Κεφάλαιο 29
Εκείνος μένει να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει για λίγο. Το βλέμμα του παραμένει σταθερό πάνω μου και όσο περνούν τα δευτερόλεπτα, νιώθω το κορμί μου να σφίγγεται και την αναπνοή μου να γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Μια σιωπή που με πνίγει, βαριά και ασήκωτη. Δεν ξέρω αν περιμένει να μιλήσω, αλλά εκείνη τη στιγμή, όλα μοιάζουν να έχουν βουλιάξει σε μια θολή αμηχανία.
Αλλά και θυμό.
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά στο στήθος και το χέρι μου τρέμει από την ένταση, έτοιμο να τον αγγίξει ή να τον σπρώξει μακριά, δεν ξέρω πια, μέχρι που τελικά εκείνος παίρνει την πρωτοβουλία να μιλήσει, τα λόγια του βγαίνουν ήρεμα, σαν να ήθελε να το πει όλο αυτό νωρίτερα, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει.
«Μπριάννα, σου ορκίζομαι ότι δεν έκανα απολύτως τίποτα.»
Η φωνή του δεν έχει καμία ένταση, μόνο σιγουριά, κάτι που με μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Κοιτάζω το πρόσωπό του, αναζητώντας μια υποψία ψέματος, αλλά δεν βρίσκω τίποτα. Είναι ειλικρινής; Δεν ξέρω, αλλά το σημάδι στον γιακά του με κάνει να αμφιβάλλω.
«Δεν ήξερα τι σκεφτόμουν. Αλλά σου ορκίζομαι, δεν έκανα τίποτα.»
Αισθάνομαι τα πόδια μου να τρέμουν ελαφρά και το μυαλό μου αρχίζει να βυθίζεται στις σκέψεις. Αναστενάζω και αποστρέφω το βλέμμα μου. Δεν αντέχω να τον κοιτάζω άλλο. «Άντε πνίξου, Νταμιάνο,» λέω αργά και κάνω να φύγω.
Πριν προλάβω να απομακρυνθώ, το χέρι του με πιάνει ξανά σφιχτά από τον καρπό. Με τραβάει κοντά του και αυτή τη φορά δεν μπορεί να κρύψει τη φωνή του, που είναι γεμάτη εκνευρισμό και κάτι άλλο... κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω αμέσως. «Μπριάννα...» λέει, το όνομά μου να βγαίνει από τα χείλη του με μια θλίψη που δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε να κρύβει. «Δεν έκανα τίποτα, το ορκίζομαι.»
Τον κοιτάζω, γεμάτη αμφισβήτηση. Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένει. Αν και θα ήθελα πολύ να τον πιστέψω. Μάλλον ξέρει ότι το βράδυ στο στριπτιζάδικο δεν ήταν τίποτα σοβαρό για αυτόν, αλλά ο τρόπος που μιλάει, με κάνει να νιώθω ότι εγώ φταίω.
«Δεν έκανα τίποτα,» επαναλαμβάνει, για τέταρτη, ίσως και πέμπτη, φορά, σχεδόν σαν να προσπαθεί να το πιστέψει κι ο ίδιος. «Ήθελα να αδειάσω το κεφάλι μου για λίγο. Μαλακία τρόπος, το ξέρω· αλλά και να ήθελα να προχωρήσω, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Ή μήπως δεν το καταλαβαίνεις; Εσύ θα παντρευτείς τον Χένρι, και εγώ... Εγώ δεν ξέρω πια τι κάνω,» συνεχίζει, και αυτή η τελευταία φράση τον κάνει να φαίνεται πιο αδύναμος από ποτέ. Όλη η ένταση, μοιάζει να φεύγει καθώς το βλέμμα του γίνεται πιο ήπιο.
Πιο... ειλικρινές;
Αλλά εγώ... εγώ νιώθω τον θυμό να καίει ακόμα στο στήθος μου. «Άντε στο διάολο,» του λέω και η φωνή μου βγαίνει πιο ήρεμη από ότι νιώθω μέσα μου.
Απομακρύνομαι από κοντά του και κλειδώνομαι στο δωμάτιο. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, σχεδόν ηχώντας στα αυτιά μου. Με τα χέρια μου πιάνω το παράθυρο, αλλά δεν κοιτάζω έξω. Δεν θέλω να δω τίποτα αυτή τη στιγμή, μόνο να ηρεμήσω. Η εικόνα του παραμένει μπροστά μου, σαν να με καταδιώκει και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι νιώθω. Μπερδεμένη, θυμωμένη, ίσως και λυπημένη για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Θέλω να τον πιστέψω, αλλά κάτι μέσα μου αμφιβάλλει. Όμως το πιο δύσκολο είναι ότι νιώθω παγιδευμένη σε έναν κόσμο που δεν μπορώ να ελέγξω. Τραβάω τα μαλλιά μου πίσω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα, γιατί ξέρω ότι αν αρχίσω, δεν πρόκειται να σταματήσω. Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να λυγίσει τώρα.
Κάθομαι στο κρεβάτι, αφήνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει, αλλά το μυαλό μου γυρνάει συνεχώς σε εκείνον. Όλα είναι τόσο συγκεχυμένα. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι δεν έχω καμία απολύτως ιδέα για το πώς να το διαχειριστώ.
(...)
Το ξυπνητήρι χτυπά. Ούτε που κατάλαβα πότε ακριβώς με πήρε ο ύπνος. Το μυαλό μου δούλευε ασταμάτητα όλη τη νύχτα. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και με νωχελικές κινήσεις κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Ένα κρύο ντους είναι ότι χρειάζομαι για να με ξυπνήσει. Μόλις τελειώνω, στεγνώνω τα μαλλιά μου και ετοιμάζομαι να αντιμετωπίσω τη μέρα. Χωρίς να έχω συγκεκριμένο πρόγραμμα, αφού ο πατέρας μου με ενημέρωσε ότι δεν θα χρειαστεί να ξαναπάω στην εταιρία. Σαν να με απέλυσε, ουσιαστικά. Δεν ξέρω τον λόγο που το έκανε, αλλά είναι το τελευταίο που με απασχολεί τώρα.
Κατεβαίνω στην κουζίνα και βρίσκω εκεί τον Έρικ, την Ιζαμπέλα, τον Μάσιμο, και τον τελευταίο άνθρωπο που θα ήθελα να αντικρίσω αυτή τη στιγμή...
τον Νταμιάνο.
Καθώς μπαίνω μέσα, τα βλέμματά τους πέφτουν πάνω μου. Εκτός από του Νταμιάνο, που δεν σηκώνει καν τα μάτια του.
«Καλημέρα,» λέω κοφτά, χωρίς να σταματήσω. Κατευθύνομαι προς την καφετιέρα, γεμίζω μια κούπα και κάνω να φύγω από την κουζίνα.
«Μπριάννα, μπορώ να σου μιλήσω για λίγο;» λέει ο Έρικ, σχεδόν παρακλητικά.
«Όχι τώρα, Έρικ,» απαντάω ψυχρά και βγαίνω χωρίς να τον κοιτάξω.
Βγαίνω από την κουζίνα και διασχίζω το διάδρομο, αφήνοντας πίσω μου τις ματιές τους. Κρατάω σφιχτά την κούπα του καφέ και κατευθύνομαι προς την έξοδο του σπιτιού. Το καυτό αεράκι του Αυγούστου με χτυπάει στο πρόσωπο καθώς βγαίνω έξω από την πύλη, προσπαθώντας να ηρεμήσω λίγο τις σκέψεις μου.
Κάνω μερικά βήματα ακόμη, απολαμβάνοντας την ησυχία, όταν βλέπω τον Ντάνιελ να πλησιάζει από το πλάι. Τα μάτια του με παρακολουθούν προσεκτικά, σαν να θέλει να πει κάτι αλλά να μην είναι σίγουρος πώς να το ξεκινήσει.
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» του φωνάζει ο Νταμιάνο, που προφανώς με ακολούθησε. «Θέλεις να σου μαυρίσω και το άλλο μάτι;» τον ρωτάει προκλητικά, ενώ ετοιμάζεται να τον σπρώξει.
Κάνω άλλο ένα βήμα μπροστά και σηκώνω το χέρι μου, σαν να θέλω να σταματήσω τη σύγκρουση πριν κλιμακωθεί. «Ηρέμησε λίγο τα νεύρα σου, Νταμιάνο,» του λέω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. «Εγώ τον κάλεσα.»
Ο Νταμιάνο στρέφει το κεφάλι του και με κοιτάζει, με τα μάτια του γεμάτα σύγχυση, λες και δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις άκουσε.
«Μπορείς να μας αφήσεις για λίγο μόνους;»
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, εκείνος μου ρίχνει ένα απαξιωτικό βλέμμα και απομακρύνεται, αφήνοντας εμένα, μόνη μου με τον Ντάνιελ. Τα συναισθήματα είναι περίπλοκα και ταυτόχρονα ασαφή. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι βρέθηκα εδώ, ότι συμφώνησα να τον δω μετά από όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top