[Προς μελλοντικό έρωτα]


Ένας μήνας έμεινε πριν τις πανελλήνιες που τόσο πολύ μας έχουν φθείρει όλους κυρίως στον ψυχολογικό τομέα αλλα όχι μόνο...

Αυτό λοιπόν είναι το μεγαλύτερο κείμενο που έχω γράψει ποτέ. Κι ίσως κι ένα από τα αγαπημένα μου.

Να ξέρετε πως μου λείψατε πολύ & υπόσχομαι πως θα τα πούμε σύντομα.

Προς το παρόν, καλή απόλαυση!

Εγώ μωρό μου,

δεν θέλω να με καλείς σπίτι σου δήθεν για να δούμε ταινία.

Εγώ θέλω να με παίρνεις τηλέφωνο

και να μου κάνεις έναν μακροσκελή πρόλογο

για το πόσο βαρετή ήταν η μέρα σου

και πόσο χάλια το φαί της μάνας σου

και να γκρινιάζεις γι'αυτό το τελευταίο τόσο πολύ

και να το λες σαν κάπως να το έχεις προμελετήσει,

σαν να μην θες πραγματικά να πεις κακό λόγο για την γυναίκα που αγαπάς περισσότερο στον κόσμο,

σαν μόλις το μυαλό σου να το σκαρφίστηκε.

Μα ξέρεις ότι δεν μπορείς να κρυφτείς με τίποτα από μένα, δεν το ξέρεις;

Εγώ λοιπόν θα καταλαβαίνω κάθε φορά το ψέμα σου

γιατί αν μη τι άλλο η μαμά σου ακόμα και τις μπάμιες υπέροχα τις φτιάχνει ρε μάτια μου

και θα σε πειράζω κάνοντας σου πιο λεπτομερείς ερωτήσεις γι'αυτό

και θα σε πιάνω απροετοίμαστο κάθε φορά

και θα πνίγω το ειρωνικό μου γελάκι

χωρίς όμως να αλλάζω έκφραση στο πρόσωπό μου.

Και θα νιώθω κάπως περήφανη που σε κατάλαβα,

κάπως τυχερή που σε ξέρω τόσο καλά

και ίσως και κάπως υπερβολικά ευτυχισμένη που μ' έχεις γνωρίσει στους γονείς σου ενώ είμαστε μαζί μονάχα δύο μήνες.

Σιωπή θα επικρατεί για λίγο στην άλλη γραμμή, τη δική σου

και εγώ θα βήχω προκλητικά

κι εσύ θα κομπιάζεις μη ξέροντας τι άλλο να πεις

ή μάλλον μη ξέροντας πως να πεις αυτό που θες να πεις όσο τίποτε

κι εγώ τότε θα βάζω το χέρι μπροστά στο στόμα μου με τόσο γρήγορες κινήσεις

έχοντας την βαθιά πεποίθηση πως μ'αυτόν τον τρόπο θα προλάβω να πνίξω ένα ακόμα γελάκι που καταφθάνει

κι εσύ θ'ακούς τον αποτυχημένο πνιγμένο μου λυγμό

και θα με ρωτάς αμήχανος

-με φωνή που τρεμοπαίζει-

γιατί γελάω

κι εγώ δεν θα σου απαντάω επίτηδες

και εσύ τότε θα αποκτάς και πάλι την αυτοκυριαρχία σου

και θα ξεκινάς το αγαπημένο μας παιχνίδι :

ένας λόγος ειρωνείας από μέρος σου πάνω σε έναν πιο ήπιας μορφής δικό μου.

Μα αφού ξέρεις ότι θα καείς ρε μωρό μου, γιατί συνέχεια τα βάζεις με την φωτιά;

Θα γελάς. Θα γελάς πολύ. Θα γελάς αμήχανα. Θα γελάς περιέργως αμήχανα πολύ προκαλώντας μου κι εμένα μια τόσο περίεργη αμηχανία.

Έπειτα θα καθαρίζεις τον λαιμό σου και θα μου λες με έναν τόσο φαινομενικά αυστηρό τόνο,

«έλα, έλα αρκετά μαλακιστήκαμε»

κι εγώ θα σου λέω να μιλάς πιο ευγενικά και όμορφα

κι εσύ μετά από λίγη γκρίνια, θα υποκύπτεις και θα με ρωτάς γλυκά

«Θέλω να σε νιώσω, δεν έρχεσαι από'δω;»

και θα περνούν μερικά ακόμα λεπτά που θα διασκεδάζουμε το παιχνίδι των λέξεων των πονηρών και των συνεχόμενων διακυμάνσεων στον τόνο της φωνής

και εγώ θα σε φαντάζομαι γυμνό στο ημίδιπλό σου κρεβάτι

κι έξω ο ουρανός θα ουρλιάζει και θα οδύρεται

και μετά θα θυμάμαι πως στις 8 το πρωί είχες σχολή

και τότε θα συνειδητοποιώ ότι είναι 8 το βράδυ

και θα μου'ρχονται εικόνες από'κείνο το βράδυ που με εντυπωσίασες με το πόσο καλή μνήμη έχεις

τότε που η μαμά σου με φόβισε μες στο σκοτάδι

εκείνο το πρώτο βράδυ που είχα κοιμηθεί σπίτι σου

κι εσύ της φώναξες τόσο μα τόσο πολύ

ενθυμούμενος

εκείνο το παιδικό μου τραύμα στην έκτη δημοτικού

που σου είχα εκμυστηρευτεί ένα βράδυ στα βραχάκια ενώ πίναμε μπύρες.

Φαντάζομαι λοιπόν πως δεν θα έχεις ξεχάσει

και το πόσο λατρεύω τα μαλλιά σου μετά την βροχή, έτσι ανάκατα και μπλεγμένα ως πέφτουν στα καστανά σου μάτια

και σαν τρυπώσεις ξαφνικά μες στο μυαλό μου,

η φωνή σου η παιχνιδιάρικη θα με βγάλει από τις σκέψεις μου.

«Να ζεστάνω νερό;»

κι εγώ τότε θα πετάγομαι φωνάζοντας « ιι, όχι, μην λούσεις τα μαλλιά σου!»

κι εσύ θα γελάς δυνατά με την αφέλεια και τον αυθορμητισμό μου

κι εγώ θα δαγκώνω τα χείλη μου από την ντροπή

κι εσύ θα συνεχίζεις να γελάς τόσο μα τόσο έντονα

κι εγώ θα σου κλείνω το τηλέφωνο νευριασμένη

κι εσύ θα μου κάνεις απανωτές κλήσεις στο σταθερό και θα μου στέλνεις αναρίθμητα μηνύματα στο κινητό μου τηλέφωνο

μα εγώ θα σε αγνοώ

καθώς θα ψάχνω βιαστικά κάτι να ρίξω στο μισόγυμνό μου κορμί

και θα αρπάζω μετά από λίγο τα κλειδιά

και το κινητό μου δεν θα έχει σταματήσει να δονείται

μα εγώ δεν θα το σηκώνω από πείσμα

κι έτσι όπως θ'ανοίγω την εξώπορτα έτοιμη να έρθω να σε βρω

θα βάζω την κουκούλα του φούτερ μου

κι όπως θα κάνω να στρίψω στην επόμενη γωνία στον δρόμο προς το σπίτι σου,

θα πέφτω με δύναμη πάνω σε μία σκοτεινή φιγούρα

και θ'ανασηκώνω το βλέμμα μου προς το πάνω

μέχρις ότου συναντήσω το δικό σου

και η πορτοκαλί λάμπα από πάνω μας θα τρεμοπαίζει

με το φεγγάρι να μην φαίνεται διόλου στον μαύρο ουρανό

καθώς τα δάκρυα ρέουν από 'κει ψηλά ασταμάτητα.

Κι εγώ τότε θα ρίχνω ένα μικρό ουρλιαχτό από τον φόβο μου

κι εσύ θα βάζεις την παλάμη σου πάνω στο στόμα μου με δύναμη

και τοποθετώντας τον δείκτη του άλλου σου χεριού πάνω στο κάτω χείλος σου,

θα μου κάνεις νόημα να κάνω ησυχία

κι εγώ σαν κάπως τότε θα ηρεμώ

και θα κλείνω τα μάτια μου γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω

επιτρέποντας έτσι στο νερό να λούσει ολόκληρό μου το πρόσωπο.

Κι εσύ θα πλησιάζεις βασανιστικά αργά το αυτί μου

και θα περνάς την γλώσσα σου από πάνω του

ψιθυρίζοντας πως δίψασες

κι εγώ θα χαμογελώ ελαφρώς

κι εσύ θα πιέζεις το στήθος σου πάνω στο στήθος μου

και θα μου χαρίζεις ένα φιλί στο σαγόνι

θέλοντας να με αναγκάσεις να ανασηκώσω το κεφάλι μου προς τα εμπρός

κι εγώ θα υπακούω με κάποιον λίγο δισταγμό

ενώ τα παγωμένα σου δάχτυλα θα περνούν μέσα από τα μαλλιά μου

και θα μου πιέζουν τον αυχένα επιταχύνοντας την κίνηση

κι έπειτα θα με κοιτάς σμίγοντας τα πυκνά σου φρύδια

και θα με ρωτάς αν κρυώνω

κι εγώ θα κουνώ αρνητικά το κεφάλι μου

και θα σε ρωτώ επιφυλακτικά αν θέλεις ακόμα να με νιώσεις

κι εσύ ως απάντηση θα νεύεις θετικά

κι εγώ τότε θα γελώ σαν να μην το πιστεύω

κι εσύ θα κατευθύνεις τα χείλη σου προς τα δικά μου

και θα με γεύεσαι για μερικά δευτερόλεπτα

κι έπειτα θα με πιάνεις από το χέρι

κι έχοντας με στην αγκαλιά σου θα μας οδηγείς στο μικρό δωμάτιο του πατρικού σου σπιτιού

κι εγώ θα ξεκουμπώνω το παντελόνι μου

κι εσύ θα βγάζεις το φούτερ σου

κι εγώ θα βγάζω το δικό μου

κι εσύ θα ξεκουμπώνεις το δικό σου παντελόνι

και θα'χεις μείνει σχεδόν ολόγυμνος

όπως κι εγώ

και θα με πλησιάζεις

και θα σε πλησιάζω

και θ'αρχίσεις να χαράσσεις μονοπάτια στον λαιμό μου με το στόμα σου

κι εγώ θα παράγω ήχους μελωδικούς

πόθου βογγητά

κι εσύ θα μου κάνεις τον πιο γλυκό έρωτα

και το πιο άγριο σεξ

ταρακουνώντας το έπιπλο που στηρίζει τα κορμιά μας

στον ρυθμό που οι κεραυνοί βροντούν στο άπειρο και τραντάζουν τα παράθυρα δίπλα μας

κι εγώ θα τρέμω από το κρύο

κι εσύ θα κάθεσαι απλά ακίνητος για λίγο από πάνω μου μόνο και μόνο για να αποκτήσω και πάλι την σωστή θερμοκρασία

κι έπειτα θα συνεχίζεις να μπαίνεις και να βγαίνεις

κι εγώ θα συνεχίζω να γράφω νότες

και να σβήνω

κι εσύ θα παραπονιέσαι που είμαι τόσο φάλτσα στις ψηλές

και έτσι εγώ θα χαμηλώνω τον τόνο μου

κι εσύ θα με διαβεβαιώνεις πως ικανοποιείσαι μονάχα με το άκουσμα της φωνής μου

κι εγώ θα βαριανασαίνω

κι εσύ θα ψιθυρίζεις τ'όνομα μου

και θα πασχίζεις να τελειώσεις μέσα μου

προσέχοντας να μη με πονέσεις πολύ

κι εγώ θα δαγκώνω δυνατά την γλώσσα μου από την ηδονή

κι εσύ σαν το καταλάβεις από τον μορφασμό του προσώπου μου

θα γελάς

κι έπειτα θα με φιλάς βαθιά

μέχρι να ξαναπάρει το στόμα μου

το συνηθισμένο, ελαφρύ του ροζ χρώμα

-μέχρι να φύγει κάθε σταγόνα κόκκινου σκούρου μεταλλικού αίματος που μου προκαλεί ναυτία-

και θα ολοκληρώνεις κάπου μέσα μου

και θα ολοκληρώνεις κι εμένα έτσι

πετυχαίνοντας τη μέγιστη δυναμική εκεί που ένα μέρος του συστήματος αδρανοποιείται στιγμιαία

και θα ξαπλώνεις δίπλα μου άηχα και αθόρυβα σαν πούπουλο που αιωρείται στο κενό μέχρι να πέσει στο τέλος πλάι στο οδόστρωμα

κι εγώ θα ακουμπώ το σαγόνι μου στο στήθος σου

πειράζοντας σου τα μαλλιά με τα δάχτυλα του ενός μου χεριού

ενώ εσύ θα μου χαρίζεις απαλά, υγρά φιλιά στις αρθρώσεις του άλλου

και θα χτυπά η πόρτα

και θα είναι η μάνα σου

μα εσύ δεν θα την αφήνεις να μπει μέσα

γιατί δεν θα θες να μας δει έτσι

κι εκείνη απέξω θα σου ζητάει συγνώμη που έκαψε το φαγητό το μεσημέρι

κι εσύ θα με κοιτάς όλο νόημα φωνάζοντάς της -για να την καθησυχάσεις- πως δεν πειράζει

έτσι κι αλλιώς και πάλι υπέροχο ήταν αφού φτιάχτηκε από τα χεράκια της

κι εγώ θα κρυφογελώ

και θα νιώθω ταυτόχρονα άσχημα που δεν σε πίστευα πριν λίγες ώρες

κι εσύ θα αρχίσεις να κουνάς το κεφάλι σου αποδοκιμαστικά από εδώ κι από εκεί που δεν σε εμπιστεύομαι

και που νομίζω ότι μου λες ψέματα

και κατσουφιασμένος θα κάνεις σαν μωρό παιδί τυλίγοντας τα χέρια σου μπροστά στον θώρακά σου

και θα γυρνάς το χοντρό σου το κεφάλι από την άλλη

κι εγώ με τα μικρά -σε σχέση με τα δικά σου- δαχτυλάκια θα προσπαθώ να το γυρίσω προς το μέρος μου

μα εσύ θα έχεις μουλαρώσει τόσο πολύ

κι εγώ τότε θα μας ξεσκεπάζω

και θα ξαπλώνω ολόγυμνη πάνω από εσένα ολόγυμνο

και θα μένω εκεί να σε ερεθίζω μη κάνοντας απολύτως τίποτα

και θα βλέπω το σαγόνι σου να σφίγγεται από την αντίσταση που άδικα προσπαθείς να κρατήσεις

και θα σου φιλάω την κοιλιά καθώς θα οδηγούμαι όλο και πιο κάτω

ψιθυρίζοντάς σου αισθησιακά συγνώμες

κι άλλες συγνώμες

κι άλλες λίγες ακόμα

κι εσύ θα μαζεύεις τα λουλουδάτα σεντόνια μέσα στις χούφτες σου

μη θέλοντας να υποκύψεις

κι εγώ τότε θα λικνίζω τον κορμό μου πάνω στην ευαίσθητή σου περιοχή

κι εσύ θα δαγκώνεις τα χείλη σου

κι εγώ θα σε ερωτεύομαι ακόμα πιο πολύ

βλέποντάς σε τόσο ευάλωτο στα χέρια μου

κι έπειτα θα συνεχίζω με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς έχοντας ως στήριγμα την λεκάνη σου

κι εσύ τότε θα πετάγεσαι απρόσκοπτα προς τα εμπρός

και θα αρχίζεις να με γαργαλάς κατηγορώντας με για το πόσο κακούργα είμαι κι εγώ θα γελώ

κι εσύ θα γελάς

και θα με κάνεις να γελώ

και το γέλιο μου θα σε κάνει να γελάς

και θα γελάμε

και θα με γυρνάς μεριά βάζοντας με βίαια από κάτω σου

και θα μπαίνεις μέσα μου απροειδοποίητα

κι εγώ θα βογκάω

κι εσύ θα μου λες να κάνω ησυχία

και θα με πονάς τόσο

μα εγώ δεν θα παραπονιέμαι γιατί θα νιώθω υπέροχα

κι εσύ θα με κοιτάς με εκείνο το μεθυστικό σου βλέμμα

ενώ μερικές τούφες μαλλιών θα πέφτουν στο μέτωπο σου κατά την διάρκεια

κι εγώ δεν θα αντέχω άλλο

και θα σου λέω να τελειώνεις γρήγορα

μα εσύ θα αποχωρείς δίχως ένα παθιασμένο τελευταίο φιλί

κι εγώ θα κλαψουρίζω για το πόσο τώρα εσύ γίνεσαι κακός

και θα σε παρακαλώ να γυρίσεις πίσω,

να μου χαρίσεις την τελευταία σφιχτή αγκαλιά

μα εσύ θα μένεις από πάνω μου ακίνητος απλά και μόνο γελώντας πονηρά

κι εγώ τότε θα συνεχίζω το παραλήρημα

για το πόσο με μισείς που μ'άφησες έτσι

κι εσύ θα με αποκαλείς ψεύτρα

και θα μου λες ότι μ'αγαπάς όσο τίποτα

και κάπου εκεί θα βλέπουμε τον χρόνο να παγώνει

με κάτι ζευγάρια μάτια να είναι κολλημένα

το ένα τόσο βαθιά μέσα στο άλλο

και εγώ σαν μην πιστεύω αυτό που μόλις άκουσα

θα σου ζητάω να το ξαναπείς

και ξανά

κι άλλη μία

και πιο δυνατά

και πιο παθιασμένα

και πιο αληθινά

κι εσύ θα το επαναλαμβάνεις

και μία

και δύο

και τρεις

«σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, σ'αγαπώ»

κι εγώ τότε θα νιώθω η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο

μα ταυτόχρονα μέσα μου δεν θα παύει να με τρώει η ανασφάλεια

και θα σου κάνω μια ερώτηση

που θα σε κάνει να ανοιγοκλείσεις κάμποσες φορές τα μάτια σου πριν απαντήσεις

πιθανώς κουρασμένος από μένα και τις τόσες αμφιβολίες που έχουν φυτρώσει μέσα μου

και που με τόση μανία όλον αυτόν τον καιρό, εσύ προσπαθείς να ξεριζώσεις

κι εγώ θα βουρκώσω με την απάντησή σου

μα εσύ θα προλάβεις να συγκρατήσεις τα δάκρυά μου πριν κυλήσουν

εκτός από ένα,

εκείνο το αλμυρό που θα έχει κατρακυλήσει σ'εκείνο το ευαίσθητο σημείο

λίγο πιο δεξιά από την ρώγα μου,

εκείνο που θα ρουφήξεις με όλη σου την δύναμη

αφού θα το'χεις φιλήσεις μερικά δευτερόλεπτα πρωτύτερα.

-Γιατί με αγαπάς;

{ Ανοιγοκλείσιμο βλεφάρων από μέρος σου. }

- Γιατί είσαι εσύ, γι'αυτό σε αγαπώ.

- Μα γιατί; Δεν είμαι και κάτι τόσο ιδιαίτερο.

-Για μένα είσαι ό,τι ο ήλιος για τον ουρανό τα πρωινά κι ό,τι τα αστέρια όταν νυχτώνει, μάτια μου.

Και τότε εσύ θα κάνεις την θεαματική σου είσοδο

δίνοντας ό,τι πάθος έχεις μέσα σου πάνω στη σκηνή

φτάνοντας με τη μία στη κορύφωση.

και το σώμα μου τότε θα αναριγά ολόκληρο

σχηματίζοντας ένα τόξο στον αέρα

και το κεφάλι μου θα πέφτει προς το πλάι

και τα μάτια μου θα κλείνουν

σιγανά

και τόσο αισθησιακά

θα μουρμουρίζω

συγνώμες και ευχαριστίες

κι εσύ θα με τραβάς κοντά σου μέχρι να φτάσουμε σε απόσταση αναπνοής και θα με σφίγγεις ανάμεσα στα χέρια σου

κι εγώ θα νιώθω πλήρης

και ιδιαίτερη

και δική σου.

Κατάλαβες λοιπόν για τι πράγμα σου μιλάω;

Το΄κανες εικόνα, το'νιώσες όσο εγώ;!

Εγώ θέλω ντόμπρα πράγματα,

ειλικρινά λόγια,

αληθινά.

Να μην τις φοβάσαι τις λέξεις.

Ό,τι αισθάνεσαι να λες,

να το βροντοφωνάζεις

να πιάνεις το πρόσωπό μου στις χούφτες σου και να μου το συλλαβίζεις,

να σχεδιάζεις ένα ένα τα γράμματα στο γυμνό μου κορμί.

Να μην φοβάσαι να νιώσεις, εντάξει μάτια μου;

Θέλω αν μ'ερωτευτείς να το ξέρω

κι αν σε νευριάσω ποτέ να μου το πεις

κι αν σε πνίγω, να με παίρνεις αγκαλιά και να με ακουμπάς λίγο πιο πέρα

κι αν σε γεμίζω ελπίδα να με φωνάζεις φεγγάρι

κι αν μ'αγαπάς να λες σε αγαπώ

κι αν με μισείς να λες σε μισώ.

Να μην κρύβεσαι θέλω.

Μεγαλώσαμε, το κρυφτό είναι για τα παιδιά.

Ξέρω ότι είναι το αγαπημένο παιχνίδι και των δυο μας μα τώρα πια ωριμάσαμε, έτσι δεν είναι;

Τα αισθήματά μας δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από αυτοκίνητα, δέντρα, θάμνους και περβάζια.

Να μου λες πως νιώθεις για μένα λοιπόν κοιτώντας με στα μάτια.

Να με αγκαλιάζεις γιατί το έχω ανάγκη

και να με φιλάς.

Να με προσέχεις,

να σε προσέχεις μάτια μου.

Κι αν με θες μέσα σου

να μου το λες ξεκάθαρα

χωρίς υπονοούμενα και περιστροφές

Θέλω να σε νιώσω,

δεν έρχεσαι από'δω;

Κι εγώ να έρχομαι

και να με νιώθεις και να σε νιώθω

και να γελώ και να γελάς

και να ζωγραφίζουμε στιγμές

και να γεμίζουμε εμπειρίες

και να ζούμε ρε μωρό μου.

Με πολλή πολλή αγάπη,
Μαίρη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top