Κεφάλαιο 42

Τρεις μέρες. Τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς κανένα σημάδι από τον Νταμιάνο. Είναι λες και εξαφανίστηκε τελείως από τον κόσμο μου.

Από τότε που γύρισα στο σπίτι, το δωμάτιό έχει γίνει το καταφύγιό μου, ή ίσως, η φυλακή μου. Δεν έχω κουράγιο να κατέβω κάτω, ούτε αντέχω την ατμόσφαιρα της έπαυλης. Ο πατέρας μου δεν μου λέει τίποτα και το προσωπικό με αποφεύγει, λες και φοβούνται να με κοιτάξουν στα μάτια.

Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν με νοιάζει. Ότι δεν έχει σημασία αν δεν τον δω. Ότι μπορεί να συνέχισε τη ζωή του, ίσως ήταν και καλύτερα έτσι. Αλλά κάθε φορά που αυτές οι σκέψεις περνούν από το μυαλό μου, νιώθω έναν κόμπο να σφίγγει το στομάχι μου.

Ήταν έτοιμος να τα βάλει μαζί του και εγώ τον άφησα να βρεθεί αντιμέτωπος μόνος του...

Οι ώρες περνούν βασανιστικά αργά και κάθε μικρός θόρυβος στον διάδρομο με κάνει να πετάγομαι. Μια φορά, νόμιζα ότι άκουσα τη φωνή του έξω από την πόρτα μου. Η καρδιά μου χτύπησε τόσο δυνατά, που φοβήθηκα πως θα εκραγεί.

Αλλά ήταν ιδέα μου.

Κάθομαι στο παράθυρό μου, κοιτάζοντας έξω, χωρίς να βλέπω τίποτα πραγματικά. Μέσα στο μυαλό μου, μόνο μία σκέψη υπάρχει...

Πού είναι;

Και...

είναι καλά...;

Ο ξαφνικός ήχος της πόρτας που ανοίγει με κάνει να πεταχτώ. Ο Έρικ μπουκάρει μέσα χωρίς καν να χτυπήσει. Με κοιτάζει με εκείνο το γνωστό, αποφασιστικό ύφος που πάντα σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ξεμπερδέψω εύκολα.

«Θα με ακούσεις, θες δε θες,» λέει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Περπατάει προς το κρεβάτι μου και σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο στήθος. «Αρκετά με αυτό το δράμα. Πρέπει να βγεις από το δωμάτιο. Καρφώνεσαι.»

«Καρφώνομαι;» επαναλαμβάνω συνοφρυώνοντας.

«Ναι, καρφώνεσαι. Ο μπαμπάς έχει αρχίσει να βεβαιώνει τις υποψίες του. Και πίστεψέ με, αν δεν το σταματήσεις αυτό, θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Είσαι έξυπνη, Μπριάννα. Φέρσου ανάλογα.»

Κάθομαι στο κρεβάτι, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τα λόγια του. Δεν είναι ότι δεν το έχω σκεφτεί, αλλά δεν είχα το κουράγιο να κάνω κάτι γι' αυτό.

«Και κάτι ακόμα,» συνεχίζει. «Ο μπαμπάς έδωσε στον Νταμιάνο μερικές μέρες άδεια.»

«Τι...;»

Η καρδιά μου σταματάει για μια στιγμή, αλλά νιώθω μια μικρή ανακούφιση. Δεν τον έδιωξε. Ευτυχώς. Αλλά τότε, μια άλλη σκέψη σφηνώνεται στο μυαλό μου.

Γιατί δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου;

Το στομάχι μου σφίγγεται. Έχουν περάσει μέρες, κι όμως ούτε ένα μήνυμα, ούτε μια προσπάθεια να με δει. Είναι δυνατόν να αδιαφορεί τόσο; Ή μήπως... μήπως έχει ήδη αποφασίσει ότι είναι καλύτερα να μείνει μακριά; Η ανακούφισή μου αρχίζει να φεύγει και να αντικαθίσταται από μια βαριά αίσθηση αβεβαιότητας.

«Ακριβώς αυτό που άκουσες,» μου αποκρίνεται ο Έρικ. «Πιστεύω ότι το κάνει για να κόψει την αντίδρασή σου. Να σε βάλει στη θέση σου, αν θες να το πω πιο απλά,» συνεχίζει.

«Δεν έχει σημασία. Δεν θα αλλάξει τίποτα...» ψιθυρίζω, προσπαθώντας να μη δείξω πόσο με έχει ενοχλήσει αυτό.

Ο Έρικ με κοιτάζει για μια στιγμή, σαν να διαβάζει το μυαλό μου. «Είτε έχει σημασία, είτε όχι, πρέπει να βρεις μια καλή δικαιολογία γιατί είσαι τόσες μέρες κλεισμένη εδώ. Ο μπαμπάς παρατηρεί τα πάντα. Για αυτό, ξέρεις κάτι; Σήμερα θα βγούμε μαζί.»

Τον κοιτάζω καχύποπτα. «Έρικ, αλήθεια... δεν έχω όρεξη.»

«Μην ανησυχείς. Δεν θα το μετανιώσεις,» μου απαντάει, με ένα πονηρό χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του.

«Και τι θα κάνουμε με τον Λίαμ; Δεν πρόκειται να μας αφήσει ήσυχους,» λέω, ρίχνοντας μια ματιά έξω από το παράθυρο, λες και ο Λίαμ μπορεί να εμφανιστεί από το πουθενά.

Ο Έρικ κουνάει το κεφάλι του αδιάφορα. «Άστο επάνω μου.»

Δεν πείθομαι ακριβώς, αλλά κάτι στη σιγουριά του με κάνει να συμφωνήσω. «Εντάξει... αλλά μην περιμένεις θαύματα.»

Προχωράει προς την πόρτα για να φύγει, αλλά γυρίζει και με κοιτάζει. «Φόρεσε κάτι εντυπωσιακό. Και μαύρο,» μου λέει, και σηκώνω τα φρύδια μου, μπερδεμένη.

«Γιατί μαύρο;»

«Επειδή πάει με όλα. Και επίσης, έχουμε στιλ, αδελφούλα. Μην τα χαλάσουμε τώρα,» συμπληρώνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Δεν μπορώ να μην χαμογελάσω λίγο, παρά την κατάστασή μου. Τουλάχιστον, αυτός ξέρει πώς να κάνει μια κρίση λίγο πιο... υποφερτή.

Στέκομαι μπροστά στην ντουλάπα μου και τα μάτια μου σαρώνουν τα ρούχα. Ο Έρικ είπε «κάτι εντυπωσιακό» και «μαύρο». Το μυαλό μου σταματάει σε μία συγκεκριμένη επιλογή. Μια μαύρη τουαλέτα που κρέμεται ήσυχα—ήσυχα, ανάμεσα στα υπόλοιπα.

Τη βγάζω και την κρατάω μπροστά μου. Είναι απόλυτα κομψή, με μακριά γραμμή που αγκαλιάζει το σώμα, λεπτές τιράντες και ένα διακριτικό σκίσιμο στο πλάι που της δίνει μια ελαφριά νότα τόλμης. Το ύφασμά της είναι λείο, σχεδόν μεταξένιο, και αστράφτει ελαφρώς κάτω από το φως.

Εντυπωσιακό; Σίγουρα. Μαύρο; Ολοφάνερα.

Σκύβω για να φορέσω τις μαύρες γόβες που ταιριάζουν. Ολοκληρώνω την εμφάνιση με μια λεπτή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό μου και ένα ζευγάρι διακριτικά σκουλαρίκια που γυαλίζουν κάθε φορά που κινούμαι.

Πριν φύγω, κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Το μαύρο πέπλο του φορέματος εκπέμπει κάτι ανάμεσα σε δυναμισμό και μυστήριο.

Είναι τέλειο.

Μόλις βγαίνω από το δωμάτιο, ο Έρικ με περιμένει στο διάδρομο. Φοράει επίσης μαύρα και τα μάτια του σαρώνουν την εμφάνισή μου.

Ένα πειρακτικό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του.

«Να κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου,» λέει και κλείνει το μάτι. «Πάμε;»

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Πάμε,» απαντάω, και κατεβαίνουμε μαζί τα σκαλιά, έτοιμοι για ό,τι κι αν ακολουθήσει.

Ο ήχος από το χτύπημα στην πόρτα με κάνει να παγώσω για λίγο. Δεν περιμένουμε κανέναν, σκέφτομαι. Ο Έρικ πηγαίνει αμέσως να ανοίξει.

Στην πόρτα στέκεται ο Ράιαν.

Τα μάτια του πέφτουν πάνω μου σχεδόν αμέσως. Είναι ντυμένος κομψά, όπως πάντα, με το χαμόγελο που ήξερε να χρησιμοποιεί για να σαγηνεύει. Φορά επίσης μαύρα, πράγμα που μου κάνει εντύπωση. Πριν προλάβω να ρωτήσω, ο πατέρας μου εμφανίζεται στο διάδρομο και τον κοιτάζει με εκείνο το —γνωστό σε όλους, εξεταστικό βλέμμα.

Γυρίζω προς τον αδερφό μου, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά. «Δεν καταλαβαίνω,» του ψιθυρίζω, αλλά εκείνος απλά μου ρίχνει ένα βλέμμα που λέει «κάνε υπομονή» και μου κλείνει το μάτι.

Οι δυό τους αρχίζουν να απομακρύνονται, με τον Ράιαν να χαιρετάει τον πατέρα μου πρώτα με χειραψία και το βλέμμα του πατέρα μου μαλακώνει, μια σπάνια ένδειξη συμπάθειας. Είναι ξεκάθαρο πως πάντα τον εκτιμούσε.

Ετοιμάζομαι να τους ακολουθήσω, όταν νιώθω το χέρι του πατέρα μου στον αγκώνα μου. Σταματάω, ενώ εκείνος με οδηγεί διακριτικά λίγο πιο πίσω από την πόρτα.

«Ο Ράιαν...» ξεκινάει, και περιμένω να ολοκληρώσει την πρόταση. «Είσαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του;»

«Σου το απάντησα ήδη αυτό,» λέω σταθερά, προσπαθώντας να μην δείξω καμία αδυναμία.

Με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα, σα να με εξετάζει. «Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις,» προσθέτει τελικά, αφήνοντάς με να φύγω.

Χωρίς να πω τίποτα άλλο, στρέφομαι και κατευθύνομαι προς την πόρτα.

Ο Έρικ με περιμένει, ενώ ο Ράιαν περπατάει πιο μπροστά, έτσι, οι δυο μας μένουμε πίσω, ακολουθώντας τον με πιο αργό ρυθμό. Το βλέμμα μου μένει καρφωμένο στην πλάτη του Ράιαν, και δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι συμβαίνει.

«Πρόσεχε τι λες και τι κάνεις,» λέει ο Έρικ χαμηλόφωνα, τραβώντας την προσοχή μου. «Ο Ράιαν δεν έχει ιδέα για εσένα και τον Νταμιάνο.»

Η καρδιά μου σφίγγεται. Δεν απαντάω αμέσως, αλλά δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για πολύ. «Τότε γιατί δέχτηκε να μας βοηθήσει;»

Ο Έρικ χαμογελάει αμυδρά, σαν να περίμενε αυτή την ερώτηση. «Το κάνει για να βοηθήσει εσένα. Αν και, μεταξύ μας, νομίζω πως το έχει καταλάβει.»

«Τι εννοείς;» ρωτάω, κάπως αιφνιδιασμένη.

«Δεν του αρέσει ούτε αυτουνού η ιδέα του γάμου σου,» συνεχίζει ο Έρικ, κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Μπριάννα, μπορεί να έχετε χωρίσει και ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρείτε, αλλά σε νοιάζεται. Θέλει πραγματικά να είσαι καλά.»

Τα λόγια του με κάνουν να σκεφτώ, αλλά δεν απαντάω. Αν όντως ο Ράιαν θέλει να βοηθήσει εμένα ως άνθρωπο, τότε ίσως έχω υποτιμήσει το πόσο καλός μπορεί να είναι.

Σταματάμε να μιλάμε και κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. Ο Ράιαν ήδη μας περιμένει, καθισμένος στη θέση του οδηγού, με το ένα χέρι χαλαρά στο τιμόνι. Ο Έρικ κάθεται στη θέση του συνοδηγού και εγώ πίσω.

Καθώς δένω τη ζώνη μου, γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του Ράιαν. «Ευχαριστώ, Ράιαν,» λέω, και η φωνή μου βγαίνει πιο ήρεμη απ' ότι περίμενα.

Εκείνος γυρίζει να με κοιτάξει για μια στιγμή, πριν βάλει μπρος το αυτοκίνητο. «Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς,» απαντάει, με ένα αχνό χαμόγελο να περνάει από το πρόσωπό του.

Ξεκινάμε τον δρόμο μας και το βάρος μέσα μου αρχίζει να μετατοπίζεται, όχι όμως να εξαφανίζεται. Δεν έχω ιδέα που πηγαίνουμε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top