Κεφάλαιο 34
Λίγες ώρες αργότερα, στέκομαι μπροστά από τον καθρέφτη, σκεπτόμενη τι να φορέσω, ενώ το μυαλό μου τριγυρνάει σύγχρονος στις τελευταίες κουβέντες με τον Ματίας. Η σκέψη ενός πάρτι γεμάτο αγνώστους, με κάνει να νιώθω μια μικρή αναστάτωση, αλλά ταυτόχρονα και μια αίσθηση ελευθερίας. Σαν να ήρθε επιτέλους η στιγμή να βγω από την απομόνωσή μου.
Η ώρα πλησιάζει οκτώ και μόλις ξεκινάω να προετοιμάζομαι, το τηλέφωνό μου αρχίζει να χτυπάει. Κοιτάζω την οθόνη και βλέπω το όνομα του Νταμιάνο να εμφανίζεται. Το δάχτυλό μου διστάζει πάνω στην οθόνη, αλλά αποφασίζω να το αφήσω να χτυπάει, χωρίς να το σηκώσω.
Ο ήχος του τηλεφώνου συνεχίζει να αντηχεί στο δωμάτιο, όμως σε λίγα δευτερόλεπτα, σιωπά. Δεν προλαβαίνω να χαλαρώσω και αμέσως ξαναχτυπάει. Αυτή τη φορά, είναι ο πατέρας μου.
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν την οθόνη, αλλά αφήνω και αυτό το τηλεφώνημα να τελειώσει χωρίς να το σηκώσω. Μια μικρή αίσθηση ενοχής με διαπερνά, αλλά τη διώχνω γρήγορα. Η απόφαση να φύγω χωρίς να ενημερώσω κανέναν, ήταν δική μου. Πρέπει να μείνω πιστή σε αυτή την επιλογή.
Μερικά λεπτά αργότερα, το τηλέφωνο χτυπά ξανά. Αυτή τη φορά είναι ο Έρικ. Η οθόνη αναβοσβήνει, αλλά δεν απαντάω. Δεν θέλω να ανοίξω άλλες κουβέντες. Δεν θέλω να ακούσω κήρυγμα, ούτε τις ερωτήσεις τους. Με το βλέμμα μου κολλημένο στην οθόνη του κινητού, η συσκευή ξανασιωπά. Κι όμως, η ησυχία τώρα είναι σχεδόν αφόρητη. Το μόνο που ακούγεται είναι οι ήχοι των κυμάτων από την παραλία, που διαπερνούν τους τοίχους του δωματίου.
Σχεδόν με διακατέχει η ανάγκη να τους το καλέσω πίσω, να τους πω ότι είμαι καλά, να τους καθησυχάσω. Αλλά κάτι με σταματάει. Δεν είναι η ώρα για εξηγήσεις. Όχι σήμερα. Το παίρνω απόφαση και το απενεργοποιώ. Ύστερα προχωράω προς την ντουλάπα και κοιτάζω τα ρούχα που έχω φέρει μαζί μου, ενώ η σκέψη μου ακόμα ταξιδεύει. Μπορεί να μην ξέρω τι με περιμένει, αλλά κάτι μέσα μου λέει ότι ίσως να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.
(...)
Το πάρτι είναι ήδη σε εξέλιξη. Με πολλές φωτιές να καίνε κατά μήκος της αμμουδιάς, άφθονο αλκοόλ και μουσική. Μια μεγάλη παρέα είναι μαζεμένη γύρω από την πιο κεντρική φωτιά, όπου κιθάρες παίζουν χαλαρά τραγούδια. Ο ήχος των κυμάτων που σκάει απαλά στις ακτές μπλέκεται με τα γέλια και τις φωνές των καλεσμένων. Κάποιοι τσουγκρίζουν μπουκάλια με μπίρες, ενώ άλλοι χορεύουν ξυπόλυτοι στην άμμο. «Σου αρέσει;» με ρωτάει ο Ματίας, παρατηρώντας με καθώς κοιτάζω γύρω μου. «Είναι... διαφορετικό,» παραδέχομαι, αφού τα πάρτι που ήξερα εγώ ήταν φορτωμένα με επίδειξη πλούτου, κοκτέιλ σε ψηλά ποτήρια και μουσική που κάλυπτε κάθε ανθρώπινη φωνή. Εδώ, η απλότητα έχει μια δική της γοητεία. Ο Ματίας, δεν αργεί μάλιστα να με συστήσει και στην παρέα του. Υπάρχουν κι άλλα κορίτσια και κάποιοι τύποι με σανίδες του σερφ παρατημένες στην άκρη. Όλοι μοιάζουν να είναι φίλοι χρόνια. Κάθονται στην άμμο, μιλούν χαλαρά και γελούν σαν να μην υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να τους βαραίνει.
Καθώς η νύχτα προχωράει, εκείνος είναι δίπλα μου. Μιλάει με όλους, αλλά βρίσκει πάντα τρόπο να γυρίζει σε μένα. Έχει έναν τρόπο να φλερτάρει που είναι τόσο ανεπιτήδευτος, σχεδόν παιδικός θα έλεγα. Μου λέει ιστορίες για τα ταξίδια του και πώς έμαθε να σερφάρει, ενώ εγώ γελάω χωρίς να το καταλαβαίνω. Είναι διακριτικός, αλλά δεν κρύβει την προσοχή του.
Στο τέλος της βραδιάς, προσφέρεται να με συνοδεύσει πίσω στο ξενοδοχείο.
«Δεν χρειάζεται, μπορώ να πάω μόνη μου,» του λέω, αλλά εκείνος επιμένει.
«Δεν είναι κόπος,» λέει χαμογελώντας, «και εξάλλου, η βόλτα είναι πιο ωραία τη νύχτα.»Έτσι, ξεκινάμε με τα πόδια, αφήνοντας πίσω μας την παραλία. Ο αέρας είναι δροσερός, γεμάτος από τη μυρωδιά της θάλασσας, ενώ τα βήματά μας ακούγονται σχεδόν ρυθμικά πάνω στο πεζοδρόμιο. Όταν τελικά φτάνουμε έξω από το ξενοδοχείο, σταματάμε κάτω από το φως μιας λάμπας του δρόμου. Η νύχτα είναι ήσυχη, και για μια στιγμή κανείς από τους δύο δεν μιλάει. «Ήταν όμορφα απόψε,» αποκρίνομαι τελικά, κοιτάζοντάς τον. «Χαίρομαι που το λες,» απαντάει, κι έπειτα βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό λουλούδι, λες και το κρατούσε έτοιμο για αυτή τη στιγμή. Με μια φυσική κίνηση, πλησιάζει και το τοποθετεί πίσω από το αυτί μου. «Τώρα είσαι έτοιμη για τη νύχτα,» λέει με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του. Ανταποκρίνομαι στο χαμόγελο, νιώθοντας τη δροσιά του αέρα και την απλότητα της στιγμής. «Καληνύχτα, Μπριάννα,» προσθέτει, κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Καληνύχτα, Ματίας,» του απαντώ, καθώς τον βλέπω να απομακρύνεται με το ίδιο ανάλαφρο βήμα.
Καθώς ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, παραδέχομαι ότι υπήρχε κάτι αναζωογονητικό στο ότι περπατήσαμε όλη αυτή τη διαδρομή. Όχι αδιάκριτα βλέμματα, όχι μεγάλα αυτοκίνητα. Μόνο δύο άνθρωποι, στη σιωπή της νύχτας, και για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσα πραγματικά παρούσα.
Η πόρτα χτυπά δυνατά.
Σηκώνομαι νωχελικά από την καρέκλα. Ίσως είναι ο Ματίας, σκέφτομαι. Ίσως ξέχασε κάτι ή αποφάσισε να πει κάτι παραπάνω. Ανοίγω την πόρτα χωρίς να κοιτάξω, αλλά η εικόνα που αντικρίζω με παγώνει.
Ο Νταμιάνο.
Στέκεται μπροστά μου, με τα χέρια στις τσέπες, τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου με έναν τρόπο που με κάνει να νιώθω γυμνή. Το βλέμμα του κατεβαίνει αργά, σταματώντας στο λουλούδι που είναι ακόμα στερεωμένο πίσω από το αυτί μου. Φαίνεται λιγάκι θυμωμένος, αν και νομίζω ότι προσπαθεί να συγκρατηθεί, όμως η ένταση του προσώπου του είναι αδύνατο να παρερμηνευθεί.
«Μπριάννα,» λέει, η φωνή του χαμηλή αλλά σοβαρή. «Θα με αφήσεις να περάσω;»
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τραβήξω την πόρτα απότομα και να του την κλείσω στη μούρη.
«Μπριάννα!» λέει από την άλλη πλευρά, και χτυπά ξανά, αυτή τη φορά με περισσότερη επιμονή. «Άνοιξέ μου. Σε παρακαλώ.»
Για λίγα δευτερόλεπτα μένω ακίνητη, προσπαθώντας να ηρεμήσω την ανάσα μου. Το μυαλό μου τρέχει. Τι κάνει εδώ; Πώς με βρήκε; Και, κυρίως, τι θέλει;
«Μπριάννα,» συνεχίζει, η φωνή του πιο μαλακή τώρα. «Δεν θέλω να μαλώσουμε. Άνοιξε.»
Αφήνω έναν αναστεναγμό και ανοίγω την πόρτα, αυτή τη φορά πιο αργά. Δεν λέω τίποτα, μόνο κάνω στην άκρη για να τον αφήσω να περάσει. Μπαίνει μέσα με μια ένταση που γεμίζει τον χώρο, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να κρατηθεί.
«Πώς με βρήκες;» ρωτάω τελικά, σταυρώνοντας τα χέρια μου.
«Δεν έχει σημασία,» απαντά, και τα μάτια του επιστρέφουν στο λουλούδι που ακόμα φοράω. «Ποιος σου το έδωσε;»
Γέρνω ελαφρά το κεφάλι μου. «Δεν σε αφορά.»
Σφίγγει τα χείλη του, αλλά δεν υποχωρεί. «Με αφορά, όμως, ότι εγώ έμεινα πίσω, τρελαμένος να σε ψάχνω, ενώ εσύ... απολαμβάνεις τη βραδιά σου, με λουλούδια στο αυτί;»
Από το βλέμμα του μπορώ να διακρίνω τη ζήλεια αλλά δεν υπάρχει κακία, είναι περισσότερο πληγωμένος, απογοητευμένος, και αυτό με κάνει να νιώσω έναν κόμπο στο στομάχι.
«Ήρθα εδώ για να ηρεμήσω, Νταμιάνο. Δεν σου ζήτησα να με ακολουθήσεις,» λέω, αλλά η φωνή μου δεν είναι όσο σταθερή θα ήθελα. «Δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό,» συνεχίζω.
«Τι εννοείς;» ρωτάει.
«Εννοώ ότι πρέπει να σταματήσεις να προσποιείσαι ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Ότι κι εσύ δεν... με πλήγωσες.»
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. «Μπριάννα, αν αναφέρεσαι σε αυτό που έγινε, σου έχω εξηγήσει...»
«Δεν με νοιάζουν οι εξηγήσεις σου, Νταμιάνο!» τον διακόπτω.
Το πρόσωπό του σφίγγεται, ενώ φαίνεται να είναι έτοιμος να χάσει την ψυχραιμία του. «Ήταν ένα λάθος. Ένα τεράστιο, ηλίθιο λάθος. Πήγα γιατί...»
«Γιατί;» τον προκαλώ. «Πες το. Γιατί ήθελες να διασκεδάσεις με κάτι καλύτερο από αυτό που είχες;»
«Όχι!» φωνάζει, και η φωνή του με ξαφνιάζει. «Γιατί είχα πιεστεί, Μπριάννα. Γιατί δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω όλα όσα ένιωθα. Αλλά ποτέ, ποτέ, δεν ήταν επειδή δεν ήσουν αρκετή. Αντίθετα, ήσουν περισσότερα απ' όσα μπορούσα να διαχειριστώ. Και έκανα το χειρότερο που μπορούσα. Σε πλήγωσα. Το ξέρω. Το καταλαβαίνω. Αλλά σου ορκίζομαι γαμώτο, δεν έκανα τίποτα!»
Για λίγο επικρατεί σιωπή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, αλλά πριν προλάβω να μιλήσω, τον ακούω, «ούτως ή άλλως... παντρεύεσαι,» λέει και η φωνή του είναι χαμηλή, σχεδόν σπασμένη, αλλά τα λόγια του χτυπούν σαν γροθιά. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται ξανά. «Μην το ξεχνάς αυτό,» συνεχίζει, και υπάρχει μια πίκρα στο ύφος του που δεν μπορώ να αγνοήσω.
«Ήμουν έτοιμη να τα γκρεμίσω όλα, Νταμιάνο,» λέω ήρεμα, με μια ένταση που δεν μπορώ να κρύψω. «Ώσπου είδα το σημάδι στον γιακά σου.»
Δεν απαντάει. Μένει σιωπηλός για μια στιγμή, με τα μάτια του να καρφώνονται στα δικά μου. Μετά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σηκώνει το χέρι του και κοιτάζει την ώρα στο ρολόι του.«Είναι περασμένα μεσάνυχτα,» λέει, και η φωνή του ακούγεται ψύχραιμη, ύστερα κάνει ένα βήμα πίσω, σαν να προσπαθεί να πάρει απόσταση από μένα και από όλα όσα έχουν ειπωθεί. «Θα πάω στο "Luna Beach Bar". Αν... ενδιαφέρεσαι, θα είμαι εκεί.»
Το βλέμμα του μένει για μια στιγμή πάνω μου, σαν να περιμένει κάτι. Μια απάντηση, μια κίνηση, οτιδήποτε. Αλλά εγώ δεν λέω τίποτα, έπειτα κουνάει ελαφρά το κεφάλι του, και το στόμα του σφίγγεται σαν να κρατάει πίσω κάτι που δεν θέλει να πει. «Καληνύχτα, Μπριάννα,» προσθέτει, κι ύστερα γυρίζει και βγαίνει από το δωμάτιο.
Η πόρτα έχει κλείσει πίσω του, αλλά τα λόγια του μένουν καρφωμένα στο μυαλό μου. «Θα πάω στο Luna Beach Bar. Αν ενδιαφέρεσαι, θα είμαι εκεί.» Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Είναι πρόσκληση, πρόκληση ή απλά ένας τρόπος να φύγει χωρίς να πει κάτι περισσότερο; Και γιατί με πειράζει τόσο;
Γυρίζω και κοιτάζω το ρολόι. Είναι ήδη αργά, αλλά ο ύπνος μοιάζει αδύνατος. Το μυαλό μου γυρίζει ξανά και ξανά στη φράση του. Στο βλέμμα του. Στη σιωπή που ακολούθησε. Ίσως θέλω να πάω. Ίσως θέλω να καταλάβω τι είναι αυτό που έμεινε ανείπωτο.
Ξαφνικά, παίρνω την απόφαση. Ντύνομαι γρήγορα, φορώντας κάτι απλό αλλά κομψό. Ένα φόρεμα που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους μου, αρκετά χαλαρό για να ταιριάζει στην ατμόσφαιρα της παραλίας. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω από το δωμάτιο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top