Επίλογος
Οι αναμνήσεις μου από εκείνη τη νύχτα ήταν πάντα θολές. Δεν θυμόμουν πώς βγήκα από το όχημα, μόνο ότι υπήρχε καπνός, αλλά και ένας πανικός που έμοιαζε να με ρουφάει ολόκληρη. Για μήνες πίστευα ότι βγήκα μόνη μου. Ότι τα κατάφερα με μια δύναμη που δεν θυμάμαι καν από πού βρήκα.
Μια ψεύτικη ανάμνηση...
Δεν τον ρώτησα ακόμη για το αίμα στο πουκάμισό του. Δεν ξέρω σε ποιον ανήκει. Θυμάμαι μόνο τη στιγμή που τρέξαμε προς τη σκάλα, τότε που κάθε δευτερόλεπτο έμοιαζε να καίγεται σαν φιτίλι.
«Πού είναι τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου;» με είχε ρωτήσει.
«Στην κλειδοθήκη του γκαράζ,» του απάντησα, χωρίς να σταματήσω να σκέφτομαι.
Ο σάκος του βρισκόταν ήδη εκεί. Τον είχε προετοιμάσει, δεν το είχα προσέξει τότε. Όλα ήταν τόσο γρήγορα. Θυμάμαι να σκίζει το ματωμένο του πουκάμισο και με βιαστικές κινήσεις να βάζει μια μπλούζα που προφανώς έβγαλε από τον σάκο τον οποίο δεν είχα κοιτάξει καν.
Τους έριξε στο πορτμπαγκάζ και με κοίταξε...
«Θα οδηγήσω εγώ,» είπε κάπως απότομα, σαν να μην ήθελε να αφήσει περιθώριο για αντίρρηση.
«Όχι, αυτό είναι το δικό μου αυτοκίνητο. Θα οδηγήσω εγώ.»
Δίστασε για μια στιγμή, αρκετά για να δω στο βλέμμα του το βάρος της ανησυχίας του. Όμως δεν είχαμε χρόνο για διαφωνίες.
Λίγους μήνες μετά τη γέννα, μου αποκάλυψε κάτι που ακόμα προσπαθώ να επεξεργαστώ. Εκείνη τη νύχτα, κάποιοι είχαν εισβάλει στο σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που η πύλη ήταν αφύλακτη.
«Φοβήθηκα μην αποβάλεις,» μου είπε, και η φωνή του έτρεμε. «Για αυτό δεν σου είπα τίποτα τότε.»Ορκιστήκαμε να μην ξαναμιλήσουμε για αυτό μέχρι να γεννηθεί ο γιος μας. Μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Ο γιος μας. Η μόνη απόδειξη ότι από όλα αυτά τα χαλάσματα μπορούσε να γεννηθεί κάτι αγνό.
Το μόνο που μου λείπει από εκείνο το σπίτι είναι ο αδερφός μου. Ο Έρικ, με το χιούμορ του, τη δύναμή του και το ζεστό του χαμόγελο.
Μόνο εκείνος. Κανένας άλλος.
Ίσως, μερικές φορές, να μου λείπει και η φωνή της Ιζαμπέλα. Λίγο, μόνο λίγο. Αναρωτιέμαι πού να είναι τώρα, τι να κάνει, αν είναι καλά...
Κοιτάζω τον Νταμιάνο καθώς κρατά τον γιο μας αγκαλιά, το βλέμμα του γεμάτο στοργή. Δεν ξέρω αν όλα αυτά που ζήσαμε θα ξεθωριάσουν ποτέ. Ξέρω μόνο ότι τώρα αρχίζουμε ξανά. Και ίσως, αυτή τη φορά, να τα καταφέρουμε.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μια τόσο ηλιόλουστη μέρα θα μπορούσε να με γεμίσει με τόσο μπερδεμένα συναισθήματα. Ο ήλιος λάμπει ψηλά, τα πουλιά κελαηδούν, και η ζωή στο Μεξικό μοιάζει να έχει γίνει για εμάς η νέα κανονικότητα. Είμαι στην αυλή, ποτίζοντας τα φυτά που φυτέψαμε μαζί με τον Νταμιάνο. Είναι η μικρή μας προσπάθεια να ριζώσουμε σε έναν κόσμο που πάντα μας πίεζε να μείνουμε ασάλευτοι.
Τους κοιτάζω από μακριά. Ο Νταμιάνο έχει σκύψει στο ύψος του γιου μας και του δείχνει πώς να στέλνει τη μπάλα του πιο μακριά. Τα γέλια του μικρού αντηχούν σαν μελωδία που διώχνει τους φόβους μου, έστω και για λίγο. Είναι καλός πατέρας. Καλύτερος από όσο θα μπορούσα ποτέ να περιμένω. Ξέρει πώς να τον κάνει να νιώθει ασφαλής, ακόμα κι αν τα πάντα γύρω μας μυρίζουν κινδύνους.
Ένα πολυτελές όχημα, παράταιρο στον χωματόδρομο, σταματά μπροστά στο σπίτι. Η καρδιά μου σφίγγεται αμέσως και το ένστικτό μου ουρλιάζει ότι δεν είναι καλό σημάδι. Η μπάλα του μικρού κυλά στον δρόμο και... χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται μπροστά από το αυτοκίνητο.
Ο άντρας που βγαίνει σκύβει και πιάνει τη μπάλα. Τα ακριβά γυαλισμένα παπούτσια του αστράφτουν κάτω από τον ήλιο και ο Νταμιάνο τινάζεται σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Τρέχει προς τον γιο μας, τον αρπάζει και τον κρατά πίσω του.
Σπεύδω κοντά τους, με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει...
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;!» τον ακούω να φωνάζει ξαφνικά, και η φωνή του είναι τόσο ψυχρή που με κάνει να ανατριχιάσω.
Δεν χρειάζεται να κοιτάξω. Ξέρω ήδη ποιος είναι...
Κάνει ένα διστακτικό βήμα μπροστά, αλλά σταματά όταν ο Νταμιάνο σηκώνει το χέρι του για να τον αποτρέψει.
«Μικρέ, πήγαινε μέσα,» λέει σιγανά, αλλά ο τόνος του δεν αφήνει περιθώρια. Ο γιος μας τον κοιτάζει, ύστερα τον άγνωστο άντρα, και ξανά τον πατέρα του.
«Μπαμπά—»
«Μέσα!»
Διστάζει λίγο, αλλά τελικά γυρίζει και τρέχει προς το σπίτι.
Κοιτάζω τον πατέρα μου. Έχουν περάσει μόνο έξι χρόνια, κι όμως, φαίνεται τόσο αλλαγμένος. Γερασμένος, κουρασμένος. Αλλά έχει ακόμα αυτή την αλαζονεία στο βλέμμα του. Μέχρι που, για πρώτη φορά στη ζωή μου, τον βλέπω να δακρύζει.
Υψώνει το χέρι του για να σκουπίσει ένα δάκρυ από το μάγουλό του.
Τότε το παρατηρώ...
«Τι έπαθε το δάχτυλό σου;» τον ρωτάω, παρατηρώντας το κομμένο άκρο του.
Δεν απαντά.
«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρωτάει ο Νταμιάνο, πιο επιθετικά.
«Ήρθα να γνωρίσω τον εγγονό μου,» του απαντάει εκείνος, σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.
Η φωνή του είναι ήρεμη.
«Δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ,» αποκρίνεται ο Νταμιάνο, παραμένοντας ανάμεσα σε εκείνον και το σπίτι.
«Μπορούμε να μιλήσουμε;» ρωτάει ξαφνικά ο πατέρας μου, κοιτάζοντας περισσότερο εμένα παρά εκείνον.
Δεν θέλω να πω ναι.
Αλλά δεν μπορώ και να πω όχι.
Καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας και η παρουσία του κάνει κάθε δευτερόλεπτο να μοιάζει με αιωνιότητα. Ο Νταμιάνο κάθεται δίπλα μου, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια του καρφωμένα πάνω του, έτοιμος να αντιδράσει.
«Αυτά είναι για εσάς,» λέει ο πατέρας μου, βγάζοντας έναν φάκελο από την τσέπη του. Τον αφήνει πάνω στο τραπέζι, αλλά πριν προλάβω να μιλήσω, ο Νταμιάνο τον αρπάζει και του τον πετά πίσω.
«Δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά σου,» του αποκρίνεται κοφτά. Ο πατέρας μου όμως δεν αντιδρά. Τα μάτια του μένουν καρφωμένα στο πρόσωπο του Νταμιάνο, αλλά είναι φανερό πως τα λόγια του τον έχουν αιφνιδιάσει. Πριν προλάβει να απαντήσει, ακούγεται ένα διστακτικό «Μπαμπά;» από την άλλη άκρη του δωματίου και ο Νταμιάνο γυρίζει να κοιτάξει τον γιο μας με αυστηρό βλέμμα, αλλά η φωνή του είναι προστατευτική.
«Έρικ, πήγαινε στο δωμάτιό σου, μικρέ. Τώρα δεν είναι η ώρα.»
Το παιδί διστάζει, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος μου. Κουνάω το κεφάλι μου καθησυχαστικά και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, φεύγει.
«Έρικ...;» ρωτάει ο πατέρας μου, με ένα τρέμουλο στη φωνή του. Τα μάτια του βουρκώνουν, ενώ το βλέμμα του ταξιδεύει αργά από εμένα στον Νταμιάνο. «Έτσι τον λένε;»
Κανένας από τους δυο μας δεν απαντά για λίγο. Παρατηρώ τον τρόπο που τον κοιτάζει ο Νταμιάνο, με το βλέμμα του σοβαρό, σχεδόν απρόσιτο. «Ναι,» λέει τελικά, και η φωνή του βγαίνει χαμηλή αλλά σταθερή.
Ο πατέρας μου γέρνει πίσω στην καρέκλα του, σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια του με την άκρη του μανικιού από το σακάκι του. Δεν λέει τίποτα άλλο, αλλά η συγκίνησή του είναι φανερή.
Για λίγα λεπτά δεν μιλάει κανείς. Μέχρι που ο Νταμιάνο σπάει απότομα τη σιωπή. «Τι έγινε εκείνη τη νύχτα;» τον ρωτάει σκληρά.
«Είχαμε εχθρούς. Αν έμενα, θα σας σκότωναν όλους. Έκανα αυτό που έπρεπε για να σας προστατέψω,» αποκρίνεται αόριστα και ο Νταμιάνο γελάει νευρικά. «Και άφησες τα παιδιά σου να καθαρίσουν το χάος σου. Πολύ γενναίο εκ μέρους σου.»
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ξανά το κομμένο του δάχτυλο. Κάτι πιο σκοτεινό κρύβεται πίσω από αυτό, όμως δεν τολμώ να ρωτήσω.
«Πολλοί άντρες μου πέθαναν εκείνη τη νύχτα,» συνεχίζει. «Ο πατέρας σου Νταμιάνο... κι αυτός.»
Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ για την προδοσία του.
Δεν χρειάζεται...
Ο Νταμιάνο δεν λέει τίποτα. Σηκώνεται από την καρέκλα και βγαίνει έξω. Τον παρακολουθώ από το παράθυρο να στέκεται στον κήπο, με την πλάτη γυρισμένη. Ξέρω ότι πονά, ακόμα κι αν δεν το δείχνει ποτέ.
«Τι κάνει ο Έρικ;» ρωτάω χωρίς να τον κοιτάξω.
«Μπριάννα...» ψιθυρίζει, και μόνο τότε γυρίζω το βλέμμα μου προς το μέρος του.
Δεν χρειάζεται να το πει.
Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει...
Τα μάτια μου βουρκώνουν.«Φύγε!» του λέω, δείχνοντας με το χέρι μου προς την έξοδο, εκείνος γνέφει καταφατικά και σηκώνεται αργά από την καρέκλα. «Ο Νταμιάνο είναι καλός άντρας,» μου αποκρίνεται. «Καλός πατέρας. Ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσεις να με συγχωρέσεις,» προσθέτει και κοντοστέκεται για λίγο στην πόρτα. «Όταν τον προσέλαβα, του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι θα σε προστατεύει,» συνεχίζει. «Και κράτησε την υπόσχεσή του.»
Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται, όσο ο Νταμιάνο στέκεται ακόμη στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τον ορίζοντα. «Είσαι καλά;» με ρωτάει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι. Η επίσκεψή του με αναστάτωσε. Αλλά αυτό που με πόνεσε περισσότερο από όλα, είναι ο αδερφός μου, όμως δεν ξέρω γιατί. Αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο το ήξερα.
Το ένιωθα.
Δεν απαντάω στην ερώτηση. Απλώς τον κοιτάζω και εκείνος δείχνει να καταλαβαίνει αμέσως. Πρέπει να φανούμε δυνατοί τώρα.
Για τον Έρικ.
«Εσύ;» τον ρωτάω, αν και ξέρω πως η απάντηση δεν θα είναι ποτέ εύκολη, όμως εκείνος γυρίζει και με κοιτάζει. «Ο καθένας όπως στρώνει, Μπριάννα,» απαντά. «Και τώρα ήρθε η ώρα να στρώσουμε εμείς. Είσαι έτοιμη για την Ιταλία;»
Με μία βαθιά ανάσα, του χαμογελάω αχνά και τον πλησιάζω περισσότερο. «Είμαι έτοιμη,» λέω αποφασιστικά. «Ας ξεκινήσουμε τη νέα ζωή μας.»
Το χαμόγελό του είναι πλατύ και αυθόρμητο. Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα άλλο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να προχωρήσουμε μπροστά μαζί, αφήνοντας πίσω τους φόβους. Μια νέα ζωή μας περιμένει, και όσο κι αν το μέλλον είναι αβέβαιο, ξέρω ότι με τον Νταμιάνο στο πλευρό μου, τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Όλα είναι έτοιμα για να είμαστε εμείς μαζί, ακριβώς όπως το θέλουμε.
Και καθώς τα φώτα της πόλης αρχίζουν να σβήνουν πίσω μας, νιώθω πως επιτέλους μπορώ να συνεχίσω, πιο δυνατή από ποτέ.
Το μέλλον μας μόλις ξεκίνησε.
⊱ 𖥸 ⊰
Αγαπητά μου Μεδουσάκιααα, (θα κλάψω!) Όπως καταλαβαίνετε η ιστορία μας έφτασε στο τέλος της. Σας ευχαριστώ που μου κρατήσατε συντροφιά.
Με μεγάλη χαρά σας ανακοινώνω ότι εδώ και κάποιο καιρό έχω ξεκινήσει πάλι να γράφω, και σύντομα θα κυκλοφορήσω το "Out Of Control" (Εκτός Ελέγχου,) αυτή τη φορά μέσα από τη σκοπιά του Νταμιάνο. Επίτηδες άφησα κάποια στοιχεία αναπάντητα, ώστε να υπάρχει λόγος να επανέλθουμε και να δώσουμε περισσότερο σασπένς στην ιστορία, καθώς δεν ήθελα απλώς να αφηγηθώ ξανά τα ίδια γεγονότα. Φυσικά, σκοπεύω να προσθέσω και καινούργια στοιχεία (ενημερώνω από τώρα, ότι ενδέχεται να είναι λίγο ωμό.) Όσοι έχετε γερά νεύρα, μείνετε συντονισμένοι στο προφίλ μου για περισσότερες ενημερώσεις. Να είστε σίγουροι ότι θα σας κρατώ ενήμερους με ανακοινώσεις και νέες λεπτομέρειες.
Τα φιλιά μου! Να περνάτε υπέροχα και (προκαταβολικά,) Καλά Χριστούγεννα σε όλους!
© 2024-2025
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή, διανομή ή τροποποίηση του έργου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top