Κεφάλαιο 50

Το επόμενο πρωί κατεβαίνω στην κουζίνα με βαριά βήματα. Το φως που μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα είναι εκτυφλωτικό, σχεδόν ενοχλητικό. Κοντοστέκομαι για μια στιγμή στην πόρτα, παίρνω μια ανάσα και μπαίνω.

Μπαίνοντας στην κουζίνα, το βλέμμα μου πέφτει αμέσως στον Μάσιμο και τον Νταμιάνο, που κάθονται στα ψηλά σκαμπό δίπλα στον πάγκο. Ο Μάσιμο κρατάει τον καφέ του και μιλάει χαμηλόφωνα με τη συνηθισμένη του αυστηρή ηρεμία, ενώ ο Νταμιάνο στέκεται δίπλα του, σκυμμένος ελαφρά προς τον πάγκο, με το βλέμμα χαμηλωμένο, δείχνοντας πως ακούει προσεκτικά κάθε του λέξη.

«Καλημέρα,» λέω κοφτά, προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορη. Η φωνή μου, ωστόσο, προδίδει την κούραση που νιώθω.

«Καλημέρα,» απαντούν σχεδόν ταυτόχρονα, ο τόνος του Μάσιμο βγαίνει βαρύς και ουδέτερος, ενώ του Νταμιάνο σχεδόν χαμηλόφωνος, σαν να αποφεύγει να τραβήξει την προσοχή μου. Ωστόσο, το βλέμμα του με κοιτάζει με επιμονή.

Κάνω πως δεν το προσέχω. Προχωράω προς την καφετιέρα και ανοίγω το ντουλάπι για να πιάσω την αγαπημένη μου κούπα. Η σιωπή που επικράτησε στην κουζίνα με το που μπήκα, είναι λιγάκι άβολη. Αισθάνομαι τα μάτια του Νταμιάνο να με παρακολουθούν σε κάθε μου κίνηση, κάτι που με κάνει να νιώθω αφόρητη αμηχανία. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν για λίγο τη λαβή της κούπας, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου. Ρίχνω τον καφέ και ανακατεύω αργά, σαν να προσπαθώ να γεμίσω τον χρόνο και να μειώσω τη νευρικότητά μου.

Η αμήχανη στιγμή διακόπτεται από τη φωνή της Ιζαμπέλας, που εμφανίζεται στην πόρτα. «Δεσποινίς Μπριάννα, ο κύριος Χένρι σας περιμένει στην είσοδο,» λέει, και η φωνή της ακούγεται ελαφρώς σοβαρή, αλλά η παρουσία της μοιάζει με λύτρωση. Σηκώνω το βλέμμα από την κούπα μου και πέφτω πάνω στο βλέμμα του Νταμιάνο. Εκείνος δεν λέει τίποτα, αλλά η έκφραση που έχει πάρει λέει τα πάντα. Τον κοιτάζω και για λίγο προσπαθώ να καταλάβω τι σκέφτεται, έπειτα στρέφω και πάλι την προσοχή μου στην Ιζαμπέλα που στέκεται ακόμη εκεί. «Ευχαριστώ, Ιζαμπέλα,» αποκρίνομαι και αφήνω την κούπα στον πάγκο. Βγαίνω από την κουζίνα, όμως αισθάνομαι ακόμη τα βλέμματά τους να με ακολουθούν μέχρι να περάσω την πόρτα. Το χέρι μου ακουμπάει στο χερούλι, και λίγο αργότερα κατευθύνομαι προς την είσοδο. Ο Χένρι στέκεται εκεί, με έναν αέρα αυτοπεποίθησης που έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Το βλέμμα του μοιάζει ήρεμο, σχεδόν αδιάφορο, ενώ τα χέρια του βρίσκονται στις τσέπες του καλοραμμένου παντελονιού του.

«Τι θέλεις;» τον ρωτάω, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος.

«Καλημέρα και σε εσένα, Μπριάννα,» λέει με ένα αχνό χαμόγελο. «Μπορώ να περάσω;»

Στενεύω τα μάτια μου, εξετάζοντας κάθε πτυχή του προσώπου του. Ο τόνος του είναι ανέμελος, αλλά είμαι σίγουρη ότι κάτι κρύβεται πίσω από τη στάση του. Δεν απαντάω αμέσως. Ύστερα, με μια μικρή κίνηση του χεριού μου, ανοίγω την πόρτα περισσότερο, επιτρέποντάς του να περάσει μέσα.

Ο Χένρι μπαίνει στο σπίτι, με το βλέμμα του να περιεργάζεται διακριτικά τον χώρο, σαν να έρχεται για πρώτη φορά. Κλείνω την πόρτα και κάνω ένα βήμα πίσω, διατηρώντας την απόσταση μεταξύ μας. Ο ήχος από τα παπούτσια του στον διάδρομο ακούγεται έντονα, καθώς προχωράμε μαζί προς το σαλόνι. Από την κουζίνα, αισθάνομαι το βλέμμα του Νταμιάνο να καρφώνεται πάνω μας. Στρέφω για λίγο το κεφάλι μου προς εκείνον και οι ματιές μας συναντιούνται.

«Ας πάμε έξω,» του προτείνω κάπως απότομα, δείχνοντας την πόρτα της πίσω αυλής. Δεν έχω καμία διάθεση να κάτσουμε μέσα στο σπίτι και να τραβήξουμε περισσότερο την προσοχή.

Ο Χένρι γνέφει καταφατικά και με ακολουθεί. Ανοίγω την πίσω πόρτα και περνάμε στην αυλή.

«Τι θέλεις;» τον ρωτάω ξανά, πιο έντονα αυτή τη φορά.

Ο Χένρι γελάει χαμηλόφωνα. «Πάντα τόσο ευθύς. Αυτό μου αρέσει σε εσένα, ξέρεις,» λέει.

«Κόψε τις ανοησίες, Χένρι. Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια.»

Εκείνος σταματάει να περπατάει για λίγο και γυρίζει προς το μέρος μου, με τα μάτια του να με κοιτάζουν με έναν τρόπο που με κάνει να νιώθω εκτεθειμένη.

«Μην ανησυχείς, δεν ήρθα εδώ για να παίξω παιχνίδια,» απαντάει αργά. «Ήθελα απλώς να σου υπενθυμίσω κάτι.»

«Και τι είναι αυτό;»

«Ότι δεν με νοιάζει τι κάνεις, αρκεί να είσαι διακριτική.»

«Διακριτική;» επαναλαμβάνω. «Τι εννοείς;»

Ο Χένρι με κοιτάζει για λίγο ακόμη και ύστερα κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ μας. «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Μπριάννα. Ο γάμος μας, όπως έχουμε συμφωνήσει, θα είναι... λευκός. Δεν πρόκειται να σε εμποδίσω να κάνεις τη ζωή σου, αρκεί να μην τραβάς περιττή προσοχή. Καταλαβαίνεις;»

Τα χέρια μου σφίγγονται σε γροθιές, αλλά δεν απαντάω.

«Υπάρχει όμως κάτι που δεν μπορώ να αγνοήσω,» συνεχίζει με το ίδιο ανέμελο ύφος, «αν ο σωματοφύλακάς σου... ας πούμε, σε γκάστρωσε, αυτό είναι ένα πρόβλημα. Και όχι μόνο για εμένα.»

Τα λόγια του σκάνε σαν βόμβα και πριν καν το καταλάβω, το χέρι μου σηκώνεται και τον χτυπάει δυνατά στο πρόσωπο. Ο ήχος από το χαστούκι αντηχεί στην ήσυχη ατμόσφαιρα της αυλής.

Εκείνος μένει ακίνητος για μια στιγμή, σαν να μην μπορεί να πιστέψει αυτό που συνέβη. Στη συνέχεια, φέρνει αργά το χέρι του στο μάγουλό του, τρίβοντάς το απαλά και χαμογελάει προκλητικά.

«Φύγε από το σπίτι μου,» λέω μέσα από τα δόντια μου, δείχνοντάς του την έξοδο.

«Μα φυσικά,» απαντάει με ένα περιπαικτικό χαμόγελο. «Είναι προφανές, ότι αυτή η συζήτηση δεν θα βγάλει πουθενά σήμερα. Αλλά θα τα πούμε σύντομα, Μπριάννα,» μου αποκρίνεται και στρίβει πίσω στο σπίτι. Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται, και η σύγχυση που αισθάνομαι δεν περιγράφεται. Δεν μπορώ να πιστέψω το θράσος του.

Μόλις περνάει την πόρτα, ακούω το κλείσιμό της και μένω μόνη μου στην αυλή, με το βλέμμα μου να καρφώνεται στο έδαφος, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Αλλά μέσα μου ξέρω ότι αυτή η ηρεμία δεν θα κρατήσει για πολύ.

Μόλις περνάω το κατώφλι του σπιτιού, αισθάνομαι ακόμη τον θυμό μέσα μου να βράζει. Τα χέρια μου τρέμουν ακόμα από τη δύναμη του χαστουκιού που έδωσα στον Χένρι, αλλά δεν το μετανιώνω. Του άξιζε. Ποιος νομίζει ότι είναι για να μου μιλάει έτσι; Η καρδιά μου χτυπά σαν παλαβή στο στήθος μου, ενώ προσπαθώ να ελέγξω την ανάσα μου.

Ο Νταμιάνο στέκεται στην άκρη του διαδρόμου, με το βλέμμα του στραμμένο επάνω μου, σαν να περιμένει κάτι. Πριν προλάβω να περάσω από δίπλα του, με σταματά.

«Μπορώ να σου μιλήσω;» μου αποκρίνεται. Αν και η φωνή του είναι ήρεμη, η ένταση είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο στα μάτια του, κάτι που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω αμέσως. Ξέρω πως δεν πρόκειται να δεχτεί ένα «όχι» για απάντηση. Χωρίς να το καταλάβω, τα πόδια μου με οδηγούν προς το μέρος του.

«Τι θέλεις;» τον ρωτάω κάπως απότομα, περισσότερο για να κρύψω το γεγονός ότι η παρουσία του με αναστατώνει.

Εκείνος δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει, κι αυτό το βλέμμα που μου ρίχνει, είναι αρκετό για να κάνει την καρδιά μου να σταματήσει για μια στιγμή. Το σαγόνι του είναι σφιγμένο, αλλά στα μάτια του υπάρχει μια περίεργη λάμψη, σχεδόν... απολαυστική.

«Το χαστούκι...» ξεκινάει τελικά, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Τι έγινε εκεί έξω;»

Σφίγγω τα χείλη μου και στρέφω το βλέμμα μου αλλού. «Δεν είναι η στιγμή για να το συζητήσουμε, Νταμιάνο,» του αποκρίνομαι.

«Ίσως να έχεις και δίκιο,» λέει και κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου. «Αλλά αν κρίνω από τον τρόπο που τον χαστούκισες, ήταν κάτι που απόλαυσες όσο κι εγώ.»

Δεν του απαντάω αμέσως. Το δυνατό φως από το διάδρομο φωτίζει τις γωνίες του προσώπου του, κάνοντάς τον να μοιάζει πιο απόμακρος, αλλά και πιο γοητευτικός. Για μια στιγμή, ξεχνάω όλα τα υπόλοιπα. Τα νεύρα, την αμηχανία, την αβεβαιότητα. Και έπειτα, με χτυπά μια αλλόκοτη επιθυμία. Θέλω κάτι γλυκό. Σοκολάτα, κέικ, δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά το θέλω τώρα.

Πριν προλάβω να συνέλθω από τη μπερδεμένη μου σκέψη, η φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Τι θα κάνουμε;» ρωτάει ξαφνικά, με τη χροιά της φωνής του να γίνεται πιο χαμηλή.

Τα μάτια μου κατεβαίνουν στο πάτωμα. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Δεν ξέρω καν πώς να αρχίσω. «Δεν ξέρω,» παραδέχομαι τελικά, τολμώντας να τον κοιτάξω ξανά. «Δεν είμαι έτοιμη. Δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό. Είναι... πάρα πολλά.»

Εκείνος σταυρώνει τα χέρια του και με κοιτάζει σοβαρά. «Μην τολμήσεις να κάνεις καμία ανοησία,» λέει.

Είναι απόλυτος. Αδιαπραγμάτευτος.

«Δεν είχα τέτοιο σκοπό,» του απαντάω κοφτά. «Δεν ξέρω καν γιατί θεωρείς ότι θα έκανα κάτι τέτοιο.»

Το βλέμμα του μαλακώνει ελάχιστα, αλλά παραμένει σοβαρό. «Δεν είπα ότι θα το έκανες. Απλώς... έπρεπε να το ξεκαθαρίσω.»

«Ξέρεις τι δεν μπορώ να καταλάβω, Νταμιάνο; Γιατί πάντα υποθέτεις το χειρότερο για μένα. Νομίζεις ότι είμαι ανεύθυνη;» τον ρωτάω. Τα λόγια μου βγαίνουν πιο δυνατά από ό,τι περίμενα, σαν να έχουν συσσωρευτεί μέσα μου και τώρα απαιτούν να ακουστούν.

«Δεν νομίζω κάτι τέτοιο,» λέει ήρεμα, πλησιάζοντας ελάχιστα. Δεν τον πιστεύω. Ξέρω, ότι καταβάθος αυτό πιστεύει. «Απλώς... φοβάμαι. Δεν μπορώ να το αφήσω στην τύχη. Αυτό το παιδί είναι... δικό μας,» συνεχίζει.

Νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν. «Το ξέρω. Αλλά πρέπει να μου δώσεις χρόνο. Πρέπει να καταλάβω τι σημαίνει όλο αυτό για μένα... για εμάς.»

«Δεν έχουμε πολυτέλεια για χρόνο,» λέει ήρεμα, μα τα μάτια του είναι γεμάτα επιμονή. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε κι άλλο, Μπριάννα. Πρέπει να το κάνουμε μαζί. Τώρα.»

Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, προσπαθώντας να βρω μια άκρη. Ξέρω ότι έχει δίκιο, αλλά είναι σαν να πνίγομαι μέσα στις σκέψεις μου. Όλα γύρω μου περιστρέφονται με ταχύτητα και νιώθω σαν να χάνω τη γη κάτω απ'τα πόδια μου. Το ξέρω πως πρέπει να πάρω μια απόφαση, αλλά το άγνωστο με τρομάζει.

Εκείνος μοιάζει σαν να περιμένει μια απάντηση, κι εγώ νιώθω την πίεση να μεγαλώνει. Το ξέρω ότι δεν υπάρχει χρόνος, όμως το μυαλό μου τρέχει σε χίλιες σκέψεις. Ο Νταμιάνο κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου, σχεδόν προσπαθώντας να με ακουμπήσει χωρίς να το κάνει. Το βλέμμα του είναι σίγουρο, αποφασισμένο.

Κάνει ένα βήμα ακόμα πιο κοντά μου, κοιτάζοντάς με, με μια σιγουριά που με τρομάζει.

«Αν δεν αποφασίσεις τώρα, τότε θα το κάνω εγώ... και για τους δύο.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top