Κεφάλαιο 53
Η επαφή μου με το τιμόνι είναι σαν να ενεργοποιεί έναν μηχανισμό που ξυπνά απότομα όλα όσα προσπαθώ να ξεχάσω. Η αίσθηση του τιμονιού στα χέρια μου, η δύναμη του αυτοκινήτου που τρέχει, όλα αυτά ξυπνούν τραυματικές εικόνες που είχα καταχωνιάσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Ακούω ξανά τον ήχο των φρένων που δεν λειτουργούν, νιώθω τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό μου από τον τρόμο και το αίσθημα του χάους, της αδυναμίας να σταματήσω κάτι που ήδη ξέρω ότι δεν μπορώ να ελέγξω.
Θυμάμαι την τελευταία στιγμή που κοίταξα το κολιέ στον λαιμό μου πριν το ατύχημα. Το κούμπωμα έσπασε και εκείνο γλίστρησε σαν προειδοποίηση, αλλά δεν ήξερα πώς να το ερμηνεύσω, ούτε πώς να αντιδράσω, ενώ τα πάντα γύρω μου φαίνονται να είναι πάλι εκεί. Η σιωπή, η ταχύτητα, το φως που γίνεται θολό, όλα μαζί, ένα κύμα αναμνήσεων που είχα ξεχάσει...
Το αυτοκίνητο αρχίζει να τρεκλίζει και χάνω για λίγο τον έλεγχο, καθώς το τιμόνι σέρνεται από τα χέρια μου. Όμως, μέσα στην απόλυτη σιωπή και την ανησυχία, νιώθω ξαφνικά τον Νταμιάνο δίπλα μου. Χωρίς να το σκεφτεί, παίρνει τον έλεγχο, διορθώνοντας την πορεία και σταθεροποιεί το αυτοκίνητο, φέρνοντάς το στην άκρη του δρόμου.
«Είσαι καλά;» μου αποκρίνεται, με την φωνή του να ακούγεται ανήσυχη.
Ανασαίνω βιαστικά, προσπαθώντας να ηρεμήσω το τρεμάμενο σώμα μου. Τον κοιτάζω στα μάτια, μα δεν τον βλέπω πραγματικά. Οι σκέψεις μου τρέχουν σε εκείνη τη νύχτα, αλλά η εικόνα του Νταμιάνο να κρατά το τιμόνι σταθερά, είναι η μόνη που με επαναφέρει για λίγο στην πραγματικότητα.
Το "ατύχημα," οι εικόνες από το παρελθόν, όλα αυτά στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Εκείνη η νύχτα, φαίνεται ξαφνικά τόσο ζωντανή, τόσο κοντά... παίρνω μία βαθιά ανάσα και προσπαθώ να ξεχωρίσω το τι είναι πραγματικό και τι όχι.
Περπατούσα προς το σταθμευμένο μου αυτοκίνητο κοντά στην πύλη. Φορούσα ένα μπλε σκούρο φόρεμα με στενή γραμμή, βαθύ ντεκολτέ, τα μαλλιά μου κυμάτιζαν πίσω στους ώμους μου. Η νύχτα ήταν όμορφη, και το κολιέ που μου είχε δώσει ο πατέρας μου, κοσμούσε εντυπωσιακά το λαιμό μου. Το φως των προβολέων του αυτοκινήτου το έκανε να λάμπει.
Μια φιγούρα, σκοτεινή και αόριστη, με πλησίασε. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν, αλλά η φωνή του σήκωσε έναν κόμπο στο λαιμό μου...
«Μπριάννα...»
Η φωνή του με τραβάει πίσω στην πραγματικότητα. Εστιάζω στον Νταμιάνο, αλλά η σκέψη εκείνης της φιγούρας δεν με αφήνει. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα και το άγχος αρχίζει να ξαναχτίζεται, σαν το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται.
Εκείνος με κοιτάζει έντονα και αυτή τη φορά βλέπω κάτι στο βλέμμα του, κάτι που δεν είχα δει πριν. Προσπαθεί να καταλάβει, να εννοήσει τι πραγματικά συμβαίνει μέσα μου.
«Δεν είσαι καλά, Μπριάννα,» λέει αργά.
Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή, προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναταραχή μέσα μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω ποια είμαι αυτή τη στιγμή. Το μυαλό μου αγωνίζεται να κρατήσει τον έλεγχο, αλλά η παρελθοντική σκιά από εκείνη τη νύχτα με πιέζει.
Ο Νταμιάνο ακούει την αβεβαιότητά μου, την καταλαβαίνει...
Η καρδιά μου ακόμα χτυπά γρήγορα, ενώ το αυτοκίνητο παραμένει σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Αναστενάζω και κοιτάζω τον Νταμιάνο δίπλα μου, με το βλέμμα του να με εξετάζει, γεμάτο ανησυχία.
«Θα οδηγήσω εγώ,» μου αποκρίνεται, και η φωνή του ακούγεται αδιαπραγμάτευτη.
Δεν περιμένει αντίρρηση και εγώ δεν λέω τίποτα, απλώς βάζω το χέρι μου στο κάθισμα και αφήνω το σώμα μου να γείρει πίσω στην θέση του συνοδηγού. Ξέρω πως δεν έχω τη δύναμη να προσπαθήσω να οδηγήσω ξανά... και η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι λίγο χρόνο. Τώρα είναι η στιγμή που το μυαλό μου έχει αρχίσει να καταρρέει κάτω από το βάρος των αναμνήσεων και του φόβου που ξυπνάει σε κάθε δευτερόλεπτο.
Εκείνος παίρνει το τιμόνι και ξεκινάει το αυτοκίνητο με μια κίνηση γεμάτη σιγουριά. «Πρέπει να πάμε κάπου,» προσθέτει καθώς στρίβει στην επόμενη έξοδο. «Θα βρούμε ένα μοτέλ να μείνουμε.»
Δεν αντιδράω αμέσως. Το μόνο που κάνω είναι να κοιτάζω τον δρόμο έξω από το παράθυρο. Το σκοτάδι καταπίνει τα πάντα γύρω μας. Σιωπή.
«Ακούγεται καλό,» απαντάω τελικά, χωρίς ωστόσο να κοιτάξω το πρόσωπό του. Η ανάγκη να βρω καταφύγιο είναι πιο έντονη από κάθε άλλη σκέψη που μπορεί να έχω.
Δεν μιλάμε ξανά μέχρι που φτάνουμε σε έναν μικρό φωτεινό δρόμο με ένα μοτέλ στο πλάι, με την επιγραφή «Amour» να τρεμοπαίζει στο σκοτάδι.
Ο Νταμιάνο σταματά μπροστά στην είσοδο του μοτέλ και γυρίζει προς εμένα. Κοιτάζω για λίγο τη λάμψη των ελάχιστων φώτων πάνω του, το πρόσωπό του είναι σφιγμένο και συγκεντρωμένο.
«Μην ανησυχείς. Εδώ θα είμαστε ασφαλείς για τώρα,» μου αποκρίνεται και πάλι, προσπαθώντας να με καθησυχάσει, αλλά δεν έχω τη δύναμη ούτε να γυρίσω το κεφάλι μου. Χαζεύω τις σταγόνες της βροχής που κυλούν στο τζάμι, σαν να προσπαθώ να ξεφύγω με κάποιο τρόπο μέσα από αυτές. Όμως κάθε λεπτό που περνάει, νιώθω την πίεση στο στήθος μου να μεγαλώνει.
Το κάθισμα κάτω από εμένα είναι ζεστό. Αλλά καθόλου βολικό. Έχω τα χέρια μου ακουμπισμένα στα γόνατά μου, σφιγμένα σε γροθιές σαν να βρίσκομαι σε άμυνα και δεν ξέρω αν είναι από το κρύο ή από την ένταση της στιγμής. Μπορώ να αισθανθώ την παρουσία του Νταμιάνο δίπλα μου, τη σταθερή αναπνοή του, τη ματιά του που με παρακολουθεί.
«Μπριάννα...» ξεκινάει να λέει, αλλά δεν συνεχίζει και σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ησυχία. Το μόνο που ακούγεται τώρα είναι ο ήχος της βροχής πάνω στο αμάξι, ένας ήχος που συνήθως βρίσκω χαλαρωτικό, αλλά απόψε μοιάζει να με ενοχλεί και αυτός.
Κάνω πρώτη την κίνηση για να βγω και νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα μου, πριν ανοίξω την πόρτα. Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο και το πρώτο πράγμα που παρατηρώ, είναι η μυρωδιά της βρεγμένης ασφάλτου. Αφήνω τη βροχή να με χτυπήσει στο πρόσωπο, ελπίζοντας πώς θα με επαναφέρει. Ο Νταμιάνο ανοίγει το πορτμπαγκάζ και βγάζει τους σάκους μας, κρατώντας τους με ευκολία, παρά το βάρος τους. Στέκεται εκεί για μια στιγμή, με το νερό να κυλά από τα μαλλιά και το πρόσωπό του, πριν με κοιτάξει. Τα μάτια του είναι σταθερά, γεμάτα εκείνη τη μυστήρια σιγουριά που πάντοτε θαύμαζα.
Αρχίζουμε να περπατάμε μαζί προς την είσοδο του μοτέλ, με τα βήματά μας συγχρονισμένα. Πριν μπούμε, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον Νταμιάνο και νιώθω για πρώτη φορά πως οι ζωές μας έχουν γίνει αξεδιάλυτα συνδεδεμένες από την αρχή αυτής της νύχτας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top