Κεφάλαιο 23

Καθώς η εικόνα εμφανίζεται στην οθόνη, η ανάσα μου κόβεται. Δεν χρειάζεται να σκεφτώ πολύ για να αναγνωρίσω τη σκηνή. Είμαι εγώ... και ο Νταμιάνο. Στο ασανσέρ της εταιρίας. Οι πόρτες κλείνουν και, με κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, η ένταση της στιγμής αναβιώνει μπροστά μας, όπως τότε.

Νιώθω το πρόσωπό μου να καίει και κατεβάζω το βλέμμα. Ποτέ δεν περίμενα πως κάποιος θα το είχε καταγράψει, πόσο μάλλον πως θα το έβλεπα έτσι, στην οθόνη του δικού μου υπολογιστή.

«Αυτό...» ψιθυρίζω, αλλά τα λόγια μου δεν βγαίνουν. «Μα, πως...»

Το βίντεο σταματάει και μένω σιωπηλή, προσπαθώντας να βρω τη λογική πίσω από αυτό που μόλις είδα. Ο Νταμιάνο παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμάζεται να μου αποκαλύψει κάτι ακόμα πιο δυσάρεστο.

«Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις,» ξεκινάει προσεκτικά. «Δεν ήταν απλά μια τυχαία καταγραφή. Ο πατέρας σου... εκείνος κανόνισε να μας παρακολουθήσουν εκείνη τη μέρα.»

Νιώθω το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. «Τι εννοείς; Ο πατέρας μου; Γιατί;»

«Αναρωτήθηκε γιατί ζήτησα να παραιτηθώ,» λέει ήρεμα, αλλά βλέπω την ένταση στο σφιγμένο σαγόνι του. «Σκέφτηκε πως υπήρχε κάτι που δεν του έλεγα... κάτι που ίσως έπρεπε να μάθει. Έτσι, έβαλε κάποιον να μας παρακολουθήσει, να δει αν υπήρχε κάτι ύποπτο... ανάμεσά μας.»

«Ζήτησες να παραιτηθείς... πότε; Γιατί...;» Δεν καταλαβαίνω. Ο Νταμιάνο χαμηλώνει το βλέμμα του και για πρώτη φορά τον βλέπω να διστάζει να μου απαντήσει.

«Λίγο μετά από εκείνη τη νύχτα στο πάρτι της Μέγκαν. Ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσω... ξέρεις... να κρατήσω αποστάσεις.»

Το βλέμμα του συναντά το δικό μου και η φωνή του χαμηλώνει. «Αλλά προφανώς... δεν ήταν αρκετό.»

«Δεν το πιστεύω...» ψιθυρίζω. Φαίνεται πως το ασανσέρ δεν κόλλησε τυχαία. Και αν η Βερόνικα έβλεπε στην οθόνη του υπολογιστή της τις κάμερες από το ασανσέρ...; Θεέ μου, τι ντροπή! Νιώθω προδομένη από τον πατέρα μου. Πάντα ήξερα πως εκείνος, ήταν αυστηρός, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο. «Και πώς... πώς έφτασε στα χέρια σου αυτό το USB;»

«Ο πατέρας μου το κανόνισε,» εξηγεί ο Νταμιάνο, κρατώντας το βλέμμα του σταθερό στο δικό μου. «Δεν ήταν εντελώς τυχαίο. Μην ξεχνάς ότι ο πατέρας σου τον εμπιστεύεται ακόμα. Είχε και ο ίδιος βέβαια τις αμφιβολίες του, αλλά όταν το βρήκε... το μόνταρε, ώστε να σταματήσει ο Ρίτσαρντ να έχει υποψίες. Αλλά σήμερα, τα έκανα σκατά.»

«Τι εννοείς;»
«Μην ανησυχείς. Δεν ξέρει τίποτα. Ακόμα. Ο πατέρας μου το κανόνισε και αυτό.»

Για λίγα λεπτά επικρατήσει σιωπή. Ο Νταμιάνο σηκώνει το χέρι του διστακτικά, σαν να θέλει να με αγγίξει, να βεβαιωθεί πως είμαι καλά, αλλά σταματάει.

«Μπριάννα...» ψιθυρίζει. «Ξέρεις ότι δεν είσαι απλά... μια δουλειά για μένα, έτσι; Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι. Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε, αλλά... εσύ είσαι το μόνο που σκέφτομαι πλέον.»

Η φωνή του σπάει ελαφρά. Νιώθω την καρδιά μου να χοροπηδά, αλλά δεν αντιδρώ. Μένω σαστισμένη να τον κοιτάζω. Κρέμομαι κυριολεκτικά από τα χείλη του, περιμένοντας να συνεχίσει... «Και όσο κι αν προσπαθώ να μείνω μακριά, δεν μπορώ... Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά... αυτό που αισθάνομαι για σένα δεν είναι κάτι που μπορώ να ελέγξω πια...»

Κάθε λεπτό που περνάει νιώθω τον παλμό μου να δυναμώνει. Θέλω να του πω την αλήθεια, αλλά κάτι με κρατάει πίσω. «Με κολακεύεις...» του λέω με μια φωνή που προσπαθεί να είναι σταθερή. «Απλά... νομίζω ότι έχεις παρεξηγήσει...»

Ο Νταμιάνο δεν λέει τίποτα, μόνο με κοιτάζει έντονα, σαν να διαβάζει κάθε μυστικό που προσπαθώ να του κρύψω. Κουνάει το κεφάλι του αργά, με ένα μικρό, αλλά πικρό χαμόγελο στα χείλη του. «Δεν πιστεύω λέξη από αυτά που λες,» μου απαντάει. «Και το ξέρεις καλά, Μπριάννα. Εσύ μπορεί να μην θέλεις ακόμα να το παραδεχτείς... αλλά εγώ το βλέπω ξεκάθαρα.»

Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και το βλέμμα που μου ρίχνει, δεν βοηθάει καθόλου. Θέλω να τον αντικρούσω, να του πω κάτι που θα βάλει ένα τέλος σε αυτή τη συζήτηση, αλλά τα λόγια δεν βγαίνουν.

«Βλέπεις;» συνεχίζει, πλησιάζοντας πιο κοντά μου. «Αυτό το βλέμμα σου τώρα... Μπριάννα, αν όντως δεν σήμαινα τίποτα για σένα, δεν θα έμενες έτσι. Δεν θα είχες αυτή την έκφραση.»

Έχει δίκιο. Προσπαθώ να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου, να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή μου. Ήδη έχουμε εκτεθεί αρκετά. Δεν έχει καταλάβει σε τι κίνδυνο βρίσκεται. «Δεν ξέρεις τι λες,» καταφέρνω να πω, αλλά ακούγεται περισσότερο σαν ψίθυρος παρά σαν αντίρρηση.

Ο Νταμιάνο χαμογελάει και πλησιάζει ακόμα πιο κοντά. «Ω, το ξέρω καλά. Ίσως το ξέρω καλύτερα από σένα.» Κάνει μια παύση και τα μάτια του αναζητούν τα δικά μου, λες και προσπαθεί να βρει ένα ψήγμα αλήθειας πίσω από το ψέμα. «Αν όντως δεν νιώθεις τίποτα, τότε κοίταξέ με και πες το μου. Κοίταξέ με στα μάτια και πες μου ότι δεν υπάρχει τίποτα.»

Δεν ξέρω τι να του πω. Αν του το πω, θα είναι ψέμα. Αν δεν το πω, τότε όλα θα αλλάξουν... και ξέρω ότι δεν είμαι έτοιμη για αυτό.

Η απόσταση ανάμεσά μας εξαφανίζεται. Νιώθω τη ζέστη από το σώμα του να με τυλίγει, σαν μια ασπίδα προστασίας και ταυτόχρονα κινδύνου. Τα χέρια του αγγίζουν το πρόσωπό μου, διστακτικά στην αρχή, όμως δεν απομακρύνομαι· αντιθέτως, νιώθω την ανάγκη να τον φέρω πιο κοντά.

«Μην το κάνεις αυτό,» του ψιθυρίζω, αλλά η φωνή μου χάνεται. Δεν μπορώ να τον σταματήσω, ούτε να σταματήσω τον εαυτό μου.

Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, απαλά στην αρχή, σαν να δοκιμάζει αν είναι αληθινό αυτό που συμβαίνει. Και έπειτα, με ένα πάθος που με συνεπαίρνει. Νιώθω τα χέρια του να με αγκαλιάζουν σφιχτά, σαν να είμαι το μοναδικό πράγμα που τον κρατάει όρθιο.

Τα χέρια μου αναζητούν τη γραμμή του σώματός του, νιώθω τη ζεστασιά του δέρματός του κάτω από τα δάχτυλά μου, σαν μια πηγή που με μαγνητίζει. Τα φιλιά μας γίνονται πιο πεινασμένα, σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να είναι αυτή η μόνη στιγμή που μας έχει δοθεί.

«Μπριάννα,» ψιθυρίζει στα χείλη μου. «Πες μου ότι το θέλεις κι εσύ...»

«Το θέλω,» απαντάω χωρίς σκέψη, αφήνοντας τα τείχη μου να καταρρεύσουν.

Με μια κίνηση, με σηκώνει στα χέρια του και με πηγαίνει προς το κρεβάτι, χωρίς να με αφήνει ούτε στιγμή. Νιώθω την ανάσα του καυτή πάνω στο δέρμα μου, το άγγιγμά του να χαράζει διαδρομές που με ανατριχιάζουν. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή, κανένας άλλος, μόνο εμείς. Ο χρόνος σταματά και κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, κάθε πνιχτός αναστεναγμός είναι μια υπόσχεση, μια εξομολόγηση χωρίς λόγια.

Όλα είναι αβίαστα, σαν να ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, σαν να συμπληρώνουμε τα κομμάτια ενός παζλ που έλειπαν για καιρό. Οι κινήσεις του είναι απαλές και σίγουρες, λες και ξέρει κάθε σημείο του κορμιού μου, σαν να το ήξερε πάντα.

(...)
Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό που νιώθω. Μόνο η ανάσα μας που βαραίνει, οι χτύποι της καρδιάς που ηρεμούν αργά και τα χέρια μας που μπλέκονται σαν να μην θέλουν να αφήσουν ο ένας τον άλλον.

Μένουμε έτσι για λίγο, σε μια σιωπή που είναι πιο γεμάτη από κάθε ομιλία. Κλείνω τα μάτια μου, αφήνω τον εαυτό μου να χαθεί για λίγο στην αγκαλιά του και νιώθω για πρώτη φορά ότι βρίσκομαι εκεί που ανήκω...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top