Κεφάλαιο 15

Σήμερα είναι μια περίεργη μέρα. Ο πατέρας μου έφυγε εκτάκτως για το Λας Βέγκας, ενώ εχθές με ενημέρωσε ότι θα πρέπει να πηγαίνω στην εταιρία μεταφορών του για όσο διάστημα θα είναι εκτός. Αυτός ήταν και ο λόγος που με έψαχνε, τελικά. Αν και ξέρω ότι οι δραστηριότητές του είναι αμφιλεγόμενες, θέλει να εξοικειωθώ με την επιχείρηση και τις διαδικασίες της, με την ελπίδα ότι αυτή η εμπειρία θα με βοηθήσει να κατανοήσω καλύτερα το πώς λειτουργεί η εταιρεία του, ξεκινώντας από αύριο κιόλας.

Έδωσα ρεπό στον Νταμιάνο και του είπα ότι θα μείνω στο σπίτι σήμερα για να προετοιμαστώ για την αυριανή μέρα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική, καθώς, ετοιμάζομαι να βγω ραντεβού κρυφά με τον Ντάνιελ.

Η ώρα περνάει και η ανυπομονησία με κατακλύζει. Ετοιμάζομαι βιαστικά, επιλέγοντας ένα απλό αλλά κομψό σύνολο που με κάνει να νιώθω σιγουριά. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, προσπαθώντας να κρύψω την αγωνία που αισθάνομαι για την κατάσταση με τον πατέρα μου και τις αβεβαιότητες της δουλειάς του, αλλά και την όλη ιστορία μου με τον Νταμιάνο.

Καθώς απομακρύνομαι από το σπίτι, το τηλέφωνό μου δονείται. Είναι μήνυμα από τον Ντάνιελ: «Πού είσαι; Σε περιμένω!» Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου καθώς το διαβάζω. Ίσως αυτή η βραδιά να είναι ακριβώς ότι χρειάζομαι για να ξεφύγω λίγο από τις σκέψεις μου. Ξέρω ότι πρέπει να είμαι προσεκτική και να κρατήσω μυστική αυτή τη συνάντηση, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο η καρδιά μου χτυπά δυνατά στη σκέψη ότι θα τον δω.

(...)
Η ατμόσφαιρα στο εστιατόριο που επέλεξε για το ραντεβού μας, είναι ζεστή και φιλόξενη. Καθώς μπαίνω, η μυρωδιά των φρεσκομαγειρεμένων γκουρμέ πιάτων γεμίζει τις αισθήσεις μου και η ζωντάνια των συζητήσεων γύρω μου με κάνει να νιώθω πιο άνετα. Ο Ντάνιελ περιμένει στο τραπέζι μας, με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του.

«Μπριάννα, φαίνεσαι απλά εκπληκτική.» Η φωνή του είναι τόσο γλυκιά όσο και η ατμόσφαιρα γύρω μας. «Αυτό το φόρεμα αναδεικνύει πραγματικά τη φυσική σου ομορφιά.» Τον ευχαριστώ, αλλά τα λόγια του με κάνουν να κοκκινίσω.

Η συζήτησή μας κυλάει φυσικά. Ο Ντάνιελ είναι ιδιαίτερα ευφάνταστος, με τον τρόπο που γελάει και κάνει αστεία. «Ξέρεις, κάθε φορά που σε βλέπω, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να γίνεσαι όλο και πιο όμορφη,» μου αποκρίνεται και η φωνή του γεμίζει τον αέρα με μια ένταση που με κάνει να νιώθω ξεχωριστή.

«Αλήθεια;» του απαντάω με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου. «Είσαι πολύ γλυκός.»

Εκείνος, γέρνει προς το μέρος μου και για μια στιγμή, η φωνή του γίνεται πιο σοβαρή. «Έχεις αυτή την αύρα που φωτίζει τον χώρο. Δεν είναι μόνο η εμφάνισή σου. Είναι η σιγουριά, η ειλικρίνεια και το χαμόγελό σου που με μαγνητίζουν.»

Τα λόγια του με κάνουν να νιώθω ότι η αυτοπεποίθησή μου αυξάνεται. Κάθε του κομπλιμέντο με βοηθά να ξεπερνάω τις αμφιβολίες μου και με γεμίζει με θετική ενέργεια. Αν και θα ήθελα να του ανοιχτώ περισσότερο, για τώρα επιλέγω να απολαύσω αυτή τη μοναδική στιγμή μαζί του, χωρίς να λέω πολλά. Οι γεύσεις του φαγητού, οι ήχοι γύρω μας και η μαγνητική του παρουσία συνδυάζονται με έναν τρόπο που με κάνει να νιώθω ευχάριστα.

«Πρέπει να το κάνουμε αυτό πιο συχνά,» μου αποκρίνεται και τα καστανοπράσινα μάτια του λάμπουν. «Δεν ξέρω για σένα, αλλά για μένα, οι βραδιές μαζί σου είναι πάντα οι καλύτερες.»

Χαμογελάω γοητευμένη, γνωρίζοντας ότι αυτό που νιώθω είναι αμοιβαίο. Αν και νομίζω ότι υπερβάλει λιγάκι. Στο κάτω—κάτω, είναι η πρώτη βραδιά που περνάμε οι δυο μας μετά από την γνωριμία μας στο πάρτι της Μέγκαν, όμως είναι ένα μικρό διάλειμμα από την πραγματικότητα και αυτή τη στιγμή, νιώθω ότι θέλω να κρατήσει για πάντα...

Μερικές ώρες αργότερα, φτάνουμε κοντά στο σπίτι μου. Ο Ντάνιελ στρίβει το κλειδί και η μηχανή του αυτοκινήτου σταματά ένα στενό πιο κάτω. «Σίγουρα δεν θες να σε πάω μέχρι εκεί;» με ρωτάει και η φωνή του είναι γεμάτη ενδιαφέρον.

«Καλύτερα όχι,» του απαντάω με ένα χαμόγελο, ενώ προσπαθώ να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν για αυτό το ραντεβού και αναγκάστηκα να πάρω ταξί για να τον συναντήσω, καθώς... δεν έχω πιάσει τιμόνι στα χέρια μου από τότε...

«Είσαι σίγουρη;»

«Ναι, μην ανησυχείς,» επαναλαμβάνω, ελπίζοντας να τον πείσω.

Ο Ντάνιελ γνέφει καταφατικά και χωρίς καμία προειδοποίηση, με πλησιάζει περισσότερο. Με μια άγαρμπη κίνηση, στρίβει το κεφάλι μου προς το μέρος του και με φιλάει. Αν και το φιλί του είναι τρυφερό, ταυτόχρονα νιώθω μια επιμονή που με αιφνιδιάζει, όμως ανταποκρίνομαι.

«Καληνύχτα,» του αποκρίνομαι και βγαίνω από το αυτοκίνητό του, αλλά πριν προλάβω να απομακρυνθώ, τον ακούω να με φωνάζει.

«Μπριάννα!»

Βγαίνει από το αυτοκίνητο βιαστικά και με πλησιάζει, περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου για να με τραβήξει κοντά του. Μου δίνει άλλο ένα φιλί, αυτή τη φορά πιο παθιασμένο και ανταποκρίνομαι ξανά, αλλά νιώθω ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Η επιμονή του είναι πιο εμφανής, σαν να θέλει κάτι περισσότερο από αυτό που είμαι διατεθειμένη να του δώσω.

«Ντάνιελ...» αρχίζω, αλλά εκείνος δεν με αφήνει να ολοκληρώσω.

«Μπριάννα, μην το κάνεις αυτό,» μου λέει και η φωνή του είναι γεμάτη από έντονη επιθυμία. «Δεν θέλω να τελειώσει εδώ. Δεν μπορείς να με απομακρύνεις έτσι απλά.»

«Όχι, Ντάνιελ,» του λέω με έναν πιο αποφασιστικό τόνο. «Δεν είναι σωστό.»

Κοιτάζω στα μάτια του, προσπαθώντας να του μεταφέρω αυτό που νιώθω. Αλλά εκείνος συνεχίζει να με κρατά σφιχτά, το βλέμμα του σκοτεινιάζει και η φωνή είναι του είναι γεμάτη ανυπομονησία.

«Μην μου λες όχι,» επιμένει εκείνος. Η αποφασιστικότητά του με κάνει να αισθάνομαι άβολα. Δεν είμαι έτοιμη για αυτό. Είναι κάπως... απότομο. Και το μόνο που θέλω να κάνω, είναι να φύγω.

Η επιμονή του Ντάνιελ με σοκάρει. Κάθε φορά που του ζητάω να σταματήσει, εκείνος γίνεται ακόμη πιο εκδηλωτικός. Με φιλάει στο λαιμό και η αίσθηση αυτή με τρομάζει. «Στάσου, Ντάνιελ! Σταμάτα!» του φωνάζω, προσπαθώντας να τον απωθήσω.

Με την άκρη του ματιού μου, διακρίνω μια φιγούρα να πλησιάζει, αλλά το αμυδρό φως του δρόμου δεν μου επιτρέπει να δω καθαρά ποιος είναι.

«Μπριάννα, όλα καλά;»

Από τη φωνή του αναγνωρίζω τον Νταμιάνο. Ο Ντάνιελ, βλέποντάς τον να πλησιάζει, απομακρύνεται γρήγορα από πάνω μου. Εκείνος προχωρά με αποφασιστικά βήματα και το πρόσωπό του είναι γεμάτο οργή. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρωτάει, ρίχνοντας εναλλασσόμενα βλέμματα σε εμένα και τον Ντάνιελ.

«Απλώς μιλούσαμε,» λέει ο Ντάνιελ αναψοκοκκινισμένος. Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά το βλέμμα του είναι φορτισμένο.

«Μιλούσατε;!» αποκρίνεται ο Νταμιάνο και, χωρίς προειδοποίηση, χτυπάει τον Ντάνιελ στο πρόσωπο. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;!»

Το μάτι του Ντάνιελ πρήζεται σε δευτερόλεπτα και το χέρι του πάει αυτόματα εκεί για να το καλύψει, όμως εκείνος, γελάει ειρωνικά. «Έλα τώρα, Νταμιάνο. Στα σοβαρά; Νομίζεις ότι μπορείς να με τρομάξεις;»

Διακρίνω μια οικειότητα στον τρόπο που του μιλάει. Πράγμα που με βάζει σε έντονες σκέψεις. «Γνωρίζεστε;» ρωτάω τον Νταμιάνο, ενώ η καρδιά μου χτυπά γρήγορα από την ένταση.

«Όχι,» μου απαντάει εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Ντάνιελ με αποδοκιμασία. «Πάμε. Αυτός ο τύπος φαίνεται επικίνδυνος τελικά.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top