Καφάλαιο 10
Η ερώτησή του με αιφνιδιάζει. Κάτι μου λέει ότι η αντίδρασή μου θα κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα από ότι είναι. «Πόσο αφελείς μπορεί να είσαι...» οι τελευταίες κουβέντες του Νταμιάνο στροβιλίζονται στο κεφάλι μου. «Μάλλον πάρα πολύ,» η εσωτερική μου φωνή απαντάει, όσο ο πατέρας μου εξακολουθεί να με κοιτάζει με το ανακριτικό του ύφος, περιμένοντας μια απάντηση· μια απάντηση, που... δεν μπορώ να του δώσω.
«Μπριάννα... τι σου έκανε ο Νταμιάνο;» επαναλαμβάνει, σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Τίποτα... απλώς... είναι ανυπόφορα εκνευριστικός... σαν στενός κορσές,» καταφέρνω να ψελλίσω, όμως η απάντησή μου δεν φαίνεται να τον πείθει πολύ. «Νομίζω ότι είναι υπερβολικό όλο αυτό...» συμπληρώνω, καθώς ψάχνω τις κατάλληλες λέξεις για να συνεχίσω την πρόταση.
«Όλο αυτό... Δηλαδή;»
«Απλώς θα ήθελα να επιστρέψω στους παλιούς μου ρυθμούς, μπαμπά. Δεν χρειάζομαι προστασία πλέον.»
«Αυτό άσε με να το κρίνω εγώ,» μου αποκρίνεται τελεσίδικα. «Μπριάννα, καιροφυλακτούν κίνδυνοι που δεν γνωρίζεις. Ούτε είσαι σε θέση να μάθεις ακόμη.» Κάνει μια παύση και έρχεται προς το μέρος μου. «Δεν ήταν ατύχημα. Το ξέρεις έτσι...;»
Η φωνή του είναι αυστηρή, όμως με μια υπερπροστατευτική διάθεση. Δεν συνηθίζει να μου μιλάει για τις δουλειές του. Ούτε καν για το πως κατάφερε να αποκτήσει όλα όσα έχει. Όμως και εγώ από την μεριά μου, δεν τον ρώτησα ποτέ... έχω μάθει να ζω έτσι.
«Μα...»
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου,» με διακόπτει απότομα και χωρίς δεύτερη κουβέντα, ανοίγω την πόρτα.
Το βλέμμα μου συναντά ξανά τον Νταμιάνο. Δεν λέω τίποτα. Σκύβω το κεφάλι, και, ταπεινωμένη, κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μου, προσπαθώντας να χωνέψω τη συζήτηση με τον πατέρα μου. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και μένω ακίνητη για μια στιγμή, θέλοντας να συνέλθω. Όμως δεν προλαβαίνω. Η πόρτα ανοίγει απότομα πίσω μου και ο Νταμιάνο μπαίνει μέσα.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρωτάει με χαμηλή αλλά κοφτερή φωνή, κάτι που με κάνει να γυρίσω απότομα να τον κοιτάξω, νιώθω το αίμα να βράζει μέσα μου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί σε νοιάζει,» του αποκρίνομαι κι παρατηρώ το πώς τα μάτια του στενεύουν. Πλησιάζει απειλητικά, κάθε του βήμα είναι αργό, μετρημένο, σχεδόν προκλητικό. «Θέλεις να με ξεφορτωθείς, Μπριάννα;» Σταματάει μόλις λίγα εκατοστά από μένα, και το βλέμμα του με καίει. «Ή νομίζεις ότι με το να με διώξεις θα αλλάξει κάτι;»
«Δεν έχεις δικαίωμα να με κρίνεις, Νταμιάνο. Κάθε φορά που μου μιλάς, είναι σαν να προσπαθείς να με μειώσεις,» λέω, και η φωνή μου τρέμει, αλλά δεν υποχωρώ.
Το πρόσωπό του σκληραίνει για μια στιγμή, και μετά παίρνει μια ανάσα, σαν να προσπαθεί να συγκρατηθεί. «Δεν προσπαθώ να σε μειώσω. Προσπαθώ να σε προστατεύσω. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Μπορείς να προστατεύεις χωρίς να με κάνεις να νιώθω ότι είμαι... ένα τίποτα;»
Εκείνος με κοιτάζει, και για μια στιγμή βλέπω κάτι στο βλέμμα του, σαν μια τρυφερότητα που με αιφνιδιάζει, όμως σε δευτερόλεπτα, το πρόσωπό του σκληραίνει ξανά. «Έτσι νιώθεις;» ρωτάει. Δεν απαντάω, απλώς τον κοιτάζω, και η σιωπή μας βαραίνει το δωμάτιο. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, που νομίζω ότι θα την ακούσει. Απλώνει το χέρι του και αγγίζει το πρόσωπό μου απαλά, σχεδόν διστακτικά στην αρχή, σαν να μην είναι σίγουρος αν πρέπει. «Αν δεν με θες κοντά σου... πες το και θα φύγω,» ψιθυρίζει, όμως τα μάτια του λένε μια διαφορετική ιστορία.
«Δεν είναι ότι δεν σε θέλω...» απαντάω χωρίς να το πολυσκεφτώ, και αμέσως μετανιώνω για τα λόγια μου. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να πάρω μια ανάσα, αλλά νιώθω την ανάσα του τόσο κοντά, που με αποσυντονίζει.Ανοίγω τα μάτια ξανά και τον κοιτάζω σταθερά. «Αυτό που δεν αντέχω είναι οι προσβολές σου. Σαν να μην είμαι αρκετή.»Το χέρι του κατεβαίνει αργά από το πρόσωπό μου, αλλά τα μάτια του δεν ξεκολλάνε από τα δικά μου. «Μπριάννα... Αν σου μιλάω έτσι... είναι επειδή...» Κόβει τη φράση του απότομα, σαν να κατάλαβε ότι πήγε να πει κάτι που δεν πρέπει.
«Επειδή τι;» τον προκαλώ. «Επειδή δεν μπορώ να σε βλέπω... έτσι,» λέει τελικά. «Κάθε φορά που σε κοιτάζω, χάνω τον έλεγχο.»
Τα λόγια του με αφήνουν άφωνη. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή που μοιάζει αιώνας, κι έπειτα γυρίζει απότομα και κατευθύνεται προς την πόρτα. Πριν βγει, σταματά και γυρίζει να με κοιτάξει μια τελευταία φορά, με ένα βλέμμα γεμάτο συναισθήματα που δεν τολμά να παραδεχτεί.
«Δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, Μπριάννα. Και, πίστεψέ με, ούτε εσύ το θέλεις.»
Μένω μόνη μου στο δωμάτιο, ακούγοντας την πόρτα να κλείνει πίσω του. Οι σκέψεις μου είναι μπερδεμένες. Τα λόγια του, το βλέμμα του... Ό,τι κι αν είναι αυτό που κρύβει, με έχει αναστατώσει σε τέτοιο βαθμό, που νιώθω πως θα τρελαθώ αν μείνω κι άλλο κλεισμένη εδώ μέσα.
Περπατάω στο δωμάτιο, με τα βήματά μου να αντηχούν στο χώρο, και μια ξαφνική ανάγκη να αποδράσω με πνίγει. Νιώθω ότι αν δεν φύγω τώρα, αν δεν αναπνεύσω λίγο αέρα μακριά από τη βαριά σκιά του Νταμιάνο και τις απειλητικές του ματιές, θα χάσω τον έλεγχο.
Σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη, βάζω τα παπούτσια μου και αρπάζω την τσάντα μου. Κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες, με την απόφαση να βγω έξω μόνη μου, χωρίς τον Νταμιάνο ή κάποιον άλλον να με ακολουθεί. Δεν χρειάζομαι άλλον ένα φύλακα, άλλον έναν άνθρωπο να με κρίνει ή να με εμποδίσει. Το μόνο που θέλω, είναι να είμαι μόνη μου για λίγο.
Φτάνω στην εξώπορτα και ρίχνω μια γρήγορη ματιά γύρω, βεβαιώνοντας πως κανείς δεν είναι εκεί για να με σταματήσει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω την πόρτα. Ο δροσερός αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο, και μια αίσθηση ελευθερίας, που τόσο είχα ανάγκη, με πλημμυρίζει. Επιτέλους... για πρώτη φορά μετά από καιρό, νιώθω ότι κάνω κάτι για μένα.
Αρχίζω να περπατάω στο πεζοδρόμιο, χωρίς να έχω συγκεκριμένο προορισμό. Απλώς περπατάω, αφήνοντας πίσω μου το σπίτι, τη φωνή του πατέρα μου, και την ατελείωτη ένταση με τον Νταμιάνο. Δεν ξέρω πόση ώρα περπατάω, αλλά η σιωπή και η αίσθηση ότι είμαι μόνη μου με ηρεμούν, έστω και προσωρινά.
Όμως, όσο κι αν προσπαθώ να τον βγάλω από το μυαλό μου, η σκέψη του παραμένει. Τα λόγια του, το βλέμμα του, εκείνη η ένταση ανάμεσά μας που φούντωσε σαν φωτιά. Σταματάω και κοιτάζω τα φώτα της πόλης μπροστά μου, και μέσα μου συνειδητοποιώ ότι όσο κι αν θέλω να φύγω από κοντά του, δεν μπορώ να τον ξεχάσω.
Ξαφνικά, ακούω βήματα πίσω μου. Γυρίζω απότομα και εκείνος, στέκεται εκεί, με το πρόσωπό του να φωτίζεται από το αχνό φως του δρόμου. Η έκφρασή του είναι σοβαρή, αλλά στο βλέμμα του υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω.
«Νόμιζες ότι θα σε άφηνα να βγεις μόνη σου, έτσι απλά;» λέει, η φωνή του βγαίνει χαμηλή και γεμάτη ένταση.
«Λοιπόν, έκανες τον κόπο να με ακολουθήσεις...» του απαντάω απότομα. «Τι φοβήθηκες; Ότι θα χαθώ;»
Τα χείλη του σχηματίζουν ένα ελαφρύ χαμόγελο, αλλά τα μάτια του παραμένουν σοβαρά. «Ήξερα ότι αν το κάνω, θα είχαμε αυτή την κουβέντα. Κι ίσως ήθελα επιτέλους να ακούσω τι σκέφτεσαι πραγματικά για μένα, Μπριάννα.»
Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω. «Να ακούσεις, τι; Πως με υποτιμάς συνεχώς;»
Κάνει ένα βήμα πιο κοντά, «αν αυτό νιώθεις, τότε ίσως εσύ υποτιμάς τον εαυτό σου.»
Ανοίγω το στόμα για να του απαντήσω, αλλά κάτι στη φωνή του, κάτι στον τρόπο που με κοιτάζει, με κάνει να διστάσω. Δεν μπορώ να διακρίνω αν προσπαθεί να με προκαλέσει για ακόμη μια φορά ή να μου αποδείξει κάτι.
«Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις, Μπριάννα,» μου αποκρίνεται κάνοντας άλλο ένα βήμα, εξαφανίζοντας την απόσταση μεταξύ μας. «Απλώς, θέλω να δω πόσο θα προσπαθείς να με διώξεις... πριν το παραδεχτείς.»
Τα μάτια του φωτίζονται από μια σπίθα ερωτισμού, και η πρόκλησή του με εξοργίζει αλλά και με αναστατώνει. Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Έχω παγιδευτεί ανάμεσα στην επιθυμία να του δώσω μια γερή απάντηση και στην αίσθηση πως κι εκείνος νιώθει την ίδια ένταση που με κατακλύζει.
«Πριν παραδεχτώ τι;» τον ρωτάω, με τη φωνή μου πιο σταθερή τώρα. Τον κοιτάζω κατάματα, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσω, να τον καταλάβω...
Αυτός μένει σιωπηλός για μια στιγμή. Τα μάτια του γλιστρούν αργά από τα δικά μου και καταλήγουν στα χείλη μου.
«Ότι... δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, όσο νομίζεις.» Τα λόγια του είναι σχεδόν ψιθυριστά, αλλά γεμάτα νόημα.
Η καρδιά μου χτυπά δυνατά και τον πλησιάζω κι εγώ, τόσο που οι αναπνοές μας μπλέκονται. «Και ποιος σου είπε ότι θέλω να σε ξεφορτωθώ; Ίσως απλώς θέλω να σε... κοντράρω.»
Το χαμόγελό του γίνεται πιο έντονο, και ένα σκοτεινό βλέμμα πέφτει πάνω μου σαν κεραυνός. «Λοιπόν, αν είναι έτσι...» λέει και σκύβει ελαφρά προς το πρόσωπό μου, τόσο κοντά που για μια στιγμή νομίζω πως θα σπάσει την απόσταση. «...ελπίζω να αντέχεις την ένταση.»
Μένω ακίνητη, τον κοιτάζω με επιμονή, γνωρίζοντας πως, αν πω άλλη μια λέξη, μπορεί να χαθώ για πάντα σε αυτό το παιχνίδι. Τα μάτια του λάμπουν... και εγώ, δεν ξέρω αν θέλω να το σταματήσω ή να συνεχίσω να προκαλώ τη φωτιά που και οι δύο προσπαθούμε να αρνηθούμε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top