Κεφάλαιο 14
Περιμένω να περάσουν περίπου είκοσι λεπτά και ύστερα βγαίνω από το δωμάτιο. Ευτυχώς ο πατέρας μου έχει φύγει, αν και αναρωτιέμαι τι να με ήθελε. Κατεβαίνω τα σκαλιά για να πάω στην κουζίνα, όπου βρίσκω τον Έρικ να τρώει ανέμελος το πρωινό του, με εκείνο το γνωστό ύφος που δεν προμηνύει τίποτα καλό. Πηγαίνω διστακτικά προς την καφετιέρα προσπαθώντας να τον αγνοήσω, αλλά νιώθω το επίμονο βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου...
«Τι;» τον ρωτάω, σηκώνοντας το φρύδι μου. Εκείνος χαμογελάει πλατιά και συνεχίζει το πρωινό του χωρίς να μου απαντήσει. Πριν προλάβω να του πω κάτι περισσότερο, εμφανίζεται ο Νταμιάνο στην πόρτα της κουζίνας. Ο Έρικ μας παρατηρεί και τους δυο με το ίδιο πονηρό χαμόγελο, που πλέον έχει γίνει εμφανές σε τέτοιο βαθμό, που καταντά ενοχλητικό. Αφήνει το πιρούνι του στο πιάτο και μας κοιτάζει εναλλάξ, κουνώντας το κεφάλι του με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Τι έγινε, κύριε σωματοφύλακα; Ήταν δύσκολη η βραδιά χθες;» λέει με υπονοούμενο και εγώ νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.
Ο Νταμιάνο γέρνει ελαφρά το κεφάλι του, ψύχραιμος αλλά σαν να κρύβει μια μικρή ενόχληση από την αδιακρισία του αδερφού μου. «Δύσκολη; Μάλλον πιο... ενδιαφέρουσα απ' ό,τι περίμενα.»
Ο Έρικ γελάει και αμέσως ρίχνει το βλέμμα του σε μένα. «Μπριάννα, κάτι έχεις αλλάξει τελευταία. Δεν σε είχα ξαναδεί να κουράζεις έτσι το προσωπικό.»
Τον καρφώνω με ένα βλέμμα, «θα σταματήσεις ποτέ να υποθέτεις πράγματα;» απαντάω, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και ο Έρικ σηκώνει τα χέρια του σε μια ψεύτικη κίνηση αθωότητας. «Εντάξει, εντάξει! Πάω να συνεχίσω το πρωινό μου. Απλώς λέω ότι... το βλέμμα σας λέει πολλά.»
Λίγο αργότερα, χτυπά το κουδούνι της πίσω πόρτας. Ο Έρικ σηκώνεται και τον ακούω να ανοίγει και να συζητάει για λίγο με κάποιον. «Για σένα είναι,» φωνάζει τελικά και επιστρέφει με μια μεγάλη, εντυπωσιακή ανθοδέσμη από κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται ελαφρώς καθώς παίρνω την ανθοδέσμη στα χέρια μου και διαβάζω το μικρό καρτελάκι. Είναι από τον Ντάνιελ. Αισθάνομαι τα μάτια του Νταμιάνο και του Έρικ πάνω μου και όταν γυρίζω τελικά για να κοιτάξω, βλέπω στο πρόσωπο του Νταμιάνο τη γνωστή έκφραση ενόχλησης, που όσο κι αν προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του, το σφίξιμο στο σαγόνι του προδίδει τον εκνευρισμό του.
«Ωραία λουλούδια,» σχολιάζει ο Έρικ γελώντας. «Φαίνεται ότι κάποιος έχει να σου πει κάτι σημαντικό, Μπριάννα,» μου αποκρίνεται και γυρίζω τα μάτια μου.
Ο Έρικ στρέφεται προς τον Νταμιάνο. «Ελπίζω να μην σε πιάσουν να ζηλεύεις, Νταμιάνο! Μάλλον θα χρειαστείς ένα στιλό για να γράψεις τη λίστα των ανταγωνιστών σου.»
«Έρικ, νομίζω ότι παρεξήγησες,» του αποκρίνεται εκείνος. Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά οι γωνίες των χειλιών του δείχνουν ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται.
«Κανένα πρόβλημα! Στην τελική, δεν είναι δική μου δουλειά να ανακατεύομαι. Σας αφήνω να τα πείτε,» λέει ο Έρικ σηκώνοντας τα χέρια του σαν να παραδίνεται. Μας ρίχνει από μια τελευταία ματιά και απομακρύνεται από τον χώρο.
Ο Νταμιάνο και εγώ κοιταζόμαστε γεμάτοι αμηχανία. Έπειτα από μια στιγμή, εκείνος σπάει τη σιωπή.
«Τι λέει η κάρτα;»
«Δεν ξέρω αν θέλεις να ξέρεις,» του απαντάω χαρίζοντάς του ένα πονηρό χαμόγελο, καθώς προσπαθώ να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα μεταξύ μας.
«Έλα τώρα, είμαι απλώς περίεργος,» μου αποκρίνεται.
«Λέει ότι είναι από τον Ντάνιελ και περιλαμβάνει κάποιες φράσεις τύπου: 'ανυπομονώ να σε δω ξανά'.»
«Αλήθεια;» ρωτάει. Μπορώ να δω την έκφραση στο πρόσωπό του να αλλάζει, καθώς συνοφρυώνεται. «Και εσύ τι σκέφτεσαι για αυτόν;»
«Στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Είναι ευγενικός, αλλά...» αρχίζω, προσπαθώντας να βρω τις σωστές λέξεις.
«Αλλά;» ρωτάει εκείνος, με μια αχνή υποψία ότι ίσως η απάντησή μου δεν είναι αυτό που θα ήθελε να ακούσει.
«Αλλά δεν ξέρω αν είναι το στυλ μου,» απαντάω και οι ματιές μας διασταυρώνονται ξανά. «Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι...»
«Τι;» με ρωτάει και η περιέργεια στο βλέμμα του φουντώνει.
«Απλά... αναρωτιέμαι τι γνώμη έχεις εσύ για εκείνον,» απαντάω, ενώ εξακολουθώ να προσπαθώ να διατηρήσω μια ανάλαφρη διάθεση.
«Και γιατί να με νοιάζει;» μου αποκρίνεται.
«Μάλλον γιατί είσαι ο σωματοφύλακάς μου και πρέπει να φροντίζεις για την ασφάλειά μου, σωστά;»
«Δεν νομίζω ότι χρειάζεσαι προστασία από τον τύπο, αλλά είναι πάντα καλό να είσαι προσεκτική.»
Δεν απαντάω. Η αλήθεια είναι, ότι δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ούτε καν αν πρέπει. Τον κοιτάζω για μερικά δευτερόλεπτα πριν συνεχίσει...
«Σκέψου το σαν μια προειδοποίηση,» λέει και γελάει άχνα, αλλά στα μάτια του μπορώ να διακρίνω ότι η ζήλεια του δεν έχει ξεθωριάσει ακόμα.
Τον κοιτάζω και για ακόμη μια φορά προσπαθώ να τον διαβάσω. Δεν ξέρω πώς να του το δείξω πιο καθαρά. Είμαι σίγουρη ότι δεν είμαι μόνη μου σε αυτό το συναίσθημα, όμως καταλαβαίνω τι τον συγκρατεί... ο φόβος του για τον πατέρα μου. Η επιθυμία καθρεφτίζεται στα μάτια του, όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει. Μάλλον πρέπει να πάψω να παίζω με τη φωτιά, γιατί στο τέλος θα καούμε και οι δύο. Ίσως, ο Ντάνιελ να είναι η διέξοδος που χρειάζομαι για να βγάλω τον Νταμιάνο εντελώς από το μυαλό μου. Πρέπει να πάψω να τον προκαλώ. Για πόσο όμως μπορώ να αγνοώ αυτό που νιώθω; Είναι το μόνο ερώτημα που με βασανίζει. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα πλέον. Όμως, φαίνεται πως η απόφαση αυτή, είναι το μόνο που μπορεί να με ελευθερώσει· να βάλει μια τάξη στην καρδιά μου και να σταματήσει αυτό το παιχνίδι πριν πονέσουμε και οι δυο...
Αποστρέφω το βλέμμα μου και κατευθύνομαι προς την πόρτα χωρίς να πω τίποτα, μέχρι που η φωνή του με σταματά.
«Πού πας;» ρωτάει. Ακούγεται σχετικά ήρεμος ξαφνικά και όλη του η προσοχή είναι στραμμένη σε εμένα.
«Επάνω,» απαντώ σύντομα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
Κάνω ένα βήμα και ακουμπάω το κρύο πόμολο της πόρτας, μα πριν προλάβω να την ανοίξω, η φωνή του με σταματάει ξανά. «Δεν σου φαίνεται περίεργο που ξέρει τη διεύθυνσή σου; Ή μήπως... την έδωσες εσύ;»
Αναστενάζω και στρέφομαι προς το μέρος του, σηκώνοντας τους ώμους μου. «Λογικά, του το είπε η Μέγκαν. Δεν θα ήταν δύσκολο να το μάθει.»
Εκείνος, με κοιτάζει για λίγο σκεπτικός, τα χείλη του είναι σφιγμένα, σαν να σκέφτεται κάτι που δεν λέει δυνατά. «Απλώς... να είσαι προσεκτική,» μου λέει τελικά, για δεύτερη, ίσως, φορά και το βλέμμα του είναι σταθερό επάνω μου.
Νιώθω τη ζεστασιά της ανησυχίας του, αλλά επιλέγω να το αφήσω να περάσει απαρατήρητο. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς τόσο για μένα,» λέω απαλά, ενώ προσπαθώ να χαμογελάσω.
Μου ρίχνει μια τελευταία ματιά γεμάτη νόημα και βγαίνω από το δωμάτιο...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top