Κεφάλαιο 1

Το αυτοκίνητό μου αναποδογύρισε τέσσερις φορές. Ούτε που θυμάμαι πως κατάφερα να απεγκλωβιστώ από εκεί μέσα. Η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο, και το ένστικτο επιβίωσης, με έκανε να τα καταφέρω... Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη· δεν έχεις και πολύ χρόνο για να σκεφτείς άλλωστε... Σαράντα δευτερόλεπτα ακόμη, κι αν αργούσα, θα είχα γίνει παρανάλωμα του πυρός...

Είναι τα εικοστά δεύτερα γενέθλιά μου και φέτος είμαι αναγκασμένη να τα περάσω στην κλινική όπου νοσηλεύομαι· αν και θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων που τουλάχιστον θα τα γιορτάσω, όπως λέει και ο πατέρας μου...

Έστω και έτσι.

Ευτυχώς για εμένα, δεν έπαθα μεγάλη ζημιά. Τουλάχιστον, τίποτα που δεν διορθώνεται. Με κρατούν μέσα κυρίως για προληπτικούς λόγους, ύστερα από εντολή του πατέρα, ο οποίος είναι πεπεισμένος από την αρχή, ότι δεν πρόκειται για ατύχημα και οι άνθρωποι της αστυνομίας —που παρεπιπτόντως έχουν και τον ίδιο στην μπούκα, δεν άργησαν να του το επιβεβαιώσουν, εφόσον τα φρένα του αυτοκινήτου μου ήταν πειραγμένα. Κάποιος είχε σκοπό να του κάνει κακό, προφανώς... μιας που εγώ, δεν έχω ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κανέναν.

Αλλά, ποιος...;

Ίσως, αυτό να ήταν απλά ένα προειδοποιητικό μήνυμα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του... αλλά είμαι σίγουρη, ότι όποιος το έκανε, θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα... ήδη έχει βάλει τους άντρες του, να βρουν τον υπαίτιο· και θα το κάνουν...

«Ξύπνησες;» Η τραχιά φωνή του πατέρα μου με επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα, διαλύοντας για λίγο τις σκέψεις που με είχαν απορροφήσει.
«Ναι...» του αποκρίνομαι κι αυτός έρχεται να καθίσει κοντά μου. Χωρίς να πει παραπανίσιες κουβέντες, με λεπτεπίλεπτες κινήσεις, τοποθετεί ένα κουτί με γλυκά και ένα μπουκέτο με δεκαέξι ολόλευκα τριαντάφυλλα στο κομοδίνο, ακριβώς δίπλα από το κρεβάτι μου.
«Μην ανησυχείς, θα τον βρούμε.»
«Το ξέρω ότι θα τον βρεις,» του απαντάω, χαρίζοντάς του ένα πονηρό χαμόγελο.

Ο πατέρας μου, μπορεί να είναι ότι είναι, αλλά δεν παύει να είναι πατέρας μου. Και ξέρω πάρα πολύ καλά, ότι θα έδινε και την ζωή του για εμένα· το ίδιο και για τον αδερφό μου, τον Έρικ.

Δύο από τους άντρες του, βρίσκονται έξω από το δωμάτιο. Ο ένας, κοντοστέκεται στο κατώφλι της πόρτας, με τα χέρια του να είναι σταυρωμένα, μπροστά από το γυμνασμένο του στήθος και ο άλλος, περιφέρεται στον διάδρομο.

«Είναι απαραίτητο αυτό;» τον ρωτάω, κι εκείνος με κοιτάζει με το γνώριμο, αυστηρό του ύφος.

«Φυσικά και είναι απαραίτητο, Μπριάννα. Όπως έκρινα και απαραίτητο, λοιπόν, να έχεις κάποιον μαζί σου για την ασφάλειά σου. Έχω προσλάβει έναν σοφέρ για να σε συνοδεύει όποτε χρειάζεσαι. Είναι για το καλό σου, παιδί μου.»

«Σωματοφύλακα εννοείς... Όπως και να'χει, δεν χρειάζομαι κανέναν, μπαμπά. Μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου.»

«Είναι μια απόφαση που πήρα ήδη, και πιστεύω ότι θα σε κάνει να νιώσεις πιο ασφαλής.»

Αναστενάζω, μιας που δεν μπορώ να κάνω και κάτι πέρα από αυτό. Ό,τι πει ο πατέρας, είναι νόμος. Στο κάτω—κάτω, τον εμπιστεύομαι. Ξέρω ότι το κάνει για το καλό μου. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, που θα ήθελε να πάθω κακό.«Εντάξει,» του αποκρίνομαι τελικά. «Και, πως ξέρεις ότι είναι άξιος εμπιστοσύνης, αφού μόλις τον προσέλαβες, όπως λες.» Ένα πονηρό γελάκι, σχηματίζεται αχνά στο πρόσωπό του, «μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι, Μπριάννα,» τον κοιτάζω με προσοχή και περιμένω να συνεχίσει, «αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να έβρισκα κανέναν τυχαίο.»

«Τον ξέρω...;»
«Είναι ο Νταμιάνο. Ο γιος, του Μάσιμο Λόμπο.»
«Του Ιταλού;»
«Ακριβώς.»

Ωχ, θεέ μου. Ο Νταμιάνο. Τον θυμάμαι από μικρή, ερχόταν στην έπαυλή μας με τον πατέρα του, ο οποίος δουλεύει χρόνια για τον δικό μου· είναι κάτι, σαν... το δεξί του χέρι στις βρωμοδουλειές του, όμως, δεν έχει και τόσο μεγάλη εξουσία, μιας που ασχολείται κυρίως, με την ασφάλειά μας· παρόλα αυτά, ο πατέρας μου του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη.

«Μάλιστα,» του αποκρίνομαι και πάλι, δεν με χαλάει και πολύ η σκέψη του ημίθεου Νταμιάνο στο πλευρό μου, αλλά, είναι που... είναι κάπως κρύος και έχει κάτι στο βλέμμα του, που ενίοτε με τρομάζει... άλλες φορές πάλι, το βρίσκω αδιαμφισβήτητα σέξι, αν και ξέρω, ότι δεν θα έπρεπε να έχω τέτοιου είδους μπλεξίματα μαζί του, πρώτον, γιατί ο πατέρας μου θα του κόψει τα χέρια και τα δυο του πόδια μαζί και δεύτερον, γιατί δεν νομίζω να με συμπαθεί και ιδιαίτερα για κάποιον λόγο... Ίσως, επειδή είμαι η κόρη του Ρίτσαρντ Στόουν. Του αφεντικού, του πατέρα του.

«Και συμφώνησε να το κάνει;» τον ρωτώ γεμάτη από περιέργεια, διακόπτοντας τη σιωπή. «Υπήρχε περίπτωση να μην συμφωνήσει;» μου απαντά εκείνος με αυτοπεποίθηση, όπως πάντα. «Μην ανησυχείς, το έχω κανονίσει ήδη αυτό,» προσθέτει.
«Φαντάζομαι, ότι θα μπορώ να έχω μερικές στιγμές ιδιωτικότητας, έτσι μπαμπά...;»
«Προς το παρόν, σημασία έχει η ασφάλειά σου, πριγκίπισσα.»
«Τι σημαίνει αυτό...;»
«Αυτό σημαίνει, ότι θα χρειαστεί να κανείς λίγη υπομονή. Τουλάχιστον μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.»

Τα λόγια του με βάζουν σε σκέψεις. Του έχω τυφλή εμπιστοσύνη και για να λέει ότι χρειάζομαι προστασία, κάτι παραπάνω θα ξέρει. Τις περισσότερες φορές, αισθάνομαι άτυχη να μεγαλώνω σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Άλλες πάλι, αισθάνομαι τυχερή, μιας που δε μου έχει λείψει και ποτέ μου τίποτα, όμως, αυτό είναι αφόρητα βαρετό. Δεν έχω κίνητρο. Δεν ξέρω καν, τι μου αρέσει πραγματικά. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ μου, τι δουλειά θα ήθελα να κάνω, γιατί, πολύ απλά, δεν χρειάστηκε.

«Μπαμπά, πότε θα τους πεις να μου δώσουν εξιτήριο...;» τον ρωτάω. «Νιώθω έτοιμη εδώ και μέρες, δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα.»

«Κάνε λίγη υπομονή ακόμη. Σε δύο μέρες θα βγεις.»

«Δυο ημέρες;! Μα, γιατί...; Όλοι λένε ότι είμαι καλά πλέον, έχω σταματήσει να παίρνω παυσίπονα. Δεν καταλαβαίνω...» του αποκρίνομαι με αγανάκτηση στη φωνή μου· αν και, είναι σαφές ότι η απόφαση δεν είναι δική μου πια. Ούτε καν των γιατρών. Ξέρω ότι με κρατάνε ακόμη με εντολή του πατέρα μου.

«Σε παρακαλώ...» τον ικετεύω, ελπίζοντας μάταια.

«Μπριάννα, δεν θα φύγεις όσο δεν είμαι σίγουρος ότι είσαι έτοιμη. Κι ακόμα, δεν είσαι...»

Είμαι σίγουρη ότι κάτι σκαρώνει. Και όταν δεν με θέλει στα πόδια του, με κρατά σε απόσταση. «Εντάξει,» ψελλίζω και εκείνος σηκώνεται αποφασιστικά από την καρέκλα προς την έξοδο.

«Δυο ημέρες είναι, θα περάσουν,» προσθέτει πριν βγει εντελώς από το δωμάτιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top