Κεφάλαιο 17

Το ασανσέρ παραμένει κολλημένο. Ζεσταίνομαι, νιώθω το πουκάμισό μου να κολλάει στο δέρμα μου από ιδρώτα και έτσι, ξεκουμπώνω το πρώτο κουμπί, προσπαθώντας να ανασάνω καλύτερα.

Ο Νταμιάνο με κοιτάζει με μια πονηρή λάμψη στα μάτια του, έτοιμος να πετάξει κάποιο σχόλιο. «Αν ήξερα ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα κολλημένο ασανσέρ και μερικά κουμπιά... θα είχα βρει τρόπο να το κάνω νωρίτερα.»

Τον κοιτάζω με αυστηρό βλέμμα, αν και μου ξεφεύγει ένα μικρό χαμόγελο. «Νταμιάνο, δεν είναι η στιγμή για πλάκες.»

«Συγγνώμη. Απλώς προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα. Ξέρεις, αν χρειάζεται να χαλαρώσεις λίγο παραπάνω, μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια για μερικά ακόμα κουμπιά.»

Δεν μπορώ παρά να γελάσω. Είναι περίεργο πώς οι λέξεις του μπορούν να με κάνουν να ξεχάσω έστω και για λίγο, τον πανικό που με καταλαμβάνει.

«Απλώς... δεν είναι και η καλύτερη στιγμή για αυτό,» του λέω, προσπαθώντας να παραμείνω ψύχραιμη.

«Καταλαβαίνω,» μου αποκρίνεται. «Τι θέλεις να συζητήσουμε για να ξεχαστείς λίγο;» με ρωτάει.

Εκείνη τη στιγμή, το ασανσέρ αρχίζει να τρίζει και η καρδιά μου σφίγγεται και πάλι.

«Λοιπόν,» αρχίζω, προσπαθώντας να εστιάσω σε κάτι άλλο, αν και η φωνή μου βγαίνει λιγάκι αγχωμένη. «Πώς βρέθηκες χθες εκεί; Με παρακολούθησες;»

Ο Νταμιάνο με κοιτάζει και για μια στιγμή, διακρίνω την αμηχανία στα μάτια του. Πράγμα πρωτόγνωρο. «Δεν θα το έλεγα ακριβώς παρακολούθηση, αλλά... ήμουν εκεί για δουλειά. Στην πραγματικότητα, ήρθα κατά τύχη, αλλά όταν σε είδα...»

«Δηλαδή, με ακολούθησες;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να καταλάβω αν κρύβει κάτι.

«Όχι, δεν ήταν αυτό. Απλώς είχα κακό προαίσθημα. Σαν να ήξερα ότι θα χρειαστείς βοήθεια,» μου απαντάει, αν και δεν τον πολυπιστεύω.

Αποφασίζω να μην απαντήσω. Εκείνος, με κοιτάζει τώρα με μια σοβαρότερη έκφραση. «Ωραία, τώρα ρωτάω εγώ,» μου αποκρίνεται. «Γιατί μου είπες ψέματα ότι θα μείνεις στο σπίτι και βγήκες κρυφά ραντεβού με τον Ντάνιελ; Τι φοβήθηκες;»

«Δεν το έκανα για να σε αναστατώσω,» του απαντάω, προσπαθώντας να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Απλώς ήθελα να αποφύγω... περιπέτειες.»

«Και κατάφερες το ακριβώς αντίθετο. Μπριάνα, όταν λες ψέματα, ανοίγεις πόρτες σε καταστάσεις που μπορεί να μην ήθελες καν να βιώσεις,» λέει με τον ήρεμο αλλά αυστηρό τόνο του, σαν να προσπαθεί να με προστατεύσει, ή να με μαλώσει... δεν ξέρω. Αλλά αυτή η συζήτηση, έχει αρχίσει να με εκνευρίζει.

«Κοίτα, δεν πρόκειται να σε πιέσω να μου πεις κάτι που δεν θέλεις. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι η ειλικρίνεια είναι το μόνο που θα μας βοηθήσει να έχουμε μια καλή συνεργασία,» συνεχίζει και βλέπω τη λάμψη στα μάτια του να επιμένει.

«Ειλικρίνεια;» αναρωτιέμαι. «Αυτή η λέξη ακούγεται υπερβολικά ιδανική σε μια ζωή γεμάτη μυστικά.»

Ξαφνικά, δεν μιλάει εκείνος. Δεν πτοούμαι ομως και τον ξαναρωτάω. «Γιατί με ακολούθησες, Νταμιάνο;»

Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. «Έχει καμία σημασία; Σημασία έχει ότι με χρειάστηκες τελικά και ήμουν εκεί,» κάνει μία παύση και συνεχίζει... «ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί αν δεν ερχόμουν.»

«Ναι, αλλά το να με παρακολουθείς... πάει πολύ. Μήπως είσαι και καμιά μυστική υπηρεσία;»

Η απάντησή μου τον ξαφνιάζει, αλλά ξεσπάει σε γέλια. «Μάλλον δεν χρειάζεται να σου επαναλάβω ότι ήταν για το καλό σου,» απαντά με μια ελαφριά ειρωνεία στη φωνή του.

«Καλά, δεν είμαι και τόσο ανίκανη,» του λέω, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. «Αλλά σε ευχαριστώ... για τη βοήθεια.»

«Είναι δουλειά μου να φροντίζω για σένα,» λέει, αλλά το βλέμμα του είναι πιο σοβαρό τώρα. «Όμως την επόμενη φορά που θα θέλεις να βγεις ραντεβού, ίσως θα ήταν καλύτερα να μου το πεις.»

«Θα το σκεφτώ,» του λέω, προσπαθώντας να κρύψω το ανόητο χαμόγελο που πάει να σχηματιστεί στα χείλη μου. «Αλλά μην περιμένεις να σου δίνω αναφορά κάθε φορά.»

«Δηλαδή να μην περιμένω να με πάρεις μαζί σου;» ρωτάει, και η πρόκληση στο βλέμμα του με κάνει να νιώσω ακόμα πιο άβολα.

Προσπαθώ να αποσπαστώ από την αμήχανη ατμόσφαιρα, αλλά το κινητό μου έχει σχεδόν γίνει προέκταση του χεριού μου. Το βγάζω και κοιτάζω για σήμα. Ένα, δύο, τρία... τίποτα. «Δε μπορώ να πιστέψω ότι είμαι κλεισμένη σε αυτό το ασανσέρ χωρίς σήμα,» ψιθυρίζω, με μια δόση ανησυχίας να διαπερνά τη φωνή μου και πάλι.

«Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο,» προτείνει ο Νταμιάνο. «Δεν θέλω να σε βλέπω να αγχώνεσαι έτσι.»

«Εντάξει, τότε...» ξεκινάω, προσπαθώντας να σκεφτώ τι θα μπορούσε να μου αποσπάσει την προσοχή αυτή τη στιγμή, καθώς η συζήτηση που πήγαμε να ανοίξουμε δεν φαίνεται να ήταν ιδανική. «Πες μου κάτι αστείο ή... πες μου κάτι στα ιταλικά!»

Εκείνος με κοιτάει, σχεδόν παραξενεμένος. «Στα ιταλικά; Γιατί;»

«Γιατί όχι;» του αποκρίνομαι. «Είπες να συζητήσουμε για κάτι άλλο, ειλικρινά... δεν ξέρω τι άλλο να πούμε. Εκτός αν φοβάσαι να με εντυπωσιάσεις,» συμπληρώνω σαρκαστικά.

«Φοβάμαι;» επαναλαμβάνει προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο του. «Ωραία, τι θέλεις να πω;»

«Δεν ξέρω... πες ότι θες.»

«Είναι πιο δύσκολο απ' όσο νομίζεις.»

«Λοιπόν;» τον ρωτάω και ο τόνος μου γίνεται πιο επιτακτικός. «Θα πεις κάτι;»

«Tu sei una sfida, e io adoro le sfide.*»

Η φωνή του είναι απαλή, σχεδόν ερωτική, αλλά ο μυστηριώδης τόνος του με κάνει να αναρωτιέμαι τι να είπε.

«Τι σημαίνει αυτό;» τον ρωτάω ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

«Με ρώτησες να σου πω κάτι στα ιταλικά. Δεν σου υποσχέθηκα ότι θα σου εξηγήσω κιόλας,» απαντά με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Πω πω, αυτό είναι πολύ ενοχλητικό!» του λέω και ο τόνος της φωνής μου προδίδει τον εκνευρισμό που μου έχει δημιουργήσει. «Είσαι πολύ εκνευριστικός, το ξέρεις;»

«Εκνευριστικός; Εγώ;» απαντά, με ένα ψεύτικο τόνο έκπληξης. «Εγώ απλώς προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα.»

«Σοβαρά; Με αυτό που κάνεις πάντως, καταφέρνεις το ακριβώς αντίθετο,» του απαντάω αγανακτισμένη. «Αντί να με κάνεις να νιώθω καλύτερα, με μπερδεύεις ακόμα περισσότερο.»

«Α, ναι; Και όλα αυτά για μια χαζή φράση στα ιταλικά;» λέει, με την ειρωνεία του να ξεχειλίζει.

«Ναι, ίσως!» του απαντάω απότομα. Δεν έχω καταλάβει τι ήταν αυτό που με τάραξε ακριβώς. Ίσως το γεγονός ότι νιώθω να με κοροϊδεύει με την πρώτη ευκαιρία που βρίσκει. «Λίγη ειλικρίνεια δεν θα έβλαπτε. Αλλά εσύ επιμένεις να παίζεις,» συμπληρώνω χωρίς να το σκεφτώ.

«Είναι το μόνο που ξέρω να κάνω,» μου απαντά, με μια δόση προκλητικότητας που με εκνευρίζει περισσότερο. «Σκέψου το σαν παιχνίδι, δεν είναι πάντα σοβαρά τα πράγματα.»

«Είσαι τελείως ανώριμος τελικά!» του φωνάζω. Είμαι σίγουρη ότι σήμαινε κάτι, αυτό που είπε. Ξαφνικά, με εκνευρίζει που είναι τόσο αινιγματικός. «Δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα.»

«Και εσύ τι είσαι; Μια μικρή δραματική πριγκίπισσα που δεν αντέχει την αλήθεια;» μου αποκρίνεται, με την υποτιμητική του διάθεση να με τρελαίνει.

«Αυτό που λες είναι γελοίο!» του απαντάω και νιώθω το θυμό μου να φτάνει στα ύψη. Λίγο το άγχος, λίγο η κατάσταση μαζί του. Νιώθω σαν να μην μπορώ να μαζέψω τη γλώσσα μου. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι προσπαθείς να με κοροϊδέψεις σε μια τόσο σοβαρή κατάσταση!»

«Γιατί, εσύ τι νομίζεις ότι κάνεις κάθε φορά;!» λέει και η φωνή του είναι είναι πλέον γεμάτη ένταση. «Είσαι πολύ ευαίσθητη για τα πάντα!»

«Συγκρίνεις τις ευαισθησίες μου με την ανωριμότητά σου; Δεν έχεις ιδέα πώς είναι να νιώθεις πραγματικά!»

«Εσύ δεν καταλαβαίνεις ούτε καν τι λες!» απαντά και η ένταση είναι πλέον αφόρητη. «Δεν βγάζουν καν νόημα αυτά που λες!»

Οι φωνές μας αντηχούν στον κλειστό χώρο, το βλέμμα του γίνεται πιο έντονο, θυμωμένο. Και πριν προλάβω να επεξεργαστώ όσα συμβαίνουν, με πλησιάζει απότομα.

⊱ 𖥸 ⊰

Tu sei una sfida, e io adoro le sfide.* (ελλ.: είσαι μια πρόκληση και λατρεύω τις προκλήσεις.)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top