Κεφάλαιο 44
Η στιγμή που με τραβάει το βλέμμα του είναι σαν να σταματά ο χρόνος. Τα πάντα γύρω μου εξαφανίζονται, εκτός από εκείνον. Το πρόσωπό του, αυστηρό και γοητευτικό, φωτίζεται από τα αμυδρά φώτα του πάρτι. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού, μου κάνει πάλι νόημα να τον ακολουθήσω. Κοιτάζω διακριτικά γύρω μου· κανείς δεν φαίνεται να μας παρακολουθεί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και, κρατώντας το βλέμμα του, αρχίζω να περπατώ προς το μέρος του.
Με οδηγεί ήσυχα μέσα από το πλήθος, ανεβαίνουμε μια σκάλα και βρίσκουμε καταφύγιο σε ένα μικρό απομονωμένο μπαλκόνι, μακριά από τη φασαρία του πάρτι. Η νύχτα είναι δροσερή και το φως της πόλης απλώνεται μπροστά μας. Κλείνει πίσω του την πόρτα και στρέφεται προς το μέρος μου. Η ένταση στα μάτια του με κάνει να νιώθω πως καμία απόσταση, κανένα εμπόδιο, δεν θα μπορούσε να μας χωρίσει.
«Μου έλειψες,» λέει με βαθιά φωνή.
«Και εμένα...» απαντάω. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και πριν προλάβω να πω κάτι άλλο, εκείνος κάνει το επόμενο βήμα για να με φιλήσει.
«Δεν αντέχω άλλο,» λέει ξαφνικά, και τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. «Τι δεν αντέχεις;»
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμάζεται να πηδήξει στο κενό. «Το να σε βλέπω και να μη μπορώ να σε έχω. Το να σε χάνω λίγο—λίγο κάθε μέρα. Το να στέκομαι στην άκρη, όταν το μόνο που θέλω είναι να είμαι δίπλα σου.»
Κάνει ένα βήμα πιο κοντά, τόσο κοντά που μπορώ να νιώσω τη ζεστασιά του, να ακούσω την ανάσα του. «Όμως, Μπριάννα, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι,» λέει, κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια. «Πρέπει να το πάρεις απόφαση και να διαλέξεις. Πρέπει να κάνουμε κάτι. Μαζί.»
Ξέρω ότι έχει δίκιο. Ο χρόνος μας πιέζει και οι επιλογές μου λιγοστεύουν.
«Το ξέρω,» του απαντάω. «Και σου υπόσχομαι ότι θα κάνω τα πάντα για να το αποτρέψω. Δεν πρόκειται να αφήσω αυτόν τον γάμο να συμβεί.»
Εκείνος με κοιτάζει και τα μάτια του σκοτεινιάζουν ακόμα περισσότερο. «Ο χρόνος κυλάει, Μπριάννα. Κάτι πρέπει να αλλάξει.» Η φωνή του είναι γεμάτη αποφασιστικότητα, αλλά και κάτι άλλο... απελπισία.
Δεν είναι ότι δεν θέλω να τον ακολουθήσω. Δεν είναι ότι δεν το έχω σκεφτεί. Έχω εξετάσει κάθε πιθανό σενάριο, κάθε κίνδυνο, κάθε συνέπεια.
Αλλά...
«Σου είπα ήδη ότι θα κάνω τα πάντα,» του αποκρίνομαι ξανά και νιώθω τη φωνή μου να σπάει ελαφρά. «Μην με πιέζεις, Νταμιάνο. Σε παρακαλώ.»
Εκείνος, με κοιτάζει με δυσπιστία. Ξέρω ότι καταλαβαίνει τον φόβο μου, αλλά δεν τον δέχεται. Δεν μπορεί να τον δεχτεί.
«Δεν είναι τόσο απλό, Μπριάννα,» λέει τελικά. Η φωνή του βγαίνει πιο χαμηλή, αλλά ακόμα σταθερή. «Δεν μπορώ να κάθομαι και να βλέπω αυτό το τσίρκο. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Όμως, ούτε και να σε πάρω με το ζόρι.»
«Κι εγώ δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή σου,» του απαντάω, με λίγη περισσότερη ένταση στη φωνή μου. «Δεν καταλαβαίνεις; Αν σε χάσω... αν πάθεις κάτι εξαιτίας μου...» Παίρνω μια βαθιά ανάσα, παλεύοντας να συγκρατήσω τα δάκρυα που απειλούν να με προδώσουν. «Δεν μπορώ να ζήσω με αυτό.»
Εκείνος κάνει ένα βήμα πίσω.
«Οπότε αυτό είναι;» ρωτάει. «Θα περιμένουμε; Θα αφήσουμε τον χρόνο να αποφασίσει για εμάς;»
Δεν απαντάω αμέσως. Δεν ξέρω τι να του πω. Δεν ξέρω πώς να του εξηγήσω ότι αυτό που φοβάμαι περισσότερο απ' όλα δεν είναι ο γάμος, αλλά το τι μπορεί να συμβεί σε εκείνον.
«Αυτό που σου ζητάω... είναι να με εμπιστευτείς,» του λέω τελικά, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Σε παρακαλώ.»
Για μια στιγμή, σκύβει το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια του σαν να παλεύει με τον ίδιο του τον θυμό και την απογοήτευση. Όταν τα ανοίγει ξανά, έχουν ακόμα την ίδια ένταση.
«Εντάξει,» λέει τελικά, όμως η λέξη ακούγεται σχεδόν σαν να μην την εννοεί. «Αλλά μην νομίζεις ότι θα περιμένω για πάντα.»
Με αφήνει εκεί, στο μπαλκόνι, να παλεύω με τα δικά μου συναισθήματα. Τον βλέπω να φεύγει, η πλάτη του άκαμπτη και ξέρω ότι τον πλήγωσα...
Αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω;
Κατεβαίνω βιαστικά τη σκάλα, σχεδόν τρέχοντας, με τα μάτια μου να σαρώνουν τον κόσμο. Ψάχνω ανάμεσα στο πλήθος, τα κεφάλια και τα σώματα που κινούνται, όλοι ντυμένοι στα μαύρα. Είναι σαν να ψάχνω βελόνα στα άχυρα. Το μόνο που βλέπω είναι άγνωστα πρόσωπα.
Πού πήγε; Πρέπει να τον βρω. Το στομάχι μου σφίγγεται και ο φόβος ότι μπορεί να έφυγε ήδη κάνει το σφίξιμο ακόμη πιο επώδυνο.
«Μπριάννα!» ακούω τη φωνή του Έρικ δίπλα μου. Με πιάνει ελαφρά από τον ώμο και με γυρίζει να τον κοιτάξω. «Μιλήσατε;»
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά, σαν να θέλει να διαλύσει το στήθος μου. Δεν ξέρω τι να του πω, αλλά οι λέξεις βγαίνουν από μόνες τους.
«Δεν ήταν καλή ιδέα, Έρικ...»
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει, αλλά πριν προλάβει να πει κάτι, αποτραβιέμαι από το χέρι του και κάνω πίσω. «Δεν μπορώ τώρα... Συγνώμη.»
Τον αφήνω πίσω μου και τρέχω. Δεν ξέρω πού ακριβώς πηγαίνω. Το σώμα μου με οδηγεί μακριά από τον κόσμο, μέχρι που καταλήγω στην τουαλέτα.
Σπρώχνω την πόρτα και μπαίνω μέσα, σχεδόν παραπατώντας. Το φως είναι πιο χαμηλό εδώ, ο χώρος ήσυχος και άδειος. Βρίσκω έναν καθρέφτη και ακουμπάω πάνω του, τα χέρια μου τρέμουν.
Και τότε, επιτέλους ξεσπάω...
Τα δάκρυα πέφτουν βροχή πριν καν το συνειδητοποιήσω. Κλείνω τα μάτια μου, πιέζοντας τα χέρια μου στον πάγκο για να μην πέσω. Το σώμα μου τρέμει ολόκληρο και η ανάσα μου βγαίνει σπασμένη, σαν να απελευθερώνω κάτι που προσπαθούσα να κρατήσω μέσα μου.
«Δεν μπορώ να το κάνω...» ψιθυρίζω στον εαυτό μου, τα λόγια πνιγμένα στο κλάμα μου. «Δεν μπορώ...»
Ξαφνικά η πόρτα χτυπάει, διακόπτοντας τις σπασμένες ανάσες μου. Σηκώνω το κεφάλι μου απότομα και για μια στιγμή μένω ακίνητη.
«Μισό λεπτό!» λέω όσο πιο φυσικά μπορώ, αλλά η φωνή μου βγαίνει βραχνή από το κλάμα. Ρουφάω τη μύτη μου και σκουπίζω γρήγορα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Το μακιγιάζ μου έχει μουτζουρωθεί αρκετά και τα μάτια μου είναι κατακόκκινα. Σφίγγω τα δόντια και βρέχω λίγο χαρτί, προσπαθώντας να το διορθώσω όπως—όπως και ξεκλειδώνω την πόρτα.
Τον βλέπω να στέκεται μπροστά μου. Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου και η ένταση στο βλέμμα του κάνει την ανάσα μου να κοπεί.
«Έκλαιγες;» με ρωτάει χωρίς περιστροφές. Η φωνή του είναι χαμηλή, αλλά δείχνει ανήσυχος. Δεν περιμένει να του απαντήσω. Σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει μέσα, κλείνοντάς την πίσω του.
«Τι κάνεις εδώ;» ψιθυρίζω, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
«Σε είδα να φεύγεις τρέχοντας,» λέει, πλησιάζοντάς με. «Σε ακολούθησα.» Η φωνή του είναι σιγανή, αλλά έντονη, γεμάτη από εκείνη τη γνωστή αποφασιστικότητα που πάντα με έκανε να νιώθω μικρή μπροστά του.
«Δεν έπρεπε να το κάνεις,» του λέω κάπως αδύναμα. «Είμαι καλά.»
«Μην το κάνεις αυτό, Μπριάννα.» Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. «Μην μου λες ότι είσαι καλά όταν είναι προφανές ότι δεν είσαι.»
Γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, αλλά εκείνος δεν μου αφήνει περιθώριο. Έρχεται ακόμα πιο κοντά, τα χέρια του ακουμπάνε στον πάγκο του νιπτήρα ακριβώς από πίσω μου, κλείνοντάς με ανάμεσα σε αυτόν και τον καθρέφτη.
«Γιατί έκλαιγες;» ρωτάει ξανά.
«Δεν έχει σημασία,» ψιθυρίζω, κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Για μένα έχει,» απαντάει, και οι λέξεις του με χτυπούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα. «Εγώ σε έκανα να νιώσεις έτσι;»
Τα μάτια μου βουρκώνουν ξανά, αλλά προσπαθώ όσο μπορώ, να τα κρατήσω πίσω. «Όχι... ναι... Δεν ξέρω.» Η φωνή μου ραγίζει και πριν το καταλάβω, βρίσκομαι να σκύβω το κεφάλι μου για να κρύψω τη θλίψη και τη σύγχυσή μου.
«Μπριάννα,» λέει, με τη φωνή του να μαλακώνει, αλλά η ένταση στο βλέμμα του παραμένει.
Το χέρι του σηκώνεται και διστάζει για μια στιγμή πριν ακουμπήσει το πηγούνι μου, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω. «Μην με διώχνεις μακριά. Ό,τι κι αν είναι αυτό που σε βασανίζει, πες το μου.»
Ο κόσμος γύρω μου μοιάζει να εξαφανίζεται όταν τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. Η ένταση που σιγοκαίει στο βλέμμα του με κάνει να ανατριχιάζω κάθε φορά. Κάνει ένα βήμα πιο μπροστά, τόσο αργά και σταθερά που νιώθω κάθε δευτερόλεπτο να παρατείνεται βασανιστικά και για μια στιγμή ξεχνάω να αναπνεύσω.
«Επηρεάστηκα... από αυτά που είπες πριν.» Τα λόγια μου βγαίνουν δειλά όταν του το λέω. «Δεν είσαι αναγκασμένος να περιμένεις... Είσαι ελεύθερος. Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητάω κάτι τέτοιο.»
Τα μάτια του στενεύουν για λίγο, αλλά δεν λέει τίποτα. Αντί για απάντηση, σκύβει και τα χείλη του πλησιάζουν τα δικά μου. Το φιλί του με βρίσκει ξαφνικά, γεμάτο πάθος και ένταση. Δεν υπάρχει χρόνος για δισταγμούς, μόνο αυτή η ακατανίκητη ανάγκη να είμαστε μαζί, να νιώσουμε ο ένας τον άλλον.
Το χέρι του γλιστρά στη μέση μου και με τραβάει κοντά του. Τα χείλη του κινούνται πάνω στα δικά μου με μια ένταση που με κάνει να χάσω κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Τα χέρια του ταξιδεύουν στο κορμί μου, αργά, διερευνητικά. Ο τρόπος που με αγγίζει είναι γεμάτος επιθυμία αλλά και προσοχή. Τα δικά μου δάχτυλα τρέχουν στο στήθος του, χαϊδεύουν τη γραμμή του λαιμού του και τον νιώθω να τρέμει ελαφρά κάτω από την αφή μου.
Η θερμοκρασία του χώρου μοιάζει να ανεβαίνει επικίνδυνα —και δεν έχω ιδέα εάν κλείδωσε την πόρτα όταν μπήκε.
Τα φιλιά του κατεβαίνουν στο λαιμό μου και κάθε επαφή των χειλιών του στο δέρμα μου είναι σαν φωτιά που διαπερνά κάθε κύτταρο.
«Είσαι σίγουρη;» ψιθυρίζει και η φωνή του βγαίνει γεμάτη αυτοσυγκράτηση.
Αντί για απάντηση, τυλίγομαι γύρω από τον λαιμό του και τον τραβάω ακόμα πιο κοντά μου. Το φιλί που ακολουθεί είναι σχεδόν άγριο, σαν να μην μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Με γυρνάει απότομα, και σκύβω ελαφρώς μπροστά, με τα χέρια μου να αγγίζουν τον πάγκο.
Αντικρίζω το είδωλό μου στον καθρέφτη και ο Νταμιάνο μου σηκώνει απαλά το φόρεμα, κατεβάζοντας το εσώρουχο.
Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στην αίσθηση αυτή.
Οι ανάσες μας βαραίνουν και οι καρδιές μας χτυπούν ακανόνιστα. Κάθε φορά που συμβαίνει, είναι σαν όλος ο κόσμος να έχει εξαφανιστεί.
«Κοίτα με,» ψιθυρίζει εκείνος. Η φωνή του βγαίνει βραχνή, γεμάτη πόθο. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το βλέμμα του μέσα από τον καθρέφτη. Είναι σκοτεινό, απαιτητικό, αλλά και γεμάτο από μια ένταση που με παρασύρει. Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν την πλάτη μου, τόσο αργά που το σώμα μου φλέγεται σε κάθε άγγιγμα.
«Δεν μπορώ να χορτάσω την αίσθησή σου,» συνεχίζει. Ο τρόπος που με αγγίζει, που με κοιτάζει, κάνει τον χρόνο να παγώσει.
Ο πάγκος κάτω από τις παλάμες μου είναι κρύος, αλλά το κορμί μου καίει. Το βλέμμα του δεν με αφήνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο, σαν να μελετά την παραμικρή μου αντίδραση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top