Κεφάλαιο 46

Βγαίνω τρέχοντας από το μπάνιο, προσπαθώντας να αφήσω πίσω μου τα πάντα. Τα λόγια που ξεστόμισα, την ένταση, το βλέμμα του που ακόμη με καίει. Το πλήθος στο πάρτι γίνεται η κάλυψή μου. Τους αποφεύγω όλους, ακόμα και τον Έρικ, που με εντοπίζει από μακριά και φωνάζει το όνομά μου. Δεν γυρίζω. Δεν μπορώ.

Η ανάσα μου κόβεται όταν επιτέλους βγαίνω έξω στον ψυχρό αέρα της νύχτας. Σηκώνω το χέρι μου και κάνω νόημα σε ένα ταξί, τρέμοντας. Ακούω τον Έρικ να φωνάζει από πίσω μου, αλλά δεν σταματάω. Μπαίνω μέσα και λέω βιαστικά τη διεύθυνσή μου, ενώ από το παράθυρο βλέπω τον Ράιαν να βγαίνει κι αυτός γρήγορα έξω από την έπαυλη. Οι δυο τους κάνουν νόημα στον παρκαδόρο να φέρει το αυτοκίνητο.

Το ταξί ξεκινάει και η καρδιά μου πάει να σπάσει. Το βλέμμα μου δεν ξεκολλά από τον καθρέφτη, βλέπω τα φώτα να ξεμακραίνουν, αλλά μέσα μου ξέρω πως δεν θα ξεφύγω τόσο εύκολα. Μέχρι που επιβεβαιώνομαι. Μερικά λεπτά αργότερα, το ταξί σταματάει έξω από το σπίτι μου, και το αμάξι του Ράιαν φτάνει ακριβώς την ίδια στιγμή.

«Μπες στο αμάξι,» λέει κοφτά ο Έρικ. Βγαίνει και μου ανοίγει απότομα την πόρτα για να μην έχω περιθώριο να αντιδράσω.

Η διαδρομή προς την πύλη είναι σιωπηλή, αλλά η ατμόσφαιρα μέσα στο αυτοκίνητο είναι φορτισμένη. Ξέρω πως είναι θυμωμένος. Όταν ο Ράιαν σταματάει κοντά στην πύλη, ο Έρικ το επιβεβαιώνει.

«Θα μας βάλεις όλους σε μπελάδες με τις μαλακίες σου!» λέει, και η φωνή του βγαίνει γεμάτη αγανάκτηση.

Τα λόγια του με χτυπάνε σαν χαστούκι. Ξέρω ότι έχει δίκιο. Ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν ανεύθυνο. Να φύγω έτσι, μόνη, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες. Δεν είναι μόνο για μένα. Δεν είναι μόνο για εκείνον. Είναι για όλους μας. Τελικά δεν διαφέρω και τόσο πολύ από τον Νταμιάνο, όμως αν αυτό το μυστικό αποκαλυφθεί, οι συνέπειες δεν θα είναι μικρές.

Η σιωπή μου τον εξοργίζει περισσότερο. «Τι σκεφτόσουν, Μπριάννα;»

Και τι να του πω; Ότι δεν σκεφτόμουν καθόλου; Ότι ένιωθα να πνίγομαι και έπρεπε να φύγω;

Ότι δεν ξέρω που παν τα τέσσερα...;

Εκείνος αναστενάζει και κουνάει το κεφάλι του. «Φύγαμε όλοι μαζί, πρέπει να γυρίσουμε όλοι μαζί.»

Και πάλι, έχει δίκιο. Το ξέρω. Αλλά το να το ξέρω δεν το κάνει πιο εύκολο. Δεν κάνει την κατάσταση λιγότερο μπερδεμένη ή λιγότερο επικίνδυνη. Αντί να απαντήσω, κοιτάζω έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να βρω την ψυχραιμία μου.

(...)
Μιάμιση εβδομάδα αργότερα, κάθομαι στην αυλή, προσπαθώντας να βρω λίγη ηρεμία, αλλά είναι μάταιο. Τα πάντα είναι διαφορετικά τώρα, ακόμα κι ο αέρας που αναπνέω μοιάζει βαρύς. Τα δάχτυλά μου παίζουν αφηρημένα με ένα φύλλο που έπεσε δίπλα μου, μέχρι που υψώνω το βλέμμα μου και... τον βλέπω.

Ο Νταμιάνο.

Στέκεται μακριά, στο όριο του κήπου, σαν να είναι απλώς ένας φρουρός, ένας παρατηρητής. Τα μάτια του, όμως, είναι καρφωμένα πάνω μου. Κι εγώ νιώθω αυτή τη ματιά σαν μια υπενθύμιση. Γύρισε. Τελικά γύρισε. Κι όμως, δεν πλησιάζει. Δεν κάνει κανένα βήμα προς το μέρος μου.

Μέσα μου παλεύουν δύο φωνές. Η μια με θέλει να σηκωθώ, να τρέξω προς το μέρος του, να του πω ότι μου έλειψε, ότι δεν αντέχω άλλο αυτή την απόσταση. Η άλλη με κρατάει ακίνητη, υπενθυμίζοντάς μου ότι όσο πιο κοντά του είμαι, τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται.

Και για τους δυο μας.

Πριν προλάβω να πάρω οποιαδήποτε απόφαση, ακούω βήματα πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω τον πατέρα μου. Δεν είναι μόνος του. Δίπλα του, με το ίδιο αυστηρό ύφος, στέκεται ο Μάσιμο, ο πατέρας του Νταμιάνο.

«Ησυχία, όπως πάντα εδώ,» σχολιάζει ο πατέρας μου κοιτάζοντας την αυλή. Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά ξέρω καλά ότι δεν είναι εδώ για να κάνει απλώς κουβέντα.

«Θα μας επισκεφθεί ο Χένρι με τους γονείς του,» προσθέτει τελικά. «Θέλω να είσαι προετοιμασμένη.»

Νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι μου. Δεν απαντάω, αλλά εκείνος συνεχίζει, λες και αυτό ήταν μόνο η αρχή.

«Επίσης, την ασφάλειά σου θα την αναλάβει ξανά ο Νταμιάνο,» λέει και ρίχνει ένα βλέμμα στον Μάσιμο, που γνέφει σιωπηλά σαν να συμφωνεί. «Μαζί με τον Λίαμ.»

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο στήθος και δεν ξέρω αν είναι από ανακούφιση ή από πανικό. Τον θέλω κοντά μου, αλλά ταυτόχρονα αυτό τα κάνει όλα πιο δύσκολα. Ο πατέρας μου, βέβαια, δεν με ρωτάει τι θέλω. Απλώς δίνει εντολές, όπως πάντα.

Μα πόσους ακόμα ανθρώπους θα βάλει να με προσέχουν; Πρώτα ο Νταμιάνο, μετά ο Λίαμ, τώρα ο Νταμιάνο ξανά... μαζί του... είναι λες και κάθε μέρα που περνάει, ο κλοιός γύρω μου στενεύει όλο και περισσότερο.

Κοιτάζω φευγαλέα τον Νταμιάνο από μακριά. Είναι ακόμη εκεί, άκαμπτος, επαγγελματίας.

Τελικά, γυρίζω το βλέμμα μου πίσω στον πατέρα μου. Δεν έχει σημασία τι θα πω ή τι θα κάνω. Εκείνος πάντα θα παίρνει τις αποφάσεις. Και κάθε φορά που αποφασίζει για μένα, νιώθω πως χάνω κι άλλο τον έλεγχο.

Ο Μάσιμο φεύγει με ήρεμα, μετρημένα βήματα, κατευθυνόμενος προς τον Νταμιάνο. Τους βλέπω από μακριά να ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες. Ο Νταμιάνο δεν κάνει καμία κίνηση, ούτε καν γνέφει. Παραμένει αμετακίνητος, σαν να έχει αποκοπεί από τα πάντα. Δεν μπορώ να διακρίνω τι λένε, αλλά ο τρόπος που ο Μάσιμο ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του γιου του δείχνει ότι η συζήτηση δεν είναι εύκολη.

Το βλέμμα μου επιστρέφει στον πατέρα μου, που στέκεται δίπλα μου με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του. Είναι φανερό ότι έχει να πει κάτι ακόμα, αλλά περιμένει τη σωστή στιγμή. Τελικά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, αποφασίζει να συνεχίσει...

«Ξέρεις πόσο εκτιμώ τον Ράιαν,» λέει με έναν τόνο που φανερώνει περισσότερο προειδοποίηση παρά συμπάθεια. «Είναι ευφυής, δυναμικός... και η οικογένειά του ήταν πάντα κοντά μας στις δύσκολες στιγμές.»

Τα λόγια του με κάνουν να αισθανθώ άβολα. Ξέρω τι θέλει να πει. Είναι η ίδια συζήτηση που κάνει πάντα, αλλά αυτή τη φορά υπάρχει κάτι διαφορετικό στη χροιά της φωνής του. Κάτι πιο αιχμηρό.

«Αλλά, Μπριάννα...» προσθέτει, με το βλέμμα του να καρφώνεται πάνω μου, «θέλω να είσαι διακριτική.»

Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου, να μην προδώσω τίποτα με την έκφρασή μου. «Δεν ξέρω τι εννοείς,» λέω τελικά, με έναν τόνο που προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορος.

Το βλέμμα του όμως δεν μαλακώνει. «Είσαι έξυπνη κοπέλα, Μπριάννα. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.»

Γυρίζει αργά το κεφάλι του προς το σημείο όπου στέκονται ο Μάσιμο και ο Νταμιάνο, αλλά αυτή τη φορά μένει σιωπηλός για λίγο. Ύστερα, στρέφεται πάλι σε μένα.

«Θα κανονίσω να κάνεις και μερικές εξετάσεις,» λέει ξαφνικά, με την φωνή του να είναι σοβαρή.

«Εξετάσεις; Τι εννοείς;» του αποκρίνομαι, κοιτάζοντάς τον μπερδεμένη.

«Για το κεφάλι σου,» απαντάει κοφτά. Χωρίς να αφήνει περιθώριο για αμφισβήτηση. «Μετά το τρακάρισμα... Χρειάζεται να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι εντάξει.»

Τα λόγια του με ξαφνιάζουν λίγο. «Αλλά νιώθω μια χαρά, δεν καταλαβαίνω...»

«Δεν έχει σημασία τι νιώθεις, Μπριάννα. Είναι κάτι που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό. Δεν συζητιέται.»

Η φωνή του είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως πάντα όταν θέλει να επιβάλει την άποψή του. Καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει νόημα να επιμείνω ούτε σε αυτό. Όμως το βάρος στα λόγια του με ταράζει περισσότερο απ' όσο θέλω να δείξω.

«Σκέψου όσα σου είπα,» προσθέτει, με την ένταση στη φωνή του να μειώνεται ελαφρώς, αλλά όχι αρκετά ώστε να μαλακώσει τελείως.

Κάνει ένα βήμα πίσω, ισιώνει το σακάκι του και φεύγει, χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση. Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται, αφήνοντάς με να παλεύω με έναν ακόμα κόμπο στο στομάχι μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top