Κεφάλαιο 58

Μπαίνοντας και πάλι μέσα, τον βλέπω ακόμα στην ίδια θέση. Κάθεται στην ίδια καρέκλα, με το βλέμμα του χαμένο κάπου στο πάτωμα. Το φως από τη λάμπα στο κομοδίνο του δίνει μια χλωμή, σχεδόν απόκοσμη όψη. Είναι αδιαμφισβήτητα εξαντλημένος, φαίνεται πως οι τελευταίες ώρες έχουν αφήσει το σημάδι τους πάνω του. Το πρόσωπό του είναι σκυθρωπό, οι γωνίες των ματιών του βαραίνουν σαν να κουβαλάει ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε, ενώ η λάμψη της λάμπας τον κάνει να δείχνει πιο εύθραυστος από ποτέ. Τον πλησιάζω διστακτικά, σχεδόν αθόρυβα, παρατηρώντας την εξάντλησή του να αποτυπώνεται σε κάθε έκφραση του προσώπου του, σε κάθε σταγόνα ιδρώτα που γλιστράει στο μέτωπό του και αφήνει ένα ανεπαίσθητο σημάδι στην επιδερμίδα του, αλλά δεν ξέρω τι να του πω. Δεν ξέρω πως, ή αν πρέπει να σπάσω αυτή την αβάσταχτη σιωπή μεταξύ μας. Μόνο μένω να τον κοιτάζω. Τα μάτια του δεν είναι τα ίδια. Κοιτάζουν, αλλά δεν βλέπουν.

«Νομίζω ότι χρειάζεσαι ύπνο,» τολμάω να πω πλησιάζοντάς τον λίγο ακόμα. Η φωνή μου είναι απαλή, αλλά το βάρος της κατάστασης που βιώνουμε τις τελευταίες ώρες, δεν μπορεί να κρυφτεί.

Εκείνος σηκώνει το κεφάλι του για να με αντικρίσει, με βλέμμα κουρασμένο από την αϋπνία. «Είμαι καλά,» απαντά, αλλά η φωνή του βγαίνει τόσο αδύναμη που σχεδόν ραγίζει στη μέση της πρότασης. Είναι προφανές ότι παλεύει να κρατηθεί όρθιος, να μη μου δείξει πόσο εξαντλημένος είναι...

«Σίγουρα; Γιατί δεν μοιάζεις καλά,» επιμένω, αλλά εκείνος δεν λέει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει.

Αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό και κάνω μερικά ακόμη βήματα προς το μέρος του. «Γιατί δεν μου είπες ποτέ ότι με έσωσες;» τον ρωτάω, και ξαφνικά βλέπω το σώμα του να τεντώνεται ελαφρώς, το σαγόνι του να σφίγγεται.

«Δεν ήταν κάτι που έπρεπε να πω.»

«Όχι, Νταμιάνο,» του αποκρίνομαι και πάλι και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού απέναντί του. «Ήταν κάτι που έπρεπε να πεις. Ήμουν εγώ μέσα σ' εκείνο το αυτοκίνητο.»

Το κουρασμένο βλέμμα του διασταυρώνεται ξανά με το δικό μου, αλλά δεν απαντάει...

«Γιατί δεν το είπες;» συνεχίζω. «Γιατί με άφησες να πιστεύω ότι...»

«Γιατί δεν είχε σημασία,» απαντά κοφτά, διακόπτοντάς με κάπως απότομα. «Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι ήσουν ζωντανή. Αυτό ήθελα. Αυτό έπρεπε να γίνει.»

«Για μένα είχε σημασία, Νταμιάνο. Είχε σημασία να ξέρω ότι ήσουν εσύ. Ότι...» Κόβω τη φράση μου στη μέση, γιατί δεν ξέρω πώς να συνεχίσω. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω μου με μεγαλύτερη επιμονή τώρα... και αυτό με κομπλάρει.

«Δεν ήθελα να το κάνω θέμα,» λέει, και η φωνή του είναι πιο απαλή αυτή τη φορά. «Δεν ήθελα να πιστέψεις ότι το έκανα για να κερδίσω κάτι από εσένα. Ήθελα μόνο να είσαι ασφαλής.»

Τα λόγια του με κάνουν να σωπάσω για μια στιγμή. Παρατηρώ την ένταση στους ώμους του, το πώς οι γροθιές του σφίγγουν από την προσπάθεια να συγκρατήσει τα συναισθήματά του.

«Γιατί μου φερόσουν έτσι όταν με ανέλαβες;» τον ρωτάω ξαφνικά προσπαθώντας να κρατηθώ ψύχραιμη. «Ήσουν πάντα ψυχρός, απόμακρος... σχεδόν εχθρικός. Με έκανες να πιστεύω πως σε ενοχλούσα. Καμία φορά νόμιζα πως με μισούσες.»

«Δεν έπρεπε...» μουρμουρίζει, και η φωνή του είναι τόσο χαμηλή, που σχεδόν δεν την ακούω. Υψώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει στα μάτια. «Δεν έπρεπε να νιώθω έτσι για σένα. Ήταν λάθος. Ήσουν....»

Η καρδιά μου σφίγγεται. «Λάθος;»

«Μπριαννα...» σηκώνεται από την καρέκλα για να κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. «Ήσουν η κόρη του αφεντικού. Η γυναίκα που δεν μπορούσα να έχω, που δεν έπρεπε να αγγίξω. Και κάθε μέρα που ήμουν κοντά σου... κάθε γαμημένη μέρα, έπρεπε να το θυμίζω στον εαυτό μου.»

«Και γι' αυτό ήσουν τόσο σκληρός μαζί μου; Επειδή φοβόσουν πώς θα ένιωθες αν...»

«Αν σε άφηνα να δεις πως πραγματικά ένιωθα;» με διακόπτει. «Ναι. Φοβόμουν. Γιατί αν σε κοιτούσα έστω και μια στιγμή όπως πραγματικά ήθελα, θα τέλειωναν όλα. Δεν θα μπορούσα να σταματήσω.»

«Και εγώ που νόμιζα ότι απλώς φοβόσουν τον πατέρα μου...
παρ' όλα αυτά, ήσουν έτοιμος να μου κλέψεις και το κολιέ...» μου ξεφεύγει, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. «Μπριαννα... δεν ήθελα ποτέ να γίνει έτσι. Τα αισθήματά μου για σένα υπήρχαν πολύ πριν αναλάβω να σε προστατεύσω, πολύ πριν από το κολιέ, πολύ πριν από αυτό που συνέβη...»

Μια ακόμη ξεχασμένη ανάμνηση ξεπηδάει στο μυαλό μου...

Ήταν νύχτα και η πισίνα έμοιαζε με καθρέφτη που αντάνακλα τα φώτα των αστεριών. Το νερό γλιστρούσε πάνω μου καθώς κολυμπούσα αργά, απολαμβάνοντας τη σιωπή της στιγμής. Μέχρι που ένιωσα μια παρουσία. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξω για να καταλάβω. Ήταν εκείνος.

Έμεινα για λίγο με την πλάτη γυρισμένη, ελπίζοντας πως οι εκφράσεις μου δεν θα προδώσουν την ανησυχία και τον ενθουσιασμό που μου προκαλούσε η παρουσία του. Εκείνος στεκόταν σιωπηλός στην άκρη της πισίνας, με τα χέρια του στις τσέπες, και το βλέμμα του αφοπλιστικό όπως πάντα.

«Δεν περίμενα να σε δω εδώ, τέτοια ώρα,» είπε χαμηλόφωνα.

«Ήθελα λίγη ησυχία,» του απάντησα ήρεμα, αλλά η καρδιά μου είχε ήδη αρχίσει να χτυπά λίγο πιο γρήγορα. «Κι εσύ; Τι σε φέρνει εδώ;»

Το χαμόγελό του έγινε λίγο πιο πονηρό, και το βλέμμα του έπεσε πάνω μου με τρόπο που με έκανε να αισθανθώ ένα ανεξήγητο ρίγος.

«Η ησυχία, ίσως. Ή... η περιέργεια.»

Δεν απάντησα αμέσως. Τον κοίταξα στα μάτια, αρνούμενη να αφήσω τον έλεγχο της στιγμής να μου ξεφύγει.

«Η περιέργεια μπορεί να γίνει επικίνδυνη, Νταμιάνο.»

Τα μάτια του χαμήλωσαν για λίγο, σαν να σκεφτόταν κάτι, πριν σηκώσει το βλέμμα του και μου χαμογελάσει πονηρά. «Κάποιες φορές αξίζει το ρίσκο.»

Κοίταξα το πρόσωπό του, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τα κίνητρά του και για μια στιγμή, κανείς από τους δυο μας δεν μίλησε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του νερού στην πισίνα.

...Ήταν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που και οι δύο γνωρίζαμε πως δεν έπρεπε να παίζουμε. Κι όμως, κανείς δεν έκανε πίσω...

«Μάλλον είμαι κακή παρέα απόψε,» του είπα τελικά, για να σπάσω τη σιωπή.

Εκείνος έσκυψε ελαφρά, με τα χέρια του να ακουμπούν στα γόνατα. «Αν ήσουν κακή παρέα, δεν θα ήμουν εδώ,» απάντησε αμέσως. Ο τόνος του είχε μια ειλικρίνεια που με έκανε να τον κοιτάξω ξανά.

Τα λόγια του με αναστάτωσαν. Η καρδιά μου χτυπούσε ανεξέλεγκτα, κι ένιωθα τη θερμοκρασία του νερού να μην έχει καμία σχέση με τη φωτιά που ξυπνούσε μέσα μου. Ήξερα πως έπρεπε να πω κάτι, να διακόψω τη στιγμή πριν γίνει επικίνδυνη. Αλλά πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, ακούστηκε μια φωνή.

«Νταμιάνο!»

Η φωνή ήταν αυστηρή. Γυρίσαμε και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα προς την πηγή της. Ο πατέρας του στεκόταν στην άκρη του κήπου, με το φως της εισόδου να φωτίζει το πρόσωπό του. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος, και το βλέμμα του καρφωμένο στον γιο του.

Ο Νταμιάνο δεν μίλησε. Σηκώθηκε όρθιος, αργά, και για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει τον πατέρα του χωρίς να κουνηθεί. Υπήρχε κάτι σχεδόν προκλητικό στη στάση του, σαν να αρνιόταν να υποταχθεί στο αυστηρό ύφος που είχε απέναντί του...

Το βλέμμα του είναι ακόμα γεμάτο κούραση. «Μπριάννα...» συνεχίζει, και η φωνή του είναι πιο απαλή αυτή τη φορά, πιο... ευάλωτη. «Δεν ήθελα ποτέ να σε κάνω να νιώσεις έτσι. Δεν ήθελα ποτέ να σε προδώσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να είσαι ασφαλής, να σε προστατέψω, να είμαι εκεί για σένα όπως έπρεπε να είμαι.»

Δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω ή να τον χτυπήσω. Δεν ξέρω τι θέλω πια. «Δεν ξέρω τι να πω,» του ψιθυρίζω τελικά, και για κάποιον λόγο η φωνή μου βγαίνει σχεδόν απαλή. «Δεν ξέρω αν μπορώ να τα ξεπεράσω όλα αυτά. Όλα αυτά που συνέβησαν, όλα αυτά που είπες...»

Εκείνος με πλησιάζει και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι. Σκέφτομαι να σηκωθώ για να τον αποφύγω, αλλά δεν μπορώ. Δεν θέλω. Καταβάθος έχω ανάγκη την παρουσία του δίπλα μου.

Έχω ανάγκη να τον πιστέψω.

«Δεν σου ζητάω να τα ξεπεράσεις όλα τώρα. Δεν σου ζητάω να με συγχωρέσεις. Απλώς θέλω να ξέρεις ότι τα αισθήματά μου για σένα είναι αληθινά. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά, να είμαστε καλά. Μαζί

⊱ 𖥸 ⊰

Μεδουσάκια αύριο ανεβαίνει ο επίλογος...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top