Κεφάλαιο 35

Το Beach Bar μοιάζει με κάτι βγαλμένο από όνειρο. Οι δάδες με φωτιές φωτίζουν τον χώρο, δημιουργώντας μια ζεστή, γήινη ατμόσφαιρα. Άνθρωποι κάθονται σε ξύλινα τραπέζια ή σε μαξιλάρια πάνω στην άμμο, ενώ στο βάθος φαίνεται η θάλασσα, σκούρα και μυστηριώδης, με τον ήχο των κυμάτων να συνδυάζεται με την απαλή μουσική που σιγοπαίζει από τα ηχεία.

Τον βλέπω αμέσως. Είναι καθισμένος σε έναν ξύλινο πάγκο, κοντά στις φλόγες, ντυμένος με κάτι που δεν έχω ξαναδεί· φοράει ένα λινό, λευκό πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό και σκούρο παντελόνι. Είναι χαλαρός, διαφορετικός από τον Νταμιάνο που ξέρω. Ούτε ίχνος από το αυστηρό κοστούμι, το φαρδύ σακάκι, το σοβαρό βλέμμα του σωματοφύλακα.

Οι γυναίκες γύρω του τον παρατηρούν. Κάποιες προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή του. Ένα διακριτικό χαμόγελο εδώ, μια επίμονη ματιά εκεί. Αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται. Είναι μόνος του, με ένα ποτήρι τζιν στο χέρι, κοιτάζοντας τη θάλασσα.

Κάνω μερικά βήματα προς το μέρος του. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, και δεν είμαι σίγουρη αν είναι από νευρικότητα ή από κάτι άλλο. Όταν φτάνω αρκετά κοντά, σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει, με ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.

«Ήρθες τελικά,» λέει, με μια ηρεμία που μοιάζει σχεδόν καθησυχαστική.

«Ναι,» απαντάω σχεδόν αμεσως, και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα μικρό χαμόγελο που εμφανίζεται στο πρόσωπό μου.

Εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στις φλόγες, τον ήχο της παραλίας και την αίσθηση της χαλάρωσης που αποπνέει,ο Νταμιάνο μοιάζει με κάποιον άλλον. Ή ίσως για πρώτη φορά, να είναι ο εαυτός του. Είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι βρισκόμαστε εκεί σαν ζευγάρι, χωρίς τίποτα να κρύβεται ανάμεσά μας και για λίγα λεπτά, η στιγμή είναι γεμάτη σιωπή. Τα κύματα της θάλασσας και οι φωνές από το μπαρ ακούγονται στο βάθος, σχεδόν αδιάφορα, μπροστά στην ένταση που χτίζεται σιγά—σιγά μεταξύ μας. «Γιατί μου είπες ότι θα είσαι εδώ;» ρωτάω. «Δεν καταλαβαίνω... Τι ακριβώς ήθελες να πετύχεις;»

Ο Νταμιάνο παραμένει ήρεμος, αλλά το βλέμμα του είναι εκείνο το βλέμμα που με κάνει να νιώθω ότι ξέρει πολλά περισσότερα από όσα μου λέει. Ο τρόπος που με κοιτάζει, η σταθερότητα της φωνής του, μου λέει ότι δεν πρόκειται να του ξεφύγω εύκολα.

«Επειδή ήθελα να δω αν θα ενδιαφερόσουν,» λέει τελικά, με μια ανεπαίσθητη αλλαγή στη φωνή του, σχεδόν σαν να με προκαλεί. «Ήθελα να δω αν θα ήσουν εδώ, αν θα ερχόσουν.»

«Ώστε έτσι,» του αποκρίνομαι, αναστενάζοντας. «Και αν δεν ήθελα να έρθω;»

«Δεν το πιστεύω,» μου λέει αργά, όσο το βλέμμα του εστιάζει στα μάτια μου. «Ξέρω ότι δεν ήσουν σίγουρη στην αρχή, αλλά τώρα... είσαι εδώ.»

Παρατηρώ το βλέμμα του να φλέγεται. Είμαι διστακτική. Τα πάντα γύρω μας είναι γεμάτα απαγορευμένα συναισθήματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θέλω να αντιστέκομαι άλλο.

«Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έπαψα να είμαι θυμωμένη μαζί σου,» λέω και τον κοιτάζω με νόημα.

Αυτός δεν αντιδρά αμέσως. Ήταν σαν να περίμενε αυτά τα λόγια. «Θα μπορούσε να ισχύει και για μένα το ίδιο, αν το σκεφτείς,» μου λέει. «Εσύ είσαι έτοιμη να παντρευτείς, ή μήπως το ξέχασες;»

Πριν προλάβω να απαντήσω, η συζήτησή μας διακόπτεται από την σερβιτόρα, που πλησιάζει με ένα χαμόγελο και μας κοιτάζει. «Τι θα θέλατε να πιείτε;» ρωτά, διακόπτοντας την ένταση της στιγμής.

Αναστενάζω προσπαθώντας να επανέλθω στην πραγματικότητα. «Ένα κοκτέιλ, παρακαλώ,» λέω.

Η σερβιτόρα ρίχνει μια ματιά στον Νταμιάνο πριν στραφεί ξανά σε μένα, αλλά για μια στιγμή βλέπω κάτι στο βλέμμα της, σαν να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του. Παρ' όλα αυτά, εκείνος φαίνεται να είναι εντελώς αδιάφορος, συνεχίζοντας να κρατά το ποτήρι του, το οποίο παραμένει γεμάτο, σαν να μην του αρέσει να το αγγίζει.

Τελικά εκείνη απομακρύνεται χωρίς να καταφέρει να κερδίσει καμία ανταπόκριση από εκείνον, που όμως δεν φαίνεται να συγκινείται. Το βλέμμα του είναι στραμμένο πάλι πάνω μου, και νιώθω ότι για μια στιγμή το ενδιαφέρον του είναι απόλυτα εστιασμένο σε εμένα.

«Σε φλέρταρε, δεν το κατάλαβες;» του αποκρίνομαι, χαμογελώντας ελαφρά και κοιτάζοντάς τον με πρόθεση να τον προκαλέσω λίγο. «Ήταν όμορφη και... φαινόταν ότι ήθελε την προσοχή σου.»

Ο Νταμιάνο απλά με κοιτάζει ήρεμος, χωρίς να δείχνει την παραμικρή αντίδραση. Εντελώς αδιάφορος. «Μήπως ζηλεύεις;» λέει τελικά, και από το βλέμμα του βλέπω να το διασκεδάζει.

Δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να γελάσω ή όχι. Ξέρει ότι ζηλεύω, απλώς θέλει να το παραδεχτώ. «Ποιος, εγώ;» λέω, κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν ξέρω αν μπορώ να ζηλέψω κάτι τέτοιο.»

Αυτός απλά σηκώνει τους ώμους του, προσπαθώντας να κρατήσει την έκφρασή του ανεπηρέαστη. «Είναι λογικό να το πιστεύεις αυτό,» απαντάει. «Αλλά αλήθεια, δεν υπάρχει λόγος να ζηλεύεις.»

Η απάντησή του με ξαφνιάζει και, για μια στιγμή, παραμένω σιωπηλή. Κάτι σε αυτό το ήρεμο βλέμμα του με μπερδεύει. Ή μάλλον, με κάνει να αναρωτιέμαι αν τελικά υπήρξε ποτέ λόγος να δώσω τόσο σημασία σε αυτές τις μικρές κινήσεις. Στη σερβιτόρα, στο αποτυχημένο φλερτ της. Δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον σε τίποτα από αυτά, σχεδόν σαν να μην τα είχε καν προσέξει.

Με κοιτάζει ξανά και πίνει μια γουλιά από το ποτό του. «Δεν την παρατήρησα καν. Δεν είμαι εδώ για να ασχοληθώ με τίποτα άλλο πέρα από τη στιγμή.»

Ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει το κινητό του και το βλέμμα μου πέφτει πάνω του, αλλά εκείνος το αφήνει να χτυπάει, χωρίς να το σηκώσει. Ανασηκώνω το φρύδι, περιμένοντας να δω αν θα το πιάσει τελικά, αλλά αυτός απλά το κοιτάζει χωρίς να κάνει οποιαδήποτε κίνηση.

«Ποιος είναι;» ρωτάω, με την περιέργεια να με τρώει, αν και ξέρω ότι μπορεί να μην είναι κάτι που θέλω να ακούσω.

Με ένα αργό βλέμμα, στρέφει τα μάτια του προς το τηλέφωνο. «Ο πατέρας σου,» λέει αδιάφορα. «Δεν του είπα ακόμη ότι σε βρήκα,» συνεχίζει με ακόμη πιο ήρεμο τόνο και πίνει άλλη μια γουλιά από το ποτό του.

Η καρδιά μου σφίγγεται για λίγο. Πώς μπορεί να είναι τόσο ήρεμος; Το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, σαν να μην υπάρχει τίποτα περίεργο σ' αυτή την κατάσταση. Ενώ εγώ νιώθω ξαφνικά το άγχος μου να με πνιγεί, εκείνος δεν έχει καμία ανησυχία. Ασχολείται μόνο με την στιγμή. Το βλέμμα μου τον παρατηρεί για λίγο, αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνει την ένταση που αισθάνομαι.

«Και τι θα κάνεις αν σε ξανακαλέσει;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου.

Η απάντησή του με ξαφνιάζει, γιατί μοιάζει απλή, σχεδόν αδιάφορη. «Θα το σηκώσω, όταν νομίζω ότι είναι η ώρα,» μου λέει, και το βλέμμα του δεν φεύγει από το ποτήρι του.

Αναστενάζω, μισή από απογοήτευση και μισή από αγανάκτηση. Ο Νταμιάνο, αφού το σκεφτεί για μερικά δευτερόλεπτα, με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια, με το πρόσωπό του να είναι πιο σοβαρό. «Αυτό δεν ήθελες; Θέλεις να τον πάρω και να του πω ότι σε βρήκα;»

«Εμ,» δαγκώνομαι. Δεν θέλω να φύγω. Δεν είμαι έτοιμη. Δεν ξέρω αν το έχω αποδεχτεί ακόμα, αν είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω το βάρος που φέρει αυτός ο δρόμος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top