Κεφάλαιο 30

Οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω σε εκείνη την ανόητη απόφαση. Εδώ και αρκετές εβδομάδες, ο Ντάνιελ με παρακαλούσε να συναντηθούμε, να μιλήσουμε, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Στην αρχή δίστασα. Όμως χθες το βράδυ, αποφάσισα να δεχτώ, αν και τώρα που τον βλέπω μπροστά μου, αρχίζω να μετανιώνω για αυτή την απόφαση...

Εκείνος με κοιτάζει στα μάτια, με το βλέμμα του γεμάτο αμηχανία και απολογητικότητα. Η σιωπή που επικρατεί είναι τόσο έντονη, που νιώθω τον χρόνο να περνάει αργά, μέχρι που τελικά αποφασίζει να μιλήσει.

«Μπριάννα...» λέει, η φωνή του είναι διστακτική και ξέρω, πως ότι κι αν μου πει, δεν πρόκειται να τον δω ξανά διαφορετικά, έχω όμως περιέργεια να ακούσω τι έχει να πει. «Συγνώμη για εκείνο το βράδυ. Δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις έτσι. Δεν ήξερα τι σκεφτόμουν και ήταν λάθος από μέρους μου. Συγνώμη, πραγματικά.»

Τα λόγια του μου δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν ξέρω αν μια συγνώμη θα μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα. Τα θυμάμαι όλα καθαρά. Την αναστάτωση που ένιωσα, το άγγιγμά του που δεν ζήτησα, τη ντροπή και την αίσθηση του εγκλωβισμού. Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ακόμη θα το προχωρούσε αν δεν είχε εμφανιστεί έγκαιρα ο Νταμιάνο. Η συγνώμη του μοιάζει κενή, σαν να προσπαθεί να διορθώσει κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί.

«Δεν ξέρω αν μπορώ να το ξεχάσω, Ντάνιελ,» λέω αργά, τα λόγια βγαίνουν βαρύγδουπα. «Δεν ξέρω αν θέλω να σε συγχωρήσω.»

Ο Ντάνιελ παραμένει σιωπηλός για λίγο. Έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν αρκεί μια συγνώμη για να γυρίσει ο χρόνος πίσω. «Νόμιζα ότι ήταν αμοιβαίο,» λέει τελικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, σχεδόν σαν να ντρέπεται.

Θα έπρεπε.

Η καρδιά μου σφίγγεται. Αισθάνομαι το στομάχι μου να ανακατεύεται. Θυμάμαι ξεκάθαρα εκείνη τη νύχτα. Το άγγιγμά του ήταν επίμονο, παρά τη δική μου αντίσταση. Τον έσπρωχνα μακριά μου, του φώναζα να σταματήσει, αλλά εκείνος συνέχιζε να με πασπατεύει, σα να μην άκουγε τίποτα.

Και τώρα, αντί να παραδεχτεί το λάθος του, προσπαθεί να το δικαιολογήσει. Φαίνεται πως η "συγνώμη" του δεν είχε αποτέλεσμα, οπότε επιλέγει μια άλλη τακτική. Σκέφτεται ότι αν δώσει μια νέα εκδοχή, αν με κάνει να αμφισβητήσω τις ίδιες μου τις αναμνήσεις, ίσως βρει τρόπο να με πείσει ότι όλα ήταν μια παρεξήγηση.

Νιώθω ένα κύμα θυμού να με χτυπάει ξαφνικά. Συνειδητοποιώ ότι ήταν λάθος αυτή η συνάντηση, και όχι... δεν ήταν αμοιβαίο. Όσο κι αν προσπαθεί τώρα να παρουσιάσει την κατάσταση διαφορετικά, οι μνήμες είναι χαραγμένες μέσα μου.

«Αμοιβαίο;» τον ρωτάω, με σκληρή φωνή. «Εγώ σε έσπρωχνα μακριά και σου φώναζα να σταματήσεις. Πώς μπορείς να λες ότι ήταν αμοιβαίο;»

Ο Ντάνιελ στέκεται αμήχανος μπροστά μου. Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, αλλά το βλέμμα του με κάνει να νιώθω άβολα, σαν να βλέπω έναν ακόμη άνθρωπο που προσπαθεί να διαβάσει τις σκέψεις μου.

Ξαφνικά, τα μάτια του στρέφονται προς τα πίσω μου και παρατηρώ μια απότομη αλλαγή στην έκφρασή του. Το βλέμμα του γίνεται πιο νευρικό, σχεδόν φοβισμένο. Στρέφω το κεφάλι μου και βλέπω τη μαύρη Μπέντλεϊ του πατέρα μου να σταματά σε ένα φανάρι, λίγα μέτρα πιο μακριά. Τα φιμέ τζαμιά δεν αφήνουν να φανεί ποιος βρίσκεται μέσα, αλλά εγώ ξέρω καλά ποιος είναι και αν κρίνω από την αντίδρασή του, φαίνεται να ξέρει κι εκείνος.

«Πρέπει να φύγω,» λέει απότομα, το ύφος του ξαφνικά αλλάζει, σαν να θέλει να κρύψει την αμηχανία του. Κάνει ένα βήμα πίσω, μακριά μου, σαν να θέλει να εξαφανιστεί πριν πλησιάσει ο πατέρας μου.

«Ελπίζω να μπορέσεις κάποια στιγμή να με συγχωρέσεις,» προσθέτει βιαστικά και η φωνή του είναι γεμάτη με μια ψεύτικη ειλικρίνεια, σαν να περιμένει ότι αυτά τα λόγια θα σβήσουν τη νύχτα εκείνη από τη μνήμη μου.

Δεν απαντάω. Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, ενώ το στομάχι μου δένεται κόμπος. Στέκομαι εκεί, νιώθοντας την κούπα να τρέμει στα χέρια μου ελαφρά, χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν είναι από θυμό ή από ανακούφιση που φεύγει.

«Μπριάννα,» η φωνή του πατέρα μου ακούγεται σταθερή και αυστηρή από το εσωτερικό του αμαξιού του, με το τζάμι κατεβασμένο μισό. Γυρίζω αργά και τον κοιτάζω, προσπαθώντας να κρύψω την ένταση που σφίγγει το πρόσωπό μου. «Τι κάνεις εδώ έξω;» ρωτάει, με βλέμμα που δύσκολα αποκρυπτογραφείται.

«Βγήκα να πάρω λίγο καθαρό αέρα,» του απαντάω, προσποιούμενη μια ηρεμία που δεν νιώθω και εκείνος συνοφρυώνεται ελαφρά πριν κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του σπιτιού. «Έλα μαζί μου στο γραφείο μου. Πρέπει να μιλήσουμε,» λέει, και ο τόνος του δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τον ακολουθώ, γνωρίζοντας ότι αυτή η συζήτηση δεν θα είναι καθόλου εύκολη.

Λίγα λεπτά αργότερα είμαστε στο γραφείο του. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από τη βαριά μυρωδιά του ξύλου και τη γνωστή ψυχρή αύρα που πάντα με έκανε να νιώθω άβολα εδώ μέσα. Ο πατέρας μου κάθεται πίσω από το μεγάλο γραφείο, παρατηρώντας με για λίγα λεπτά πριν μιλήσει. «Πρέπει να μιλήσουμε για τον γάμο σου,» ξεκινάει, με τη φωνή του να είναι ήρεμη αλλά αποφασιστική, κάτι που με κάνει να αναστενάξω ανεπαίσθητα, σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Και αν δεν θέλω;» ρωτάω, τολμώντας να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Δεν έχει σημασία τι θέλεις εσύ,» λέει, και η φωνή του παίρνει έναν πιο σκληρό τόνο. «Σ' αυτόν τον κόσμο, Μπριάννα, υπάρχουν πράγματα που είναι πάνω από τις προσωπικές μας επιθυμίες. Αυτή η ένωση είναι σημαντική για την οικογένεια, για την επιρροή μας και για τη θέση μας.»

«Και ποιος επωφελείται περισσότερο από αυτή την ένωση;» τον ρωτάω. Είναι η πρώτη φορά που του αντιμιλάω ετσι, αλλά συνεχίζω. «Εσύ ή ο πατέρας του Χένρι;»

Εκείνος μένει σιωπηλός για λίγο, σαν να ζυγίζει τα λόγια μου. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν, αλλά δεν απαντά. Αντίθετα, κοιτάζει μακριά, αποφεύγοντας να μου δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.«Νόμιζα ότι εσύ και η μητέρα μου ήσασταν μαζί από αγάπη,» συνεχίζω. «Ή τουλάχιστον έτσι μου έλεγες.»

Ο πατέρας μου με κοιτάζει ξανά, αυτή τη φορά με μια έκφραση που δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν είναι θυμός, ή μελαγχολία. Ίσως και τα δύο. «Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να σε παραπλανήσει, Μπριάννα. Σ' αυτόν τον κόσμο που ζούμε, όμως, το μόνο που μετράει είναι η δύναμη και η επιβίωση. Αυτό έμαθα, αυτό θέλω να σας διδάξω.»

Νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό μου, αλλά δεν αφήνω τον εαυτό μου να λυγίσει. Ξέρω πως αν δείξω αδυναμία τώρα, θα το χρησιμοποιήσει εναντίον μου.

«Άρα ήσασταν μαζί από συμφέρον;» συνεχίζω, χωρίς να αφήνω τον τόνο μου να μαλακώσει. «Γιατί, από όσο ξέρω, δεν είχες τίποτα να της προσφέρεις τότε.»

Βλέπω τα μάτια του να φλέγονται για μια στιγμή, σαν κάτι να τον πονάει βαθιά. Σηκώνεται από την καρέκλα του με μια απότομη κίνηση και με πλησιάζει, αλλά πριν προλάβω να αντιδράσω, το χέρι του συναντάει το πρόσωπό μου με ένα χαστούκι. Το δωμάτιο αντηχεί από τον ήχο και μένω άναυδη. Τα χέρια μου λύνονται αυτομάτως, νιώθοντας το κάψιμο στο μάγουλό μου.

Αμέσως όμως, δείχνει να το μετανιώνει. Τα δάχτυλά του τρέμουν καθώς αποσύρει το χέρι του, κοιτάζοντάς με με ένα βλέμμα γεμάτο ενοχές «Μπριάννα...» ψιθυρίζει, σχεδόν ικετευτικά. «Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Συγγνώμη,» λέει, και κάνει ένα βήμα πίσω. «Η μητέρα σου... την αγαπούσα, περισσότερο απ' όσο νομίζεις. Δεν ήταν μια σχέση συμφέροντος. Ναι, τότε δούλευα για τον πατέρα της, ήμουν απλώς ένας άντρας χωρίς πολλά να προσφέρω. Όμως, είχα φιλοδοξίες και ήξερα ότι μπορούσα να της δώσω περισσότερα. Και αυτό έκανα.»

Τα μάτια του θολώνουν ελαφρώς, και για πρώτη φορά βλέπω κάτι διαφορετικό σε αυτόν. Θλίψη. «Η μητέρα σου ήταν η πιο δυναμική γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Ήξερε τι ήθελε και δεν φοβόταν να το διεκδικήσει. Ο πατέρας της, δηλαδή, ο αγαπημένος σου παππούς, δεν με δεχόταν, φυσικά. Για εκείνον ήμουν απλώς ένας "άνθρωπος της πιάτσας", τίποτα περισσότερο. Αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος.»

Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να προσπαθεί να ελέγξει τα συναισθήματά του. «Πάλεψα για εκείνη, Μπριάννα. Της προσέφερα κάτι που δεν μπορούσε να της προσφέρει κανένας άλλος. Μια ζωή γεμάτη επιλογές, τη δυνατότητα να είναι ελεύθερη, να είναι ο εαυτός της.»

Σιωπώ. Δεν ήξερα τίποτα από όλα αυτά. Δεν γνώριζα τη δική τους ιστορία έτσι, με τόση λεπτομέρεια και συναίσθημα. Ίσως ποτέ δεν θέλησε να μου την πει, ίσως ποτέ δεν σκέφτηκα να ρωτήσω.

«Της μοιάζεις πολύ, ξέρεις,» συνεχίζει, κοιτάζοντάς με με έναν τρόπο που δεν τον είχα ξαναδεί να με κοιτάζει. «Είσαι τόσο πεισματάρα και αποφασισμένη, όπως ήταν κι εκείνη. Μην αφήσεις κανέναν να σε κάνει να πιστέψεις ότι είσαι κάτι λιγότερο από αυτό που πραγματικά είσαι.»

Για μια στιγμή, νιώθω ότι μπορεί να έχει αλλάξει κάτι. Ότι ίσως τελικά με βλέπει, όχι σαν ένα πιόνι, αλλά σαν την κόρη του. Δεν τον έχω ξανακούσει να μιλάει με τέτοια ειλικρίνεια. Θέλω να πιστέψω ότι μιλάει ως πατέρας, όχι ως ο αρχηγός της οικογένειας. Μα πριν προλάβω να πω κάτι, το βλέμμα του σκληραίνει ξανά, σαν να επέστρεψε ο πραγματικός του εαυτός.

«Αλλά μην κάνεις το λάθος να νομίζεις ότι αυτή η ομοιότητα σε απελευθερώνει από τις υποχρεώσεις σου, Μπριάννα,» συνεχίζει, η φωνή του τώρα ψυχρή και απόλυτη. «Δεν είσαι απλώς η κόρη μου. Είσαι κομμάτι αυτής της οικογένειας, και αυτή η οικογένεια βασίζεται σε συμφωνίες, σε υποσχέσεις που δεν σπάνε. Η ιστορία εδώ είναι διαφορετική. Αυτός ο γάμος πρέπει να γίνει.»

«Γιατί; Γιατί επιμένεις τόσο πολύ;» τον ρωτάω, η φωνή μου βγαίνει γεμάτη θυμό και απελπισία. «Εσύ είχες το προνόμιο να ζήσεις με την γυναίκα που αγάπησες. Γιατί μου στερείς αυτό το δικαίωμα;»

«Είναι θέμα επιβίωσης, Μπριάννα! Και μπορώ να σε προστατέψω από πολλά, αλλά όχι από τις συνέπειες της άρνησής σου,» απαντάει απότομα, χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο. «Δεν είναι απλώς μια συμφωνία μεταξύ οικογενειών! Είναι μια συμφωνία που κρατάει την ειρήνη. Αν δεν γίνει αυτός ο γάμος, δεν θα είμαι σε θέση να σε προστατεύσω από τους εχθρούς που καραδοκούν. Και πίστεψέ με, οι εχθροί δεν θα διστάσουν να σε βλάψουν για να μας πλήξουν!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top