Κεφάλαιο 54
Το επόμενο μεσημέρι με βρίσκει ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Τα μάτια μου είναι βαριά από την αϋπνία, και το σώμα μου είναι πιασμένο από το άβολο στρώμα. Παρατηρώ τις κουρτίνες από τα παράθυρα που παίζουν από το ελαφρύ αεράκι, μέχρι που η φωνή του Νταμιάνο σπάει τη σιωπή.
«Μπριάννα... είσαι ξύπνια;» με ρωτάει, και γυρίζω αυτόματα προς την πόρτα. Στέκεται όρθιος περιμένοντας να του απαντήσω, ενώ εγώ προσπαθώ να μη δείξω την ταραχή μου και απλά γνέφω.
«Θα πάω να φέρω κάτι να φάμε. Εσύ μείνε εδώ,» λέει κάπως προστατευτικά, ύστερα πλησιάζει και με φιλά απαλά στα χείλη πριν απομακρυνθεί και ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω του με αφήνει μόνη.
Για μια στιγμή απλώς κάθομαι στο κρεβάτι, κοιτώντας το ξύλινο πάτωμα. Η κάθε σκέψη μου είναι θολή. Οι ώρες περνούν, μα το μυαλό μου έχει κολλήσει. Κάθε μικρός θόρυβος με κάνει να τινάζομαι. Ξέρω ότι δεν μπορώ να μείνω άπραγη.
Όχι τώρα.
Η προσοχή μου στρέφεται στον σάκο που έχει αφήσει κοντά στην πόρτα. Δεν έχω αγγίξει τίποτα δικό του μέχρι τώρα. Αλλά η ανάγκη να προστατευτώ για να μπορέσω να προστατέψω και το παιδί μου, είναι πιο δυνατή. Σηκώνομαι αργά, πηγαίνοντας προς το σάκο του. Χρειάζομαι ένα όπλο για παν ενδεχόμενο. Τον πλησιάζω και γονατίζω μπροστά του, ενώ τα χέρια μου τρέμουν καθώς τον ανοίγω. Ψάχνω, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο. Βρίσκω ρούχα, ένα μπουκάλι νερό, έναν φακό. Και τότε το πιάνω.
Το τραβώ έξω, με τα δάχτυλά μου να γλιστρούν πάνω στη λαβή του. Νιώθω ξανά το βάρος του, τη μεταλλική του ψυχρότητα. Πριν προλάβω να κλείσω και πάλι τον σάκο, όμως, κάτι άλλο τραβά την προσοχή μου...
Ένα μικρό, βελούδινο κουτί.
Το σηκώνω αργά, σχεδόν διστακτικά και η καρδιά μου σφίγγεται αμέσως.
Ξέρω τι θα βρω εκεί μέσα.
Το ανοίγω και νιώθω το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. Το κολιέ μου. Το ίδιο κολιέ που φορούσα εκείνη τη νύχτα. Η νύχτα που...
Κύματα μνήμης ξεσπούν στο μυαλό μου...
Ο αέρας ήταν δροσερός, και το μπλε φόρεμά κυμάτιζε ελαφρά καθώς περπατούσα προς το αυτοκίνητο. Η νύχτα ήταν ήρεμη, σχεδόν μαγική. Τα αμυδρά φώτα αντανακλούσαν πάνω στο κολιέ που φορούσα, το κολιέ που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου.
Μια φιγούρα εμφανίστηκε από τη σκιά. Το φως μιας λάμπας έπεσε πάνω του. Ήταν ο Νταμιάνο.
«Κάποια βιάζεται να φύγει...» σχολίασε, κάνοντας μερικά βήματα πιο κοντά μου. Η φωνή του είχε εκείνη την γοητεία που πάντα με αναστάτωνε.
«Έχω μια συνάντηση,» αποκρίθηκα, συνεχίζοντας να περπατάω προς το αυτοκίνητο.
«Πάλι με αυτόν τον φλώρο;»
Σταμάτησα για ένα λεπτό και τον κοίταξα, πριν ανοίξω την πόρτα. «Και τι σε νοιάζει εσένα;» του απάντησα παιχνιδιάρικα.
Εκείνος με πλησίασε περισσότερο, και για μια στιγμή, νόμιζα ότι θα με αγγίξει. Τα μάτια του κατέβηκαν αστραπιαία στο ντεκολτέ μου. «Είσαι υπέροχη απόψε. Ίσως πολύ υπέροχη για να χαραμίζεσαι με τέτοιες παρέες.»
Ξαφνικά ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ανεξέλεγκτα. Και δεν ήξερα αν με κολάκευε ή αν με εκνεύριζε.
Το κινητό μου δονήθηκε. Ήταν ο Ράιαν. Σήκωσα το τηλέφωνο, προσπαθώντας να μη δείχνω ταραγμένη. «Ναι, σε λίγο θα είμαι εκεί,» του είπα και έκλεισα γρήγορα.
Ο Νταμιάνο χαμογέλασε. «Άφησέ με να μαντέψω. Περιμένει να φτάσεις και να του σώσεις τη βαρετή βραδιά.»
Τα λόγια του με ενόχλησαν, αλλά δεν το έδειξα. «Ευχαριστώ για το κήρυγμα,» του είπα, ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο. Έδεσα τη ζώνη μου και έβαλα μπροστά τη μηχανή.
Εκείνος με κοίταξε για λίγο, και για μια στιγμή, η έκφρασή του άλλαξε. Έμοιαζε... απογοητευμένος (;) Αλλά δεν με σταμάτησε.
Το κολιέ γλιστράει από τα δάχτυλά μου, μα δεν πέφτει. Το κρατώ σφιχτά στο αριστερό μου χέρι. Η αναπνοή μου είναι ρηχή, τα χέρια μου τρέμουν... και τότε ακούω την πόρτα να ανοίγει.
Ο Νταμιάνο μπαίνει μέσα, αλλά σταματά απότομα όταν με βλέπει. Το βλέμμα του πέφτει πρώτα στο όπλο στο δεξί μου χέρι, μετά στο κολιέ στο αριστερό και για λίγα δευτερόλεπτα δεν μιλάει κανείς. Το μόνο που ακούγεται είναι η βαριά αναπνοή μου.
«Μπριάννα...» λέει αργά, σαν να προσπαθεί να μην με τρομάξει περισσότερο.
«Εσύ ήσουν,» ψιθυρίζω. «Ήσουν εκείνο το βράδυ...»
Δεν το αρνείται. Δεν κάνει ούτε μία κίνηση. Μένει ακίνητος, περιμένοντας την επόμενη λέξη μου...
Η φωνή μου ακούγεται σφιγμένη, γεμάτη θυμό και απογοήτευση. Τα λόγια ξεφεύγουν από τα χείλη μου, σαν να προσπαθώ να τον διώξω από τη ζωή μου, για πάντα. Νιώθω το βάρος της αδικίας να με πνίγει. Αν δεν τον διώξω τώρα, θα συνεχίσει να καταστρέφει τα πάντα γύρω μου.
Φυσικά και ήταν εκεί. Ήταν πάντα εκεί, σαν να παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Μα ποιος άλλος θα μπορούσε να το έχει κάνει; Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από αυτόν πώς να με βάλει σε κίνδυνο...
Αλλά γιατί το κολιέ...;
Αν ήταν αυτός ο στόχος του εξαρχής, γιατί δεν το πήρε αμέσως...;
«Δεν έχω καμία σχέση με αυτό που συνέβη,» λέει, και η φωνή του ακούγεται καθαρή, αλλά βαθιά μέσα μου νιώθω ότι είναι κενή. «Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω. Σε παρακαλώ, Μπριάννα, πρέπει να με πιστέψεις. Μην το αφήνεις να μας καταστρέψει.»
Δεν μπορώ να τον πιστέψω. Όλα μου μοιάζουν με ψέματα. Η καρδιά μου μπορεί να λέει άλλα, το μυαλό μου όμως είναι σαθρό. Όλα τα στοιχεία με οδηγούν σε αυτόν, ακόμα και η ψυχραιμία του τώρα.
«Αυτό που έκανες...» τα λόγια βγαίνουν σπασμένα από τα χείλη μου. «Προσπάθησες να με σκοτώσεις, Νταμιάνο!»
Τον βλέπω να με κοιτάζει. Τα μάτια του, γεμάτα απελπισία, μένουν κολλημένα πάνω μου, αλλά δεν με πείθει. Η προδοσία αυτή δεν χωράει καμία συγχώρεση.
«Δεν ήθελα να σε βλάψω,» μου αποκρίνεται. Η φωνή του βγαίνει με ένα ελαφρύ τρέμουλο που ποτέ δεν είχα ακούσει από αυτόν πριν. «Πίστεψέ με, Μπριάννα. Σου το ορκίζομαι. Δεν έχω καμία σχέση με αυτό.»
Δεν ξέρω αν πρέπει να τον πιστέψω ή να τον μισήσω περισσότερο. Παρατηρώ τον τρόπο που στέκεται εκεί, με κοιτάζει στα μάτια. Αλλά ξέρω ότι όσα και αν πει, η απόσταση μεταξύ μας είναι μεγάλη.
Πολύ μεγάλη.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να σώσω το τομάρι του πατέρα μου,» συνεχίζει, με τη φωνή του τώρα να βγαίνει γεμάτη επιμονή. «Αλλά τα παράτησα όλα, Μπριάννα. Για σένα... για εσάς.»
«Τι εννοείς; Μίλα ξεκάθαρα, Νταμιάνο!»
«Ο πατέρας μου...» ξεκινάει αργά, «έχει ένα χρέος... και αυτό το χρέος με ανάγκασε να κάνω πράγματα που δεν ήθελα. Ποτέ όμως, δεν θα έκανα αυτό για το οποίο με κατηγορείς.»
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει...
«Είναι σε μια οικογένεια... είναι εχθροί του πατέρα σου, Μπριάννα. Είναι πιο περίπλοκο από ότι νομίζεις. Εκείνος, ευθύνεται για τον θάνατο του γιου τους, σε μια συμπλοκή πριν από χρόνια. Ο Ντάνιελ...» σταματάει για λίγο και με κοιτάζει... «είναι ο μικρότερος γιος της οικογένειας. Όταν τον είδα να πάει να σε... να σε πλησιάζει με αυτό τον τρόπο... δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι, Μπριάννα. Καταλαβαίνεις; Αυτό που έκανα τους εξόργισε περισσότερο. Αν δεν ήθελαν εξαρχής από εμένα αυτό το κολιέ, θα με είχαν ήδη σκοτώσει.»
Η εξήγησή του μου μοιάζει εξωπραγματική, αλλά η σοβαρότητα του βλέμματός του δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Σα να προσπαθεί να με πείσει πως ήταν θύμα των περιστάσεων. Αλλά πως να το πιστέψω αυτό; Όλο αυτό είναι... λάθος.
Είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του.
Θα μπορούσε να μην είχε ανακατευτεί ποτέ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top