυναίκα, με άκρως αποκαλυπτικό μπούστο που μιλούσε με τη Μάγδα Γκαίμπελς. Ο Φρανκ γέλασε ειρωνικά, έχοντας το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του, προσέχοντας τον στόχο του Χανς.
«Καλά, αυτά τα ξέρουμε. Σιγά το πράγμα.» Σχολίασε ο Φρανκ αδιάφορα. «Μάζεψε το βλέμμα σου Άιχμαν, η κυρία είναι δεσμευμένη και μάλιστα με τον καλύτερο σου φίλο. Ξέρεις τι θα γίνει άμα σε πιάσει ο Μπάουερ να την κοιτάς.» Υπενθύμισε στον ξανθό άντρα, ο οποίος κοιτούσε έντονα την γυναίκα του Γουόλτερ, γδύνοντας τη με το βλέμμα. Φυσικά και θα είχε παραστεί στη δεξίωση ακόμα και μόνη της, δεν θα έχανε την ευκαιρία να αναδείξει το νέο της επίθετο κι ας μην της έδινε ο άντρας της την απαιτούμενη προσοχή.
«Εσύ είσαι ο καλύτερός μου φίλος.» Τον πείραξε ο Χανς, του οποίου η διάθεση είχε ανέβει και μόνο που κοιτούσε την κυρία. «Έτσι κι αλλιώς ο φίλος μας είναι πολύ απασχολημένος για να προσέξει το οτιδήποτε. Θα μπορούσαν να πηδάνε τη γυναίκα του μπροστά του κι εκείνος να μην πάρει χαμπάρι.» Ο Φρανκ δεν ήξερε κατά πόσο αστειευόταν ο Χανς, όμως δεν μπορούσε να διαφωνήσει μαζί του. Φυσικά κι εκείνη πρόσεξε το αντρικό βλέμμα που την κοιτούσε επίμονα. Μάλιστα, κάποιος θα ορκιζόταν πως ήξερε τι γινόταν και πίσω από την πλάτη της. Τόσο σίγουρη φαινόταν. Το βλέμμα της έπεσε πρώτα στον ξανθό Λοχαγό και ύστερα στον καστανό, ο οποίος αδιαφορούσε πλήρως για την παρουσία της, όσο όμορφη κι ερωτική κι αν ήταν. Την εξόργιζε που δεν της έριχνε ούτε ένα βλέμμα, οπότε πήρε την απόφαση να πλησιάσει την αντρική συντροφιά για να κερδίσει την προσοχή από τον νέο της στόχο. «Έρχεται.» Έκανε ο Χανς στο φίλο του με ένα πονηρό χαμόγελο και ο Φρανκ μόρφασε. Είχε μιλήσει ακόμα δυο φορές μαζί της μιας και ο Γουόλτερ την έπαιρνε παντού μαζί του και είχε καταλήξει πως όσο όμορφη ήταν άλλο τόσο ήταν κουραστική κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της.
«Φυσικά και έρχεται. Την έφαγες με το βλέμμα σου, ηλίθιε.» Έκανε πνιχτά ο Φρανκ, κατεβάζοντας τον καπνό από το τσιγάρο του. Η γυναίκα, η Κλάρα Μπάουερ, προχωρούσε προς το μέρος τους λες και της ανήκε ολόκληρο το δωμάτιο. Ο Χανς την κοιτούσε ήδη με αυταρέσκεια, με τα γαλανά του μάτι να γυαλίζουν κάτω από τα φώτα των πολυελαίων απόκοσμα, όμως ο νεαρός Γουίντερς προτίμησε να κοιτάξει μια συντροφιά κοριτσιών στην άλλη άκρη του δωματίου, εξετάζοντας μια νόστιμη καστανή, αδύνατη και μικρόσωμη που γελούσε με το αστείο της φίλης της. Έβαλε τον στόχο του, σαν να έβαζε πινέζα σε χάρτη με την επόμενη καταδρομή της διμοιρίας του. Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εκτός από αυτή την νυφίτσα όπως την αποκαλούσε κρυφά από τον Γουόλτερ.
«Ένας τόσο μεγάλος Λοχαγός θα έχει και έναν μεγάλο αναπτήρα.» Σχεδόν έβρισε από μέσα του όταν τα ξανθά μαλλιά της μπήκαν μπροστά του, επιχειρώντας να του κρύψουν τη θέα του νεότερου κοριτσιού. Το βλέμμα του Φρανκ έπεσε στο πρόσωπό της. Τον κοιτούσε προκλητικά, έχοντας ρίξει το βάρος της στο ένα πόδι, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, με τα πράσινα μάτια της να λάμπουν αποπλανητικά κι ένα τσιγάρο να κρέμεται ανάμεσα από τα κόκκινα βαμμένα χείλη της. Ο Φρανκ ανασήκωσε τα φρύδια του και έριξε μια κλεφτή ματιά στον Χανς που του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Πράγματι κυρία μου. Αλλά φαντάζομαι πως και ο σύζυγός σας θα έχει.» Απάντησε ο Φρανκ, έχοντας καταλάβει το υπονοούμενο, κάνοντας της όμως το χατίρι και προσφέροντας της φωτιά. Όσο κρατούσε το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη της δεν έχασε στιγμή οπτική επαφή μαζί του. Τον κοιτούσε τόσο έντονα που ο άντρας κάποια στιγμή αποτράβηξε το βλέμμα του προς τα πάνω.
«Ξέρετε, εγώ δεν ανήκω σε κανέναν.» Αποκρίθηκε, αφήνοντας τον καπνό να γλιστρήσει από τα γεμάτα της χείλη.
«Το επίθετο σας άλλα λέει.» Της απάντησε γρήγορα, σχεδόν αυστηρά θέλοντας να λήξει την κουβέντα το γρηγορότερο δυνατόν. Τουλάχιστον ο Χανς δεν είχε φερθεί αυτή τη φορά σαν καθίκι και δεν τον άφησε μόνο μαζί της. Πάντα απολάμβανε να βλέπει τον φίλο του από απόσταση να προσπαθεί να βγει από μια άβολη κατάσταση.
«Μόνο αν είχα το επίθετο ενός συγκεκριμένου άντρα θα του ανήκα ολοκληρωτικά.» Συνέχισε η γυναίκα, κοιτώντας την καύτρα να καίει το τσιγάρο ανάμεσα στα μακριά της δάχτυλα.
«Ποιου αν επιτρέπεται;» Ρώτησε με προσποιητή απορία ο μεγαλόσωμος άντρας και η γυναίκα ξεφύσησε, κοιτώντας προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, στο μέρος που είχε σταθεί η Μάγδα Γκαίμπελς, προσπαθώντας να κρύψει την θλίψη πίσω από το χαμόγελο της οικοδέσποινας, ενώ λίγο πιο δίπλα ο σύζυγός της μιλούσε με περισσή οικειότητα με μια ψηλόλιγνη καστανή καλλονή, μια ντίβα του κινηματογράφου και τη νέα ανακάλυψη του Γ' Ράιχ, την Λίντα Μπάροβα.
«Του Αδόλφου. Του Φύρερ μας.» Ο Φρανκ παραλίγο να πνιγεί, καθώς έπινε μια γουλιά από το ποτό του, ενώ ο Χανς έπνιξε ένα γέλιο, το οποίο κάλυψε, προσποιούμενος πως είχε κατεβάσει λάθος τον καπνό του τσιγάρου του. Η κοπέλα ήταν ξεκάθαρα τρελή. Κρίμα που ο φίλος τους δεν το είχε ανακαλύψει εγκαίρως. «Μόνο που εκείνος ούτε που να με κοιτάξει.» Συνέχισε το παράπονο της, δίχως να έχει αντιληφθεί την αντίδραση των δυο αντρών στην προηγούμενη απάντηση της. Ο Φρανκ προτίμησε να μη μιλήσει και να συνεχίσει να πίνει το ποτό του, γιατί αλλιώς θα γινόταν ειρωνικός προς μιας όχι και τόσο προικισμένης πνευματικά γυναίκας.
«Αναρωτιέμαι γιατί.» Δεν έχασε την ευκαιρία να απαντήσει ο Χανς και η Κλάρα τον κοίταξε επιθετικά. «Είστε υπερβολικά γοητευτική, θα τον αποσπούσατε από τη δουλειά του.» Μπορεί ο τόνος του να ήταν ειρωνικός, όμως δεν έλεγε ψέματα. Ήταν πράγματι μια εκθαμβωτική γυναίκα. Κρίμα μόνο που αναλωνόταν στην εμφάνισή της, αναλογίστηκε ο Φρανκ.
Η Κλάρα πήρε μια βαθιά ανάσα, δεχόμενη το κομπλιμέντο του ωραίου άντρα μπροστά της. Δεν βιαζόταν καθόλου, ο Γουίντερς κάποια στιγμή θα έπεφτε στα δίχτυα της, αλλά επίσης δεν είχε και διάθεση να τον περιμένει από τη στιγμή που δεν ήταν ο μόνος ωραίος άντρας με ψηλό αξίωμα στον χώρο. Έτσι χαμογέλασε στον ξανθό Λοχαγό καθώς τοποθέτησε ξανά το τσιγάρο ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της.
«Θα σας δω αργότερα, κύριοι.» Είπε, κοιτώντας βαθιά και τους δυο. Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά κουνώντας επιδεικτικά τους στρογγυλούς γοφούς της που έντυνε το σκούρο μπλε βελούδινο φόρεμά της, ο Φρανκ πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε μια τελευταία γουλιά από το κονιάκ του.
«Αυτό το παιδί έχει γούστο αμφιβόλου ποιότητος.» Σχολίασε στον φίλο του, ο οποίος ακόμη χάζευε την γυναίκα που δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από την δική τους παρέα με βλέμμα σκοτεινό, ακούγοντας ταυτόχρονα και τον φίλο του.
«Σε αντίθεση με εσένα που δεν έχεις καθόλου.» Χαμογελώντας ενάντια στο κρύσταλλο του ποτηριού του πριν το φέρει στα χείλη του. Ο Φρανκ έπαιξε τον αναπτήρα του ανάμεσα στα δάχτυλα του, γυρνώντας ξανά να τον κοιτάξει.
«Επειδή δεν θέλω τη γυναίκα μου σαν σκιάχτρο όπως εσύ δεν πάει να πει πως δεν έχω γούστο. Προτιμώ τις καστανές.» Έκανε την ίδια ανακοίνωση για την οποία και οι δυο φίλοι του τον κορόιδευαν. Ο Χανς ένευσε καταφατικά, έχοντας ακούσει αυτή τη φράση πάνω από δυο φορές.
«Ξέρω, ξέρω, οι μικρές και οι αθώες. Δε λέω, σε αυτό συμφωνώ κι εγώ.» Ξεκίνησε να λέει, βγάζοντας από την τσέπη της στολής του την ταμπακιέρα του. «Απ' ότι φαίνεται έχετε ίδιο γούστο με τον Γκαίμπελς.» Τον πλησίασε ελαφρώς κι ο Φρανκ ακολούθησε το βλέμμα του φίλου του που ατένιζε την καλλονή ηθοποιό με την εκπληκτική σιλουέτα, η οποία ακόμη στεκόταν στο πλάι του Γκαίμπελς. Τότε το βλέμμα του ταξίδεψε λίγο πιο πέρα από το παράνομο ζεύγος και το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ κάτω από το μουστάκι του, μόλις τα γαλανά του μάτια διασταυρώθηκαν με αυτά της νεαρής ηθοποιού Κριστίνα Ζοντερμπάουμ. «Η θεά του Γ'Ράιχ. Και μικρή και αθώα.» Εξήγησε στον φίλο του, στρώνοντας το πέτο της στολής του, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για να την πλησιάσει.
«Και παντρεμένη. Τι έχεις πάθει σήμερα;» Τον προειδοποίησε ο Φρανκ, γελώντας με την ατυχία του φίλου του. Όμως ο Χανς δεν άκουγε. Συνέχισε να ανταλλάσει βλέμματα και χαμόγελα με τη ξανθιά σταρ και κάποια στιγμή, έδωσε το ποτήρι του στον Φρανκ για να ελευθερώσει ένα από τα δυο χέρια του.
«Δεν φαίνεται να την ικανοποιεί πολύ ο άντρας της για να κοιτάει προς τα εδώ. Τα λέμε Γουίντερς και στα δικά σου.» Είπε πριν χαθεί μέσα στο πλήθος που γέμιζε την αίθουσα. Ο Φρανκ ξεφύσησε και άφησε το ποτήρι του φίλου του στο πλέον όχι τόσο πλούσιο μπουφέ καθώς είχε αποφασίσει να βγει στη βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο, ευχόμενος να μην συναντήσει κάποιον εκεί. Ο τόσος κόσμος είχε εξαντλήσει την ενέργειά του.
Μόνο που δεν ήταν τόσο τυχερός. Στα κάγκελα είχε γείρει η Κλάρα, σαν να τον περίμενε. Τα ξανθά μαλλιά της ξεχώριζαν στο σκοτάδι της νύχτας όπως και τα κόκκινα χείλη της, που μόλις τον αντίκρισαν σχημάτισαν ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Τα μάτια του έπεσαν στο γεμάτο στήθος της που ξέφευγε από το στενό μπούστο του φουστανιού της και ακολούθησαν τις καμπύλες του κορμιού της. Βρίζοντας από μέσα του, κατέβασε με μια γουλιά το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποτού του. Την πλησίασε, το κεφάλι της ξάφνου βρέθηκε στον ώμο του κι έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της. Η ανάσα της χτύπησε το δέρμα του λαιμού του και ασυναίσθητα το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από την μέση της. Ανασήκωσε το βλέμμα της για να μπορεί να τον κοιτά στα μάτια, δίχως να συγκρατεί το αυτάρεσκο χαμόγελό της για την επιτυχία της.
«Το ήξερα πως κάποια στιγμή θα ερχόσουν.» Του ψιθύρισε, το πρόσωπό της πια ελάχιστα εκατοστά από το δικό του, βάζοντας το χέρι της στον ώμο του. Ο Φρανκ μόρφασε ελαφρώς. Δεν ήθελε να τον αγγίζει. Της άρπαξε τον καρπό και το κατέβασε απότομα, τα πράσινα μάτια της έλαμψαν λάγνα. Από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι του είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα κατέληγε με κάποια σήμερα. Καμία στον χώρο δεν του γέμιζε το μάτι και μάλιστα είχε πιει, οπότε κινήθηκε εκ του ασφαλούς στον πιο σίγουρο στόχο. Είχε ορκιστεί ποτέ να μην πάει με γυναίκα φίλου του, όμως κάποιος με κάποιον τρόπο έπρεπε να ανοίξει τα μάτια στον Μπάουερ.
«Δε βαριέσαι Κλάρα...» Ψιθύρισε, το χέρι του κατέβηκε στους στρογγυλούς γοφούς της και έσφιξε το ύφασμα του φορέματός της στη χούφτα του. «Πολύ στενό φαίνεται.» Έγειρε το κεφάλι του πιο κοντά στο δικό της, πια το μέτωπό του άγγιζε τις ξανθές μπούκλες της και η βαριά ανάσα του χάιδευε τα ζυγωματικά της. «Θα ασφυκτιάς εδώ μέσα.» Συνέχιζε να παίζει μαζί της, κλείνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να φέρει στο νου του το πρόσωπο μιας άλλης, ποιας δεν ήξερε, ίσως κάποιας που έβλεπε στα όνειρα που τον έκαναν να ξυπνά στη μέση της νύχτας ιδρωμένος.
«Δε μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτό Γουίντερς;» Ρώτησε, η φωνή της ακούστηκε σα βελούδο, χαμηλή και επικίνδυνη. Ο Φρανκ χαμογέλασε, εκείνος ήταν πολύ πιο επικίνδυνος.
«Μπορώ. Μπορώ να σε πάρω εδώ και τώρα μπροστά σε όλους.» Γρύλλισε μέσα από τα δόντια του, τοποθετώντας το χέρι της πίσω από τη πλάτη της. Μια κοφτή ανάσα ξέφυγε από τα χείλη της και σήκωσε το πρόσωπό της έτσι ώστε το χείλη της χάιδεψαν το σαγόνι του.
«Μπροστά στον άντρα μου;» Ρώτησε αισθησιακά, με παραπάνω ενθουσιασμό απ' όσο έπρεπε, κάνοντας τον Φρανκ να γελάσει.
«Ίσως να ήταν μια καλή ευκαιρία για να σου δώσει λίγη σημασία.» Απάντησε, απομακρύνοντας το πρόσωπό του από το δικό της, νιώθοντας πως αν τα χείλη της ακουμπούσαν ξανά το δέρμα του θα της έκλεινε το στόμα με τη γραβάτα του εκείνη τη στιγμή, που γενικότερα θεώρησε πως θα ήταν καλή ιδέα για να μην ακούει την ενοχλητική φωνή της. «Αλλά αυτό δεν θα έχει πλάκα για εμένα. Οπότε για αρχή θα σε πάω κάπου να είμαστε μόνο οι δυο μας και ίσως το βγάλω από πάνω σου.» Δίχως να περιμένει απάντηση και κυρίως δίχως να την κοιτάξει, την τράβηξε από το χέρι, μπαίνοντας ξανά την κύρια αίθουσα, κινούμενος κοντά στους τοίχους για να μην τραβήξει τα βλέμματα και από εκεί στη βιβλιοθήκη. Με τη περιφερειακή του όραση, πρόσεξε πως και ο φίλος του με την μικρή ηθοποιό δεν βρίσκονταν στην αίθουσα. Ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Ίσως να είχε ευχάριστες συναντήσεις στη σκάλα. Για τον Γουόλτερ δεν τον ένοιαξε. Ήξερε καλά πως παρά ήταν μεθυσμένος από την εξουσία που του είχε δοθεί που δεν πρόσεχε τίποτα άλλο, παρά μόνο τον εαυτό του.
Υ.Γ: Έκανα κάποιες μικρές αλλαγές ώστε να υπάρχει σύνδεση με την ιστορία του Γουόλτερ της Ραφαέλας, όχι πολλές, αλλά σημαντικές!
Καλησπέρα σας αγαπημένοι μου! Ελπίζω να είσαι όλοι καλά και να έχετε ένα όμορφο καλοκαίρι, όπως και να μην βρίσκεστε κοντά σε περιοχές που πλήττονται από τις φωτιές κι αν βρίσκεστε, εύχομαι να είστε ασφαλείς εσείς και οι δικοί σας άνθρωποι. Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ.
Λοιπόν, στα δικά μας τώρα, ο Φρανκ έγινε επίσημα Λοχαγός και δεν μπορεί να κάτσει ήσυχος όπως βλέπετε. Στη συνέχεια ίσως μπούμε σε γνώριμο έδαφος καθώς το αγόρι μας θα πάει στην Αθήνα και θα δούμε κάποια περιστατικά από τη δική του οπτική. Να σας πω κάπου εδώ επίσης, πως τον αγαπώ τον Χανς όσο τον Φρανκ κι ας είναι αυτός που είναι και θα τον δούμε κι εκείνον παρακάτω ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ.
Αυτά από εμένα, να περνάτε υπέροχα, να προσέχετε τους εαυτούς σας κι εμείς θα τα πούμε πολύ σύντομα ξανά! Ίσως με τη raphaela_elric να σας ετοιμάσουμε και κάτι (τέτοιες συνήθειες δεν ξεχνιούνται!) Τα λέμε είτε εδώ είτε σε κάποια άλλη ιστορία!
Χίλια Φιλιά!
Βίκυ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top