Κεφάλαιο 19

Οι τρεις μας, κοιταζόμαστε για μερικά λεπτά που μοιάζουν να είναι αιώνας, μέχρι που ο Τζέιμς, σηκώνει το χέρι του για να δει την ώρα. «Ωχ, πήγε κιόλας δυο. Ο χρόνος περνάει γρήγορα μαζί σου, γατούλα.»

«Γατούλα... Σοβαρά τώρα;»

Η λέξη αντηχεί στο μυαλό μου και η αίσθηση αμηχανίας με κατακλύζει. Δεν απαντάω. Κάνω σαν να μην άκουσα. Το βλέμμα μου πέφτει δειλά στον Νταμιάνο και για ακόμη μια φορά, θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Το πρόσωπό του σκληραίνει και οι μύες του γίνονται σφιχτοί. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και μπορώ να διακρίνω την ένταση που αναδύεται από το βλέμμα του. Δεν λέει τίποτα, αλλά η γροθιά του που σφίγγεται επίσης, αναδεικνύοντας τις φλέβες του, δείχνει έναν θυμό που δυσκολεύεται να συγκρατήσει.

Όσο ο Νταμιάνο προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ο Τζέιμς συνεχίζει να μιλάει, ανυποψίαστος για την ενόχληση που του προκαλεί, καθώς έχει στραμμένη όλη την προσοχή του σε εμένα. Το βλέμμα του Νταμιάνο παραμένει καρφωμένο επάνω του και οι σκέψεις μου κινούνται γρήγορα, προσπαθώντας να βρω τρόπο να σπάσω αυτή την ένταση.

«Πάμε;» λέω τελικά, απευθυνόμενη προς τον Νταμιάνο και το πρόσωπό του μαλακώνει απότομα καθώς τον πλησιάζω. Μου δίνει την τσάντα μου και οι παλάμες μας αγγίζονται ελαφρά, ανταλλάσουμε ένα γρήγορο βλέμμα, αποχαιρετάμε διακριτικά τον Τζέιμς και κατευθυνόμαστε και πάλι, προς το ασανσέρ.

Οι πόρτες κλείνουν πίσω μας με ένα δυνατό θόρυβο και ξαφνικά ο χώρος γίνεται και πάλι στενός. Ο Νταμιάνο στέκεται δίπλα μου και εγώ... αποφεύγω ξανά να τον κοιτάξω.

Μπαίνοντας σε αυτό το ασανσέρ, το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Τα χείλη μου, έχουν ακόμα τη γεύση των δικών του και για μια στιγμή... πιάνω τον εαυτό μου να προσεύχεται να κολλήσει ξανά αυτό το αναθεματισμένο ασανσέρ. «Σοβαρέψου! Και αποφάσισε επιτέλους τι θέλεις!» με μαλώνει η εσωτερική μου φωνή, ενώ ξέρω ότι αν αφήσω αυτή την ιστορία να εξελιχθεί, θα έχει άσχημο τέλος και για τους δυο.

Οι σκέψεις μου εξακολουθούν να με βασανίζουν, μέχρι που, ο Νταμιάνο σπάει τη σιωπή...

«Τι έγινε γατούλα; Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι;»

«Νταμιάνο, σε παρακαλώ. Μην το κάνεις πιο άβολο από ότι είναι,» του αποκρίνομαι αναστενάζοντας.

«Κανένα πρόβλημα! Ούτως ή άλλως ήσουν σαφής,» μου απαντάει και το βλέμμα που μου ρίχνει είναι γεμάτο νόημα. «Απλώς... ίσως θα ήταν καλύτερο για σένα να ανοίξεις τα μάτια σου πρώτα...»

«Τι εννοείς;» τον διακόπτω απότομα, αν και φαντάζομαι που το πάει.

«Για τον Τζέιμς, λέω,» μου αποκρίνεται και οι ματιές μας διασταυρώνονται και πάλι, «είναι αρπακτικό, καλύτερα να τον προσέχεις.»

Μα, φυσικά! Τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί (;) δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλάει η ζήλεια του, ή αν πράγματι, προσπαθεί να με προειδοποιήσει για κάτι. Του ρίχνω μια λοξή μάτια και συνεχίζει.

«Τον είδα πως κοιτούσε τον πισινό σου όταν έσκυψες στο γραφείο του, μην μου πεις ότι δεν το πρόσεξες. Μπριάννα, δεν είσαι καμία χαζή.»

«Νταμιάνο, νομίζω ότι υπερβάλεις. Δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο, γνωρίζει καλά ποιος είναι ο πατέρας μου· έπειτα... τον βρίσκω αρκετά συμπαθή, σε αντίθεση με όσα λες.»

«Κι εγώ θα έλεγα ότι είναι συμπαθητικός,» μου λέει με μια δόση ειρωνείας. Ξέρω ότι δεν το εννοεί. «Αλλά συμπαθητικός δεν σημαίνει ότι είναι και αξιόπιστος. Ποτέ μην ξεχνάς ποιον έχεις μπροστά σου. Αυτοί οι τύποι με το στυλ του Τζέιμς συνήθως δεν έχουν καλές προθέσεις. Είναι προγραμματισμένοι να κυνηγούν αυτό που θέλουν και φαίνεται πως σε έχει βάλει στο μάτι.»

«Δεν μου αρέσει αυτό που λες,» του απαντάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη, αν και μέσα μου έχω αρχίσει να νιώθω μια μικρή ανησυχία. «Είναι μόνο μια απλή συνεργασία, τίποτα παραπάνω.»

«Ελπίζω να έχεις δίκιο,» λέει εκείνος, με τα μάτια του να μετράνε προσεκτικά κάθε μου αντίδραση.

Οι πόρτες ανοίγουν και οι δυο μας κατευθυνόμαστε προς το σταθμευμένο του αυτοκίνητο.

Πως τα έχεις κάνει έτσι, Μπριάννα; Γιατί μου είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτώ τα αισθήματά μου; Η αλήθεια είναι, ότι πάντοτε με γοήτευε αυτός ο άντρας. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κάτι μέσα μου ξύπνησε. Είμαι σίγουρη ότι το έχει καταλάβει από το πρώτο κιόλας λεπτό. Κι όμως, ήξερα πως ήταν λάθος. Ακόμα και η λογική μου φώναζε να απομακρυνθώ. Όμως, η καρδιά μου δεν ήθελε να ακούσει.

Οι κλεφτές ματιές, τα αθώα αγγίγματα που διαρκούσαν λίγο παραπάνω από το φυσιολογικό, κάθε φορά που βρισκόμασταν στον ίδιο χώρο, έκαναν την επιθυμία μου για αυτόν πιο έντονη, πιο επώδυνη. Ήθελα να του φωνάξω, να του πω όλα αυτά που κρύβω τόσο καιρό μέσα μου. Να του αποκαλύψω το πάθος μου, τον πόνο μου, την ανάγκη μου να τον έχω δίπλα μου χωρίς φόβο.

Αλλά πώς να το κάνω; Πώς να γκρεμίσω όλες αυτές τις άμυνες, τους φόβους, τους τοίχους που μας χωρίζουν; Πώς να του πω ότι όταν τον κοιτάζω, νιώθω να καταρρέουν όλες οι αντιστάσεις μου, κι ας ξέρω ότι αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος;

Είναι η πρώτη φορά, μετά από καιρό, που κάθομαι στα πίσω καθίσματα. Ο Νταμιάνο είναι αφοσιωμένος στον δρόμο, ενώ εγώ βασανίζομαι από τις σκέψεις μου. Είμαι σίγουρη ότι κι εκείνος σκέφτεται· δεν ξέρω ακριβώς τι, αλλά μπορώ να φανταστώ, στο περίπου... Ήμουν τόσο απόλυτη όταν του είπα να κάνουμε σαν να μην έγινε ποτέ, και όμως δεν είπε τίποτα. Βαθιά μέσα μου, ξέρω πως αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω για εκείνον. Ξέρω πως τον προκάλεσα, αλλά με προκάλεσε κι εκείνος. Ξέρω πως, από τους δυο μας, περισσότερο ζημιωμένος θα βγει αυτός παρά εγώ. Για εμένα, στην καλύτερη περίπτωση, ο πατέρας μου ίσως με αποκληρώσει. Αλλά τον Νταμιάνο... δεν θέλω ούτε να φανταστώ τι θα μπορούσε να του συμβεί εξαιτίας μου...

Σταματά το αυτοκίνητο ένα στενό πιο κάτω από το σπίτι, ακριβώς στο ίδιο σημείο που έγινε το σκηνικό με τον Ντάνιελ και σβήνει τη μηχανή. Χαμογελάει, με εκείνον τον αφοπλιστικά ήρεμο τρόπο του και με κοιτάζει, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

«Λοιπόν,» λέει, με έναν τόνο τόσο αδιάφορο που σχεδόν με μπερδεύει, «υποθέτω ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα τώρα, σωστά;»

Τα λόγια του με αιφνιδιάζουν για μια στιγμή και προσπαθώ να βρω τι να πω. «Ναι... έτσι υποθέτω,» απαντάω, νιώθοντας ένα μικρό κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό μου.

«Ωραία,» μου αποκρίνεται και βάζει ξανά μπροστά την μηχανή, με το βλέμμα του να στρέφεται μπροστά στο δρόμο. «Απλό είναι.»

Σιωπή. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα, αλλά εκείνος παραμένει χαλαρός. Η τουλάχιστον έτσι δείχνει. Δεν ξέρω αν παίζει κάποιο παιχνίδι ή αν είναι πράγματι τόσο ψύχραιμος και για έναν περίεργο λόγο, αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι αν το φιλί μας σημαίνει κάτι περισσότερο για μένα παρά για εκείνον. Η κατάσταση είναι τόσο μπερδεμένη μαζί του και αυτή η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του μου το κάνει ακόμη πιο δύσκολο από ότι είναι.

Λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο, γυρίζει και με κοιτάζει ξανά. «Τι; Νόμιζες ότι θα το έκανα θέμα;»

«Ειλικρινά; Περίμενα να το σχολιάσεις λίγο παραπάνω.»

Ο Νταμιάνο σηκώνει το φρύδι του. «Σχολιάζω τα σημαντικά, Μπριάννα. Αν ήταν κάτι για σένα, ίσως να το σχολίαζα.»

Σφιγγώ τα χείλη μου, «άρα, απλώς θα το ξεχάσεις;» Δεν ξέρω γιατί το ρώτησα αυτό.

Εκείνος με κοιτάζει για μια στιγμή, εξετάζοντας το πρόσωπό μου. «Δεν είπα ότι θα το ξεχάσω. Απλώς... δεν χρειάζεται να το κάνουμε μεγάλο θέμα, σωστά;»

«Ναι... σωστά,» απαντάω αμήχανα.

Στρέφεται ξανά προς το τιμόνι, σαν να μου δείχνει πως πρέπει να βγω από το αυτοκίνητο για να φύγει, πριν πει περισσότερα. «Πες μου, λοιπόν. Πώς το βλέπεις εσύ;» τον ρωτάω, αν και αμέσως το μετανιώνω.

Εκείνος, αφήνει τα χέρια του να πέσουν στο τιμόνι και γυρίζει αργά να με κοιτάξει. «Πώς το βλέπω εγώ; Εξαρτάται... εσύ θες να είναι κάτι που θα θυμάσαι;»

«Ίσως.»

Χαμογελάει ξανά, αυτή τη φορά πιο φυσικά και κουνάει το κεφάλι του, με εκείνο το ύφος που κάνει την καρδιά μου να σφυροκοπά. «Ίσως, λοιπόν, είναι κάτι που και οι δύο θα θυμόμαστε. Αλλά όχι σαν κάτι σημαντικό.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top