Κεφάλαιο 5

Ο Νταμιάνο φεύγει από το δωμάτιο και για κάποιον λόγο η σκέψη του παραμένει. «Όχι. Δεν πρέπει, Μπριάννα. Ο πατέρας σου τον έβαλε να σε προσέχει. Αν πέσει στην αντίληψή του ότι υπάρχει ερωτικό παιχνίδι μεταξύ σας, θα σας σκοτώσει και τους δυο... Εντάξει, ίσως όχι και τους δυο... τον Νταμιάνο σίγουρα ναι, αλλά δεν πρόκειται να ξαναδείς το φως του ήλιου, για τα επόμενα δέκα χρόνια... και λίγα λέω...» Η ανόητη φωνούλα μέσα στο μυαλό μου δεν λέει να σταματήσει να κάνει μονόλογο, και εγώ το μόνο που κάνω είναι να κουνάω νευρικά το κεφάλι μου, λες και πρόκειται αυτό να την διακόψει. Δεν περνάνε ούτε πέντε λεπτά και η πόρτα χτυπάει ξανά.

Ανοίγω διστακτικά, κοιτώντας το πάτωμα και οι χτύποι της καρδιάς μου δυναμώνουν πιο πολύ από ποτέ. Δεν χρειάζεται να δω για να ξέρω ποιος είναι.

«Τι θες, Νταμιάνο;» ρωτάω κοφτά. Δεν σηκώνω το βλέμμα μου προς το μέρος του, αλλά η ξαφνική ένταση που υπάρχει γύρω μου είναι ανυπόφορη. Βλέπω τα παπούτσια του να πλησιάζουν και, ασυναίσθητα, κάνω ένα βήμα πίσω. «Τι θέλω;» η φωνή του χαμηλή, γεμάτη πρόκληση. Στέκεται μπροστά μου, και νιώθω τη θέρμη του σώματός του να με περικυκλώνει. Το άρωμά του... με πνίγει.

«Δεν κατάλαβες ακόμα τι θέλω;»

Τα μάτια μου ανεβαίνουν διστακτικά στο πρόσωπό του, εκείνος με κοιτάζει με βλέμμα σκοτεινό, σαν να περιμένει κάτι από εμένα. Ο σφυγμός μου χτυπάει στα αυτιά μου. Όχι. Δεν πρέπει.

«Όχι,» απαντάω. Προσπαθώ ακόμη να κρατήσω τον έλεγχο, αλλά το μυαλό μου θολώνει ξαφνικά και το σώμα μου τρέμει. «Απλά φύγε.»

Αντί γι' αυτό, κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος μου. Τα δάχτυλά του πιάνουν απαλά το πιγούνι μου και τότε το βλέμμα μου συναντάει ξανά το δικό του. «Δεν θέλω να φύγω,» ψιθυρίζει. Η φωνή του είναι σιγανή, αλλά γεμάτη επιθυμία, γεμάτη από μια ένταση που δεν μπορώ να αγνοήσω.Πριν προλάβω να αντιδράσω, τα χείλη του συναντάνε τα δικά μου, και η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και την επιθυμία τελειώνει απότομα. Το σώμα μου, προδοτικά, ενδίδει. Οι αισθήσεις μου καίγονται, και ο πόλεμος που έχω μέσα μου μοιάζει αδιάφορος πλέον.

Τα χέρια του με σπρώχνουν με δύναμη προς το κρεβάτι. Θέλω να τον σταματήσω, να τον σπρώξω μακριά, αλλά η δύναμή του είναι μεγαλύτερη από τη δική μου θέληση. Και τότε, χάνομαι στη δίνη της στιγμής.

Ξαφνικά, ένας διαπεραστικός ήχος μου αποσπά για λίγο την προσοχή, όμως δεν πτοούμαι πλέον. Του βγάζω την μπλούζα, τα δάχτυλά μου αγγίζουν απαλά το δέρμα του, νιώθοντας τη ζέστη να αναδύεται από το σώμα του. Οι μύες του είναι σκληροί, καλοσχηματισμένοι, και καθώς γλιστράει το ύφασμα από πάνω του, βλέπω τους ώμους του να τεντώνονται, δυνατοί και γεμάτοι ένταση. Η ανάσα μου κόβεται για λίγο.

Το στήθος του, γυμνό, αποκαλύπτει τους σμιλεμένους κοιλιακούς του, και τα χέρια μου περνούν πάνω από κάθε καμπύλη, κάθε γραμμή που σφίγγεται κάτω από το άγγιγμά μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ο Νταμιάνο με κοιτάζει με αυτό το βλέμμα, σαν να ξέρει την κάθε μου σκέψη, την κάθε μου επιθυμία.

Ξαφνικά, ο διαπεραστικός ήχος γίνεται πιο έντονος. Τα χέρια μου χάνουν την επαφή με το σώμα του, η ζεστασιά του εξαφανίζεται και το δωμάτιο σκοτεινιάζει.

Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα και το ξυπνητήρι δίπλα μου αναβοσβήνει εκνευριστικά. Πετάγομαι πάνω μπερδεμένη και συνειδητοποιώ ότι το άγγιγμά του, η αίσθηση του δέρματός του κάτω από τα δάχτυλά μου... φαινόντουσαν όλα τόσο αληθινά. Σηκώνομαι αργά και κοιτάζω γύρω μου με την ψευδαίσθηση ότι ίσως να είναι ακόμα εδώ.

«Γαμώτο

Λίγη ώρα αργότερα, και με όση δύναμη μου έχει απομείνει, αποφασίζω να κατέβω στην κουζίνα, σίγουρη πλέον πως πρέπει να σταματήσω τις συναντήσεις με τον Νταμιάνο πριν τον ύπνο.

Κατεβαίνω τις σκάλες, ακούγοντας ομιλίες και χαχανίσματα που έρχονται από την κουζίνα. Το στομάχι μου σφίγγεται ακούγοντας αυτή την οικειότητα. Κάτι μέσα μου μου λέει να σταματήσω, αλλά ανοίγω την πόρτα...

Η Ιζαμπέλα στέκεται κοντά στον Νταμιάνο. Το χαμόγελό της πλατύ, σχεδόν επιδεικτικό. Τα μάτια της λάμπουν κάθε φορά που τον κοιτάζει, και η φωνή της ακούγεται παιχνιδιάρικη, γεμάτη φλερτ. Εκείνος κάθεται άνετα σε μια καρέκλα, κοντά στον πάγκο, με μια ηρεμία που με κάνει να σφίξω τα δόντια. Ίσως να είναι η ιδέα μου, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πόσο κοντά του στέκεται.

Τα μάτια του Νταμιάνο σηκώνονται πάνω μου καθώς μπαίνω στον χώρο. Για ένα δευτερόλεπτο, νομίζω πως καταλαβαίνει. Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται, αλλά εκείνος δεν λέει τίποτα. Κρατάει την ίδια ήρεμη στάση, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.

«Ιζαμπέλα,» λέω, και το όνομά της βγαίνει από τα χείλη μου πιο αιχμηρά απ' όσο περίμενα. «Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο ελεύθερο χρόνο. Μήπως να σου βρω κάτι πιο χρήσιμο να κάνεις;» Το χαμόγελό μου είναι ψεύτικο, αλλά δεν με νοιάζει.

Η Ιζαμπέλα κοκκινίζει ελαφρά και το χαμόγελό της σβήνει. «Μάλιστα, δεσποινίς Μπριάννα. Απλά... μιλούσαμε λίγο με τον κύριο Νταμιάνο.»

«Μάλιστα,» λέω, κάνοντας μια μικρή παύση για να επιβάλω την κυριαρχία μου στη στιγμή. «Λυπάμαι αν σε διέκοψα, αλλά υποθέτω πως έχεις άλλες υποχρεώσεις.» Σταυρώνω τα χέρια μου και ρίχνω ένα αδιάφορο βλέμμα στον Νταμιάνο, ενώ μέσα μου βράζω. Εκείνος δεν λέει τίποτα, αλλά η ένταση στον αέρα είναι σχεδόν απτή.

Για μια στιγμή, τα βλέμματά μας συναντιούνται, και νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται. Ξέρει. Αλλά αντί να πει κάτι, απλώς με κοιτάζει με αυτό το αινιγματικό βλέμμα του.

Η Ιζαμπέλα κοιτάζει αμήχανα μια τον Νταμιάνο, μια εμένα, πριν χαμηλώσει το βλέμμα της και αποχωρήσει. Η πόρτα κλείνει πίσω της με έναν ελαφρύ ήχο, και ο χώρος γεμίζει ξανά σιωπή.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τον κοιτάζω. Ο Νταμιάνο με παρατηρεί σοβαρός, αλλά κάτι μέσα μου μου λέει ότι το απολαμβάνει.

«Μην ανησυχείς,» λέει με το συνηθισμένο του ύφος. «Δεν θα ξανακρατήσω την Ιζαμπέλα για πολύ... Είσαι τόσο καλή στο να τη διώχνεις.»

Σταυρώνω τα χέρια μου και γέρνω ελαφρώς το κεφάλι μου. «Αν περίμενες πως θα σε άφηνα να φλερτάρεις με την υπηρέτριά μου, μάλλον δεν με ξέρεις καλά.» Το χαμόγελό μου είναι γεμάτο ειρωνεία, αλλά από μέσα μου βράζω ακόμη.

«Φλερτάρω;» αποκρίνεται εκείνος, σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Εγώ; Εσύ φαντάζεσαι πράγματα, Μπριάννα.»

«Φυσικά. Εγώ τα φαντάστηκα όλα,» λέω και τον πλησιάζω, αφήνοντας τη φωνή μου να γλιστρήσει σε παιχνιδιάρικο τόνο. «Γιατί, ποιος άλλος θα σε πρόσεχε, αν όχι μια καημένη υπηρέτρια;»

Το βλέμμα του σκληραίνει για μια στιγμή, αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε χαμόγελο. «Ίσως απλά να ζηλεύεις,» μου λέει, χαμηλώνοντας τη φωνή του καθώς πλησιάζει κι εκείνος. Νιώθω την ανάσα του να καίει τον λαιμό μου.

«Ζήλια;» γελάω, αλλά ακούγεται πιο νευρικό απ' όσο θα ήθελα. «Τι να ζηλέψω ακριβώς, Νταμιάνο; Δεν υπάρχει κάτι που να θέλω από σένα.»

Προς μεγάλη μου έκπληξη, η απάντησή μου τον κάνει να πλησιάσει ακόμα περισσότερο, το σώμα του σχεδόν να αγγίζει το δικό μου. «Αλήθεια;» λέει σιγανά. «Γιατί τότε η φωνή σου τρέμει;»

Σφίγγω τα χείλη μου και τον κοιτάζω κατάματα, προσπαθώντας να κρατήσω τον έλεγχο. «Επειδή το βρίσκω αστείο... να νομίζεις ότι μπορείς να με επηρεάσεις τόσο εύκολα.»

Το χαμόγελό του διευρύνεται, γεμάτο αυτοπεποίθηση. «Νομίζεις ότι δεν μπορώ;» μου αποκρίνεται.

Για μια στιγμή η σιωπή κρέμεται μεταξύ μας, και το μόνο που μπορώ να ακούσω είναι η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στα αυτιά μου. Νιώθω το βλέμμα του να καίει κάθε εκατοστό του σώματός μου.

«Δεν είμαι σαν την Ιζαμπέλα,» του λέω τελικά, ψιθυρίζοντας με πρόκληση. «Μην μπερδεύεσαι.»

«Το ξέρω,» απαντά χαμηλόφωνα, φέρνοντας το πρόσωπό του ακόμα πιο κοντά. «Γι' αυτό είναι τόσο ενδιαφέρον να σε τσιγκλάω.»

Το στομάχι μου σφίγγεται. Θέλω να πω κάτι, αλλά οι λέξεις μου κολλάνε. Το βλέμμα του με κρατάει φυλακισμένη...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top