Κεφάλαιο 36

Ο αέρας της παραλίας έχει δροσίσει αρκετά, αλλά η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας μοιάζει να πυρώνει. Οι φλόγες από τις δάδες τρεμοπαίζουν γύρω μας και ένας χαλαρός ρυθμός από την κιθάρα κάποιου μουσικού του δρόμου γεμίζει το χώρο, καθώς μπλέκεται με τον ήχο των κυμάτων που σπάνε στην ακτή. Ο Νταμιάνο κάθεται απέναντί μου, πιο χαλαρός από ποτέ. Η γραμμή του προσώπου του είναι πιο μαλακή απόψε, τα μάτια του πιο ζεστά, αλλά το βλέμμα του εξακολουθεί να κρατά κάτι έντονο, σχεδόν μαγνητικό.

Ακουμπά το ποτήρι του στον ξύλινο πάγκο, αλλά δεν πίνει. Αντίθετα, γέρνει ελαφρά προς το μέρος μου, στηρίζοντας το πηγούνι του στο χέρι του.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι;» λέει. Το ύφος του είναι κάπως παιχνιδιάρικο, με μια ανεπαίσθητη νότα προκλητικότητας που με αιφνιδιάζει.

Τον κοιτάζω διστακτικά. «Αν μαντέψω, θα κερδίσω κάτι;» Προσπαθώ να διατηρήσω το ύφος μου σταθερό, αλλά η φωνή μου βγαίνει λίγο πιο χαμηλότονη απ' ότι περίμενα.

«Εξαρτάται,» μου απαντά, κι ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του. «Μπορεί να κερδίσεις την αλήθεια, ή... μπορεί να χάσεις τον έλεγχο.»

«Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι,» του λέω, αλλά ξέρω πως δεν είμαι πειστική.

Χαμογελάει ξανά και σηκώνει το ποτήρι του, αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο δικό μου πριν πιει μια μικρή γουλιά. «Και ποιος είπε ότι έχεις επιλογή; Είσαι ήδη μέσα.»

Γέρνω πίσω στην καρέκλα μου, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, αλλά το βλέμμα του δεν με αφήνει να ξεφύγω. «Λοιπόν,» λέω τελικά, «θα μου πεις τι σκέφτεσαι ή θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου;»

Αφήνει το ποτήρι του στον πάγκο και γέρνει ξανά πιο κοντά μου. «Σκέφτομαι ότι ίσως να ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε με υπαινιγμούς, Μπριάννα. Δεν κουράστηκες να κρατάμε αυτό το τείχος μεταξύ μας;»

Τα λόγια του με αιφνιδιάζουν για λίγο, μα δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω. Από την αρχή αυτός ήταν που μιλούσε με υπαινιγμούς, φαίνεται ότι τον κούρασε αυτό το παιχνίδι...

«Τείχος;» καταφέρνω να πω, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει τείχος, Νταμιάνο.»

Το βλέμμα του γλιστρά πάνω μου, πριν απαντήσει. «Ένιωσα τι σημαίνεις για μένα από την πρώτη στιγμή· και μετά, κάθε φορά που κάναμε έρωτα, το καταλάβαινα ακόμα καλύτερα. Είσαι κάτι παραπάνω από απλό συναίσθημα, Μπριάννα. Είσαι η φωτιά που με καίει ζωντανό.»

Η ανάσα μου κόβεται. Είμαι σίγουρη, πως ξέρει ότι νιώθω το ίδιο, το έχει δει στο βλέμμα μου, στις αντιδράσεις μου. Στο πώς πάντα γυρίζω σε εκείνον, ακόμα κι όταν θα έπρεπε να τρέξω μακριά. «Δεν καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι να παραδεχτώ κάτι που ξέρω ότι μπορεί να μας καταστρέψει,» απαντάω τελικά, προσπαθώντας να ακουστώ δυνατή, αλλά η φωνή μου δεν πείθει ούτε εμένα την ίδια.

Συνοφρυώνεται για μια στιγμή, πριν χαλαρώσει ξανά. «Δεν μιλάω μόνο για τις φορές που δεν μπορέσαμε να κρατηθούμε μακριά. Μιλάω για το άλλο. Αυτό που παραμένει ακόμα εδώ...» λέει, αγγίζοντας απαλά το μέρος της καρδιάς του.

Η χειρονομία του, τόσο ανεπιτήδευτη, με αφήνει άφωνη για μια στιγμή. «Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το 'άλλο' μπορεί να μας οδηγήσει κάπου...» μουρμουρίζω τελικά, κοιτάζοντας προς τη θάλασσα, για να αποφύγω το βάρος του βλέμματός του.

«Μπορεί να μην έχει σημασία που μας οδηγεί,» απαντάει με τη φωνή του να γίνεται ήπια, σχεδόν γλυκιά. «Μπορεί να έχει σημασία μόνο το ότι το νιώθουμε. Και το ότι δεν μπορούμε να το αρνηθούμε.»

Προσπαθώ να πω κάτι, αλλά η φωνή μου δεν βγαίνει. Η ατμόσφαιρα γύρω μας μοιάζει να έχει στενέψει, σαν να υπάρχει μόνο αυτός κι εγώ, ενώ όλα τα άλλα είναι θολά και μακρινά.«Γιατί με κοιτάς έτσι;» ρωτάω.

«Γιατί θέλω να σε θυμάμαι έτσι,» μου απαντά, και η φωνή του παραμένει τόσο ήπια, τόσο βαθιά, που κάνει την ανάσα μου να κοπεί. «Αυτό το βλέμμα που έχεις τώρα... σαν να είσαι έτοιμη να με μαλώσεις και να με φιλήσεις ταυτόχρονα.»

Σκύβει πιο κοντά μου, τόσο που το πρόσωπό του βρίσκεται μόλις λίγα εκατοστά από το δικό μου και η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά, που είμαι σίγουρη ότι μπορεί να την ακούσει. Το ποτήρι στα χέρια μου είναι σαν να έχει γίνει αόρατο· το αφήνω κάτω, εστιάζοντας μόνο σε εκείνον.

«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε και το ξέρεις,» του λέω, προσπαθώντας να ακουστώ απόλυτη. «Δεν γίνεται.»

«Γιατί;» ρωτάει. «Επειδή το απαγορεύει η θέση μου; Επειδή παντρεύεσαι κάποιον που δεν αγαπάς; Ή επειδή φοβάσαι;»

Ο τόνος του έχει μια ειλικρίνεια που με απογυμνώνει. Το βλέμμα του δεν υποχωρεί ούτε για μια στιγμή, και το βάρος της ερώτησής του με φέρνει σε αμηχανία. Δεν έχω απάντηση. Δεν έχω κάτι να πω που να κάνει όλο αυτό που αισθάνομαι να φύγει, εκείνος όμως δεν με πιέζει. Αφήνει την ερώτησή του να αιωρείται και σηκώνεται από την καρέκλα του πλησιάζοντας πιο κοντά μου, ύστερα σηκώνει το χέρι του για να με αγγίξει απαλά στο μάγουλο, με μια κίνηση τόσο αβίαστη...

«Ξέρω ότι δεν μπορώ να σε κρατήσω,» λέει τελικά. «Όμως δεν ξέρω πως μπορώ να το σταματήσω, Μπριάννα. Ίσως να μην θέλω καν να το σταματήσω.» Το χαμόγελό του είναι μισό, αλλά γεμάτο νόημα. Δεν λέει τίποτα άλλο. Απλώνει το χέρι του και σαν από ένστικτο, το δικό μου βρίσκει το δικό του.

Το βλέμμα του είναι έντονο, σαν να προσπαθεί να κρατηθεί, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι αμοιβαίο. Και το ξέρει κι εκείνος. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε άλλο. Αργά, σηκωνόμαστε και τα βήματά μας είναι συγχρονισμένα, σαν να ξέρουμε ακριβώς που πάμε χωρίς να το πούμε φωναχτά, η παρουσία του δίπλα μου με κάνει να νιώθω τον κόσμο να σβήνει. Όλα τα υπόλοιπα δεν υπάρχουν πια.

Φτάνουμε στο δωμάτιο, και το βλέμμα του γίνεται ακόμα πιο σκοτεινό, ο Νταμιάνο που ξέρω επιστρέφει, πιο αποφασισμένος από ποτέ.

Είναι τόσο διαολεμένα όμορφος...

Δεν χάνουμε χρόνο. Η πόρτα κλείνει πίσω μας απαλά, σαν να διασφαλίζει την απόλυτη ιδιωτικότητα που χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε. Mε μια αργή και σίγουρη κίνηση, με τραβάει κοντά του, τα χείλη του αγγίζουν τα δικά μου και νιώθω την αίσθηση του προσώπου του να με καίει. Η ανάσα του είναι βαριά, αλλά ήρεμη. Όπως και η δική μου, καθώς παραδίνομαι στα χέρια του.

Τα μάτια του δεν φεύγουν από τα δικά μου. Αρχίζουμε να κινούμαστε μαζί ρυθμικά, με έναν τρόπο που φαίνεται σαν να είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Κάθε άγγιγμα είναι γεμάτο σημασία, κάθε κίνησή μας βγαίνει αβίαστα, ενώ ακολουθείται από την ένταση που μας περιβάλλει τόσο καιρό. Είναι σαν να περιμένουμε και οι δύο μας, να δούμε αν θα αντέξουμε αυτή την ένωση, αν θα μας κατακλύσει και τους δύο, ή αν θα καταφέρουμε να ελέγξουμε τη φωτιά που έχουμε ξεκινήσει. Τα σώματά μας αλληλοσυγχωνεύονται με κάθε κίνηση, με κάθε άγγιγμα, και ξέρω ότι τώρα δεν υπάρχει επιστροφή. Αφήνομαι στην αίσθηση αυτή και σταματώ για λίγο να σκέφτομαι... να αναρωτιέμαι για το μέλλον...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top