Κεφάλαιο 8
Όσο ο Τζόνι περιγράφει στον Νταμιάνο τις τεχνικές του, το βλέμμα μου πέφτει επάνω στον Ράιαν, ο οποίος κοιτάζει επίμονα προς το μέρος μας. Το σμόκιν του εφαρμόζει άψογα στους ώμους του, αποπνέοντας την αυτοπεποίθηση που κάποτε με γοήτευε.
Πίνω μια γουλιά από την σαμπάνια μου και αποφασίζω να πλησιάσω τον Ράιαν με σταθερά βήματα, διατηρώντας την ψυχραιμία μου.
«Συγχαρητήρια, Ράιαν. Έκανες μια εξαιρετική επένδυση,» λέω, με ένα χαμόγελο που δε φτάνει στα μάτια μου.
Εκείνος απλώς χαμογελά, με εκείνο το γνώριμο ύφος αυτάρεσκης ικανοποίησης. «Πώς θα μπορούσα να μην το κάνω; Είναι δύσκολο να αντισταθώ... ειδικά όταν πρόκειται για εσένα.»
«Να αντισταθείς; Την τελευταία φορά που τσέκαρα, είχες ήδη χάσει την ευκαιρία σου,» του απαντάω, διατηρώντας την ειρωνεία στη φωνή μου.
Ο Ράιαν πλησιάζει λίγο περισσότερο και απλώνει το χέρι του για να με αγγίξει στον ώμο. «Μην είσαι τόσο σκληρή, Μπριάννα. Ξέρεις πως... πάντα θα είσαι κάτι ξεχωριστό για μένα.»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, νιώθω τη ζεστή του παλάμη να πλησιάζει επικίνδυνα προς την μέση μου και αποτραβιέμαι απότομα. «Ξεχωριστή, ναι... όπως ένας πίνακας που αγοράζεις και τον ξεχνάς σε κάποια γωνιά; Ευχαριστώ, Ράιαν, αλλά δεν με ενδιαφέρει να γίνω άλλη μια 'επένδυσή' σου.»
Δεν έχω καν ολοκληρώσει τη φράση μου όταν, ξαφνικά, ο Νταμιάνο εμφανίζεται πίσω μου. Με μια αποφασιστική κίνηση, σπρώχνει τον Ράιαν και το βλέμμα του είναι πιο παγωμένο από ποτέ άλλοτε. «Νομίζω ότι άκουσες την κυρία,» λέει ο Νταμιάνο, η φωνή του είναι χαμηλή, αλλά γεμάτη με μια ένταση που δεν μου περνάει απαρατήρητη.
Ο Ράιαν τον κοιτάζει προκλητικά, σχεδόν απολαμβάνοντας την αντίδρασή του. «Έχεις καλό γούστο στην επιλογή των σωματοφυλάκων σου, Μπριάννα. Προστατευτικός και... πρόθυμος,» λέει ειρωνικά.
«Πρόθυμος να σε κάνω να το μετανιώσεις,» απαντάει απότομα ο Νταμιάνο.
Αισθάνομαι τη σύγκρουση ανάμεσά τους, την ένταση και τον ανείπωτο ανταγωνισμό και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα μικρό, σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο που ξεπροβάλλεται από τα χείλη μου. «Εντάξει, αγόρια. Πάμε, να μην χαλάσουμε το πάρτι,» αποκρίνομαι, προσπαθώντας να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα, ενώ ο Νταμιάνο μένει δίπλα μου, σιωπηλός.
(...)
«Πού έχεις παρκάρει;» ρωτάω τον Νταμιάνο, καθώς περπατάμε δίπλα—δίπλα, αγνοώντας την ένταση που υπάρχει μεταξύ μας. Ο αέρας έχει αρχίσει να δυναμώνει, και η νύχτα γίνεται πιο ψυχρή.
«Λίγο πιο κάτω,» απαντά. «Αλλά μάλλον θα πρέπει να βρούμε ένα μέρος να κρυφτούμε από αυτόν τον αέρα πρώτα.»
Ακριβώς την ίδια στιγμή, μια δυνατή ριπή ανέμου μας χτυπάει, σχεδόν απειλητικά. Κοιτάζω γύρω μου και εντοπίζω ένα κοντινό εμπορικό κέντρο. «Πάμε εκεί,» προτείνω, και ο Νταμιάνο με ακολουθεί χωρίς να φέρει αντίρρηση.
Μπαίνουμε στο εμπορικό και η προστασία από τον άνεμο είναι ανακουφιστική. «Αυτή η βραδιά είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν νομίζεις;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να αλλάξω τη διάθεση.
«Πραγματικά; Ή μήπως είναι οι επιλογές σου που κάνουν τη βραδιά ενδιαφέρουσα;» λέει ο Νταμιάνο, και το βλέμμα που μου ρίχνει, είναι τουλάχιστον, επικριτικό.
«Εννοείς τον πίνακα που αγόρασε ο Ράιαν;»
«Ακριβώς αυτό εννοώ. Δεν σου φαίνεται περίεργο που αγόρασε τον πίνακα;» μου λέει, και η φωνή του είναι γεμάτη ειρωνεία, όπως πάντα.
«Προφανώς έχει ένα συγκεκριμένο γούστο, διαφορετικό από το δικό σου,» του απαντάω με έναν προκλητικό τόνο για να σπρώξω πίσω την αμηχανία που προσπαθεί να εισβάλει. «Ή μήπως ζηλεύεις;»
«Να ζηλέψω;» γελάει, αλλά υπάρχει μια σκληρότητα στη φωνή του. «Απλώς αναρωτιέμαι αν ξέρεις τι κάνεις.»
«Και τι σε νοιάζει εσένα;» τον προκαλώ, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Μάλλον πρέπει να μείνεις στη θέση σου ως σωματοφύλακας και όχι να δίνεις συμβουλές για τις επιλογές μου.»
«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μετανιώσεις για αυτές τις επιλογές, Μπριάννα,» μου λέει, και οι λέξεις του είναι γεμάτες υπονοούμενα.
«Ούτως ή άλλως δεν βλέπει κάτι που δεν έχει ξαναδεί,» του απαντάω χωρίς να το σκεφτώ πολύ καλά και το ύφος μου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.
Ο Νταμιάνο σφίγγει ελαφρά τα χείλη του, και το βλέμμα του σκοτεινιάζει και πάλι απότομα. «Ενδιαφέρον,» λέει αργά, η φωνή του βαριά από ενόχληση που αρνείται να παραδεχτεί. «Ας ελπίσουμε ότι η φαντασία του Ράιαν θα μείνει στο έργο κι όχι στην πραγματικότητα.»
«Δες, Νταμιάνο, αν η ζωή έχει ρίσκα, τότε ας τα πάρω. Δεν χρειάζομαι να με προστατεύεις από τον καθένα.»
Δεν απαντά. Για περίπου μια ώρα, μένουμε στο εμπορικό σιωπηλοί. Κοιτάζω τριγύρω, προσπαθώντας να ξεφύγω από την ένταση που αισθάνομαι. Όταν επιτέλους ο άνεμος σταματά, κατευθυνόμαστε προς το σταθμευμένο του αυτοκίνητο. Μπαίνω μέσα, και καθώς ξεκινά, η σιωπή συνεχίζει να μας περιβάλλει, βαριά...
Η πόρτα της πύλης ανοίγει.
«Καληνύχτα, Μπριάννα,» λέει τελικά, η φωνή του βραχνή.
«Καληνύχτα, Νταμιάνο,» του αποκρίνομαι και κάνω να βγω από το αυτοκίνητό του.
Οι κινήσεις μου είναι διστακτικές. Σαν ένα αόρατο χέρι να με κρατάει πίσω... σαν να μην θέλω να φύγω από κοντά του. Γυρίζω να τον αντικρίσω για μια τελευταία φορά πριν μπω στο σπίτι, περιμένοντας να ακούσω ακόμη ένα καυστικό σχόλιο που θα με κάνει να αντιδράσω, αλλά εκείνος δείχνει να μην έχει αυτήν την πρόθεση. Αντίθετα, το βλέμμα του είναι σοβαρό, σχεδόν μελαγχολικό. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται... Κάνω ένα βήμα μπροστά και τότε νιώθω το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου.
«Μπριάννα, περίμενε!» Η φωνή του έχει μια επιτακτική χροιά που με αναγκάζει να σταματήσω, να γυρίσω πάλι προς το μέρος του. Τα μάτια του είναι γεμάτα ερωτηματικά και κάτι άλλο, ίσως επιθυμία.
«Τι είναι;» ρωτάω και εκείνος βγαίνει βιαστικά από το αυτοκίνητο. Για μια στιγμή μένει ακίνητος, σαν να μαζεύει τη σκέψη του πριν μιλήσει. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, γεμάτα ένταση, και με κοιτάζει με έναν τρόπο που κάνει την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο δυνατά.
«Μην φεύγεις έτσι,» λέει, κάνoντας ένα βήμα μπροστά, οι αποστάσεις μεταξύ μας να μειώνονται. «Υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί.»
«Όπως;» του αποκρίνομαι, προσπαθώντας να κρύψω την περιέργειά μου πίσω από μια μάσκα ψυχραιμίας.
Προχωράει προς το μέρος μου, και μπορώ να δω στο πρόσωπό του μια αποφασιστικότητα που με αφοπλίζει. Για μια στιγμή, το βλέμμα του κατεβαίνει, σαν να εξετάζει κάτι που δεν είχε δει πριν—ή ίσως κάτι που φοβόταν να δει. Όταν με κοιτάζει ξανά, τα χείλη του μοιάζουν σαν να σχηματίζουν μια φράση που ακόμα δεν έχει ειπωθεί.
«Μπριάννα...» αρχίζει, και ο τόνος του είναι χαμηλός. Σταματάει για λίγο, σαν να αναζητά τις σωστές λέξεις. Με πλησιάζει κι άλλο, και για ένα δευτερόλεπτο η απόσταση μεταξύ μας μοιάζει να εξαφανίζεται. Κρατάω την αναπνοή μου, περιμένοντας να ακούσω τι έχει να πει, όμως εκείνος στέκεται ακόμη εκεί, σαν να τον έχει προδώσει η ίδια του η σκέψη...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top