Κεφάλαιο 25

Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο πατέρας μου θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Παρ' όλα αυτά, τα λόγια του Νταμιάνο έχουν ριζώσει βαθιά στο μυαλό μου. Είμαι σίγουρη ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από όλα αυτά, όμως, δεν μπορώ να αγνοήσω αυτό το αίσθημα της αμφιβολίας.

Μπα, όχι...

Αποκλείεται.

Με τίποτα.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, δίνοντας τις τελευταίες πινελιές στην εμφάνισή μου. Το μπορντό φόρεμα αγκαλιάζει το σώμα μου κομψά και για μια στιγμή αναρωτιέμαι ποιον προσπαθώ να εντυπωσιάσω, μέχρι που ένα χτύπημα στην πόρτα με βγάζει από τις σκέψεις μου.

Ο Νταμιάνο ανοίγει διστακτικά και μπαίνει μέσα, με το βλέμμα του να με εξετάζει αργά, σχεδόν βασανιστικά. Δεν λέει τίποτα για μια στιγμή, απλώς με κοιτάζει και η έκφρασή του φαίνεται μπερδεμένη.

«Είσαι... υπέροχη,» μου λέει τελικά. «Θα τον εντυπωσιάσεις, δεν έχω καμία αμφιβολία.»

Η καρδιά μου σφίγγεται. Καταλαβαίνω τι προσπαθεί να πει χωρίς να το λέει ξεκάθαρα. «Δεν θέλω να εντυπωσιάσω κανέναν από αυτούς,» του απαντάω. «Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό.»

«Το ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το σταματήσω.»

Δεν μπορεί να το πιστεύει στ' αλήθεια. Είναι αδιανόητο. Ο πατέρας μου δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο σε μένα. Πάντα ήμουν το επίκεντρο της προσοχής του, η "πριγκίπισσά" του. Δεν θα με θυσίαζε για μια συμμαχία, για ένα επιχειρηματικό συμφέρον. Δεν θα με έβαζε ποτέ σε τέτοια θέση.

Είναι όμως στ' αλήθεια τόσο απίθανο;

«Δεν ξέρεις πόσο θέλω να σε πάρω μακριά από όλα αυτά, Μπριάννα,» μου ψιθυρίζει. «Αλλά δεν μπορώ...»

Τα λόγια του με μπερδεύουν. Μιλάει σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Και αν όντως είναι αυτό που φοβάται; Ας είναι. Έχω στόμα για να αρνηθώ. Δεν μπορεί να με ξεπουλήσει έτσι απλά. Είναι ο πατέρας μου...

Απλώνω το χέρι μου για να τον αγγίξω, αλλά εκείνος τραβιέται απότομα. «Πρέπει να φύγω,» μου λέει. «Απλώς να είσαι προσεκτική. Και να θυμάσαι... είμαι εδώ, ακόμα κι αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα.»

Τι νόημα έχει;

Τον βλέπω να αποτραβιέται έτσι από κοντά μου και να κατευθύνεται προς την πόρτα σαν να παραδίνεται.

«Περίμενε!» του φωνάζω, πριν καν το συνειδητοποιήσω.

Ο Νταμιάνο σταματά, αλλά δεν γυρίζει αμέσως. Το σώμα του είναι σφιγμένο, σαν να παλεύει με κάτι μέσα του. Όταν τελικά γυρνάει να με κοιτάξει, το βλέμμα του είναι σκοτεινό, επικίνδυνο.

«Τι;»

«Δεν γίνεται να φεύγεις έτσι,» του λέω, με μια δόση θυμού που δεν μπορώ να συγκρατήσω. «Δεν γίνεται να μου πετάς συνέχεια σπόντες και μετά να εξαφανίζεσαι.»

«Θες να μείνω; Να κάνω τι; Να τα καταστρέψω όλα εδώ και τώρα;» μου απαντάει κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά. «Πες το, Μπριάννα. Δώσε μου έναν λόγο!»

«Νταμιάνο, νομίζω ότι παραλογίζεσαι. Μια επίσκεψη είναι. Ίσως να είναι σημαντική για αυτόν, δεν περιστρέφονται όλα γύρω από εμένα!»

«Είσαι πολύ αφελής,» μου αποκρίνεται με σφιγμένα χείλη. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ και να βλέπω την άρνησή σου, Μπριάννα.»

Η φωνή του είναι σκληρή και πριν προλάβω να του πω κάτι, εκείνος στρέφεται γρήγορα και πάλι προς την πόρτα. Κάθε βήμα του ακούγεται σαν σφυρί που χτυπάει στα αυτιά μου.

«Μην κάνεις αυτό το λάθος,» φωνάζω πίσω του, αλλά η πόρτα κλείνει με έναν απότομο θόρυβο που με κάνει να ανατριχιάσω.

Αναστενάζω και περπατάω αργά προς τον καθρέφτη. Παρατηρώ για λίγα λεπτά το είδωλό μου. Αν έχει δίκιο; Φαίνεται σαν να έχω κάνει αρκετή προσπάθεια. Πιάνω τα σκουλαρίκια μου και τα αφαιρώ με μια αποφασιστική κίνηση, σαν να θέλω να απαλλαγώ από αυτά και τα αφήνω πάνω στο μπουντουάρ. Προσπαθώ να αδειάσω το μυαλό μου από τα λόγια του, αλλά είναι αδύνατον.

Αρχίζω να ξεβάφομαι αργά, σκουπίζοντας το μακιγιάζ που καλύπτει το πρόσωπό μου, λες και θέλω να ξαναγεννηθώ.

Βγάζω το φόρεμα που φορούσα, το αφήνω στο κρεβάτι και επιλέγω ένα απλό λευκό μπλουζάκι και μαύρο παντελόνι. Κάτι πιο ήρεμο, κάτι πιο... ειλικρινές.

Κατεβαίνω στην τραπεζαρία και το πρώτο πράγμα που παρατηρώ είναι ο πατέρας μου να με αγριοκοιτάζει. Δεν χρειάζεται να πει τίποτα. Η έκφρασή του λέει όσα δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια αυτή τη στιγμή.

Καθόμαστε όλοι στο τραπέζι, με μια σιωπή που μερικές φορές είναι πιο εκφοβιστική κι από τον θόρυβο. Οι περισσότεροι μου είναι άγνωστοι. Άντρες και γυναίκες άνω των σαράντα, οι οποίοι κάθονται ήσυχοι, με ελάχιστο γέλιο και ακόμη λιγότερες συζητήσεις. Όλη η ατμόσφαιρα είναι γενικά περίεργη, σαν να υπάρχει κάτι που κρύβεται πίσω από το κάθε βλέμμα που μου ρίχνουν.

Μπορεί να έχω επηρεαστεί από τα λόγια του Νταμιάνο και να είναι ιδέα μου...

Αυτό θα είναι.

Εκείνος στέκεται ανάμεσα από τον Σεμπάστιαν και τον Μάσιμο, με το βλέμμα του εστιασμένο στους γύρω μας. Δεν στρέφει καθόλου τα μάτια του πάνω μου, αλλά παρακολουθεί προσεκτικά τους καλεσμένους, σαν να είναι έτοιμος να δράσει με την πρώτη ένδειξη απειλής. Ωστόσο, αυτό που μου κάνει περισσότερο εντύπωση, είναι τα όπλα που προεξέχουν απροκάλυπτα από τα παντελόνια τους.

Μπορεί να έχω μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον και όμως, νιώθω τελείως έξω από τα νερά μου. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τόσους πολλούς αγνώστους ανθρώπους μαζεμένους στο σπίτι μας.

Η πόρτα ανοίγει και δύο φιγούρες μπαίνουν στο χώρο. Ένας εμφανίσιμος νεαρός, με τα μαύρα μαλλιά του να πέφτουν ατημέλητα γύρω από το πρόσωπό του και δίπλα του, ένας άλλος, πιο ώριμος και αυστηρός άντρας, που περπατά με αποφασιστικά βήματα.

Ο πατέρας μου σηκώνεται αργά από τη θέση του και με μια κίνηση του χεριού τους υποδεικνύει να πλησιάσουν. «Αυτή είναι η κόρη μου, η Μπριάννα,» λέει με σοβαρότητα.

Ο νεαρός στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος μου και χαμογελά με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν σαγηνευτικός. «Χαίρω πολύ, Μπριάννα,» λέει με ευγένεια. Δεν έχω ιδέα ποιος είναι, αλλά το ύφος του με κάνει να αναρωτηθώ γιατί είναι εδώ.

«Κι εγώ,» του αποκρίνομαι ψυχρά, προσπαθώντας να κρατήσω μια απόσταση, όσο εκείνος με κοιτάζει με τέτοιο τρόπο, σαν να περιμένει κάτι από μένα.

Το βλέμμα μου απομακρύνεται στιγμιαία από τον νεαρό και στρέφεται απρόσεκτα στον Νταμιάνο. Τα μάτια του είναι εστιασμένα στους δύο επισκέπτες, αλλά το βλέμμα του χτυπάει κατευθείαν το δικό μου και αυτός ο σιωπηλός διάλογος, μου προκαλεί μια ταραχή που δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ.

Είχε δίκιο;

Η ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι γίνεται όλο και πιο περίεργη. Ο πατέρας μου κάθεται για μια στιγμή αμίλητος, με όλη την προσοχή του να είναι στραμμένη στον πατέρα του Χένρι, του νεαρού άντρα που μόλις πριν λίγα λεπτά εισήλθε στην αίθουσα με την οικογένειά του, σαν να ήταν ήδη μέρος της δίκης μας. Για λίγα λεπτά επικρατεί σιωπή, το μόνο που ακούγεται, είναι το ποτήρι του κρασιού του πατέρα μου, που γεμίζει με μια ήρεμη κίνηση.

Ο Χένρι κάθεται απέναντί μου και με παρακολουθεί με μια ψυχραιμία που με κάνει να νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μια παγίδα από την οποία δεν ξέρω πώς να ξεφύγω. Τα χαρακτηριστικά του είναι αδιαμφισβήτητα κομψά, τα μάτια του όμως, δεν δείχνουν το παραμικρό σημάδι ενδιαφέροντος για μένα ως άτομο.

«Η Μπριάννα,» αποκρίνεται ο πατέρας του, κοιτώντας τον πατέρα μου με σοβαρότητα, «είναι το ιδανικό πρόσωπο για να ενώσει τις οικογένειές μας. Η επιρροή που θα μας προσφέρει αυτή η συμμαχία δεν έχει όρια, και η δική μας δυναμική θα ενισχυθεί σημαντικά με αυτή την ένωση.»

Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Το μυαλό μου γεμίζει με αμφιβολίες και θυμό. Αρχίζω να κουνάω νευρικά το πόδι μου κάτω από το τραπέζι και το βλέμμα μου, πέφτει αθέλητα, στον Νταμιάνο. Με κοιτάζει και εκείνος. Με ένα βλέμμα σαν να με λυπάται, σαν να θέλει να με βοηθήσει, αλλά δεν μπορεί (;) Δεν ξέρω. Αλλά αυτή η αίσθηση με εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Πως τολμάει να λέει κάτι τέτοιο; Και μόνο στη σκέψη ότι με βλέπουν απλώς σαν ένα εμπόρευμα, ένα κομμάτι ενός παιχνιδιού δύναμης που βρίσκεται εκτός του ελέγχου μου, με εκνευρίζει.

Ο πατέρας μου αναστενάζει ελαφρά και γέρνει μπροστά, σαν να το σκέφτεται πολύ προσεκτικά, και τότε μιλάει. «Αυτή η πρόταση είναι σοβαρή,» λέει τελείως φυσικά και τον κοιτάζω σαστισμένη. «Η ένωση των οικογενειών μας θα ωφελήσει όλες μας τις θέσεις,» συμπληρώνει και δεν μπορώ να το πιστέψω. Μιλούν για μένα σαν να μην είμαι καν παρούσα. Σαν να μην έχω καμία αξία πέρα από την πολιτική αυτής της συμφωνίας. Αναρωτιέμαι αν ο Νταμιάνο το ήξερε εξαρχής.

Κανείς δεν λέει τίποτα για να επέμβει σε αυτό το θέατρο του παραλόγου που μοιάζει με κακόγουστη φάρσα. Όλοι παρακολουθούν με προσοχή, τον διάλογο του πατέρα μου, με του πατέρα του Χένρι. Δεν έχω ιδέα τι λένε πια. Έχω σταματήσει να ακούω εδώ και αρκετή ώρα. Ο Νταμιάνο συνεχίζει να με κοιτάζει, αλλά εγώ αποφεύγω το βλέμμα του.

Οι φωνές τους αντηχούν στα αυτιά μου σαν ηχορύπανση, ακατανόητες και απομακρυσμένες, μέχρι που ξαφνικά διακόπτονται από τον ήχο του πιρουνιού του Έρικ που χτυπάει νευρικά το πιάτο του. Κοιτάζει τον πατέρα μου με μια αυστηρότητα που δεν είχα ξαναδεί, και ένα πνιχτό γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη του, σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει την ειρωνεία του.

Γυρίζουμε όλοι το βλέμμα μας πάνω του. Εκείνος στρέφει φευγαλέα το δικό του από μένα στον Νταμιάνο. «Αυτό είναι γελοίο,» λέει, με τη χαρακτηριστική του αλαζονεία. Η φωνή του είναι βαρύτατη, σχεδόν στυφή. «Αυτό που συζητάτε δεν έχει καμία λογική, δεν το καταλαβαίνετε; Μιλάτε για γάμο και συμφωνία, αλλά αυτή η ένωση έχει περισσότερο να κάνει με συμφέροντα παρά με ανθρώπους.»

Ο πατέρας μου σηκώνει το βλέμμα του, χωρίς να τον κοιτάξει κατευθείαν. «Αυτό είναι το παιχνίδι, Έρικ. Ξέρεις πολύ καλά ότι έτσι δουλεύουν αυτά τα πράγματα.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top