Κεφάλαιο 41

Καθώς φτάνουμε στην έπαυλη, νιώθω την ατμόσφαιρα να είναι βαρύτερη από ποτέ. Το αυτοκίνητο πλησιάζει την είσοδο και η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά όσο πλησιάζουμε ολοένα και περισσότερο. Το σπίτι είναι σιωπηλό και επιβλητικό, όπως πάντα. Όταν κατεβαίνουμε από το αμάξι, ο πατέρας μου στέκεται μπροστά από την είσοδο, με το βλέμμα του αυστηρό και αμετακίνητο. Το προσωπικό και κάποιοι από τους συνεργάτες του είναι γύρω, αλλά όλοι φαίνεται να κρατούν αποστάσεις. Κοιτάζουν, αλλά κανείς δεν τολμά να μιλήσει.

Ο Νταμιάνο κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου και μαζί, κατευθυνόμαστε προς την είσοδο, αλλά ο πατέρας μου δεν τον αφήνει να περάσει. «Σε θέλω στο γραφείο μου,» του λέει, και η εντολή του είναι επιτακτική, χωρίς περιθώρια για αντιρρήσεις. Εκείνος γυρνάει και με κοιτάζει για μια στιγμή, σαν να θέλει να μου δώσει κάποιο μήνυμα, αλλά μετά στρέφει το βλέμμα του πίσω στον πατέρα μου, δίχως να μιλήσει. Σιωπηλός και ψύχραιμος, όπως πάντα, τον ακολουθεί.

Εγώ μένω πίσω, μουδιασμένη, με το βλέμμα μου να πηγαίνει από τον έναν στον άλλο και το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να παρακολουθώ τη σκηνή που ξετυλίγεται μπροστά μου, παγωμένη και αμήχανη, ενώ τα βλέμματα γύρω μου δεν με βοηθούν. Όλοι με κοιτούν με περιέργεια, σαν να περιμένουν κάποια αντίδραση.

(...)
Όλο το βράδυ δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Οι σκέψεις γύρω από τον Νταμιάνο και όσα συνέβησαν με βασάνιζαν, αλλά δεν τόλμησα να βγω από το δωμάτιό μου. Πριν προλάβει να ξημερώσει εντελώς, δεν άντεξα άλλο και το αποφάσισα. Κατέβηκα αργά, αναζητώντας τον, αλλά δεν ήταν κανείς. Ο πατέρας μου καθόταν πίσω από το μεγάλο ξύλινο γραφείο του.

«Από σήμερα, την ασφάλειά σου θα αναλάβει ένας νέος σωματοφύλακας,» λέει, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από τα χαρτιά του.

Δεν αντιδρώ αμέσως. Στέκομαι εκεί και προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Προσπαθώ να κρύψω την ενόχλησή μου. Να μη φανεί ότι κάτι με πονάει, αλλά το ξέρω. Ο Νταμιάνο είχε δίκιο. Ήταν θέμα χρόνου. Φαίνεται πως τελικά τον έδιωξε.

Ρίχνω μια ματιά στον πατέρα μου, ο οποίος ούτε καν με κοιτάζει. Δεν είναι καινούριο αυτό, άλλωστε, ποτέ δεν ήμασταν πραγματικά κοντά, τελικά.

Δεν ζητάω εξηγήσεις.

Δεν έχει νόημα.

Μετά από λίγο, ο νέος σωματοφύλακας εμφανίζεται στην πόρτα του γραφείου. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα, μελαχρινός, ψηλός και με ένα βλέμμα που φανερώνει εμπειρία. Το όνομά του είναι Λίαμ, και το ύφος του δείχνει ότι είναι αρκετά σοβαρός και αφοσιωμένος στον πατέρα μου.

Εκείνος, επιτέλους, σηκώνει το βλέμμα του και τον κοιτάζει με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού, υποδεικνύοντας του ότι είναι ευπρόσδεκτος στο δωμάτιο. Ο Λίαμ έρχεται κοντά μου και με χαιρετά με έναν επαγγελματικό τόνο.

«Είμαι εδώ για να διασφαλίσω την ασφάλειά σας, Μπριάννα,» λέει και το ύφος του παραμένει αυστηρό.

Πριν προλάβω να απαντήσω, ο πατέρας μου ήδη του κάνει νοήμα να φύγει. Το κεφάλι μου γυρίζει προς τον νέο σωματοφύλακα και για μια στιγμή, αναρωτιέμαι αν θα νιώσω ποτέ πάλι την ίδια ασφάλεια που ένιωθα δίπλα στον Νταμιάνο.

Αλλά δεν έχω περιθώρια να το σκεφτώ παραπάνω. Ο πατέρας μου περιμένει.

«Πώς σου φάνηκε, Μπριάννα;» με ρωτάει με σταθερή φωνή, σχεδόν σαν να προσπαθεί να με ψαρέψει.

Αναστενάζω ελαφρώς και προσπαθώ να μην αφήσω την ένταση να φαίνεται στο πρόσωπό μου.

«Αδιάφορο,» λέω με την πιο ουδέτερη φωνή που μπορώ να συγκρατήσω.

Αλλά μέσα μου; Έχω μπερδευτεί και με εξοργίζει το γεγονός ότι όλο αυτό έγινε χωρίς να μου δώσουν καμία εξήγηση. Έχω μπροστά μου τον πατέρα μου να με κοιτάζει με επιμονή, προσπαθώντας να με ψυχολογήσει. Παραδόξως, δεν αναφέρει ούτε λέξη για το γεγονός ότι έφυγα κρυφά από το σπίτι. Και δεν ξέρω αν αυτό με ανακουφίζει, ή με τρομάζει.

«Μπορώ να φύγω τώρα;» τον ρωτάω, προσπαθώντας για ακόμη μια φορά να φανώ ατάραχη.

Ο πατέρας μου σηκώνει το βλέμμα του από τα χαρτιά που κρατάει και με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να ζυγίζει τις προθέσεις μου.

«Πήγαινε.»

Ανεβαίνω τα σκαλιά αργά, σχεδόν μηχανικά, και νιώθω τα πόδια μου να βαραίνουν, αλλά συνεχίζω, με κάθε μου βήμα να με φέρνει πιο κοντά στην ασφάλεια του δωματίου μου. Όταν φτάνω στον όροφο, στρίβω αριστερά, διασχίζω τον διάδρομο και σταματάω μπροστά από την πόρτα. Το χερούλι είναι κρύο κάτω από τα δάχτυλά μου, κα παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν το γυρίσω. Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου, αφήνοντας το σώμα μου να ακουμπήσει πάνω της.

Στέκομαι για μερικά λεπτά εκεί και έπειτα κατευθύνομαι προς το παράθυρο. Κοιτάζοντας έξω, το μυαλό μου δε σταματά να τρέχει. Όλο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια, ο Νταμιάνο εμφανιζόταν μπροστά μου. Γεμάτος απογοήτευση, σα να προσπαθούσε να μου πει κάτι που δε μπορούσα να καταλάβω. Ίσως να ήξερε ότι αυτό ήταν το τέλος. Ότι όλα όσα ζήσαμε, όλα όσα μου είχε προσφέρει, ήταν απλώς προσωρινά.

Και τώρα, η καρδιά μου νιώθει τόσο άδεια...

Είμαι αναγκασμένη να το δεχτώ. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αντί να πάρω το μέρος του, που αν μη τι άλλο με καταλάβαινε, πρέπει να επιβιώσω σ' έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις δεν εξαρτώνται από μένα. Ο πατέρας μου έχει το πάνω χέρι. Και εγώ; Εγώ πρέπει να ακολουθήσω, να παραμείνω σιωπηλή και να μην αντιδράσω. Έτσι γίνεται πάντα.

Αν ο Νταμιάνο ήταν εδώ, θα μου έλεγε να μην αφήσω τίποτα να με σταματήσει. Θα μου έδινε την ώθηση να κάνω αυτό που νιώθω ότι είναι σωστό...

Μάλλον, η πραγματικότητα είναι πως δεν είμαι τόσο θαρραλέα όσο πίστευα. Δεν ήμουν ποτέ. Δεν έχω επιλογή παρά να αποδεχτώ ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Νταμιάνο έχει φύγει και ο κόσμος μου δεν είναι πια αυτός που ήξερα. Και το πιο σκληρό απ' όλα; Ίσως να μην μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό.

Σκέφτηκα πολλές φορές να τον ακούσω. Να τον πιστέψω όταν μου έλεγε ότι μπορούμε να φύγουμε, να ξεφύγουμε από όλα αυτά. Θα μπορούσα να τον ακολουθήσω, να αφήσουμε πίσω μας την πίεση και να ξεκινήσουμε μια καινούργια ζωή, μακριά από όλα όσα με καταπιέζουν. Η σκέψη ήταν δελεαστική. Για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές την είχα εξετάσει σοβαρά. Όμως, κάτι με κρατούσε πίσω.

Δεν είχε κάποιο σχέδιο. Το ήξερα, το ένιωθα. Αν τον ακολουθούσα, τι θα γινόταν μετά; Στο τέλος της ημέρας,  ο πατέρας μου θα μας έβρισκε.

Θα ήμασταν δύο ανόητοι...

Και εγώ το ήθελα. Δεν θα μπορούσα ποτέ όμως να του το ζητήσω. Αν έκανε αυτή την επιλογή, τότε η ζωή του θα ήταν σε κίνδυνο για πάντα.

Δεν μπορούσα να το αφήσω να συμβεί...

⚠︎ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ⚠︎

Άρχικά θα ήθελα να πω για ακόμη μία φορά ένα τεράστιο ευχαριστώ από καρδιάς, για τη στήριξή σας! Εδώ και αρκετό καιρό, σκέφτομαι σοβαρά ένα re-telling, καθώς, πρόκειται για μια μη—αποστειρωμένη, (θέλω να πιστεύω,) δουλειά & έχω αγαπήσει τους χαρακτήρες σε τέτοιο βαθμό, που δεν θέλω με τίποτα να σταματήσω να γράφω για αυτούς. Ωστόσο, όπως καταλαβαίνετε, μπαίνουμε σε μία τελική ευθεία και όσο κι αν θέλω να το τρενάρω, θα καταντήσει αηδία. Οπότε, έρχομαι να ρωτήσω: πως θα σας φαινόταν η ιδέα, να βλέπαμε την ιστορία να ξαναγράφεται από την αρχή, αλλά αυτή τη φορά, να μπαίναμε στο μυαλό του Νταμιάνο και να δούμε τα πράγματα από τη δική του σκοπιά; Θα ήταν ενδιαφέρον, ή θα το θεωρούσατε βαρετό;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top