Κεφάλαιο 40
Την ίδια μέρα, βρίσκομαι έξω από το κτήριο. Είναι ακριβώς μεσημέρι. Η βαλίτσα βαραίνει το χέρι μου καθώς περιμένω. Νιώθω κάπως μουδιασμένη, σαν να είναι όλα σε παύση. Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς να περιμένω, αλλά νιώθω ότι κάτι είναι έτοιμο να συμβεί. Στέκομαι εκεί και κοιτάζω το μπαλκόνι του δωματίου που με φιλοξένησε.
«Νομίζω ότι ξέχασα το κινητό μου στην κουζίνα,» λέει ο Νταμιάνο με μια ήρεμη φωνή, πριν εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο. Μένω μόνη, με τη βαλίτσα και τις σκέψεις μου να με βαραίνουν, μέχρι που βλέπω τον Ματίας να πλησιάζει. Το βλέμμα του είναι σταθερό πάνω μου. Σταματάει μπροστά μου και με κοιτάζει, περιμένοντας να μιλήσουμε.
«Φεύγεις;» ρωτάει, και βλέπω το χαμόγελό του να σβήνει, κοιτάζοντας τη βαλίτσα μου.
«Ναι,» απαντάω, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου. «Πρέπει να γυρίσω.»
Ο Ματίας κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. «Περίμενα ότι... θα έμενες λίγο περισσότερο,» μου αποκρίνεται, με μια μικρή δόση απογοήτευσης στη φωνή του. «Κρίμα...»
Δεν του απαντάω κατευθείαν. Μένουμε σιωπηλοί για λίγο, μέχρι που ακούω τα βήματα του Νταμιάνο να κατεβαίνουν από τις σκάλες. Αμέσως, ο Ματίας σταματά να με κοιτάζει και στρέφει την προσοχή του προς τον Νταμιάνο, ο οποίος πλησιάζει.
«Κατάλαβα,» λέει, με ένα αμήχανο χαμόγελο που φανερώνει τη δυσκολία του να αποδεχτεί την κατάσταση. «Αντίο, Μπριάννα,» προσθέτει, και χωρίς να πει τίποτα άλλο, απομακρύνεται, αφήνοντάς με με την αίσθηση ότι η συνάντησή μας είχε τελειώσει πριν καλά—καλά αρχίσει.
Γυρίζω το κεφάλι μου προς τον Νταμιάνο, ο οποίος με κοιτάζει επίμονα, σαν να προσπαθεί να διαβάσει το πρόσωπό μου.
«Τι ήταν αυτό;» με ρωτάει, με τη φωνή του λίγο βαρύτερη από πριν.
«Ένας φίλος,» απαντάω γρήγορα.
«Φίλος,» επαναλαμβάνει, με μια δόση ειρωνείας και βλέπω τα χείλη του να σφίγγονται. «Αυτός ήταν που σου έφερε το λουλούδι, έτσι δεν είναι;»
«Εμ...»
Τα μάτια του γυαλίζουν και ξέρω ότι έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, από τον τρόπο που με ρωτάει. Δεν είναι πια απλώς η περιέργεια ή μια αθώα ερώτηση. Αυτό είναι ζήλεια. Ωμή και ακατέργαστη.
Προσπαθώ να του πω κάτι, αλλά η φωνή μου μοιάζει να έχει κολλήσει στον λαιμό μου.
«Μπριάννα, μην το κάνεις πιο δύσκολο από ότι είναι,» λέει, πλησιάζοντάς με βήμα—βήμα. «Μου το χρωστάς, ε; Να μου πεις τι συμβαίνει, να μου πεις ποιος είναι αυτός.»
Δεν κρύβει τον θυμό του πια. Η στάση του γίνεται πιο επιβλητική, το σώμα του πιο κοντά στο δικό μου, σαν να θέλει να είναι σίγουρος πως δεν θα μπορέσω να ξεφύγω από την ερώτησή του.
«Ήταν απλώς ένας φίλος,» επαναλαμβάνω, αλλά ξέρω ότι αυτό δεν θα τον ηρεμήσει.
«Πότε βρήκες χρόνο να κάνεις καινούριους φίλους;»
«Τον γνώρισα την πρώτη μέρα στην παραλία,» αποκρίνομαι, αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Πήγαμε σε ένα πάρτι, τίποτα περισσότερο.»
Με κοιτάζει σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά, το στόμα του ανοίγει ξανά και η φωνή του είναι γεμάτη ένταση.
«Πήγες σε πάρτι με έναν άγνωστο άντρα, που ούτε καν ήξερες ποιος ήταν ή τι προθέσεις είχε;» λέει, και νιώθω το στόμα μου να στεγνώνει. «Σου φαίνεται φυσιολογικό να το κάνεις αυτό; Πόσο απερίσκεπτη μπορεί να είσαι, Μπριάννα;»
Δεν απαντάω αμέσως. Ο Νταμιάνο με κοιτάζει με σφιγμένα χείλη. «Και τι κάνατε μετά, Μπριάννα; Έκανες τίποτα μαζί του;» συνεχίζει.
«Όχι!» απαντάω γρήγορα, και ξέρω ότι η απάντησή μου, είναι ειλικρινής. «Τίποτα.»
Μένει σιωπηλός για λίγο, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου και από το βλέμμα του, αντιλαμβάνομαι ότι δεν με πιστεύει.
«Αλήθεια;» λέει τελικά, και η φωνή του είναι πιο σκληρή. «Είναι σίγουρο αυτό;»
«Ναι!»
«Και τι έγινε;»
Αναστενάζω. «Με γύρισε στο δωμάτιο, αλλά τίποτα περισσότερο.»
Με κοιτάζει για μια στιγμή σαν να μην το πιστεύει.
«Τον άφησες να ανεβεί...;»
«Όχι, βέβαια!» φωνάζω, και το πρόσωπό μου κοκκινίζει. «Για ποια με πέρασες;!»
Δεν φαίνεται να πιστεύει την απάντησή μου. Αν και θα έπρεπε, γιατί ξέρω ότι λέω την αλήθεια.
«Δεν ξέρω αν σε πιστεύω, Μπριάννα,» παραδέχεται τελικά κι ο ίδιος. «Αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι με έχεις μπερδέψει πολύ...»
(...)
Η πρώτη ώρα της πτήσης κυλάει μέσα σε μια ανυπόφορη σιωπή. Κάθομαι δίπλα του, αλλά είναι σαν να υπάρχει ένας τοίχος ανάμεσά μας. Τα χέρια του είναι σταυρωμένα, το σαγόνι του σφιγμένο και τα μάτια του καρφωμένα σε μια ευθεία. Κάθε τόσο, νιώθω το βλέμμα του να γλιστράει πάνω μου, αλλά όταν γυρίζω να τον κοιτάξω, το αποστρέφει.
Δεν αντέχω άλλο. Γέρνω ελαφρά προς το μέρος του. «Θα συνεχίσεις να με αγνοείς για όλη την πτήση;» του ψιθυρίζω.
Ο Νταμιάνο στρέφει το βλέμμα του πάνω μου, σκοτεινό, σχεδόν θολό από τη ζήλεια και τον εκνευρισμό. «Δεν σε αγνοώ,» λέει ψυχρά. «Σκέφτομαι.»
«Τι;» τολμάω να τον ρωτήσω.
Εκείνος ξεφυσάει και με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. «Ότι μόλις επιστρέψουμε, ο πατέρας σου θα με βγάλει απ' τη μέση. Και τότε, ποιος θα είναι δίπλα σου; Ο Ματίας;»
Η καρδιά μου χτυπάει πιο γρήγορα. Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια, για να το κάνω.
«Και δεν είναι μόνο αυτό,» συνεχίζει, χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Είναι ότι αν εγώ φύγω, δεν ξέρεις ποιον θα φέρει στη θέση μου. Και δεν έχω καμία πρόθεση να αφήσω κάποιον άλλον να βρίσκεται τόσο κοντά σου.»
«Νταμιάνο...» προσπαθώ να πω, αλλά εκείνος κουνάει το κεφάλι του, διακόπτοντάς με.
«Μην μου πεις ότι θα το λύσεις εσύ. Αυτό το παιχνίδι το ελέγχει εκείνος. Σου το απέδειξε ήδη. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μείνω, να παλέψω, και... να ελπίζω ότι θα σταματήσεις να ρίχνεις λάδι στη φωτιά με τις αποφάσεις σου.»
Η φωνή του είναι σιγανή, αλλά τα λόγια του με παγώνουν. Θα ήθελα όσο τίποτα να μπορούσα να τον διαβεβαιώσω ότι τίποτα δεν θα συμβεί, αλλά μέσα μου ξέρω ότι έχει δίκιο.
Σκύβει πιο κοντά, τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. «Μην μου ζητήσεις να προσποιηθώ ότι όλα είναι καλά, Μπριάννα. Δεν μπορώ. Σε θέλω πολύ για να κάθομαι και να παριστάνω τον αδιάφορο.»
Παρατηρώντας την επιμονή του, καταλαβαίνω ότι περιμένει από εμένα να το πάρω απόφαση. Να αποδεχτώ αυτό που έρχεται, να σταματήσω να φοβάμαι, να δείξω ότι είμαι δυνατή. Όμως δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ. Ο τρόπος που με κοιτάζει, τόσο βέβαιος, τόσο αποφασισμένος, με κάνει για λίγο να θέλω να τον πιστέψω. Αλλά ο φόβος δεν φεύγει. Είναι εκεί, σφηνωμένος μέσα μου και με πνίγει.
Εκείνος μοιάζει έτοιμος να τα βάλει με τον κόσμο όλο, ακόμα κι αν αυτός ο κόσμος είναι ο πατέρας μου. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να τον χάσω...
(...)
Λίγη ώρα αργότερα, φτάνουμε στη Νέα Υόρκη. Ο Νταμιάνο με καθοδηγεί αμίλητος προς το πάρκινγκ του αεροδρομίου, όπου μας περιμένει το αμάξι του. Η ένταση ανάμεσά μας παραμένει, αλλά κι οι δύο δείχνουμε να έχουμε εξαντληθεί από το ταξίδι και τη συζήτηση που προηγήθηκε. Μπαίνουμε, κι εκείνος βάζει μπροστά.
Η διαδρομή είναι ήσυχη. Δεν ξέρω αν η σιωπή είναι απλώς η ηρεμία πριν την επόμενη καταιγίδα. Ο Νταμιάνο κρατάει το βλέμμα του στον δρόμο, οι κινήσεις του είναι μηχανικές. Από το ραδιόφωνο παίζει χαμηλά ένα τυχαίο τραγούδι, αλλά δεν δίνω σημασία. Απλώς κοιτάζω έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου.
Ξαφνικά, νιώθω το αυτοκίνητο να επιβραδύνει. Κάνει στην άκρη και παρκάρει, χωρίς να πει τίποτα. Κοιτάζω γύρω μου. Το μέρος μου φαίνεται γνώριμο, χρειάζομαι μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πού είμαστε. Είναι το ίδιο σημείο που του είχα ζητήσει να σταματήσει την πρώτη φορά που με ανέλαβε. Λίγο πιο κάτω, το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο.
«Μισό λεπτό,» μου λέει, και χωρίς να μου εξηγήσει, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο.
Μένω πίσω να περιμένω, παρακολουθώντας τον καθώς κατευθύνεται γρήγορα προς το μαγαζί. Αναστενάζω και ανοίγω την τσάντα μου. Το βλέμμα μου πέφτει στο κραγιόν μου. Το βγάζω και κοιτάζομαι από τον καθρέφτη του συνοδηγού, περνώντας μια λεπτή στρώση στα χείλη μου.
Δεν αργεί να επιστρέψει. Ανοίγει την πόρτα του οδηγού και καθώς μπαίνει στο αυτοκίνητο, το βλέμμα του πέφτει πάνω μου.
«Όμορφο χρώμα,» σχολιάζει, δείχνοντας τα χείλη μου. Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά η χροιά του φέρνει κάτι ζεστό που με κάνει να μαλακώσω, έστω για λίγο.
Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, γιατί ακουμπάει στα γόνατά μου μια σακούλα.
Τον κοιτάζω με απορία.
«Δεν ξέρω ποιο είναι το αγαπημένο σου γλυκό,» μου λέει, «αλλά τουλάχιστον θυμόμουν το ζαχαροπλαστείο.»
Ανοίγω τη σακούλα και βρίσκω ένα κουτί μέσα. Το ανοίγω και η μυρωδιά των φρέσκων γλυκών γεμίζει το αυτοκίνητο. Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξη και τη συγκίνησή μου.
«Ευχαριστώ,» του λέω απλά, και για μια στιγμή νιώθω ότι υπάρχει μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στις διαφορές μας.
«Θα φας;» με ρωτάει, με ένα μικρό χαμόγελο να παίζει στα χείλη του.
Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά, και καθώς ξεκινάει πάλι το αυτοκίνητο, δεν μπορώ να μην σκεφτώ το πόσο παράξενος, αλλά και πόσο δικός μου, μου φαίνεται αυτός ο άντρας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top