Κεφάλαιο 24
Ο μεσημεριανός ήλιος του Αυγούστου χαϊδεύει το δέρμα μου και εγώ απολαμβάνω την ησυχία της πισίνας κάνοντας ηλιοθεραπεία. Τα πουλάκια κελαηδάνε και στην πόλη επικρατεί ηρεμία. Κλείνω τα μάτια και αφήνω την αίσθηση να με χαλαρώσει, όταν ξαφνικά νιώθω κάτι να πέφτει πάνω μου. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω μια πετσέτα που μου πέταξε ο Νταμιάνο, να καλύπτει το σώμα μου.
«Τι στο καλό;» τον κοιτάζω απορημένη.
«Δεν είναι θέαμα για όλους αυτό,» λέει ατάραχος, σαν να είναι η πιο φυσιολογική δικαιολογία του κόσμου.
«Πλάκα κάνεις, έτσι;» ρωτάω γελώντας αμήχανα, αλλά το γέλιο μου σταματά όταν παρατηρώ την ένταση στα μάτια του. Είναι υπερβολικός και δεν το κρύβει.
Γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τον κηπουρό να μας κοιτάζει, αλλά μόλις τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, σκύβει ξανά στο φυτό που κλαδεύει, προσποιούμενος ότι δεν άκουσε τίποτα.
«Γινόμαστε στόχος έτσι,» του λέω σιγανά, προσπαθώντας να βγάλω την πετσέτα από πάνω μου.
Πετάω την πετσέτα και ο Νταμιάνο, την ξαναβάζει με σταθερή κίνηση, τα δάχτυλά του να ακουμπούν επίμονα το δέρμα μου, σαν να θέλει να με κρατήσει προστατευμένη από κάτι.
«Σοβαρά τώρα;» ξεφυσάω.
Πριν προλάβει να απαντήσει, το βλέμμα του ταξιδεύει πίσω μου. Στρέφομαι προς την κατεύθυνση που κοιτάει και βλέπω τον Ράιαν να πλησιάζει με αργά, αλαζονικά βήματα και το γνωστό του χαμόγελο.
«Α, γι' αυτό το κάνεις...» του ψιθυρίζω, καταλαβαίνοντας ξαφνικά.
Ο Νταμιάνο δεν λέει τίποτα. Μόνο σφίγγει το σαγόνι του —όπως κάνει κάθε φορά που τον εκνευρίζει κάτι, το βλέμμα του εστιάζει στον Ράιαν, ο οποίος πλησιάζει ολοένα και περισσότερο προς το μέρος μας.
«Δεν ζεσταίνεσαι με αυτό;» ρωτάει αθώα, κοιτάζοντας τη "θωρακισμένη" μου σιλουέτα.
«Αν δεν το φορέσω, θα καώ από τον ήλιο.»
Τι να έλεγα...;
«Χα!» αποκρίνεται εκείνος, γελώντας χαλαρά, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη δεν το σχολιάζει περισσότερο. «Και ο Έρικ, που είναι;»
«Λογικά μέσα,» του απαντάω, κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι προς την πόρτα του σπιτιού. Είμαι έτοιμη να σηκωθώ για να τον φωνάξω, αλλά πριν προλάβω να κάνω την κίνηση, ο Νταμιάνο αναλαμβάνει. «Θα πάω εγώ,» λέει με τον ίδιο, φαινομενικά ήρεμο, τόνο, που πάντα έχει.
Ο Ράιαν κοιτάζει για λίγο τον Νταμιάνο και μόλις απομακρύνεται, στρέφει την προσοχή του σε μένα. «Τελικά τον είχα παρεξηγήσει...» μου αποκρίνεται.
«Γιατί;»
«Ξέρεις... είχα αρχίσει να πιστεύω ότι υπήρχε κάτι ανάμεσά σας.»
Σμίγω τα φρύδια μου, αλλά πριν προλάβω να του απαντήσω το οτιδήποτε, ο Ράιαν αλλάζει γρήγορα θέμα. «Τελικά, έμαθες ποιος αγόρασε τον πίνακα;»
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω.
«Νόμιζα ότι το ήξερες. Κάποιος πλήρωσε τα διπλά στον Τζόνι, όμως δεν μπόρεσα να μάθω ποιος είναι,» λέει, και βλέπω το βλέμμα του να γίνεται πιο πονηρό. «Αλλά που θα μου πάει, θα μάθω...»
Δαγκώνομαι για μια στιγμή, αλλά ευτυχώς ο Ράιαν δεν το παρατηρεί, καθώς χαιρετά τον Έρικ που πλησιάζει.
Αποχαιρετιόμαστε, αλλά πριν απομακρυνθούν, εκείνος με κοιτάζει για μια στιγμή, σαν να μην μπορεί να κρατηθεί από το σχόλιο που φαίνεται ότι θέλει να κάνει. «Και βγάλε αυτή την πετσέτα από πάνω σου, Μπριάννα,» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο, «τέτοιο σώμα, κρίμα να κρύβεται.»
Μόλις απομακρύνεται, ο Νταμιάνο με κοιτάζει με μια σφιγμένη έκφραση. «Πολύ αστείος ο Ράιαν, ε;»
Ξέρω ότι τον ενοχλεί η παρουσία του Ράιαν, ακόμα κι αν προσπαθεί να το κρύψει πίσω από αυτό το... πέρα για πέρα, ειρωνικό χαμόγελο. Οι εκφράσεις του όμως, τον προδίδουν κάθε φορά. Ετοιμάζομαι να του πω κάτι, όταν ο ήχος της πύλης που ανοίγει μας διακόπτει απότομα. Ο Νταμιάνο στρέφεται προς την είσοδο και το χαμόγελό του εξαφανίζεται εντελώς.
Ακολουθώ το βλέμμα του και τυλίγομαι ασυναίσθητα με την πετσέτα. Ο πατέρας μου. Βγαίνει από το όχημα και πλησιάζει με αργά, μετρημένα βήματα προς το μέρος μας. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, ως συνήθως.
«Μπριάννα,» μου αποκρίνεται με αυτή τη σταθερή, αυστηρή του φωνή. «Το απόγευμα έχουμε επισκέψεις. Θέλω να είσαι έτοιμη και στην πένα. Μη με κάνεις να το επαναλάβω.»
Η καρδιά μου σφίγγεται ελαφρώς, αλλά προσπαθώ να μην το δείξω. «Τι επισκέψεις;» τον ρωτάω, σχεδόν σαν αντανακλαστικό.
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει για μια στιγμή, πριν με κοιτάξει. «Θα το μάθεις όταν πρέπει. Κάνε ότι σου είπα, χωρίς ερωτήσεις.»
Ανταλλάσσω μια γρήγορη ματιά με τον Νταμιάνο. Δεν λέει κουβέντα, αλλά η ένταση που διαγράφεται στο σώμα του είναι αδιαμφισβήτητη. Δεν χρειάζεται να μιλήσει, είναι σαν να έχει καταλάβει κάτι που μου διαφεύγει.
Ο πατέρας μου απομακρύνεται, αφήνοντας πίσω του μια περίεργη αίσθηση, γεμάτη από κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Ανταλλάσσω άλλη μια ματιά με τον Νταμιάνο. Το βλέμμα του είναι σκοτεινό, διαπεραστικό, σαν να με μελετά, σαν να περιμένει να αντιδράσω.
«Φαίνεται ότι ο Ρίτσαρντ έχει κανονίσει κάτι μεγάλο για απόψε. Ίσως είναι μια ευκαιρία για σένα,» σχολιάζει.
Σηκώνω το φρύδι μου. Δεν καταλαβαίνω που το πάει. «Τι εννοείς με αυτό;»
«Εννοώ,» συνεχίζει, παίζοντας με τις λέξεις, «ότι ίσως απόψε να έχεις έναν πολύ σημαντικό καλεσμένο. Κάποιον που ο πατέρας σου πιστεύει ότι θα είναι... καλή παρέα για σένα.»
Σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος, «τι υπαινίσσεσαι;» τον ρωτάω. «Ότι ο πατέρας μου προσπαθεί να με πουλήσει;»
Ο Νταμιάνο ξεφυσάει, κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια του, σαν να θέλει να το βγάλει από το μυαλό του. «Δεν έχεις ιδέα πως λειτουργούν οι δουλειές του,» λέει τελικά, με έναν τόνο που προδίδει την ενόχλησή του. «Είναι... στρατηγική κίνηση και αυτές είναι πιο σημαντικές για εκείνον.»
«Στρατηγική κίνηση; Για ποιον; Για μένα ή για εκείνον;»
«Για όλους,» λέει ψυχρά, αλλά βλέπω την ένταση στα χέρια του, που έχουν σφιχτεί σε γροθιές. «Έτσι λειτουργεί αυτός ο κόσμος, Μπριάννα. Οι συμμαχίες είναι πιο σημαντικές από οποιοδήποτε συναίσθημα.»
Τον κοιτάζω με μπερδεμένη έκφραση, αλλά κουνάω το κεφάλι. «Αποκλείεται. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.»
«Είσαι τόσο σίγουρη;» με ρωτάει. «Γιατί αν έχω δίκιο, τότε δεν μιλάμε απλώς για μια τυπική επίσκεψη.»
«Μην το κάνεις αυτό,» ψιθυρίζω. «Μην προσπαθείς να με τρομάξεις χωρίς λόγο.»
«Δεν προσπαθώ να σε τρομάξω, Μπριάννα.» Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να παλεύει με τον εαυτό του. «Απλώς δεν θέλω να δεις τα πάντα να γκρεμίζονται μπροστά σου, χωρίς να είσαι προετοιμασμένη.»
Δαγκώνω το χείλος μου. Αδυνατώ να πιστέψω ότι έχει δίκιο. Ο πατέρας μου, μπορεί να μην είναι και ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.
...Θα το έκανε;
«Είσαι απλώς ζηλιάρης. Αυτό είναι όλο!»
«Ίσως,» μου λέει. «Ίσως όμως βλέπω και πράγματα που εσύ δεν θες να δεις.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top