Κεφάλαιο 18

Η καρδιά μου χτυπάει πιο γρήγορα, καθώς τα χείλη του βρίσκονται ξαφνικά στα δικά μου. Το φιλί είναι αρχικά επιθετικό, σαν να προσπαθεί να σπάσει την ένταση που έχει δημιουργηθεί. Είναι ζεστό και σφιχτό, αλλά ταυτόχρονα θυμωμένο. Νιώθω την ανάσα του πάνω μου, μέχρι που τα χέρια του σφιχταγκαλιάζουν το πρόσωπό μου, σαν να προσπαθεί να με κρατήσει κοντά του, ενώ εγώ μένω σαστισμένη για μια στιγμή, μη ξέροντας πώς να αντιδράσω. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, απελευθερώνω την αντίσταση και ανταποδίδω, βυθίζοντας τον εαυτό μου στην αίσθηση αυτή. Ο κόσμος μοιάζει να χάνεται, όσο η ένταση του καβγά μετατρέπεται σε μια στιγμή αμοιβαίου πάθους.

Νιώθω τα χέρια του να με τραβούν δυνατά κοντά του. Τα δάχτυλά του πιέζουν τη μέση μου, σαν να θέλει να εξασφαλίσει ότι δεν θα απομακρυνθώ. Η λαβή του είναι σφιχτή και το φιλί του, ακόμα φορτισμένο από την ένταση του καβγά, γίνεται πιο βαθύ, πιο απαιτητικό. Χάνω τον έλεγχο, αφήνοντας τον εαυτό μου να παρασυρθεί από αυτό που αισθάνομαι καιρό. Η απόσταση που είχαμε επιβάλει, τόσο απότομα και ασφυκτικά, διαλύεται.

Η ανάσα του μπλέκεται με τη δική μου. Το σώμα μου τρέμει από την φόρτιση και την έκπληξη της στιγμής. Τα χέρια του ανεβαίνουν απαλά από τη μέση μου ως τους ώμους, κι ύστερα πάλι πίσω, σαν να με αγκαλιάζουν για να επιβεβαιώσουν την παρουσία μου εκεί, κοντά του. Είναι σαν να μην μπορεί να χορτάσει από την απόσταση που μας χώριζε.

Και τότε, ξαφνικά, ακούγεται ένας ήχος. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν απότομα, κόβοντας την ένταση ακαριαία. Νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη ή να αναρωτηθώ για το τι σημαίνει αυτό το φιλί, ξεφεύγω από την αγκαλιά του. Πάω να βγω από το ασανσέρ χωρίς να τον κοιτάξω, με τα χείλη μου ακόμα να τρέμουν, γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι εύκολο να ξεχάσω αυτό που συνέβη.

Στέκομαι για μια στιγμή, εκεί, ώστε να κουμπώσω τα ανοιγμένα κουμπιά του πουκάμισού μου. «Κάνε σαν να μην έγινε ποτέ,» του ψιθυρίζω, χωρίς ακόμη να γυρίσω να τον κοιτάξω... και απομακρύνομαι.

(...)
Τι είπα...; Γιατί το είπα αυτό...; Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Τόσο απρόοπτα, που νιώθω εξάντληση. Κατευθύνομαι με όσο το δυνατόν περισσότερο αποφασιστικό βήμα μπορώ προς το λόμπι για να με κατευθύνουν στο γραφείο. Ανάθεμα κι αν κατάλαβαν ποτέ τους ότι κόλλησε το ασανσέρ, αφού δεν είναι κανένας εδώ.

Μόλις φτάνω μπροστά στον γυάλινο πάγκο της υποδοχής, μια ξανθιά γυναίκα με ψυχρό, αλλά επαγγελματικό ύφος σηκώνει το βλέμμα της από την οθόνη του υπολογιστή. Είναι καλοντυμένη, αυστηρή, με τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν χαμηλό, κομψό κότσο, ενώ τα στρογγυλά γυαλιά που φοράει προσθέτουν έναν αέρα κύρους. Σαν να ζυγίζει την παρουσία μου, χαμογελά σχεδόν μηχανικά.

«Η δεσποινίς Μπριάννα, σωστά;» λέει, ο τόνος της φωνής της είναι καθαρός, αλλά ανεπαίσθητα επιτηδευμένος.

«Ναι, η ίδια,» απαντάω, καταφέρνοντας να κρύψω την αμηχανία μου πίσω από ένα ήρεμο χαμόγελο.

«Βερόνικα,» συστήνεται σύντομα. «Είμαι η γραμματέας του κυρίου Μπλέικ. Θα σας συνοδεύσω στο γραφείο του,» μου αποκρίνεται. Με ένα αβρό, αλλά τυπικό νεύμα, μου δείχνει να την ακολουθήσω.

Ξεκινά να περπατά μπροστά μου με σταθερό και αποφασιστικό βήμα, αφήνοντάς με να ακολουθώ τη σιλουέτα της στους ήσυχους, διαδρόμους. Σαν να έχουν σβήσει όλοι οι ήχοι γύρω, το μόνο που ακούω είναι τα τακούνια της Βερόνικα στο πάτωμα.

«Δεν κατάλαβαν ότι κόλλησε το ασανσέρ;» μου ξεφεύγει, σχεδόν για να σπάσω τη σιωπή.

Η Βερόνικα ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα πίσω της. «Λυπάμαι για την ταλαιπωρία σας. Ο κύριος Μπλέικ θα ενημερωθεί.» Φαίνεται πως ο τρόπος της, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να συνεχίσω την κουβέντα.

Φτάνουμε μπροστά σε μια βαριά, επιβλητική ξύλινη πόρτα. Η Βερόνικα σταματά και γυρίζει προς εμένα. «Εδώ είμαστε.» Το βλέμμα της είναι διεισδυτικό, σχεδόν αξιολογητικό, πριν μου ανοίξει. Περνάω μπροστά και, χωρίς δεύτερη σκέψη, μπαίνω μέσα, νιώθοντας πως αφήνω κάτι πίσω μου, μαζί με τη ψυχρή ματιά της Βερόνικα που κλείνει την πόρτα αθόρυβα.

Ωραία... και τώρα...; Δεν έχω ιδέα πως δουλεύει η εταιρία. Δεν ξέρω καν, για ποιον λόγο βρίσκομαι εδώ. Κάνω ένα ακόμη βήμα και μπαίνω μέσα, μέχρι που το βλέμμα μου πέφτει κατευθείαν στον Τζέιμς Μάθιου Μπλέικ. Είναι ένας άντρας γύρω στα τριάντα επτά, με αυστηρή αλλά ελκυστική εμφάνιση. Ψηλός, με καλοσχηματισμένο σώμα. Τα μανίκια του πουκάμισού του, είναι ελαφρώς σηκωμένα και τα μαλλιά του είναι σκούρα, λίγο ατημέλητα με τον τρόπο που δείχνει ότι του αρέσει η ανεπιτήδευτη κομψότητα. Τα μάτια του, έντονα και γεμάτα αυτοπεποίθηση, με παρατηρούν για λίγο με μια διαπεραστική, σχεδόν πονηρή ματιά, που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας. Δίνει την εντύπωση του άντρα που έχει μάθει να παίρνει αυτό που θέλει.

Η αλήθεια είναι ότι δεν τον βλέπω για πρώτη φορά. Τον θυμάμαι από τα πάρτι της εταιρίας. Γνωρίζω ότι οι γυναίκες πάντα βρίσκουν τρόπους να τον προσεγγίσουν και αυτό δεν τον αφήνει αδιάφορο. Το ελαφρύ χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη του είναι σχεδόν προκλητικό, σαν να κρύβει μια υπόσχεση ή, ίσως, έναν κίνδυνο. Προχωρά προς το μέρος μου και καθώς με καλωσορίζει με μια χροιά φιλικότητας στη φωνή, είναι φανερό πως δεν έχει σκοπό να χάσει ευκαιρία να βάλει τη δική του σφραγίδα στη "ξενάγησή" μου εδώ.

«Λοιπόν, Μπριάννα,» λέει με τόνο που υποδηλώνει απόλυτη αυτοπεποίθηση, «είσαι έτοιμη να σου δείξω πώς λειτουργούν τα πράγματα εδώ;»

Δεν έχω άλλη επιλογή· ήρθα εδώ με συγκεκριμένο σκοπό. Γνέφω καταφατικά και του προσφέρω ένα αμήχανο χαμόγελο. Ο Τζέιμς τραβάει μια καρέκλα δίπλα του και με ένα διακριτικό νεύμα μου προτείνει να καθίσω.

Δεν είναι και τόσο κακός τελικά. Αν και η πρώτη εντύπωση που μου είχε δώσει ήταν κάπως υπερβολική, όσο περνούν οι ώρες ανακαλύπτω πως ο Τζέιμς Μάθιου Μπλέικ έχει έναν τρόπο να διατηρεί την ατμόσφαιρα ανάλαφρη παρόλο που η δουλειά του είναι, κατά βάση, αρκετά σοβαρή. Μιλάει με ευγένεια, μερικές φορές πειραχτικά και παραμένει συγκεντρωμένος, ενώ μου εξηγεί τη δομή της εταιρίας και τις διαδικασίες που ακολουθούνται.

Ο χρόνος περνά χωρίς να το καταλάβουμε. Σε κάποια στιγμή, καθώς κλείνει έναν φάκελο που μόλις είχαμε συζητήσει, ο Τζέιμς σηκώνει το βλέμμα του και χαμογελά.

«Ξέρεις, για να μπεις στα βαθιά της δουλειάς, δεν αρκούν μόνο οι ώρες εδώ,» λέει. «Η εταιρία είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής του πατέρα σου και κατ' επέκταση της δικής σου. Μπορούμε να το συνεχίσουμε πιο χαλαρά;» προτείνει με έναν τόνο που δείχνει πως έχει συνηθίσει να κλείνει συμφωνίες και εκτός γραφείου.

Τον κοιτάζω, προσπαθώντας να καταλάβω αν το εννοεί ή αν είναι απλώς μια τυπική πρόσκληση.

«Θες να πεις... έξω;» ρωτάω, μισογελώντας.

«Αν θέλεις,» λέει άνετα. «Η σχέση μου με τον πατέρα σου είναι... αρκετά στενή. Τον εκτιμώ πολύ και δεν θα σου πρότεινα κάτι που δεν θεωρώ ασφαλές ή χρήσιμο. Αλλά ίσως έτσι δούμε καλύτερα και τις άλλες πλευρές της εταιρίας.»

Ανασηκώνει το φρύδι του ερωτηματικά και η αύρα ανάμεσά μας αλλάζει, γίνεται πιο χαλαρή, πιο φιλική, σαν να περιμένει να δει αν θα εμπιστευτώ την πρότασή του.

«Ναι, γιατί όχι;» απαντάω με ένα χαμόγελο που νιώθω να γίνεται πιο φυσικό αυτή τη φορά. «Αλλά ελπίζω να καταφέρεις να με πείσεις ότι η δουλειά εδώ είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο ισχυρίζεσαι.»

Εκείνος γελά χαμηλόφωνα. «Μη σε ανησυχεί αυτό. Η εταιρία του πατέρα σου, με όλα τα μυστικά της, έχει πολλά να προσφέρει.»

Καθώς σκύβω πάνω από το γραφείο του Τζέιμς, τα μάτια μου περιπλανιούνται σε ένα σωρό έγγραφα, προσπαθώντας να εστιάσω στις σημειώσεις του, αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω την αίσθηση ότι η προσοχή του Τζέιμς είναι στραμμένη σε μένα και όσο διαβάζω, νιώθω την παρουσία του από πίσω μου. Η στιγμή γίνεται ακόμη πιο άβολη, όταν αντιλαμβάνομαι ότι ο Νταμιάνο βρίσκεται ήδη μέσα στο γραφείο, κρατώντας την τσάντα μου στα χέρια του, καθώς η ώρα που θα έπρεπε να έχουμε φύγει από την εταιρία έχει περάσει προ πολλού.

Αισθάνομαι να κοκαλώνω, αλλά προσπαθώ να μην το αφήσω να φανεί και ο Τζέιμς δεν κρύβει την έκπληξή του όταν βλέπει τον Νταμιάνο στο γραφείο του.

«Δουλεύετε σκληρά, ε;» λέει, καθώς τα μάτια του γλιστρούν από μένα στον Τζέιμς. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την τόλμη του και οι αναμνήσεις από το φιλί μας στο ασανσέρ επιστρέφουν γρήγορα στο μυαλό μου, αποφύγω ωστόσο να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Μαθαίνει τη δουλειά,» του απαντάει ο Τζέιμς, αλλά η φωνή του είναι σχεδόν παιχνιδιάρικη, σαν να υπονοεί κάτι περισσότερο. Κοιτάζω τον Νταμιάνο και εκείνη τη στιγμή μόνο, οι ματιές μας διασταυρώνονται γρήγορα. Νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι μου και συνεχίζω να διαβάζω, αυτή τη φορά για να αποσπάσω την προσοχή μου από την παρουσία του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top