Κεφάλαιο 12

Η μουσική είναι δυνατή και υπνωτιστική. Στέκομαι κοντά στην πισίνα, χαζεύοντας το φως που αντανακλάται στην επιφάνεια, μέχρι τη στιγμή που η Μέγκαν πλησιάζει με κάποιον άγνωστο νεαρό άντρα δίπλα της.
«Μπριάννα, ο Ντάνιελ ήθελε πολύ να σε γνωρίσει,» μου αποκρίνεται, καθώς η ίδια βγαίνει από την πισίνα και απομακρύνεται. Σηκώνω δειλά το κεφάλι μου και τον κοιτάζω. Ο Ντάνιελ είναι ακόμη στο νερό, με πρόσωπο που αποπνέει αυτοπεποίθηση. Τα καστανοπράσινα μάτια του με περιεργάζονται χωρίς καμία ντροπή, και νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει, ενώ από την άλλη άκρη της πισίνας, αισθάνομαι το βλέμμα του Νταμιάνο πάνω μου, αμετακίνητο. Ξέρω ότι με παρακολουθεί, ότι δεν του ξεφεύγει τίποτα, αλλά δεν πρόκειται να του δώσω τη χαρά να διακρίνει την οποιαδήποτε αμηχανία μου.

Ο Ντάνιελ βγαίνει αργά από το νερό, με τις καστανές, κοντές μπούκλες του να κολλάνε βρεγμένες στο μέτωπό του, αναδεικνύοντας τα έντονα χαρακτηριστικά του. Ένα γοητευτικό χαμόγελο φωτίζει τα χείλη του, καθώς πλησιάζει, απλώνει το χέρι του και μου προσφέρει ένα ποτό.
«Ένα δροσιστικό κοκτέιλ για την πιο όμορφη γυναίκα εδώ απόψε;» λέει, με παιχνιδιάρικη αυτοπεποίθηση.

Χαμογελάω, καθώς, οφείλω να παραδεχτώ πως το παρουσιαστικό του μου κινεί το ενδιαφέρον. Πιάνω στα χέρια μου το ποτό, και η ατμόσφαιρα γύρω μας φαίνεται να γεμίζει με μια ευχάριστη διάθεση. «Ευχαριστώ! Αυτό είναι σίγουρα η καλύτερη προσφορά που έχω ακούσει απόψε,» αποκρίνομαι, ενώ προσπαθώ να διατηρήσω την άνεσή μου.

«Και τι θα κάνεις με αυτό το κοκτέιλ;» ρωτά, καθώς το βλέμμα του εστιάζει πάνω μου.

«Μάλλον θα το απολαύσω με την παρέα σου,» απαντάω, ρίχνοντάς του μια παιχνιδιάρικη ματιά.

«Μου αρέσει αυτή η ιδέα,» λέει, και το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πλατύ.

Χαμογελάω γοητευμένη και συνεχίζω να απολαμβάνω την παρέα και το διακριτικό φλερτ του Ντάνιελ, χωρίς να σκέφτομαι καθαρά πλέον· ούτε που κατάλαβα για πότε πέρασε μια ολόκληρη ώρα, καθώς οι συζητήσεις μαζί του είναι αρκετά ενδιαφέρουσες. Η ατμόσφαιρα γύρω μας είναι γεμάτη από γέλια και μουσική, ενώ μοιάζει να υπάρχει μια αόρατη σύνδεση μεταξύ μας, που με κάνει να ξεχνάω τον κόσμο γύρω μου, ενώ το ποτό που ήπια, είναι πιο δυνατό απ' ό,τι φανταζόμουν, και ξαφνικά νιώθω μια ευχάριστη ζάλη να με κυριεύει.

«Ξέρεις... ανυπομονούσα να σε γνωρίσω, όμως δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έρθεις,» μου αποκρίνεται, χαρίζοντάς μου ένα ακόμη γοητευτικό χαμόγελο.

«Γιατί όχι;» του απαντάω ανταποδίδοντας στο χαμόγελο, αλλά το βλέμμα του με κρατάει προσηλωμένη.

«Δεν ξέρω,» λέει εκείνος, σηκώνοντας ελαφρώς τα φρύδια του. «Ο σωματοφύλακάς σου φαίνεται να είναι πολύ προσεκτικός. Πρέπει να είναι καλός στη δουλειά του.»

«Ναι, έχει τα μάτια του πάντα επάνω μου,» του λέω, νιώθοντας ότι η μεθυσμένη μου κατάσταση με κάνει πιο ανοιχτή από ότι θα έπρεπε. «Ίσως πρέπει να του στείλω ένα μήνυμα για να τον καθησυχάσω...»

«Και να του πεις ότι περνάς καλά;» ρωτάει με ένα ακόμη χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του, πιο πονηρό αυτή τη φορά. «Είναι καλό να ξέρει ότι όλα είναι υπό έλεγχο.»

Δεν μπορώ παρά να γελάσω, το γέλιο μου είναι ελαφρύ και λίγο θολό. «Σίγουρα,» του λέω, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Αλλά σίγουρα δεν θα του πω για...»

Προτού προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, με πλησιάζει με θάρρος και με φιλάει απαλά στο λαιμό. Η επαφή του είναι αισθησιακή και ξαφνικά όλα γύρω μου μοιάζουν να θολώνουν ακόμα περισσότερο. Ευτυχώς, ο Νταμιάνο δεν είναι εδώ για να το δει αυτό. Για μία στιγμή, αναρωτιέμαι που μπορεί να πήγε, αλλά για πρώτη φορά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Νιώθω μια ανατριχίλα να διαπερνά το σώμα μου, ενώ το μεθυσμένο γέλιο μου διακόπτεται από μια αίσθηση ευφορίας.

«Είναι σίγουρα ένα αίσθημα ελευθερίας, έτσι δεν είναι;» ψιθυρίζει προκλητικά.

Ξαφνικά, νιώθω την ανάσα του να ζεσταίνει το πρόσωπό μου καθώς σκύβει προς τα χείλη μου. Η στιγμή μοιάζει αναπόφευκτη, και για λίγα δευτερόλεπτα, σκέφτομαι να την αφήσω να εξελιχθεί, όμως, πριν προλάβει να φτάσει κοντά μου, σηκώνω το χέρι μου και τον σπρώχνω απαλά.

«Ντάνιελ...» λέω με μια ανάσα, ψάχνοντας να βρω τα κατάλληλα λόγια για να μην τον προσβάλω, ενώ στο βλέμμα του διακρίνω αμηχανία.

«Είσαι... υπέροχος,» συνεχίζω, προσπαθώντας να διατηρήσω τον τόνο μου ανάλαφρο. «Αλλά... δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή.»

Ο Ντάνιελ χαμογελάει αχνά και κουνάει καταφατικά το κεφάλι, σαν να καταλαβαίνει. «Ίσως κάποια άλλη φορά,» λέει, με το ίδιο διακριτικό χαμόγελο, προτού κάνει ένα βήμα πίσω, αφήνοντάς μου τον χώρο που χρειάζομαι.

«Συγγνώμη, Ντάνιελ... πρέπει να φύγω.»

«Καταλαβαίνω. Ελπίζω να τα ξαναπούμε,» μου απαντάει, με ένα αχνό χαμόγελο, αλλά το βλέμμα του μένει καρφωμένο επάνω μου καθώς απομακρύνομαι από κοντά του.

(...)
Βγαίνω από το διαμέρισμα της Μέγκαν και κατευθύνομαι γρήγορα προς το υπόγειο πάρκινγκ, νιώθοντας την αίσθηση της νύχτας να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Το κεφάλι μου ακόμα γυρίζει λίγο από τα ποτά, αλλά η παρουσία του Νταμιάνο που με περιμένει στο αυτοκίνητο είναι σαν ένα σοκ νηφαλιότητας. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Το βλέμμα του είναι ψυχρό, απόμακρο.

«Πέρασες καλά;» με ρωτάει, η φωνή του είναι κοφτή και πιο αυστηρή από κάθε άλλη φορά. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου, και δεν χρειάζεται να πει κάτι άλλο για να καταλάβω ότι έχει δει ή φανταστεί πολλά περισσότερα απ' ό,τι θα ήθελα.

«Νταμιάνο...» ξεκινάω να λέω με ψυχραιμία, προσπαθώντας να χαλαρώσω την ένταση. «Ήταν απλώς ένα πάρτι.»

«Απλώς ένα πάρτι;» επαναλαμβάνει, και το βλέμμα του είναι γεμάτο ενόχληση που προσπαθεί να κρύψει, αλλά αποτυγχάνει. «Και ο... φίλος σου, απλώς ένας καλεσμένος;»

Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν, και η αμηχανία μου με κάνει να αποστρέψω για λίγο το βλέμμα μου. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις,» λέω, αν και ξέρω ότι το ύφος μου δεν είναι πειστικό. «Ήταν μια γνωριμία... τίποτα περισσότερο.»

«Η δουλειά μου είναι να σε προσέχω,» λέει τελικά, αλλά η φωνή του είναι γεμάτη από ελεγχόμενο εκνευρισμό. «Δεν χρειάζεται να απολογείσαι.»

«Όχι, Νταμιάνο. Αυτό... αυτό δεν έχει σχέση με τη δουλειά σου.»

Η καρδιά μου σφίγγεται, το βλέμμα του με παγιδεύει. Ζηλεύει και το καταλαβαίνουμε και οι δύο. Κοιτάζομαι για μια στιγμή στον καθρέφτη του συνοδηγού, προσπαθώντας να μαζέψω τις σκέψεις μου. «Ίσως πρέπει να με πας σπίτι,» του λέω, χαμηλώνοντας τη φωνή μου.

Ξεφυσάει βαθιά και, χωρίς να πει τίποτα άλλο, στρέφεται στο τιμόνι και βάζει μπροστά...

(...)
Καθώς κοιτάζω έξω από το παράθυρο, συνειδητοποιώ ότι δεν κατευθυνόμαστε προς το σπίτι. Τα φώτα των κεντρικών δρόμων ξεθωριάζουν. Ο Νταμιάνο έχει το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά, χωρίς να μου δώσει καμία εξήγηση και η σιωπή ανάμεσά μας, είναι σχεδόν μαρτυρική.

«Πού πάμε;» τον ρωτάω τελικά, ενώ προσπαθώ να κρύψω την ανησυχία μου.

Το βλέμμα του παραμένει σκληρό, προσηλωμένο στον δρόμο. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε,» απαντά. Δεν χρειάζεται να πει περισσότερα, η ένταση στα λόγια του με κάνει να φαντάζομαι το τι πρόκειται να ακολουθήσει...

Μετά από λίγο, φτάνουμε σε ένα απομονωμένο σημείο στο Fort Tryon Park, με θέα στον ποταμό Hudson και τη γέφυρα George Washington που λαμπυρίζει στο βάθος. Σβήνει τη μηχανή και μένει για μια στιγμή σιωπηλός.

«Νταμιάνο... γιατί το κάνεις αυτό...;»

Εκείνος στρέφεται προς το μέρος μου και από την έκφραση που έχει πάρει, μπορώ να διακρίνω συναισθήματα που έχει προσπαθήσει να καταπιέσει καιρό. «Γιατί συνεχίζεις να παίζεις αυτό το παιχνίδι, όταν ξέρεις...» κάνει μια παύση, σαν να μην ξέρει πώς να συνεχίσει. Σαν να έχασε το ίδιο του το στοίχημα. Με όση δύναμη μου έχει απομείνει, απλώνω το χέρι μου και ακουμπάω απαλά το μπράτσο του.

«Δεν είναι παιχνίδι, Νταμιάνο...»

Εκείνος διστάζει για μια στιγμή και βλέπω την έκφρασή του να σκοτεινιάζει, ενώ το βλέμμα του μελετά το πρόσωπό μου. «Μπριάννα,» λέει χαμηλόφωνα, «ξέρεις ότι δεν μπορούμε να νιώθουμε έτσι. Εγώ... εγώ δεν μπορώ να νιώθω έτσι.»

«Και γιατί όχι;» τον προκαλώ. Όσο περισσότερο τον κοιτάζω, τόσο περισσότερο αισθάνομαι να πλημμυρίζομαι από μια ένταση που δεν μπορώ να ελέγξω άλλο.

«Γιατί ο πατέρας σου θα με σκοτώσει, αν το μάθει,» μου αποκρίνεται εκείνος. «Είμαι εδώ για να σε προστατεύω, όχι για... για να σε βλέπω έτσι.» Σφίγγει τα χέρια του σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του.

Τον κοιτάζω... και ένα ρίγος κατακλύζει ολόκληρο το κορμί μου. «Αυτό το καταλαβαίνω, αλλά απόψε... απόψε θέλω εσένα.» Κάνω μια παύση. Δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο.

«Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου, Νταμιάνο.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top