Κεφάλαιο 20
Είναι η δεύτερη εβδομάδα στην εταιρία και μπορώ να πω ότι έχω αρχίσει να μπαίνω στο κλήμα για τα καλά. Ο πατέρας μου λείπει ακόμη για τις δουλειές του και εγώ προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες μου στην παράξενη—καθαρά επαγγελματική πλέον, σχέση μου, με τον Νταμιάνο...
Σήμερα είναι ένα από τα περιβόητα πάρτι της εταιρίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καθόλου όρεξη να παρευρεθώ σε αυτή την, κατά τ'άλλα, βαρετή εκδήλωση· ας όψεται όμως, που το υποσχέθηκα στον πατέρα μου.
Έχω παρευρεθεί ξανά στο παρελθόν, μαζί με την οικογένειά μου. Την τελευταία φορά που πήγα, ήμουν δεκαεννέα ετών, πριν από το θάνατο της μητέρας μου.
Είμαι σχεδόν βέβαιη, ότι το σκηνικό δεν θα έχει αλλάξει πολύ από τότε. Το ίδιο μέρος, οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια χαμόγελα που κρύβουν τη βαρεμάρα πίσω από την υποχρεωτική ευγένεια. Κάθε φορά, όλοι φαίνεται να προσποιούνται ότι διασκεδάζουν, ενώ στην πραγματικότητα είναι παγιδευμένοι σε ένα παιχνίδι υποκρισίας και κοινωνικών υποχρεώσεων.
Καθώς περπατάω στο χώρο, το βλέμμα μου πέφτει στους γνωστούς—άγνωστους, που συναντώ κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ. Η συνηθισμένη κουβέντα, ο τυπικός χαιρετισμός, οι μικρές ειρωνείες και τα πειράγματα που κάνουν μεταξύ τους.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε όλο αυτό το θέατρο, στέκεται ο Νταμιάνο. Με το ίδιο σοβαρό παρουσιαστικό, σχεδόν αόρατος, σαν να μην ανήκει σε αυτό το πάρτι.
Το κοστούμι του είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν σωματοφύλακα· λιτό, αυστηρό και κομψό. Το μαύρο σακάκι του αγκαλιάζει το άψογα γυμνασμένο του σώμα, ενώ το ψυχρό λευκό του πουκάμισο, ενισχύει την αίσθηση της αυστηρότητας.
Η γραβάτα του είναι εντελώς μαύρη, με μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη γυαλάδα, που παραπέμπει στην ακριβή ραφή. Τα παπούτσια του, με τις γυαλιστερές άκρες, δεν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο καθώς κινείται, αφήνοντας την αίσθηση ότι το σώμα του είναι πάντα σε εγρήγορση, έτοιμο να επέμβει ανά πάσα στιγμή.
Στέκομαι να τον παρατηρώ για λίγο από μακριά. Με κοιτάει. Τον κοιτάω κι εγώ, πιο έντονα. Πίνω μια γουλιά από τη σαμπάνια μου και τον κοιτάω ξανά. Η γεύση της, δροσερή και ελαφριά. Με κοιτάει ακόμα...
«Φυσικά και θα σε κοιτάει ακόμα, ηλίθια! Η δουλειά του είναι!»
Σωστά. Η εσωτερική μου φωνή έχει δίκιο. Με μαλώνει. Έχει κάτι όμως στο βλέμμα του... κάτι λάγνο. Είμαι σίγουρη ότι τον προσελκύω ως γυναίκα κι ας μην θέλει να το παραδεχτεί. Αντέχει.
Η μουσική στον χώρο σιγοπαίζει, αλλά η προσοχή μου είναι στραμμένη μόνο σ' εκείνον. Το μαύρο μου φόρεμα, με το άνοιγμα στο πλάι, φαίνεται να αγκαλιάζει το σώμα μου καθώς μετακινούμαι αργά μέσα στο πλήθος. Τα μαλλιά μου, ελαφρώς κυματιστά, πέφτουν στους ώμους μου, κι εγώ νιώθω κάθε ματιά, κάθε λεπτό της στιγμής, να γίνεται εντονότερο.
Προς στιγμήν, ο Νταμιάνο απομακρύνεται ελαφρώς από το πλήθος, με το βλέμμα του να διασχίζει για μερικά δευτερόλεπτα τη ζωντάνια του πάρτι και να επικεντρώνεται ξανά σε μένα. Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα για να τον ξεχωρίσω· το σιωπηλό του παρουσιαστικό είναι πιο δυνατό από κάθε λέξη.
Ξαφνικά νιώθω μια παρουσία δίπλα μου. Ο Τζέιμς στέκεται εκεί, χαμογελώντας μου αβίαστα. «Μπριάννα,» λέει με τη ζεστή του φωνή. Δεν έχω την ευχέρεια να του απαντήσω αμέσως, καθώς το βλέμμα μου παραμένει προσηλωμένο σε εκείνον, που από τη γωνία συνεχίζει να με παρακολουθεί σιωπηλά, χωρίς να κάνει καμία κίνηση.
Ο Τζέιμς, όμως, δεν φαίνεται να το παρατηρεί. Χαιρετάει με έναν φιλικό τρόπο και η κουβέντα συνεχίζεται. «Πάντα η πιο εκλεπτυσμένη παρουσία στο πάρτι,» λέει, το χαμόγελό του είναι παιχνιδιάρικο, αλλά με κρατά παγερά αδιάφορη. «Δεν ξέρω πώς το καταφέρνεις, αλλά φαίνεται πως όλος ο κόσμος γύρω σου εξαφανίζεται όταν εμφανίζεσαι.»
«Ποιος, εγώ;» γελάω ελαφρά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στην κουβέντα, αλλά το βλέμμα μου παραμένει, αθέλητα, καρφωμένο στον Νταμιάνο.
«Σίγουρα εσύ,» λέει ο Τζέιμς, με μια στιγμιαία λάμψη να φωτίζει τα μάτια του, όμως δεν αργεί να παρατηρήσει την κατεύθυνση του βλέμματός μου. «Φαίνεται πως κάποιοι δεν μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από σένα.»
Σκατά! Καρφώθηκα;
Η ερώτησή του είναι παιχνιδιάρικη, αλλά εγώ νιώθω ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στήθος καθώς βλέπω τον Νταμιάνο να παραμένει εκεί, σιωπηλός, με τα μάτια του αμετακίνητα από πάνω μου, παρακολουθώντας κάθε μου κίνηση. Η αντίδρασή του είναι αόρατη, αλλά την νιώθω ξεκάθαρα.
Ο Τζέιμς συνεχίζει να μιλάει, όσο εγώ προσπαθώ να μην αφήσω να φανεί ότι πλήττω από βαρεμάρα. Ο Νταμιάνο, ατάραχος, παραμένει στην ίδια γωνία. Ακόμα κοιτάει. Σταυρώνει τα χέρια του, αλλά πλέον, το πρόσωπό του δεν δείχνει καμία έκφραση. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, απομακρύνομαι από τον Τζέιμς διακριτικά και κάνω τα πρώτα βήματα προς το μέρος του.
Όσο τον πλησιάζω, κάθε βήμα μου ακούγεται πιο δυνατό, σαν να διασχίζω μια απέραντη απόσταση, ακόμα κι αν δεν είμαστε παρά λίγα μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλον. Σταματάω ακριβώς μπροστά του και εκείνος με κοιτάζει με το ίδιο, αμετάβλητο βλέμμα.
«Τελικά, αυτός ο Τζέιμς δεν αποσπάται εύκολα,» λέει, η φωνή του είναι αργή και χαμηλή, λες και δοκιμάζει τις αντιδράσεις μου. «Εσύ τι λες; Σε φλερτάρει ή είναι απλά φιλικός;»
Η ερώτησή του με πιάνει αδιάβαστη. Δεν άκουσα ούτε τα μισά από όσα μου έλεγε ο Τζέιμς, αλλά δεν αφήνω το βλέμμα μου να σπάσει. «Ο Τζέιμς είναι... απλά ο Τζέιμς,» του αποκρίνομαι. «Αλλά νομίζω ότι ξεχνάς ποιος είναι ο πατέρας μου, Νταμιάνο.»
Το πρόσωπό του δεν αλλάζει από την έκφραση που είχε πάρει, μέχρι που σηκώνει αργά το βλέμμα του και με κοιτάζει με μια σπίθα ειρωνείας που δεν μπορώ να αγνοήσω.
«Α, ναι... ο πατέρας σου,» λέει με τόνο που σχεδόν αγγίζει την περιφρόνηση. «Λείπει η γάτα... χορεύουν τα ποντίκια, σωστά;»
Δεν μπορώ παρά να γελάσω. Όχι γιατί το βρίσκω αστείο, αλλά γιατί το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τον ίδιο. Δεν μπαίνω στον κόπο να του απαντήσω. Συνεχίζω να χαμογελάω, ειρωνικά αυτή τη φορά και απομακρύνομαι και πάλι από κοντά του.
(...)
Πέντε τα ξημερώματα. Στο δωμάτιο επικρατεί νεκρική σιγή. Δεν έχω ύπνο. Το μυαλό μου τρέχει ασταμάτητα. Γυρίζω πλευρό, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι και κατευθύνομαι στην κουζίνα. Ίσως ένα ποτήρι νερό να με ηρεμήσει.
Η κουζίνα είναι σκοτεινή, μόνο το φως του απορροφητήρα διαπερνά το σκοτάδι. Πάω να πλησιάσω, αλλά σταματάω απότομα όταν τον βλέπω. Ο Νταμιάνο μπαίνει στην κουζίνα, με βήματα αθόρυβα, σχεδόν σαν να μην ήθελε να τον καταλάβει κανείς. Στέκεται εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, το σώμα του σχεδόν ακινητοποιημένο, σαν να έχει γίνει μέρος της σκιάς του χώρου.
Κάτι με κάνει να μην θέλω να μπω. Δεν ξέρω αν είναι η σιωπή του ή η ένταση που αποπνέει, αλλά η κουζίνα μοιάζει ξαφνικά πολύ μικρή και στενή για μένα. Αποφασίζω να κάνω πίσω, χωρίς να τον διακόψω, χωρίς να τον ενοχλήσω. Γυρίζω ξανά στον διάδρομο. Βγάζω τις παντόφλες μου και περπατάω ξυπόλητη για να μην ακουστώ. Εντούτοις, δεν πηγαίνω κατευθείαν στο δωμάτιό μου. Βγαίνω για λίγο στον κήπο, για να πάρω λίγο καθαρό αέρα.
Για μερικά λεπτά στέκομαι εκεί, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Το μυαλό μου δεν σταματά να σκέφτεται.
Μπαίνω ξανά μέσα, αυτή τη φορά για να πάω στο δωμάτιό μου και τότε ακούω κάτι. Γυρίζω αμέσως και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Μια γυναικεία φωνή. Αν και δεν καταλαβαίνω, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι παράξενο συμβαίνει.
Θα τον σκοτώσω...
Με κάθε μου βήμα, η καρδιά μου χτυπά ακόμα πιο γρήγορα. Κάτι στην ατμόσφαιρα έχει αλλάξει, μια αίσθηση έντασης που δεν μπορώ να αγνοήσω. Άγχος. Ο Νταμιάνο... και η φωνή της Ιζαμπέλα; Ήχοι αναστεναγμών ακούγονται από την κουζίνα.
Πριν καταλάβω τι κάνω, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα!
Θα τον σκοτώσω... Το ορκίζομαι.
Το χέρι μου χτυπάει εσκεμμένα ένα ποτήρι που βρισκόταν στον πάγκο. Ο ήχος του γυαλιού που θρυμματίζεται ακούγεται δυνατά μέσα στη σιωπή του σπιτιού. Ο θόρυβος αντηχεί στα αυτιά μου σαν να με γυρίζει πίσω στην πραγματικότητα, κι εκείνη τη στιγμή η Ιζαμπέλα βγαίνει από το αποθηκάκι τροφίμων. Το πρόσωπό της γίνεται κατακόκκινο μόλις με αντικρίζει μπροστά της.
«Δεσποινίς Μπριάνα...» λέει με τρεμάμενη φωνή, ενώ ταυτόχρονα τινάζει την ποδιά της σε δύο νευρικές κινήσεις.
Δεν ξέρω τι να πω και κοιτάζω έντρομη την πόρτα της αποθήκης, σχεδόν περιμένοντας να δω τον Νταμιάνο να εμφανίζεται.
Είναι τόσο μαλάκας, ή εγώ είμαι το χάπατο, τελικά;
Μάλλον και τα δυο...
Και μόνο στη σκέψη, ότι παραλίγο να αφεθώ σε αυτόν τον... άντε να μην πω, τι... Θέλω να τσιρίξω! Έχω σταυρώσει τα χέρια μου στο στήθος, κουνώντας νευρικά το πόδι μου και περιμένω να εμφανιστεί.
«Δεσποινίς Μπριάνα... εγώ... δεν... δηλαδή...»
«Σκάσε!»
Από τη μπαλκονόπορτα ακούγεται το άνοιγμα της πόρτας και τότε τον βλέπω. Μπαίνει γρήγορα μέσα, τα μάτια του αν και σοβαρά, φαίνονται υποψιασμένα.
«Συμβαίνει κάτι; Άκουσα φασαρία,» λέει με την αυστηρή του φωνή, εξετάζοντας γρήγορα την κατάσταση.
Αναστενάζω και, σχεδόν από ένστικτο, χαλαρώνω τα χέρια μου. Γυρίζω να τον κοιτάξω και στρέφω ξανά το βλέμμα μου στην Ιζαμπέλα, η οποία με παρατηρεί γεμάτη ντροπή.
Αν αυτός είναι πίσω μου κι αυτή μπροστά μου, τότε ποιος είναι μέσα στην αποθήκη...;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top