Κεφάλαιο 9

Πραγματικά... δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πως να αντιδράσω. Μένω να τον κοιτάζω αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στο αν πρέπει να γελάσω ή να τον αγριοκοιτάξω.

«Μπορείς να επαναλάβεις την ερώτησή σου...;» τον ρωτάω, και πριν προλάβει να μου απαντήσει, η δόνηση από το κινητό του τηλέφωνο διακόπτει τη ροή της συζήτησής μας.

«Όλα υπό έλεγχο,» αποκρίνεται, καθώς με κοιτάζει στα μάτια. «Μόλις την έφερα σπίτι.»

Κλείνει το ακουστικό και περιμένω να επαναλάβει αυτό που είπε, για να βεβαιωθώ αν άκουσα καλά. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και, με βλέμμα σοβαρό, επαναλαμβάνει την ερώτηση...

«Έχεις ιδέα πόσες θερμίδες είχε η σαμπάνια που ήπιες πριν;»

«Συγγνώμη, τώρα αυτό... είναι το σημαντικό που έπρεπε να ειπωθεί;»

«Απλώς σκέφτηκα πως ίσως δεν το είχες υπολογίσει,» λέει με ένα αθώο ύφος που δεν του ταιριάζει καθόλου. Ωστόσο, στο βλέμμα του λάμπει μια σπίθα εσκεμμένης προκλητικότητας, σαν να απολαμβάνει τη στιγμή, περιμένοντας τη δική μου αντίδραση.

«Καληνύχτα, Νταμιάνο,» του λέω τελικά, αφήνοντας τη φωνή μου να ακουστεί πιο σταθερή από την ταραχή που μου έχει δημιουργήσει.

Κάνω μεταβολή και προτού το καταλάβω, βρίσκομαι ήδη μέσα στο σπίτι. Είμαι σχεδόν βέβαιη, ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε να μου πει. Ίσως, το τηλεφώνημα που περίμενε από τον πατέρα μου, να τον έκανε να το ξανασκεφτεί. Φαίνεται ότι τον φοβάται. Ή... μπορεί όντως να μην ενδιαφέρεται με τον τρόπο που νόμιζα. Αυτή η απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του, με προβληματίζει... και έχει αρχίσει να μου δημιουργεί πολλά ερωτήματα...

Το επόμενο πρωί, ακούω ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα μου. Η σκέψη μου είναι θολή ακόμη από τον ύπνο, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω τον γνώριμο, αυταρχικό ρυθμό του χτυπήματος.

Είναι εκείνος.

Ανοίγω την πόρτα και βρίσκομαι αμέσως αντιμέτωπη με το ανυπόμονο, σκοτεινό βλέμμα του Νταμιάνο, που στέκεται στο κατώφλι. Κρατάει τον πίνακα στα χέρια του, τον πίνακα που δεν ήθελα με τίποτα να ξαναδώ. Και για μια στιγμή, δεν λέει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει, σαν να προσπαθεί να διαβάσει τη σκέψη μου, σαν να περιμένει κάποια εξήγηση που ξέρει ότι δεν πρόκειται να του δώσω.

Με δυσκολία κρατώ το βλέμμα μου σταθερό πάνω του, αλλά πριν προλάβω να μιλήσω, σηκώνει τον πίνακα μπροστά μου, με μια αδιόρατη δόση περιφρόνησης στο πρόσωπό του.

«Μα, πώς...;» ξεκινάω να λέω και εκείνος χαμογελάει αργά.

Σηκώνει το φρύδι του, κοιτάζοντάς με με εκείνο το ύφος που συνδυάζει σαρκασμό και έλλειψη υπομονής. «Απλά αναρωτιέμαι... Πώς σου ήρθε να αφήσεις τον εξαιρετικά χαρισματικό πρώην σου να αποκτήσει κάτι τέτοιο;» Η φωνή του στάζει ειρωνεία καθώς αφήνει τον πίνακα στην άκρη.

Σταυρώνω τα χέρια μου, προσπαθώντας να κρύψω ένα χαμόγελο ικανοποίησης που πάει να ξεπηδήσει από τα χείλη μου. «Α, ορίστε! Τελικά τον μελέτησες καλύτερα τον πίνακα! Τι έγινε; Ζήλεψες που δεν ήσουν εσύ το... μοντέλο;»

Τα μάτια του Νταμιάνο αστράφτουν και σφίγγει τα χείλη του. Δεν ξέρω αν το κάνει για να μην γελάσει ή για να μην με βρίσει. «Ζηλεύω εγώ; Μπα. Απλά προσπαθώ να καταλάβω πώς κατάφερες να αφήσεις τον Ράιαν να...» Κάνει μια παύση και με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, σαν να με υπολογίζει. «Να σε έχει έτσι.»

«Έτσι, πώς δηλαδή;» του απαντάω, με το βλέμμα μου να αμφισβητεί ακόμη την επιθετικότητά του.

«Έτσι, όπως το βλέπω,» λέει με έναν τόνο γεμάτο προκλητικότητα. «Να σε παρουσιάζουν έτσι, σαν να είσαι το αγαπημένο τους αντικείμενο, ενώ ο Ράιαν απλώς ατενίζει σαν θεατής. Πόσο αφελής μπορεί να είσαι;»

«Και γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ, Νταμιάνο; Αν μου αρέσει να με βλέπουν έτσι ή όχι; Ίσως θα έπρεπε να σε ανησυχεί περισσότερο η δική σου αντίδραση, παρά η δική μου εικόνα.»

Εκείνος σκύβει ελαφρώς προς το μέρος μου· το βλέμμα του αν και μαλακώνει, γίνεται πιο επικίνδυνο. «Και γιατί να με νοιάζει εμένα τι κάνεις, πριγκίπισσα;» Η φωνή του είναι πιο απαλή από πριν, αλλά πίσω από τον σαρκασμό διακρίνω έναν υπόκωφο εκνευρισμό. «Απλά, για την ιστορία, υπάρχουν πιο διακριτικοί τρόποι να τραβάς την προσοχή.»

«Όπως το να έχω σωματοφύλακα που τρυπώνει στις... ιδιωτικές μου στιγμές και απαιτεί εξηγήσεις για το τι κάνω;» του απαντάω με ένα πλατύ χαμόγελο, απολαμβάνοντας κάθε δευτερόλεπτο της ενόχλησής του.

Εκείνος πλησιάζει ακόμα πιο κοντά, τόσο που η ανάσα του είναι πλέον σχεδόν επάνω μου. «Νομίζεις ότι με ενοχλεί επειδή δεν έχω δικαίωμα πάνω σου;» λέει σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά. Το βλέμμα του είναι διαπεραστικό, και η ατμόσφαιρα μεταξύ μας γίνεται έντονα φορτισμένη.

Πλησιάζω το πρόσωπό μου, τόσο ώστε να σβήσω εντελώς την απόσταση. «Όχι. Νομίζω ότι σε ενοχλεί επειδή ξέρεις πως... και να ήθελες, δεν θα μπορούσες να με έχεις, Νταμιάνο. Και αυτό είναι που σε τρελαίνει περισσότερο.»

Για μια στιγμή, με κοιτάζει αμίλητος, κι εκεί που είμαι σίγουρη ότι θα πει κάτι, τραβιέται απότομα και σηκώνει τους ώμους, λες και μόλις απαρνήθηκε κάθε ένταση που είχε συγκεντρωθεί ανάμεσά μας. «Ας μην κοροϊδευόμαστε, πριγκίπισσα. Εγώ απλώς κάνω τη δουλειά μου, τίποτα περισσότερο. Και μέρος της είναι να φροντίζω να μη μπλέκεσαι σε επικίνδυνες καταστάσεις.»

Δεν απαντάω. Του ρίχνω ένα χαμόγελο γεμάτο πρόκληση, όμως μέσα μου αισθάνομαι ξαφνικά ένα μεγάλο κενό. Εκείνος κρατάει το βλέμμα του σταθερό επάνω μου για λίγο ακόμα και, χωρίς να απαντήσει, στρέφεται και βγαίνει από το δωμάτιο...

Σκατά!

Ακόμη κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, τα λόγια του έχουν αρχίσει να με επηρεάζουν. «Μα, πόσο αφελής μπορεί να είσαι, Μπριάννα,» επαναλαμβάνω ξανά και ξανά στον εαυτό μου, για να το πιστέψω και η ίδια. Έχει δίκιο. Γαμώτο! Έχει δίκιο! Πως πίστεψα έστω και για μια στιγμή, ότι μπορεί όντως να σήμαιναν κάτι όλα αυτά (;) Νιώθω τόσο ηλίθια ξαφνικά, που... δεν θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου... Ο Νταμιάνο κάνει την δουλειά του, είναι προφανές. Εκτελεί τις εντολές του πατέρα μου... και εγώ... γοητεύτηκα από αυτό.

Αποφασισμένη να τερματίσω αυτή την τρέλα, προχωράω γρήγορα προς το γραφείο του πατέρα μου. Ο Νταμιάνο στέκεται έξω από την πόρτα, αυστηρός όπως πάντα, αλλά τώρα υπάρχει μια διακριτή ένταση στα μάτια του. Του ρίχνω ένα κοφτερό βλέμμα, και εκείνος απλώς με κοιτάζει, απαθής, σαν να μη συμβαίνει τίποτα... ώσπου ανοίγω αποφασιστικά την πόρτα...

«Θέλω να μιλήσουμε,» λέω στον πατέρα μου χωρίς να χάνω χρόνο.

Εκείνος, σηκώνει το κεφάλι από τα χαρτιά του και με κοιτάζει με περιέργεια. «Τι συμβαίνει, Μπριάννα;»

«Θέλω να αποδεσμεύσεις τον Νταμιάνο από τα καθήκοντά του,» απαντάω, προσπαθώντας να μείνω όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη, αλλά η φωνή μου τρέμει.

Ο πατέρας μου με κοιτάζει ατάραχος, όμως τα μάτια του στενεύουν. «Και γιατί αυτό;»

Παίρνω άλλη μια ανάσα, πριν του απαντήσω. «Δεν... δεν χρειάζομαι κάποιον σαν κι αυτόν δίπλα μου. Ειδικά αυτόν.»

«Μάλιστα,» μου αποκρίνεται, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα του. «Και τι σε ενοχλεί ακριβώς;»

Κάνω μια παύση, για να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Ο πατέρας μου με κοιτάζει με επιμονή και αυτό μου το κάνει ακόμη πιο δύσκολο. «Απλώς... δεν τον θέλω κοντά μου.»

Εκείνος με παρατηρεί σιωπηλός για λίγο, σαν να με διαβάζει. «Δεν μπορώ να σε αφήσω χωρίς προστασία, το ξέρεις αυτό.»

«Τουλάχιστον... τουλάχιστον βάλε κάποιον άλλον,» λέω με την τελευταία δόση υπομονής που μου έχει απομείνει.

Σηκώνει το φρύδι του, φανερά απορημένος. Η καχυποψία να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό του.

«Γιατί; Τι σου έκανε ο Νταμιάνο;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top