Κεφάλαιο 55
Με την αναταραχή να με πνίγει, τον κοιτάζω στα μάτια, και η αίσθηση της προδοσίας του είναι τόσο έντονη, που αρχίζω να νιώθω την καρδιά μου να ραγίζει σε χίλια κομμάτια. Όμως έχω ακόμη αρκετές απορίες. Υπάρχουν πράγματα... που πρέπει να μάθω.
«Και γιατί συγκεκριμένα αυτό το κολιέ;» τον ρωτάω. «Τι το τόσο ξεχωριστό έχει;»
Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και η φωνή του σοβαρεύει περισσότερο. «Το κολιέ... είναι το κλειδί. Όχι μόνο για τον πατέρα μου, αλλά και για την οικογένειά σου,» λέει, και για πρώτη φορά ακούω τον πόνο στην φωνή του. «Είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό κολιέ. Κρύβει πληροφορίες, έγγραφα, ίσως και αποδείξεις που μπορούν να ανοίξουν πόρτες... ή να κλείσουν άλλες. Αν πέσει στα λάθος χέρια, μπορεί να καταστρέψει τα πάντα. Αυτό το κολιέ είναι ο άσος στο μανίκι μας,» προσθέτει, κοιτάζοντάς το με ένταση στο χέρι μου. «Για εσένα, ίσως να μοιάζει απλά σαν ένα κόσμημα. Αλλά για τους υπόλοιπους, είναι το σύμβολο της δύναμης και του ελέγχου.»
Υψώνω το κολιέ και το κοιτάζω προσεκτικά. Η λάμψη του φωτός αποκαλύπτει κάτι που δεν είχα παρατηρήσει ποτέ. Μικρά, σχεδόν αόρατα σύμβολα στην πίσω πλευρά του. Χαραγμένα με τρομερή ακρίβεια, σαν να κρύβουν κάποιο μήνυμα, αλλά τα σχήματα δεν μου λένε τίποτα. Τα γραμμικά σχέδια είναι περίπλοκα, σχεδόν ακατανόητα. Στρέφω το κολιέ και το γυρίζω ξανά στο φως, προσπαθώντας να καταλάβω τι σημαίνουν, αλλά δεν μπορώ να συνδέσω τίποτα.
«Δεν καταλαβαίνω...» μουρμουρίζω, και η φωνή μου γίνεται αυστηρή, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου να μην τα παρατήσω. Στη συνέχεια, κοιτάζω τον Νταμιάνο με θυμό.
«Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτό πάντως,» λέω δυνατά, σφίγγοντας το κολιέ στο χέρι μου. «Πάρ' το και φύγε.»
Με μια απότομη κίνηση, του το πετάω πετυχαίνοντάς τον στο στήθος. Δεν το πιάνει. Το αφήνει να πέσει στο πάτωμα με έναν ήχο που μου μοιάζει να θρυμματίζει κάτι μέσα μου. Εκείνος όμως δεν φαίνεται να συγκινείται. Στέκεται ατάραχος και με κοιτάζει με σταθερό βλέμμα. Όταν αποφασίζει να μου απαντήσει, τα λόγια του βγαίνουν αργά, αλλά γεμάτα ένταση, σαν να θέλει να με προειδοποιήσει για κάτι μεγαλύτερο απ'ότι μπορώ να καταλάβω.
«Με αυτό που κάνεις... μπορεί να καταστρέψεις τον πατέρα σου, Μπριάννα,» μου λέει, με σφιχτή φωνή. «Δεν καταλαβαίνεις πως ό,τι συμβαίνει γύρω μας είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο νομίζεις; Δεν είσαι απλά στόχος. Όλο αυτό είναι μεγαλύτερο από σένα, από μένα, από όλους μας.»
Στέκομαι εκεί, ακίνητη. Γεμάτη αμφιβολία. Το κολιέ παραμένει στο πάτωμα. Κοιτάζω τον Νταμιάνο, το βλέμμα του αμετάβλητο. Σιωπώ. Αλλά εξακολουθώ να μην ξέρω αν μπορώ να τον εμπιστευτώ πλέον...
«Γιατί πιστεύεις ότι ο πατέρας μου μου έδωσε αυτό το κολιέ;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη φωνή μου. Δεν θέλω να ακουστώ αδύναμη, αλλά το μυαλό μου βουίζει. Υπάρχει κάτι στα μάτια του που με κάνει να νιώθω ότι ξέρει περισσότερα απ' όσα λέει.
Εκείνος παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να μελετάει κάθε λέξη πριν τη βγάλει από το στόμα του. «Προφανώς το έκανε για έσχατη άμυνα,» απαντάει τελικά. «Ήξερε ότι θα το χρειαστείς αν τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα. Αλλά το μόνο που κατάφερε, ήταν να σε βάλει σε μεγαλύτερο κίνδυνο.»
«Είσαι μαλάκας, Νταμιάνο,» του λέω. «Θες να μου πεις ότι το μόνο που ήθελες ήταν αυτό εδώ το κολιέ, για να διαχειριστείς το χρέος του πατέρα σου; Κι αυτό σε οδήγησε να συνεργαστείς με τους εχθρούς της οικογένειάς μου;»
«Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο ήταν,» μου απαντάει. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον προστατέψω. Για να σε προστατέψω. Αλλά όλα πήγαν στραβά. Έπρεπε να διαλέξω. Και διάλεξα εσένα.»
«Διάλεξες εμένα;!» του απαντάω φωναχτά. Η οργή μου βράζει ακούγοντάς τον. «Όλα ήταν ένα ψέμα, Νταμιάνο! Ποτέ δεν με ερωτεύτηκες πραγματικά. Ό,τι έκανες ήταν για αυτό το αναθεματισμένο κολιέ!»
Εκείνος κάνει ένα βήμα πίσω, σαν να τον χτύπησαν τα λόγια μου. Αλλά ανακάμπτει γρήγορα. «Δεν το εννοείς αυτό,» λέει με χαμηλή φωνή. «Ξέρεις ότι δεν είναι αλήθεια.»
«Δεν ξέρω τίποτα!» τον διακόπτω απότομα, ανεβάζοντας τον τόνο μου. «Το μόνο που ξέρω, είναι ότι ήμουν ο εύκολος στόχος σου για να πάρεις αυτό που θες!»
«Δεν ισχύει αυτό,» επιμένει εκείνος, καθώς με πλησιάζει αργά. «Σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, Μπριάννα. Ήσουν... ήσουν το φως μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο δύσκολο ήταν για μένα να κρατήσω τον έλεγχο. Και όταν άρχισα να συνειδητοποιώ τι πραγματικά νιώθω, προσπάθησα να στο πω. Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω.»
«Δεν πιστεύω λέξη από αυτά που λες.»
«Μπριάννα, σου ορκίζομαι, δεν είχα καμία σχέση με αυτό που σου συνέβη. Δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είμαι ικανός για κάτι τέτοιο,» μου αποκρίνεται πλησιάζοντας ακόμη πιο πολύ...
«Όσο περισσότερο χρόνο περνούσα μαζί σου, τόσο περισσότερο σε ερωτευόμουν. Ήθελα να σου πω την αλήθεια. Ήθελα να σε προστατέψω. Προσπάθησα να το κάνω! Φοβόμουν ότι θα σε έχανα.»
«Δεν με ενδιαφέρουν τα συναισθήματά σου,» του απαντάω σκληρά. «...Και... όπως και να 'χει, δουλεύεις για τον εχθρό του πατέρα μου. Κατά κάποιο τρόπο, είσαι εξίσου υπεύθυνος για ό,τι συνέβη.»
«Δεν δουλεύω για κανέναν πλέον! Μπορώ να σου το αποδείξω, αρκεί να μου δώσεις μια ευκαιρία να επανορθώσω.»
«Μια ευκαιρία;» επαναλαμβάνω, γελώντας νευρικά. «Δεν υπάρχει τίποτα να αποδείξεις, Νταμιάνο. Τίποτα. Και δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσεις αυτό το παιδί. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις μέρος της ζωής μου.»
Η έκφρασή του παγώνει. Για μια στιγμή, τα μάτια του ανοιγοκλείνουν αργά, σαν να προσπαθεί να επεξεργαστεί το μέγεθος του πόνου που του προκάλεσα. Δεν θα έπρεπε να με νοιάζει. Δεν θα έπρεπε καν να το σκεφτώ, όμως ο τρόπος που με κοιτάει... Κάτι ραγίζει μέσα μου.
Σκύβω και πιάνω τον σάκο μου, έτοιμη να φύγω. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να ξεφύγω από την παρουσία του, από τον τρόπο που με κάνει να νιώθω εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν θυμό που με πνίγει και σε έναν φόβο που δεν τολμάω να παραδεχτώ. Προσπαθώ να τον προσπεράσω, αλλά το χέρι του γραπώνει το μπράτσο μου.
«Δεν θα σε αφήσω να φύγεις έτσι, Μπριάννα.»
«Άφησέ με, Νταμιάνο!» φωνάζω, τραβώντας το χέρι μου, αλλά η λαβή του παραμένει σταθερή, χωρίς να πονάει.
«Και πού θα πας;» με ρωτάει. Η φωνή του είναι χαμηλή, σχεδόν ήρεμη, αλλά κάτω από την επιφάνεια βράζει.
«Πίσω στο σπίτι μου!»
«Πίσω στο σπίτι σου; Σ' αυτό το σπίτι που ήδη σχεδιάζουν το μέλλον σου χωρίς εσένα; Ξέρεις τι θα γίνει αν επιστρέψεις έτσι, με το παιδί μου;» αποκρίνεται κοφτά, και η φωνή του τρέμει από συγκράτηση. «Αυτό το παιδί είναι και δικό μου, Μπριάννα, είτε σου αρέσει είτε όχι. Και αν νομίζεις ότι θα σε αφήσουν να το κρατήσεις, αν νομίζεις ότι θα αποδεχτούν το γεγονός ότι κουβαλάς ένα παιδί που δεν είναι επιλογή τους, γελιέσαι.»
«Δεν έχεις ιδέα τι θα κάνουν ή τι δεν θα κάνουν!»
«Ξέρω καλύτερα από εσένα,» λέει. «Ξέρω τι σημαίνει να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο όπου οι επιλογές σου δεν σου ανήκουν. Πιστεύεις ότι θα σε αφήσουν να αποφασίσεις;»
Τα λόγια του με διαπερνούν σαν βέλος. Ο θυμός μου φουντώνει, αλλά μαζί του έρχεται κι ένας κόμπος στον λαιμό μου.
«Δεν με ενδιαφέρει τι λες!» αποκρίνομαι. «Δεν με ενδιαφέρει τι νομίζεις. Δεν έχεις θέση εδώ, Νταμιάνο. Δεν έχεις θέση στη ζωή μου!»
«Μπορείς να λες ό,τι θέλεις για μένα, Μπριάννα, αλλά μην προσποιείσαι ότι το κάνεις για το καλό του παιδιού μας. Γιατί αν γυρίσεις πίσω, θα σου επιβάλουν έναν γάμο που δεν θες, και θα σε αποκόψουν από το ίδιο σου το παιδί.»
Η ανάσα μου κόβεται.
«Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό.»
«Γιατί όχι; Ξέρεις ότι είναι αλήθεια. Τους ξέρεις. Ξέρεις πώς σκέφτονται.»
«Και τι θες να κάνω;!» φωνάζω, νιώθοντας το αίμα μου να βράζει. «Να μείνω εδώ; Να μείνω μαζί σου;!»
«Όχι για μένα...»
Τα λόγια του με εκνευρίζουν, αλλά όσο κι αν με θυμώνει, ξέρω ότι έχει δίκιο. Απλώς λέει την αλήθεια. Μια αλήθεια που φοβάμαι να παραδεχτώ.
«Αν το κάνεις για μένα, τότε φύγε,» συνεχίζει. Δεν το εννοεί. Το λέει για να με δοκιμάσει. Το νιώθω. «Αλλά αν όντως θέλεις να προστατέψεις αυτό το παιδί, τότε σκέψου τι μπορεί να σημαίνει το να γυρίσεις πίσω.»
Σκύβω το κεφάλι μου, τα λόγια του τριγυρνούν στο μυαλό μου. Θέλω να τον χτυπήσω, να του φωνάξω, να του πω ότι κάνει λάθος. Αλλά δεν μπορώ. Και αυτό με θυμώνει ακόμη περισσότερο.
«Μπριάννα,» η φωνή του είναι πιο ήπια τώρα, αλλά όχι λιγότερο δυνατή. «Ξέρω ότι με μισείς. Ξέρω ότι δεν με εμπιστεύεσαι. Αλλά δεν πρόκειται να αφήσω αυτό το παιδί να μεγαλώσει χωρίς τον πατέρα του. Δεν το αξίζει.»
«Κι εγώ; Εγώ τι αξίζω;»
Η ερώτηση μένει μετέωρη για μια στιγμή.
«Αξίζεις την αλήθεια,» απαντάει τελικά. «Και την ασφάλεια. Και θα κάνω τα πάντα για να έχεις και τα δύο, είτε με θέλεις στη ζωή σου είτε όχι.»
Το βλέμμα του εστιάζει πάνω στα μάτια μου με επιμονή... και για πρώτη φορά, δεν μπορώ να διακρίνω καμία υποκρισία.
Δεν μπορώ να απαντήσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top