Κεφάλαιο 4
Κατευθύνομαι προς το εσωτερικό του σπιτιού και νιώθω τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη μου. Ο Νταμιάνο με ακολουθεί με αποφασιστικά βήματα, μέχρι την στιγμή που αντικρίζουμε τον πατέρα μου, ο οποίος με περιμένει στην κορυφή της σκάλας.«Νταμιάνο, είμαστε εντάξει,» του λέει με το γνωστό σε όλους, ψαρωτικό βλέμμα του. «Μπορείς να πηγαίνεις,» συμπληρώνει, κάνοντάς του νόημα να φύγει.
Γυρίζω ασυναίσθητα το κεφάλι μου προς τα πίσω. Ο Νταμιάνο, κάνει μεταβολή σαν αφοσιωμένος στρατιώτης και χωρίς δεύτερη κουβέντα, κατευθύνεται και πάλι προς την έξοδο. Ίσως, τελικά, να υπάρχει κάτι που πράγματι τον φοβίζει. Και αυτό, είναι ο πατέρας μου.
Εκείνος, κατεβαίνει την μεγάλη στριφογυριστή σκάλα και με πλησιάζει σιωπηλός, με το ίδιο αυστηρό ύφος, όμως προς μεγάλη μου έκπληξη, αποφασίζει να μην πει κάτι. Μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και κάνει να φύγει. «Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να σε καλέσω, ελπίζω να μου σηκώσεις το τηλέφωνο,» μου αποκρίνεται τελικά και ο τόνος της φωνής του μου ακούγεται περισσότερο σαν απειλή. Ευτυχώς για εμένα, δεν περιμένει καν την απάντησή μου και αποχωρεί από το χώρο.
«Δεσποινίς Μπριάννα...» Η γλυκιά φωνή της Ιζαμπέλα, με διακόπτει πριν αποσυρθώ στο δωμάτιό μου. «Είναι η φίλη σας στο τηλέφωνο,» συμπληρώνει κρατώντας το ακουστικό.
Η Ιζαμπέλα είναι αρκετά εμφανίσιμη. Δουλεύει για εμάς τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Είναι νέα, λίγα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, περίπου στην ίδια ηλικία με τον Νταμιάνο. Τα ξανθά μαλλιά της, είναι πιασμένα σε έναν χαλαρό κότσο. Έχει σαρκώδη χείλη και έντονες γωνιές στο πρόσωπο. Γαλάζια μάτια, και θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μοντέλο. Είναι τόσο όμορφη, που μερικές φορές παρατηρώ το προσωπικό να την χαζεύει. Άλλες πάλι, νιώθω σαν να μου κλέβει την λάμψη. Η ανεπιτήδευτη ομορφιά της κερδίζει τις εντυπώσεις, όμως, είμαστε εντελώς διαφορετικές.
«Θα απαντήσω από επάνω,» της αποκρίνομαι και κάνω να φύγω. Ένα λεπτό αργότερα, βρίσκομαι ήδη μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ανοίγω διάπλατα τις κουρτίνες για να επιτρέψω στο φως του δειλινού να εισχωρήσει στο χώρο και σηκώνω το ακουστικό. Είναι η Τζένιφερ...
Με την Τζένιφερ, είμαστε φίλες από το κολέγιο. Φέτος, ο πατέρας της της έκανε δώρο μια γκαλερί για τα γενέθλιά της, μιας που ανέκαθεν την ενδιέφεραν οι τέχνες. Αύριο το απόγευμα είναι τα εγκαίνια και εκείνη με κάλεσε για να μου το υπενθυμίσει.
«Φυσικά και θα έρθω,» της αποκρίνομαι πριν κλείσουμε το τηλέφωνο.
Η αλήθεια είναι πως και εμένα μου αρέσουν οι τέχνες, όμως ποτέ μου δεν βρήκα το θάρρος να ασχοληθώ στα σοβαρά με κάποια από αυτές. Η μόνη εξαίρεση είναι η αγγειοπλαστική, με την οποία ασχολούμαι περιστασιακά ως χόμπι και αυτό, όποτε το θυμηθώ. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών, όταν ζήτησα από τον πατέρα μου κεραμικό τροχό και εκείνος γέλασε, αλλά τελικά μου τον πήρε. Μετατρέψαμε ένα από τα πολλά μας δωμάτια σε ατελιέ, όμως έχω αρκετά χρόνια να χρησιμοποιήσω εκείνο το δωμάτιο από τότε.
Η ώρα περνάει και έχει ήδη νυχτώσει. Σηκώνομαι νωχελικά από το μπουντουάρ μου και κατευθύνομαι προς το μπάνιο, για να ξεκινήσω τη βραδινή μου ρουτίνα πριν πέσω για ύπνο. Το μάτι μου πέφτει επάνω στο κόσμημα που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου πέρσι. Είναι ένα λεπτεπίλεπτο περιδέραιο, φτιαγμένο από χρυσό δεκαοκτώ καρατίων, με μια μεγάλη πέτρα αμέθυστου στο κέντρο. Γύρω από τον αμέθυστο υπάρχουν διακριτικά, μικρά διαμάντια που λαμπυρίζουν απαλά στο φως, κάνοντας το κόσμημα να μοιάζει ακόμα πιο πολύτιμο. Πρέπει να είναι μεγάλης αξίας και η προσεκτική του κατασκευή αποπνέει κομψότητα και διαχρονική φινέτσα.
Παίρνω το κόσμημα στα χέρια μου, νιώθοντας το βάρος του ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Οι μικροί του πολύτιμοι λίθοι αστράφτουν απαλά υπό το φως του δωματίου. Το σκέφτομαι για μια στιγμή και ύστερα το βάζω προσεκτικά μέσα στο βελούδινο κουτί του, το οποίο κλείνω με φροντίδα. Το αφήνω στο συρτάρι του κομοδίνου μου, ασφαλές και προστατευμένο για άλλη μια νύχτα.
Λίγα λεπτά πριν πέσω για ύπνο, ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη του μπουντουάρ και αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα για να αναγκαστώ να του ανοίξω έτσι. Φοράω τα patches κάτω από τα μάτια μου, για να αποθαρρύνω τους μαύρους κύκλους να κάνουν την εμφάνισή τους, και ρολά μαλλιών. Σηκώνομαι για να βάλω βιαστικά τη λευκή σατέν ρόμπα, με δαντέλα που στολίζει τις άκρες των μανικιών, ώστε να καλυψώ τα εκτεθειμένα σημεία του σώματός μου από την επίσης, λευκή σατέν νυχτικιά, η οποία αγκαλιάζει το κορμί μου, αναδεικνύοντας τις καμπύλες.
Όταν ανοίγω την πόρτα, βρίσκομαι μπροστά στον Νταμιάνο. Το βλέμμα του είναι σοβαρό, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την αμηχανία που του δημιουργεί η εικόνα μου.
«Α, ωραία εμφάνιση,» λέει με μια προκλητική διάθεση, και η αίσθηση του χιούμορ του με εκνευρίζει. «Είναι αργά για να κάνεις spa, ή νωρίς για να βγεις έξω;»
«Τι θέλεις, Νταμιάνο;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να κρατήσω τον τόνο μου ψύχραιμο. «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για επισκέψεις.»
«Ο πατέρας σου με έστειλε,» λέει, παραμένοντας ατάραχος, αλλά το βλέμμα του τρέχει για μια στιγμή σε μένα, σαν να απολαμβάνει τη θέα. «Με έστειλε για να βεβαιωθεί ότι δεν έχεις σκοπό να βγεις μόνη.»
«Δεν νομίζω ότι χρειάζομαι babysitter, Νταμιάνο. Και σίγουρα δεν χρειάζομαι εσένα.»
«Αυτό το "σίγουρα" ακούγεται πιο ανασφαλές απ'ότι νομίζεις,» λέει με ένα αχνό χαμόγελο. «Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί τη νύχτα;»
«Και εσύ πιστεύεις ότι είσαι ο κατάλληλος για να με προστατεύει;» απαντάω, αφήνοντας τη φωνή μου να ηχήσει γεμάτη πρόκληση. «Αναρωτιέμαι αν η δουλειά σου περιλαμβάνει και να με βλέπεις έτσι...»
Το βλέμμα του Νταμιάνο γίνεται πιο έντονο. Σφίγγει το σαγόνι του, αλλά ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του. «Αν αυτό ήταν μέρος της δουλειάς μου,» λέει, αφήνοντας τον τόνο της φωνής του να πέσει, «θα το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση,» μου αποκρίνεται και τα μάτια του εξετάζουν το νυχτικό μου με τρόπο που με κάνει να αναρωτιέμαι αν όντως το εννοεί.
«Καληνύχτα, Νταμιάνο,» λέω, θέλοντας να κλείσω την κουβέντα, αλλά παρατηρώ πως το χαμόγελό του γίνεται πιο αχνό, σχεδόν ανεπαίσθητο. «Καληνύχτα λοιπόν... αν και θα έλεγα πως είναι πολύ νωρίς για ύπνο,» λέει με μια δόση ειρωνείας.
«Δεν είναι δουλειά σου να ανησυχείς για το πρόγραμμα ύπνου μου,» του απαντώ, σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Ή μήπως νομίζεις ότι έχεις λόγο και σε αυτό;»
«Όχι, αλλά ξέρεις... μερικές φορές το να είσαι σε εγρήγορση είναι καλύτερο από το να χαλαρώνεις,» λέει ήρεμα, κοιτάζοντάς με με τρόπο που με κάνει να νιώθω πως αυτή η συζήτηση δεν τελείωσε ακόμα.
«Μην ανησυχείς, Νταμιάνο, θα παραμείνω ξύπνια αν αυτό σε κάνει να κοιμάσαι καλύτερα.» Η απάντησή μου τον κάνει να χαμογελάσει αμυδρά, αν και το ύφος του μοιάζει περισσότερο με πρόκληση παρά με αποχώρηση. «Καλή ξεκούραση, λοιπόν,» λέει, και στρίβει για να φύγει, αλλά το βλέμμα του μένει πάνω μου λίγο παραπάνω απ' όσο χρειάζεται.
Κλείνω την πόρτα, όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο η σκέψη του παραμένει μαζί μου. Κάθε του λέξη, κάθε βλέμμα φαίνεται να έχει κάποιον υπαινιγμό, σαν να μην έχει πει ακόμα αυτό που πραγματικά σκέφτεται. Δεν ξέρω αν αυτό με ενοχλεί περισσότερο ή αν... μου κινεί το ενδιαφέρον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top