Κεφάλαιο 52
Το σκοτάδι του δωματίου μου μοιάζει πιο πηχτό από ποτέ. Ο πυροβολισμός ηχεί ακόμα στα αυτιά μου, τόσο ζωντανός που σχεδόν νιώθω τη δόνηση στην ατμόσφαιρα. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, και κάθε ανάσα μοιάζει δύσκολη. «Ήταν ένα όνειρο... Μόνο ένα όνειρο,» λέω στον εαυτό μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Όμως η αίσθηση δεν φεύγει.
Δεν έχω προλάβει καν να σηκωθώ από το κρεβάτι όταν η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει βίαια. Τινάζομαι, τα μάτια μου γουρλώνουν από την ξαφνική κίνηση, και βλέπω τον Νταμιάνο να μπαίνει μέσα λαχανιασμένος. Το λευκό του πουκάμισο είναι ποτισμένο με αίμα.
«Τι... τι συμβαίνει;» φωνάζω σχεδόν τραυλίζοντας. Η φωνή μου τρέμει και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή από την αγωνία.
«Πρέπει να φύγουμε. Τώρα!»
Το βλέμμα μου σαρώνει το σώμα του, ψάχνοντας για τραύματα. Είναι καθαρός. Δεν έχει καμία πληγή, που σημαίνει ότι το αίμα δεν είναι δικό του. Η σκέψη αυτή με παγώνει. «Νταμιάνο, τίνος είναι το αίμα;»
Δεν μου απαντάει. Αντίθετα, πλησιάζει το κρεβάτι και τραβάει το χέρι μου. Το άγγιγμά του είναι πιο απότομο απ' ότι συνήθως, και τα μάτια του φλέγονται από την ένταση. «Δεν έχουμε χρόνο. Σήκω!»
Η πόρτα ανοίγει ξανά και αυτή τη φορά τέσσερις άντρες μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Η παρουσία τους γεμίζει τον χώρο με έναν απειλητικό αέρα. Ο ένας από αυτούς, είναι ο Λίαμ. Οι άλλοι τρεις μου είναι άγνωστοι, αλλά τα πρόσωπά τους είναι σκληρά.
Οι δύο από τους άγνωστους άντρες αρπάζουν τον Νταμιάνο και τον απομακρύνουν από κοντά μου με τη βία, ενώ το βλέμμα μου καρφώνεται στον Λίαμ.
Τα χέρια μου τρέμουν καθώς αρπάζω την τσάντα μου από το κομοδίνο. Νιώθω τη μεταλλική αίσθηση του σπρέι πιπεριού και χωρίς καν να το σκεφτώ, ψεκάζω τον έναν από τους τρεις άντρες που τον συνοδεύουν. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εκείνος ουρλιάζει κλείνοντας τα μάτια του. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, σηκώνομαι απότομα αρπάζοντας το όπλο από τη θήκη του. Είναι πιο βαρύ από ό,τι περίμενα, αλλά τα χέρια μου το κρατούν σταθερά. Το στρέφω κατευθείαν προς τον Λίαμ.
Εκείνος γελάει.
«Γιατί; Ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις;» μου αποκρίνεται και ο τόνος του είναι γεμάτος περιφρόνηση, όμως αυτή η περιφρόνηση μου δίνει το θάρρος που χρειάζομαι. Το όπλο οπλίζει με έναν κρότο, και ο ήχος γεμίζει το δωμάτιο.
«Άφησέ τον,» του λέω, και η φωνή μου βγαίνει δυνατή και σταθερή, ακόμα κι αν μέσα μου νιώθω έτοιμη να καταρρεύσω.
«Άφησέ τον!» φωνάζω ξανά, αυτή τη φορά με περισσότερο θυμό. Ο Λίαμ με κοιτάζει με περιέργεια, σαν να αξιολογεί την αποφασιστικότητά μου.
Ξέρει... ότι δεν είμαι ικανή να σκοτώσω.
Και τότε, με μια κίνηση που ούτε εγώ δεν καταλαβαίνω, στρέφω το όπλο στον εαυτό μου. Το πιέζω στον κρόταφό μου, ελπίζοντας να τον θορυβήσω. «Είπα να τον αφήσεις!»επαναλαμβάνω με τη φωνή μου να αρχίζει να σπάει, αλλά τα μάτια μου τον καρφώνουν. Ξέρω ότι ποντάρω τα πάντα. Όμως ξαφνικά, βλέπω τον τρόμο που περνά από το βλέμμα του και για πρώτη φορά, χάνει τη σιγουριά του. Προφανώς δεν δίνει δεκάρα για τη ζωή μου, αλλά φοβάται τον πατέρα μου. Ξέρει πολύ καλά ότι αν μου συμβεί κάτι, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.
«Εντάξει!» λέει, σηκώνοντας τα χέρια του. «Ηρέμησε. Τον αφήνω.»
Οι άντρες που κρατούν τον Νταμιάνο τον απελευθερώνουν αμέσως. Εκείνος με πλησιάζει αργά, σηκώνοντας τα χέρια του σαν να ηρεμεί ένα άγριο ζώο.
«Μπριάννα... Κατέβασε το όπλο. Είναι εντάξει τώρα,» λέει με μια φωνή πιο μαλακή από ποτέ.
Δεν το κάνω. Κρατάω ακόμα το όπλο, με τα χέρια μου τεντωμένα σταθερά ξανά προς στον Λίαμ. Ο Νταμιάνο με κοιτάζει για μια στιγμή και έπειτα αρχίζει να κινείται με ταχύτητα, σαν να έχει ένα σχέδιο στο μυαλό του. Ανοίγει την ντουλάπα μου και βγάζει έναν μεγάλο σάκο. Ο ίδιος σάκος. Τα μάτια μου παγώνουν πάνω του, ενώ το μυαλό μου κάνει μια βίαιη αναδρομή πίσω στο όνειρο.
Είναι δυνατόν;
Δεν έχω χρόνο να το σκεφτώ περισσότερο. Ο Νταμιάνο αρχίζει να πετάει βιαστικά ρούχα μέσα, χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να κοιτάξει. Φοράω ακόμα τις πιτζάμες μου, αλλά δεν τον νοιάζει. «Πρέπει να φύγουμε. Τώρα,» λέει κοφτά.
Εγώ κρατάω ακόμα το όπλο, αλλά τα χέρια μου αρχίζουν να τρέμουν. «Πώς;» ψιθυρίζω, η φωνή μου δεν βγαίνει κανονικά. «Πώς θα βγούμε από εδώ;»
Ο Νταμιάνο πετάει τον σάκο στον ώμο του και με πλησιάζει. Με το ελεύθερο χέρι του, πιάνει το όπλο που κρατάω και το κατεβάζει σιγά—σιγά. «Θα το κάνουμε μαζί,» λέει με έναν τόνο ήρεμο, αλλά η ματιά του προδίδει κάτι άλλο. Πανικό. «Έχεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου;»
Τον τραβάω από το χέρι και βγαίνουμε τρέχοντας στον διάδρομο, οι παλμοί μου φτάνουν στα αυτιά μου και το μυαλό μου θολώνει από την αδρεναλίνη. Βλέπω φευγαλέα τους δύο από τους άντρες που αφήσαμε πίσω, ο ένας, ακόμα ζαλισμένος από το σπρέι πιπεριού. Ο Νταμιάνο γυρίζει πίσω και κλειδώνει την πόρτα από έξω, κρατώντας τα κλειδιά που είχε αρπάξει νωρίτερα. «Πού είναι τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου;» με ρωτάει και πάλι, καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα.
«Στην κλειδοθήκη του γκαράζ!» του φωνάζω.
Φτάνουμε στο γκαράζ, ανοίγω βιαστικά το μικρό ντουλαπάκι και τα βρίσκω. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν τα κλειδιά σαν να είναι το τελευταίο πράγμα που θα με κρατήσει ασφαλή. «Πάμε,» λέω, και κατευθυνόμαστε βιαστικά προς το λευκό Range Rover.
Το αυτοκίνητό μου... στέκεται εκεί να με περιμένει. Η γυαλιστερή του επιφάνεια αντανακλά το κρύο φως του γκαράζ. Ο αδερφός μου φρόντισε να αντικατασταθεί. Ένα ίδιο μοντέλο, ίδιο χρώμα, κάθε λεπτομέρεια στη θέση της. Ήθελε, είπε, να το έχω όταν θα ένιωθα έτοιμη να οδηγήσω ξανά. Μα τώρα που το βλέπω, η καρδιά μου σφίγγεται. Ο Νταμιάνο με κοιτάζει, περιμένοντας να μπει στη θέση του οδηγού. «Θα οδηγήσω εγώ,» λέει αποφασιστικά.
«Όχι,» απαντάω και του ρίχνω μια ματιά που δεν αφήνει περιθώρια συζήτησης. «Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. Θα το οδηγήσω εγώ.»
Εκείνος διστάζει για μια στιγμή, αλλά δεν έχουμε χρόνο για να διαφωνήσει μαζί μου. Μπαίνω βιαστικά, βάζω μπροστά τη μηχανή και ξεκινάμε. Τα χέρια μου τρέμουν πάνω στο τιμόνι, αλλά δεν σταματάω. Βγαίνω από το γκαράζ με ταχύτητα και ο ήχος των τροχών που στριγκλίζουν στον δρόμο κάνει την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά.
Φτάνουμε μπροστά στην πύλη και για μια στιγμή το μόνο που ακούγεται είναι το βουητό του κινητήρα και η βαριά ανάσα μου. Το φως από τους προβολείς του αυτοκινήτου πέφτει πάνω στα μεταλλικά κάγκελα, που φαίνονται πιο απροσπέλαστα από ποτέ.
«Δεν θα ανοίξει χωρίς το τηλεχειριστήριο,» λέω στον Νταμιάνο, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον πανικό στη φωνή μου και εκείνος βγαίνει από το αυτοκίνητο χωρίς να πει τίποτα. Τον βλέπω να προχωράει με σταθερό βήμα προς το πλευρό της πύλης, όπου βρίσκεται ο μηχανισμός. Τα χέρια του κινούνται βιαστικά, ψάχνοντας για κάτι. Ακούγεται ένας δυνατός ήχος και η πύλη ανοίγει αργά, με ένα μεταλλικό τρίξιμο που μοιάζει να διαρκεί αιώνια.
Γυρίζει προς το μέρος μου και μπαίνει πάλι στο αμάξι. «Πάμε.»
Οδηγώ σαν να τρέχω να ξεφύγω από τους ίδιους μου τους δαίμονες. Η ταχύτητα αυξάνεται, τα φώτα της νύχτας θολώνουν καθώς περνούν από δίπλα μας. Ο Νταμιάνο κάθεται στη θέση του συνοδηγού, παρατηρώντας με σιωπηλός, μέχρι που τελικά σπάει την ησυχία.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να θαυμάσω αυτό που βλέπω ή να τρομάξω,» μουρμουρίζει, σχεδόν σαν να μιλάει στον εαυτό του. «Η Μπριάννα που γνώρισα ποτέ δεν θα ρίσκαρε έτσι.»
«Ίσως η Μπριάννα που γνώρισες δεν υπήρξε ποτέ,» απαντάω σφίγγοντας γερά το τιμόνι.
Δεν απαντάει. Απλώς με κοιτάζει, νιώθω το βλέμμα του πάνω μου σαν να με εξετάζει, σαν να προσπαθεί να με καταλάβει από την αρχή.
⊱ 𖥸 ⊰
Μεδουσάκια μουυυ μας απομένουν 7 κεφάλαια για να φτάσουμε στον Επίλογο, (αν και, μεταξύ μας, ο ψυχαναγκασμός μου δυσκολεύεται να αποδεχτεί ότι θα κλείσουμε στο κεφάλαιο 59. Προσπάθησα να το φτάσω στο 60, αλλά... δεν μου βγήκε!) Σας υπερευχαριστώ που εξακολουθείτε να είστε εδώ. Ελπίζω να μην σας απογοητεύσει! Τα φιλιά μου. Να περνάτε σούπερ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top