Κεφάλαιο 32
Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου διαπερνούν τα δέντρα, δημιουργώντας σκιές στον κήπο που τρεμοπαίζουν, ενώ ο πρωινός αέρας, έχει μια ζεστασιά που προμηνύει την καυτή μέρα που έρχεται. Έχω ανάγκη να πάρω λίγο οξυγόνο, να καθαρίσω το μυαλό μου. Κάθε βήμα που κάνω στο χαλίκι του μονοπατιού με βοηθά να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, αλλά ταυτόχρονα νιώθω την ένταση να με ακολουθεί.
Μόλις φτάνω κοντά στα τριαντάφυλλα, ακούω βήματα πίσω μου. Ξέρω ποιος είναι, δεν χρειάζεται να γυρίσω να δω. Ο Έρικ. Μπορώ να αισθανθώ τη σκιά του να πέφτει πάνω μου, ενώ πλησιάζει διστακτικά, σαν να φοβάται τη συζήτηση που πάει να ανοίξει. Ξέρω ότι θέλει να μου μιλήσει, το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει από εχθές το πρωί, αλλά δεν έχω καμία όρεξη. Με πλησιάζει καθώς περπατάω πιο γρήγορα, προσπαθώντας να κερδίσω λίγη απόσταση, αλλά δεν τα καταφέρνω. «Μπριάννα, περίμενε λίγο,» λέει, αλλά δεν σταματάω.
«Τι θέλεις;» του απαντάω ενοχλημένη, χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω. «Ήμουν μαζί του εκείνο το βράδι,» μου αποκρίνεται, με μια ένταση στη φωνή του που με αναγκάζει τελικά να σταματήσω και γυρίζω να τον κοιτάξω με δυσπιστία. «Και τι μ' αυτό; Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά.» Ο Έρικ αναστενάζει και τρίβει το μέτωπό του. «Δεν έκανε τίποτα, Μπριάννα. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
«Και από πότε εσύ κι αυτός είστε φιλαράκια;» τον ρωτάω ειρωνικά, ανασηκώνοντας το φρύδι μου. Τα λόγια μου στάζουν δηλητήριο, αλλά δεν μπορώ να το συγκρατήσω. «Έλα τώρα, Μπριάννα...» μου λέει ήρεμα, σαν να προσπαθεί να με ηρεμήσει. «Απλώς προσπαθώ να σου εξηγήσω.»
«Να μου εξηγήσεις;» γελάω, αλλά η φωνή μου βγαίνει κάπως νευρική. «Δεν με νοιάζει, Έρικ,» του αποκρίνομαι και πάλι, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και στρέφομαι ξανά να φύγω.
Λίγη ώρα αργότερα, μπαίνω στο ατελιέ, ένα δωμάτιο που είχα ξεχάσει εδώ και χρόνια. Η μυρωδιά του παλιού ξύλου και του πηλού ξεχωρίζει. Ήταν πάντα το καταφύγιό μου, ένας χώρος που κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και για λίγο μένω εκεί, ακουμπισμένη στο ξύλο, προσπαθώντας να διώξω τη σύγχυση που με πνίγει.
Ο πάγκος είναι καλυμμένος με σκόνη, αλλά τα εργαλεία είναι ακόμα εκεί, στη θέση τους. Το χέρι μου φτάνει ασυναίσθητα τον πηλό. Ψυχρή υφή, ζωντανή στο άγγιγμα. Ξεκινώ να τον ζυμώνω, χωρίς σκέψη, αφήνοντας τα δάχτυλά μου να βυθιστούν μέσα του. Το μυαλό μου ηρεμεί, σαν να σβήνεται κάθε φωνή από το κεφάλι μου.
Η πόρτα ανοίγει με έναν υπόκωφο ήχο και γυρίζω απότομα. Ο Νταμιάνο. Στέκεται εκεί, με βλέμμα που δεν έχω ξαναδεί, έκπληκτος και, ίσως... συγκινημένος (;) «Δεν ήξερα ότι ασχολιόσουν με τέτοια,» λέει με βραχνή φωνή, κοιτάζοντας τον πηλό στα χέρια μου. «Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις για μένα,» του απαντάω κάπως απότομα. Δεν αντέχω αυτή την απόσταση μεταξύ μας, αλλά η σκέψη από το σημάδι στον γιακά του, δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου. Εκείνος με πλησιάζει αργά, κλείνοντας την απόσταση μεταξύ μας. «Γιατί είσαι θυμωμένη μαζί μου; Ήρθα να σου εξηγήσω.»
«Δεν υπάρχει τίποτα να εξηγήσεις,» του λέω, και τα χέρια μου σφίγγουν τον πηλό πιο δυνατά.
Ο Νταμιάνο με πλησιάζει περισσότερο, τόσο κοντά που μπορώ να νιώσω την ζεστή του ανάσα. «Δεν έκανα τίποτα,» ορκίζεται πάλι.
«Αυτό μου το είπες ήδη,» απαντάω, γυρίζοντας το πρόσωπό μου από την άλλη πλευρά.
Τα χέρια του φτάνουν στα δικά μου. Αγγίζει τον πηλό και τον νιώθω ανάμεσα στα δάχτυλά μου, σαν να θέλει να συνδεθεί μαζί μου μέσα από αυτή τη διαδικασία. «Τι κάνεις;» ψελλίζω, ξαφνιασμένη από την κίνησή του, αλλά δεν τραβιέμαι.
«Δεν ήξερα ότι έφτιαχνες κάτι τόσο όμορφο,» λέει, καθώς κοιτάζει τον πηλό που αρχίζει να παίρνει μορφή στα χέρια μας.
«Δεν είναι όμορφο. Είναι χαοτικό, όπως όλα στη ζωή μου.»
«Ίσως αυτό το χάος είναι που σε κάνει μοναδική,» μου ψιθυρίζει, μπλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά μου πάνω στον πηλό.
«Γιατί άφησες τον Ντάνιελ να έρθει;» συνεχίζει απαλά, όμως δεν γυρνάω να τον κοιτάξω. Ξέρω ότι αν απαντήσω, θα καταλήξει σίγουρα σε καυγά.
«Δεν σε αφορά.»
«Αλήθεια;»
«Δεν θέλω να το συζητήσουμε αυτό τώρα, Νταμιάνο.»
Με το βλέμμα μου προσπαθώ να τον κάνω να καταλάβει ότι δεν είναι η στιγμή για ερωτήσεις, ότι δεν θέλω να με φέρει αντιμέτωπη με τις επιλογές μου. Αλλά εκείνος, παραμένει ήρεμος, σαν να περιμένει υπομονετικά κάτι παραπάνω, μέχρι που με πλησιάζει ακόμα περισσότερο, ο πηλός λερώνει τα χέρια και τα ρούχα μας. «Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ,» συνεχίζω, αλλά για κάποιον λόγο δεν τον απομακρύνω.
«Εδώ είναι που θέλω να είμαι,» μου αποκρίνεται, και φωνή του έχει μια τρυφεροτητα που δεν έχω συνηθίσει. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει, αλλά νιώθω την παρόρμηση να τον φιλήσω πρώτη εγώ. Ο πηλός μουσκεύει ανάμεσα στα δάχτυλά μας, αλλά τα χείλη του είναι ζεστά, μαλακά, απαιτητικά. Τον τραβάω κοντά μου, και το φιλί μας γίνεται πιο έντονο, σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε ό,τι μας πλήγωσε, έστω και για μια στιγμή. Η πλάτη μου ακουμπάει τον πάγκο, και ο Νταμιάνο με σηκώνει ελαφρά, με το σώμα του να πιέζεται πάνω στο δικό μου. Ο πηλός λερώνει τα πάντα γύρω μας, αλλά δεν με νοιάζει. Είναι το μόνο πράγμα που μας συνδέει αυτή τη στιγμή. Το χάος που μας ενώνει. Με αργές, αλλά ελεγχόμενες κινήσεις, ξεκουμπώνει το φερμουάρ του παντελονιού του, όσο τα χείλη μας παραμένουν ενωμένα. Σαν να θέλουμε και οι δύο να συνεχίσουμε ακριβώς από εκεί που είχαμε μείνει, βρισκόμαστε στην ίδια θέση, όπως εκείνο το βράδυ στην κουζίνα, και για μια στιγμή, νιώθω την ανάγκη να τον κοιτάξω καλύτερα. Να αναζητήσω κάποιο σημάδι.
Αλλά τον αφήνω να συνεχίσει...
Με ένα ελαφρύ τράνταγμα, η σιωπή σπάει και η ανάσα μου γίνεται πιο κοφτή. Το βλέμμα του δεν φεύγει από τα μάτια μου... Μπορώ να νιώσω τον ρυθμό της αναπνοής του, να την ακούω να γίνεται πιο βαθιά και πιο ακανόνιστη.
Σταματάει για μια στιγμή, με την αναπνοή του να είναι πιο βαριά τώρα και με κοιτάζει. Σαν να περιμένει κάτι. Εγώ χωρίς να το σκέφτομαι, φτάνω και πάλι τα χείλη μου κοντά του και όταν επιτέλους συμβαίνει, είναι σαν να έσπασε ένα φράγμα. Δεν είναι βιαστικό, αλλά ούτε και αργό. Είναι το κάτι παραπάνω από απλή επαφή.
Σαν μια σιωπηλή υπόσχεση...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top