Κεφάλαιο 13
Τα μάτια του φωτίζονται από μια στιγμιαία φλόγα και για μια στιγμή νομίζω ότι θα αφεθεί, αλλά εκείνος αποστρέφεται από πάνω μου και τα κλείνει, προσπαθώντας να συγκρατηθεί. Όταν ξανακοιτάζει, το ύφος του είναι γεμάτο συγκρούσεις, σαν να παλεύει ανάμεσα στην επιθυμία και την ευθύνη του.
Απλώνει το χέρι του και αγγίζει το πρόσωπό μου, τα δάχτυλά του απαλά αλλά γεμάτα ένταση. «Μπριάννα, είσαι μεθυσμένη...» ψιθυρίζει, σαν να το λέει στον εαυτό του. Τα μάτια του εξερευνούν το πρόσωπό μου, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν εννοώ όσα λέω.
Σκύβει κοντά μου, η ανάσα του φτάνει στα χείλη μου. Ένα κύμα ερωτισμού πλημμυρίζει το αμάξι, αλλά προτού προλάβω να κάνω κίνηση, εκείνος τραβιέται ξανά απότομα.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και, χωρίς να πει άλλη λέξη, βάζει μπροστά τη μηχανή και ξεκινά για το σπίτι. Στο δρόμο επικρατεί και πάλι σιωπή, αλλά η ένταση ανάμεσά μας είναι τόσο πυκνή που θα μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του κι εκείνος προσπαθεί να μην με κοιτάξει, με τα χέρια του να σφίγγουν γερά το τιμόνι.
Λίγη ώρα αργότερα, το αυτοκίνητο σταματά αθόρυβα μπροστά στην είσοδο. Δεν είναι κανείς. Ο Νταμιάνο εξακολουθεί να έχει τα χέρια του στο τιμόνι για λίγες στιγμές, σαν να συγκεντρώνει όλο του το θάρρος. Ξέρω τι σκέφτεται. Ακριβώς το ίδιο που σκέφτομαι και εγώ. Δεν τολμώ να πω τίποτα άλλο, μόνο τον κοιτάζω, με την καρδιά μου να χτυπάει μεθυστικά γρήγορα. Ξαφνικά, γυρίζει και με κοιτάζει με εκείνο το βαθύ, σκοτεινό βλέμμα που δεν χρειάζεται λόγια.
Το χέρι του απλώνεται και χάνεται μέσα στα μαλλιά μου, τραβώντας με προς το μέρος του. Ο χώρος γύρω μας γίνεται αμυδρός και υπάρχει μόνο η στιγμή αυτή. Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου και το φιλί του είναι βαθύ και γεμάτο πάθος. Οι άμυνές μου καταρρέουν και τον αφήνω να με τυλίξει στην αγκαλιά του, σαν να χάνεται ο χρόνος, σαν να ανήκουμε ο ένας στον άλλον σε αυτό το σημείο.
Η θέρμη ανάμεσά μας πυκνώνει. Τα παράθυρα θολώνουν. Η ανάσα μου είναι ρηχή και κοφτή κι ακούγεται δυνατά στον μικρό χώρο του αμαξιού, δίπλα στην δική του. Λικνίζομαι στον ρυθμό του και τίποτα άλλο δεν υπάρχει παρά μόνο εμείς και μια στιγμή που δεν χωράει λόγια. Κάθε κίνηση είναι προσεκτική, γεμάτη τρυφερότητα και έντονο πάθος και νιώθω ότι, με κάποιον τρόπο, όλα καταλήγουν εδώ, στο βλέμμα του, στην ανάσα του, σε εμένα...
«Μπριάννα...» ψιθυρίζει το όνομά μου με μια φωνή που είναι φορτισμένη με τόσα ανείπωτα συναισθήματα. Ένα μόνο άκουσμα πριν την κορύφωση, κι όλη η απόσταση που είχαμε επιβάλει εξαφανίζεται.
«Μπριάννα...»
«Μπριάννα, ξύπνα!»
Η φωνή του φτάνει αχνά στα αυτιά μου, σαν να μπερδεύεται ακόμα με τις τελευταίες εικόνες του ονείρου μου.
Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτάζω μισοκοιμισμένη, παρατηρώντας για μια στιγμή τη σοβαρή του έκφραση.
«Γιατί ντύθηκες;» μουρμουρίζω, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς τι γίνεται.
Ο Νταμιάνο με κοιτάζει μπερδεμένος...
«Σε πήρε ο ύπνος στο αμάξι,» μου αποκρίνεται. Εγώ παρατηρώ γύρω μου, αρχίζοντας να συνειδητοποιώ ότι είμαστε στην είσοδο του σπιτιού.
Προσπαθώ να ξεκουμπώσω τη ζώνη ασφαλείας, αλλά αισθάνομαι τα πόδια μου βαριά, σαν να μη με υπακούν. Ξαφνικά, χωρίς να πει λέξη, ο Νταμιάνο σκύβει, ξεκουμπώνει με ευκολία την ζώνη και με παίρνει απαλά στην αγκαλιά του.
«Τι κάνεις;» ψιθυρίζω χαμογελώντας, με τα μάτια μου να βαραίνουν και πάλι από τη νύστα.
«Σε σώζω από το να πέσεις με τα μούτρα στις σκάλες,» απαντάει, ρίχνοντας προσεκτικές ματιές τριγύρω, για να βεβαιωθεί ότι δεν μας βλέπει κανείς.
Περπατάει σιωπηλά μέσα στο σπίτι, προσπαθώντας να κρατήσει το βήμα του αθόρυβο κι εγώ νιώθω τη ζεστασιά της αγκαλιάς του να με τυλίγει, λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Φτάνοντας στην πόρτα του δωματίου μου, ανοίγει αθόρυβα και με βάζει απαλά στο κρεβάτι.
«Μην φύγεις...» μουρμουρίζω και τον τραβάω στην αγκαλιά μου.
«Μπριάννα, ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται...»
«Δεν θέλω να φύγεις.»
(...)
Ώρες αργότερα, ξυπνάω από έναν δυνατό θόρυβο, με το κεφάλι μου ακόμα βαρύ από το χθεσινό βράδυ. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συμβαίνει, βλέπω την πόρτα να ανοίγει με φόρα και τον Έρικ να μπουκάρει στο δωμάτιο.
«Μπριάννα, ο μπαμπάς σε ψάχνει! Είσαι... εδώ;» Σταματάει απότομα και τα μάτια του μένουν ορθάνοιχτα, καθώς το βλέμμα του πέφτει πάνω στον Νταμιάνο, που κοιμάται δίπλα μου στο κρεβάτι. Εκείνος φοράει ακόμα τα ρούχα του, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον δεν έγινε και τίποτα τελικά, —θα ήταν κρίμα να είχε γίνει και να μην το θυμάμαι... ενώ το φόρεμά μου κρέμεται με κάποιο τρόπο πάνω στο φωτιστικό κι εγώ είμαι μόνο με το μαγιό μου.
Ο Έρικ μένει για μια στιγμή άφωνος, κοιτάζει πρώτα εμένα, μετά τον Νταμιάνο, και μετά το φόρεμα που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας.
«Α!» λέει, με ένα βλέμμα που έχει όλη την έκπληξη και το υπονοούμενο του κόσμου. «Εσείς το έχετε πάει σε άλλο επίπεδο!»
Πριν προλάβω να πω κάτι, ο Νταμιάνο αναστενάζει και σηκώνεται αργά. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Έρικ,» δηλώνει, τρίβοντας τα μάτια του. Το βλέμμα του Έρικ όμως δεν πτοείται κι εγώ προσπαθώ να μη γελάσω.
«Μπα, δεν πειράζει,» απαντάει ο Έρικ, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του με ένα πονηρό χαμόγελο. «Θα πω στον μπαμπά ότι δεν σε βρήκα...»
Ο Έρικ βγαίνει από το δωμάτιο και για λίγα δευτερόλεπτα μένουμε σιωπηλοί. Ο Νταμιάνο σηκώνεται, ισιώνει τα ρούχα του και βάζει τα παπούτσια του με μια σοβαρή έκφραση που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εξηγήσεις. Όμως, δεν αντέχω.
«Νταμιάνο...» λέω, κάπως διστακτικά. «Μήπως ξέρεις πώς βρέθηκε εκεί το φόρεμά μου;» συμπληρώνω, δείχνοντας με το βλέμμα μου το φωτιστικό, όπου το φόρεμα κρέμεται εντυπωσιακά.
Αυτός κλείνει τα μάτια του για μια στιγμή, σαν να παλεύει να συγκρατήσει ένα χαμόγελο που πάει να ξεπηδήσει από τα χείλη του. «Εσύ το πέταξες, Μπριάννα. Στον ύπνο σου. Είπες ότι ζεσταινόσουν.»
Γελάω, κουνώντας το κεφάλι μου, όμως έχω ακόμη αρκετές απορίες. «Και... σίγουρα δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας;»
«Εκτός από το ότι μου άρπαξες το μαξιλάρι και σχεδόν με έσπρωξες εκτός κρεβατιού; Όχι, δεν έγινε τίποτα,» μου απαντάει. «Αλλά με βάση το βλέμμα του Έρικ, θα χρειαστείς μια καλή δικαιολογία.»
Σηκώνεται, με κατεύθυνση προς την πόρτα και με κοιτάζει σοβαρά. «Θα βγω πρώτος. Αν μείνεις εδώ για λίγο και μετά φύγεις κι εσύ, δεν θα κινήσουμε υποψίες.»
Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. «Πριν φύγεις...» του λέω, δείχνοντάς του το φόρεμα στο φωτιστικό. «Θα με βοηθήσεις να το κατεβάσω;»
Ο Νταμιάνο ρίχνει μια τελευταία ματιά στο φόρεμα, κουνάει το κεφάλι του και πλησιάζει, πηδώντας ελαφρά για να το φτάσει. «Αν αυτό το φόρεμα μπορούσε να μιλήσει, φαντάζομαι ότι θα είχε να πει πολλές ιστορίες.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top