Κεφάλαιο 16

Ακόμα και τώρα, ώρες αργότερα, μπορώ να νιώσω την ανάσα του πάνω μου, την αποπνικτική παρουσία του που με κάνει να θέλω να εξαφανιστώ. Τον έδιωξα από τη μνήμη μου με όση δύναμη είχα, αλλά η σκιά του δεν έλεγε να φύγει. Η παρουσία του Νταμιάνο με βρήκε εκεί, στο απόλυτο σκοτάδι μου, σαν ένα χέρι που με τράβηξε ξανά προς το φως. Για λίγο, μόνο για λίγο, ένιωσα ασφαλής.

Κι όμως, τώρα που είμαι μόνη, η σκέψη του καρφώνεται όλο και βαθύτερα μέσα μου. Τι κάνω; Πώς μπόρεσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να νομίζει ότι σημαίνω κάτι περισσότερο για αυτόν, όταν ξέρω πως απλώς εκτέλεσε το καθήκον του; Ένας άνθρωπος που δεν ανήκει σε μένα... και δεν πρέπει να ανήκει σε μένα. Κι όμως, δεν μπορώ να ξεχάσω τη ζεστασιά που ένιωσα όταν με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα. Ένα βλέμμα που ούτε κι εκείνος θα έπρεπε να μου είχε δώσει.

Δεν πρέπει να το αφήσω να φτάσει μακριά αυτό. Ξέρω ότι δεν γίνεται...

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Το απαλό μακιγιάζ μου είναι έτοιμο, αλλά η ανησυχία στο πρόσωπό μου δεν λέει να φύγει. Φοράω ένα λευκό πουκάμισο και το συνδυάζω με ένα μαύρο παντελόνι, που προσδίδει κομψότητα και επαγγελματισμό.

Βάζω ένα ζευγάρι διακριτικά σκουλαρίκια και ανακατεύω τα μαλλιά μου, προσπαθώντας να τους δώσω λίγο όγκο. Η σκέψη της χθεσινής νύχτας με βασανίζει ακόμα, αλλά το άγχος μου για την σημερινή μέρα αποσπά για λίγο τη σκέψη αυτή.

Τι θα συμβεί άραγε;

Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη για να βεβαιωθώ ότι όλα είναι στη θέση τους και παίρνω μια βαθιά αναπνοή.

Η ησυχία του σπιτιού είναι σχεδόν ηρεμιστική για τις σκέψεις μου. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά και στον καθρέφτη της εισόδου, επιβεβαιώνοντας ότι το βλέμμα μου είναι αποφασιστικό και αφού συγκεντρώνομαι για μια ακόμη φορά, κατευθύνομαι προς την έξοδο.

Βγαίνοντας από την πόρτα, αισθάνομαι τον αέρα να με χτυπάει ελαφρά. Είναι μια ανακούφιση. Κλείνω την πόρτα πίσω και προχωρώ προς το αυτοκίνητο, έτοιμη να αντιμετωπίσω ό,τι έχει να έρθει.

Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και μπαίνω. Το βλέμμα του Νταμιάνο είναι επικεντρωμένο επάνω μου. «Πώς είσαι;» με ρωτάει. Η φωνή του είναι απαλή και ομολογώ ότι δεν την έχω ξανακούσει τόσο ήρεμη.

«Καλά είμαι,» του απαντάω, προσπαθώντας να πείσω και τον εαυτό μου. «Απλώς... είμαι λίγο αγχωμένη για σήμερα.»

«Είναι φυσιολογικό να νιώθεις έτσι,» λέει. «Θα είσαι εντάξει. Μην το σκέφτεσαι.»

«Ευχαριστώ,» του αποκρίνομαι, αλλά η σκέψη του Ντάνιελ με βασανίζει. Έτσι, αποφασίζω να τον ρωτήσω ξανά.

«Νταμιάνο... γνωρίζεστε με τον Ντάνιελ;»

«Όχι, δεν τον ξέρω.» Η γρηγόρη απάντησή του φαίνεται ειλικρινής. «Δεν έχω ιδέα ποιος είναι,» συνεχίζει, και αισθάνομαι μια αίσθηση ανακούφισης να το ακούω αυτό, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω την οικειότητα στην φωνή του Ντάνιελ όταν είπε το όνομά του. Ωστόσο, αποφασίζω να μην συνεχίσω αυτή τη κουβέντα. Τουλάχιστον, για τώρα. «Α, εντάξει,» λέω τελικά, νιώθοντας λιγότερο άβολα.

«Αν έχεις οποιαδήποτε ανησυχία, να το πεις. Είμαι εδώ για να σε προστατεύσω,» προσθέτει και η σιγουριά στη φωνή του με ανακουφίζει. Αφήνω μια ανάσα, προσπαθώντας να αποβάλλω τις υποψίες μου. «Το ξέρω, ευχαριστώ. Είναι απλώς... πολλές σκέψεις στο κεφάλι μου.»

Ο Νταμιάνο στρίβει το αυτοκίνητο, η κίνηση του είναι γρήγορη και κάπως, απότομη. «Αυτό είναι φυσιολογικό. Αλλά θα τα καταφέρεις.»

Ελπίζω ότι έχει δίκιο.

Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουμε στην εταιρεία. Το αυτοκίνητο σταματά και βγαίνουμε στο υπόγειο πάρκινγκ. Ο Νταμιάνο βγάζει τα κλειδιά και οι δυο μας προχωράμε προς το ασανσέρ.

«Ξέρεις, δεν είμαι σαν τον πατέρα μου,» του λέω, προσπαθώντας να αναλύσω τα συναισθήματά μου. «Οι δουλειές του είναι αμφιλεγόμενες, το ξέρω. Για αυτό δεν ήθελα να έρθω στην εταιρεία.»

Εκείνος με κοιτάει με μια ελαφριά περιέργεια και από το σήκωμα του φρυδιού του, μπορώ να διακρίνω ότι ξαφνιάζεται με την κρίση ειλικρίνειας που με έπιασε στα ξαφνικά. «Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά. Δεν είναι ανάγκη να απολογείσαι.»

«Δεν ξέρω...» απαντάω, καθώς το βλέμμα μου περιπλανιέται στον χώρο. «Απλώς ήθελα κάπου να το πω.»

Ξαφνικά ακούγεται ο ήχος του ασανσέρ καθώς πλησιάζει. Η αναμονή με κάνει να νιώθω ακόμη περισσότερο άγχος, όπως και η σκέψη ότι θα βρεθούμε σε αυτό το περιβάλλον.

Πριν προλάβω να πω κάτι άλλο, ο Νταμιάνο με διακόπτει. «Κοίτα, το σημαντικό είναι να είσαι εσύ. Ο πατέρας σου είναι αυτός, εσύ είσαι εσύ. Κανείς δεν μπορεί να σε καθορίσει.»

Η απάντησή του με κάνει για λίγο να χαμογελάσω, αυτός τεντώνει το χέρι του και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου. Η κίνηση είναι τόσο φυσική και οικεία, που με αιφνιδιάζει. Κοιτάζω στα μάτια του, νιώθοντας μια ξαφνική ζεστασιά και η απλότητα της στιγμής είναι σχεδόν μαγευτική.

Δεν λέω τίποτα για μια στιγμή, αλλά η σιωπή μας είναι γεμάτη νόημα. Για περίπου ένα λεπτό, ξεχνάω τις ανησυχίες μου και η καρδιά μου χτυπάει πιο ήρεμα. Είναι σαν αυτή η κίνηση να έχει μια βαθύτερη σημασία, κάτι που δεν πρέπει να σκέφτομαι πλέον.

«Ευχαριστώ, Νταμιάνο,» του λέω τελικά. «Είναι καλό να ξέρω ότι με στηρίζεις.»

«Πάντα θα σε στηρίζω,» απαντάει με σιγουριά, ακριβώς τη στιγμή που το ασανσέρ φτάνει και οι πόρτες ανοίγουν.

Μπαίνουμε μέσα και ο Νταμιάνο πατάει το κουμπί για τον τεσσαρακοστό όροφο. Οι πόρτες κλείνουν με έναν ήχο που ακούγεται σχεδόν οικείος, αλλά και λίγο καταθλιπτικός.

Όσο το ασανσέρ αρχίζει να ανεβαίνει, νιώθω τη θερμοκρασία να αυξάνεται. Κάθε, μα κάθε φορά, η καρδιά μου χτυπάει πιο γρήγορα, αλλά προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου· όμως, αυτή τη φορά είναι διαφορετικά, καθώς το ασανσέρ κολλάει και οι προβολείς τρεμοπαίζουν.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάει ο Νταμιάνο, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον πίνακα ελέγχου. Η ξαφνική ένταση της κατάστασης με κάνει να νιώθω δυσφορία και το στομάχι μου να σφίγγεται.

«Φαίνεται πως κολλήσαμε,» του λέω, προσπαθώντας να διατηρήσω την ηρεμία μου, αλλά η φωνή μου προδίδει μια μικρή ανησυχία.

«Δεν πειράζει, θα έρθει βοήθεια,» μου απαντά εκείνος. Η σιγουριά του με ανακουφίζει κάπως, αλλά δεν μπορώ να διώξω την αίσθηση του φόβου.

«Νταμιάνο... νομίζω ότι παθαίνω κρίση πανικού,» λέω, καθώς η ψυχραιμία μου αρχίζει να φεύγει. «Έχω κλειστοφοβία.»

Εκείνος γυρίζει αμέσως το βλέμμα του προς εμένα, αλλά η έκφρασή του παραμένει ήρεμη. «Θα μπορούσες τουλάχιστον να μου το είχες πει πριν μπούμε στο ασανσέρ!»

«Συγνώμη, δεν ήξερα να βγάλω ανακοίνωση. Που να φανταστώ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο...» του αποκρίνομαι ανασαίνοντας γρηγορότερα.

Ο Νταμιάνο με πλησιάζει... «Είμαι εδώ. Κοίτα με. Αν χρειαστεί, θα μιλήσουμε μέχρι να έρθει βοήθεια.»

«Θα προσπαθήσω,» του αποκρίνομαι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να εστιάσω στα λόγια του. «Απλώς... όλα γίνονται τόσο στενά.»

Ο Νταμιάνο πλησιάζει λίγο πιο κοντά, κάνοντάς με να νιώθω ότι δεν είμαι μόνη. «Πάρε μια ανάσα. Είναι προσωρινό. Θα τα καταφέρουμε.»

Καθώς προσπαθώ να συγκεντρωθώ, τα φώτα του ασανσέρ τρεμοπαίζουν ξανά, και η αίσθηση του χρόνου διαστρεβλώνεται. Η καρδιά μου χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα. Έχω ξεχάσει ήδη τη χθεσινή νύχτα, το άγχος της εταιρίας, ακόμη και το πως μπορεί να φαίνομαι αυτή τη στιγμή στα μάτια του, το θεωρώ μηδαμινό. Η ατμόσφαιρα γύρω μας γίνεται βαριά και η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ κλειδωμένοι με τρομάζει.

«Πόσο θα πάρει;» ρωτάω και η φωνή μου βγαίνει πιο λαχανιασμένη από όσο θα ήθελα.

«Μην ανησυχείς, θα έρθει βοήθεια,» επαναλαμβάνει ατάραχος ο Νταμιάνο και ακριβώς τότε, το ασανσέρ σβήνει ξαφνικά. Τα μάτια του παραμένουν ήρεμα και συγκεντρωμένα, αλλά εγώ αισθάνομαι ότι το στομάχι μου γυρίζει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top