Κεφάλαιο 26
Σκέφτομαι το πόσο απίστευτα αφελής μπορεί να ήμουν τελικά. Πράγματι, ήμουν. Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα μπορεί να μην ήταν και το πιο υγιές για ένα παιδί, αλλά έμαθα να προσαρμόζομαι και να δέχομαι τα πράγματα όπως είναι. Όμως, αυτό... ξεπερνά κάθε λογική. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα φτάναμε ως εδώ...
Ο πατέρας μου δεν συνήθιζε να μιλάει ποτέ ανοιχτά για τις δουλειές του. Τουλάχιστον όχι μπροστά μου. Ήξερα ότι ο Έρικ, ήταν —κατά κάποιο τρόπο, πιο κοντά του σε αυτά τα θέματα.
Μετά την ενηλικίωσή μου, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί έχω όσα έχω, αλλά η στάση του πατέρα μου δεν μου άφηνε ποτέ περιθώρια για ερωτήσεις. Ήξερα ότι παντρεύτηκε τη μητέρα μου από έρωτα. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Δεν μιλάει ποτέ για εκείνη· ο ξαφνικός της θάνατος τον τσάκισε και κάθε φορά που πάω να του πω κάτι που την αφορά, με διακόπτει απότομα...
Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό...;
Στέκομαι για λίγο αμίλητη, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τα λόγια που μόλις άκουσα. Νιώθω το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου, ενώ οι φωνές γύρω μου αντηχούν σαν βουητό. Ο πατέρας μου συνεχίζει τη συζήτηση με τον πατέρα του Χένρι, σαν να μην τρέχει τίποτα. Οι υπόλοιποι στο τραπέζι γελούν και συμφωνούν, λες και συζητούν για το ποιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Το βλέμμα μου στρέφεται ακούσια στον Νταμιάνο. Στέκεται πιο πίσω, κοντά στην πόρτα, με το πρόσωπό του σφιγμένο, παρατηρώντας προσεκτικά τις κινήσεις των ανθρώπων στο τραπέζι. Για μια στιγμή τα μάτια μας συναντιούνται και πάλι. Ξέρω ότι καταλαβαίνει. Το ξέρει ότι είμαι στα πρόθυρα της φυγής.
Χωρίς να πω τίποτα, σηκώνομαι από την καρέκλα μου αφήνοντάς την να πέσει κάτω και το βλέμμα του πατέρα μου διασταυρώνεται με το δικό μου. «Μπριάννα, που νομίζεις ότι πας;» ρωτάει, με έναν τόνο που δεν σηκώνει πολλές κουβέντες.
«Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα,» του απαντάω ψυχρά, παλεύοντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, γυρίζω την πλάτη μου και αρχίζω να περπατάω γρήγορα προς την πόρτα. Ο χτύπος της καρδιάς μου δυναμώνει και νιώθω τα βλέμματα όλων καρφωμένα στην πλάτη μου. Μα πιο έντονα νιώθω το βλέμμα του Νταμιάνο.
Ο πατέρας μου του κάνει νόημα να με ακολουθήσει, χωρίς καν να με ρωτήσει αν το θέλω. Είναι η συνήθης τακτική του να ελέγχει κάθε μου κίνηση, ακόμα και όταν προσπαθώ να απομακρυνθώ. Εκείνος, τον κοιτάζει για μια στιγμή, σαν να θέλει να αμφισβητήσει την εντολή, αλλά τελικά υπακούει. Νιώθω τα βήματά του να ακολουθούν τα δικά μου, βαριά και σταθερά.
Βγαίνω από την τραπεζαρία και οι φωνές τους επιτέλους σβήνουν. Στρίβω στη γωνία και στέκομαι, ακουμπώντας στον τοίχο. Προσπαθώ να πάρω μια ανάσα, αλλά είναι λες και δεν φτάνει αρκετός αέρας στα πνευμόνια μου. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Νταμιάνο εμφανίζεται μπροστά μου, η σκιά του καλύπτει το πρόσωπό μου.
«Δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ,» του λέω. Η φωνή μου τρέμει λίγο, παρά την προσπάθειά μου να παραμείνω ψύχραιμη.
«Δεν θα έπρεπε να σε αφήσω να φύγεις έτσι,» μου απαντάει, με έναν τόνο γεμάτο αποφασιστικότητα. «Τι νομίζεις ότι κάνεις, Μπριάννα;»
«Προσπαθώ να αναπνεύσω,» του λέω κοφτά. «Είναι τόσο παράλογο;»
«Δεν έχει να κάνει με το αν είναι παράλογο ή όχι,» λέει πλησιάζοντάς με. «Ξέρεις τι διακυβεύεται εδώ;»
«Ξέρω ότι όλοι αποφασίζουν για τη ζωή μου χωρίς εμένα,» ξεσπάω. «Και αυτό περιλαμβάνει κι εσένα, Νταμιάνο. Με ακολουθείς επειδή σου το είπε ο πατέρας μου, όχι επειδή το θέλεις.»
Βλέπω το σαγόνι του να σφίγγεται, η οργή αναβλύζει στα μάτια του, αλλά προσπαθεί να τη συγκρατήσει. «Μη λες τέτοιες ανοησίες. Αν μπορούσα, θα τα γαμούσα όλα και θα σε έπαιρνα μακριά από εδώ αυτή τη στιγμή.»
Σιωπούμε και οι δυο για λίγο, το μόνο που ακούγεται είναι οι γρήγορες ανάσες μας. Τα λόγια του με αιφνιδιάζουν και δεν ξέρω αν πρέπει να τον πιστέψω ή να τον αμφισβητήσω.
«Τότε γιατί δεν το κάνεις;» τον ρωτάω τελικά, ακούγοντας τη φωνή μου να σπάει.
Με κοιτάζει με έναν τρόπο που δεν έχω ξαναδεί. Μια έκφραση που ισορροπεί ανάμεσα στη θλίψη και τον θυμό για όλα όσα συμβαίνουν. «Αυτό θέλεις;» με ρωτάει, η φωνή του είναι σταθερή, σαν να το έχει ήδη αποφασίσει. Σαν να περιμένει από εμένα να του δώσω το οκ για να το κάνει.
Τον κοιτάζω για μια στιγμή, προσπαθώντας απεγνωσμένα να συγκρατήσω τα δάκρυα που απειλούν να ξεχυθούν. «Εσύ τι πιστεύεις; Νομίζεις ότι αυτό ονειρευόμουν;»
«Τότε πες το,» επιμένει εκείνος, πλησιάζοντας πιο κοντά. «Πες το μου και θα το σταματήσω, ό,τι κι αν χρειαστεί.»
Σφίγγω τα δόντια μου. «Δεν είναι τόσο απλό, Νταμιάνο. Ξέρεις ότι δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο.»
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν δεν μου το πεις ξεκάθαρα γαμώτο σου!» μου απαντά, με μια δόση απελπισίας που σπάνια βλέπω σε εκείνον.
«Θες την αλήθεια; Αυτό που θέλω δεν έχει καμία σημασία εδώ. Είμαι απλώς ένα πιόνι στο παιχνίδι τους.»
«Αν αυτό πιστεύεις, τότε γιατί είμαστε εδώ; Γιατί συζητάμε;» λέει έντονα, πλησιάζοντάς με ακόμα πιο κοντά. «Αν μου πεις να το σταματήσω, θα το κάνω. Δεν με νοιάζει ποιον θα προκαλέσω, δεν με νοιάζει τι θα χάσω.»
«Ναι, Νταμιάνο. Αυτό ακριβώς πιστεύω,» του απαντάω ψυχρά. «Και η δική σου θέση είναι ακριβώς η ίδια. Δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα.»
Με κοιτάζει για λίγο, σαν να θέλει να πει κάτι. «Τότε είμαστε και οι δύο χαμένοι, Μπριάννα,» ψιθυρίζει τελικά.
«Δυστυχώς έτσι είναι,» του λέω με μια ένταση που δεν μπορώ να ελέγξω. «Αυτή είναι η πραγματικότητα, το είπες και μόνος σου. Έτσι λειτουργεί αυτός ο κόσμος, Νταμιάνο. Είχες δίκιο.»
«Προτιμώ να καταστραφώ παρά να σε δω να παντρεύεσαι κάποιον που δεν θέλεις,» μου αποκρίνεται. «Δεν θα τους αφήσω να σε χρησιμοποιήσουν. Απλά, πες το.»
Τον κοιτάζω και το μόνο που θέλω είναι να τον πιστέψω, να παραδοθώ στη φλόγα της αποφασιστικότητάς του, αλλά η λογική μου φωνάζει πιο δυνατά. «Δεν καταλαβαίνεις, Νταμιάνο. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να το ελέγξω. Αλλά όταν τους άκουσα να μιλάνε έτσι στο τραπέζι, κατάλαβα ότι η γνώμη μου δεν έχει καμία αξία. Δεν μπορούμε να τους νικήσουμε. Είμαστε πιόνια στο παιχνίδι τους, κι εσύ κι εγώ.»
«Αν είμαστε πιόνια, τότε ας γκρεμίσουμε τη σκακιέρα,» μου αποκρίνεται και πάει να με αγγίξει.
Αποτραβιέμαι δακρυσμένη και κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. «Αυτή η σκακιέρα είναι φτιαγμένη από αίμα και δύναμη. Δεν σπάει τόσο εύκολα.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top