Πρόλογος
Καλησπέρα σας!!
Πάρτε τον πρόλογο για αρχή, μέχρι να μαζευτούμε σιγά- σιγά!
Περιμένω τα σχόλια σας, είναι πολύ σημαντικά για εμένα!
Σας αγαπώ!!
___
Μου πήρε 22 ολόκληρα χρόνια να καταλάβω τον λόγο που περιμένουν οι ενήλικες τη καλοκαιρινή άδεια και τις διακοπές τους. Όντας παιδί που μεγάλωσε κάνοντας τρεις μήνες καλοκαιρινές διακοπές με τη μαμά και τον μπαμπά στο εξοχικό τους, δυσκολεύομουν να καταλάβω τι το ιδιαίτερο έχουν. Είχαμε συνηθίσει από μικροί, εγώ και η παρέα μου, κάθε χρονιά να εκτελούμε το ίδιο τελετουργικό: τα σχολεία έκλειναν και εμείς την ίδια μέρα κιόλας, βαριά-βαριά την επόμενη, βρισκόμασταν στα εξοχικά μας, πίσω στην αγαπημένη μας γειτονιά που συνηθίζαμε να βλέπουμε κάθε Πάσχα και καλοκαίρι που δεν είχαμε σχολείο. Εγώ ερχόμουν με τους γονείς μου, βόλευε πάντα που ήταν και οι δύο δάσκαλοι, ενώ οι υπόλοιποι έμεναν σε γιαγιά και παππού, με μόνη εξαίρεση τον Βαγγέλη που ερχόταν με τη μητέρα του που δεν δούλευε όσο ήμασταν μικρά. Βέβαια, όλα αυτά αποτελούν μακρινό παρελθόν, όπως συμβαίνει συνήθως στις μεγάλες παιδικές παρέες. Άλλοι σπάσαμε, άλλοι τα μπλέξαμε, με άλλους δεν ταιριάζαμε πια οπότε χαθήκαμε μεγαλώνοντας.
Όλη αυτή η αχαριστία μου και η άγνοια μου λοιπόν, ήρθε να λάβει οριστικό κι αμετάκλητο τέλος όταν φέτος άρχισα να δουλεύω και μετρούσα αντίστροφα γι' αυτές τις δύο εβδομάδες που θα είχα στη διάθεσή μου για να κάνω το απόλυτο τίποτα. Οι πέντε μέρες ωστόσο πέρασαν ήδη με εμένα να γυρίζω ελαφρώς ξενερωμένη στο κατά τ' αλλά αγαπημένο μου εξοχικό στην Εύβοια. Την αγαπώ όσο δεν πάει, ειδικά για τους ανθρώπους που συναντώ όταν έρχομαι, αλλά και αυτούς που πέρασαν από τη ζωή μου στο παρελθόν. Παρ' όλα αυτά όταν είσαι πέντε μέρες στα Χανιά, γυρίζεις όσο να 'ναι με βαριά καρδιά.
Η Κύμη που βρίσκεται το εξοχικό μου είναι το κάτι άλλο το καλοκαίρι. Η μαμά μου πάντοτε το είχε παράπονο που εγώ και η αδερφή μου είχαμε αδυναμία στο χωριό μας και το προτιμούσαμε αντί της Σαλαμίνας, αλλά το δεχόταν για χάρη της αμύθητης, όπως έλεγε πάντα, παρέας. Εκείνη και ο μπαμπάς γνωρίστηκαν στη Κύμη, μεγαλωμένοι και οι δύο του στο χωριό, μα δεν τρέφει κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια, περισσότερο για τους ανθρώπους που το απαρτίζουν. Όταν βέβαια αρχίσαμε να σπάμε και η Κυριακή, η αδερφή μου, άρχισε να φεύγει Σαββατοκύριακα με φίλους στη Σαλαμίνα στο εξοχικό της μαμάς, η δεύτερη έκανε να της δώσει τα κλειδιά του σπιτιού τρεις μήνες.
Μετά αναρωτιέται από ποιον πήραμε το πείσμα μας και οι δύό μας!
Σήμερα αποφασίσαμε με τη Κυριακή, τη κολλητη μου την Άλεξ, τον Βαγγέλη και κάτι φίλους του να αφήσουμε το Μετόχι και να έρθουμε στη Θαψά. Τα νερά εδώ είναι απίστευτα και θυμάμαι μικρές που μας έφερναν που και που οι γονείς μας, η ησυχία ήταν αξιοζήλευτη. Πλέον έχει μαζέψει όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Μαζί με αυτά λοιπόν, φυσικό επακόλουθο είναι οι ρακέτες. Έτσι, αυτή την αξιοζήλευτη ησυχία, ήρθε να ρημάξει ο σπαστικός ήχος που κάνει το μπαλάκι όταν σκάει στη ρακέτα σε συνδυασμό με δυνατή μουσική κατά καιρούς από παρέες. Λατρεύω τη μουσική, σιχαίνομαι τους 'ρακετίστες'.
«Σου μιλάω!» τσιρίζει η κολλητή μου δίπλα μου. Μουγκρίζω δυσανασχετώντας και τη κοιτάζω μέσα από τα μαύρα γυαλιά ηλίου μου. Έχω χαλαρώσει υπερβολικά και δεν μπορώ ούτε να βλεφαρίσω.
«Μωρή, κοιμάσαι;» βγάζει τα γυαλιά από το πρόσωπό μου και βλέπω τη χαμογελαστή σκατόφατσα του Βαγγέλη να με κοίταζει παιχνιδιάρικα.
«Τώρα όχι.» η δολοφονική μου ματιά δεν φαίνεται να τον νοιάζει ιδιαίτερα. Τινάζει τα βρεγμένα μαλλιά του πάνω μου και σηκώνομαι όρθια, έτοιμη να τον χτυπήσω.
«Σταμάτα!» γκρινιάζω.
«Τι γκρινιάρα είναι αυτή ρε φίλε;» γελάει ο Αδάμ. Νίκο τον λένε, αλλά τον φωνάζουν Αδάμ επειδή λέγεται Αδαμόπουλος στο επώνυμο.
«Έχεις γνωρίσει την αδερφή μου;» τον ρωτάω απολύτως σοβαρά.
Η Κυριακή χάσκει θιγμένη λίγο πιο δίπλα «Εγώ γκρινιάρα;!» μας κοίταζει έναν-έναν και ξεφυσάει «Έτσι με αγαπάτε όμως!» κάνει αδιάφορα, φορώντας ξανά τα γυαλιά ηλίου της.
Δεν προλαβαίνω να τη κοροϊδέψω λίγο καθώς κάτι σκάει με δύναμη στον ώμο μου, φτάνοντας μπροστά στα πόδια μου. Κοιτάζω απόλυτα εκνευρισμένη το μπαλάκι στα πόδια μου προτού μου κρύψει τον ήλιο κάποιος που στέκεται από πάνω μου. Σηκώνω ψηλά το βλέμμα μου και στραβοκαταπίνω. Πάει ο εκνευρισμός, πάει η ενόχληση, πάνε όλα!
«Χίλια συγγνώμη!» δικαιολογείται με ένα χαμόγελο. Δαγκώνει την άκρη του κάτω χείλος του, κοιτώντας με εξεταστικά «Δεν σε χτύπησα, έτσι;» ρωτάει.
«Όχι, όχι, όλα καλά, δεν πειράζει.» πιάνω το μπαλάκι στα πόδια μου και του το δίνω. Με ευχαριστεί ακόμη μια φορά, γνέφει στη παρέα μου και φεύγει αμέσως για τη δική του, ξεκινώντας να παίζει ξανά.
Με τη πρώτη ματιά θα έλεγες πως είναι μελαχρινός, μα στη πραγματικότητα τα μαλλιά του είναι καστανά σκούρα και έτσι βρεγμένα που είναι, πέφτουν σαν φράντζα στο μέτωπό του. Η επιδερμίδα του απόλυτα μαυρισμένη με αυτό το ωραίο χρώμα που παίρνει κανείς όταν κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Είμαι σίγουρη πως ούτε λάδι μαυρίσματος χρειάστηκε να βάλει! Είναι αρκετά ψηλός, αδύνατος· όχι απόλυτα γυμνασμένος, μα το κορμί του είναι σφιχτό. Τα χέρια του κινούνται με επιδεξιότητα και δεν μπορώ παρά να εστιάσω στον ανάποδο τρίγωνο που χάνεται μέσα στο μαύρο μαγιό του.
«Έμπαινα.» σχολιάζει η Κυριακή.
«Όπου πας αγαπάς εσύ, ξέρουμε.» κοροϊδεύει ο Αδάμ. Δεν θα ξεπεράσω ποτέ το ερωτικό δράμα ανάμεσά τους.
«Άχου, Νίκο, έλεος με αυτό το κόμπλεξ σου, έχεις κουράσει!» δεν τον κοιτάζει καν, απλώς στρίβει το τσιγάρο της.
«Άκου να σου πω μικρή!» και κάπου εκεί σταματώ να δίνω σημασία στον τσακωμό τους. Έχω ακούσει κι αν έχω ακούσει αυτά που βγαίνουν από το στόμα τους όταν νευριάζουν και δεν είναι ωραία. Έτσι, η προσοχή μου παραμένει στον 'ρακετίστα' που συνεχίζει να παίζει με τον φίλο του.
«Ωραίος είναι.» σχολιάζει η Αλεξ.
«Καλός είναι.» απαντάω αδιάφορα, κοιτάζοντας το παιχνίδι τους.
«Βαλέρια;» με φωνάζει ένας από τους φίλους του Βαγγέλη, ο Θανάσης. Γυρίζω κάπως αδιάφορα να τον κοιτάξω. Επιμένει πολύ εδώ και μέρες και προσπαθεί να 'χωθεί' αλλά του έχω εξηγήσει αμέτρητες φορές ότι δεν τον βλέπω ερωτικά.
Δεν φταίει ποτέ ο άλλος που δεν τον θες. Έχουμε όλοι τα ιδανικά μας, το γούστο μας, αυτά που μας απωθούν κι αυτά που μας ελκύουν αντίστοιχα. Δεν θα έλεγα πως έχω κάποια στάνταρ στην εμφάνιση του άλλου, παρ' όλο που αστειεύομαι πως μ' αρέσουν οι ψηλοί μελαχρινοί. Κάπου εδώ η κολλητή μου θα διαφωνούσε και θα τονιζε πως μ' αρέσουν τα μελαχρινά, αδύνατα, ψηλά κωλόπαιδα που οι πιθανότητες να μην ξέρουν τι θέλουν, να έχουν ψυχολογικά και να με πληγωσουν εντέλει, αγγίζουν μόλις το 99,9%. Το πρόβλημα είναι πως στη τελική δεν έχει κι άδικο.
Στο μεταξύ η Κυριακή συνεχίζει να τσακώνεται με τον Αδάμ και δεν έχω ακούσει λέξη από όσα λέει ο Θανάσης. Όταν όμως σκάει κι άλλο μπαλάκι στα πόδια μου και ο μελαχρινός από πριν πλησιάζει ξανά, ο Θανασακης μοιάζει να νευριάζει.
Πιάνει το μπαλάκι εκνευρισμένος και το δίνει στον ρακετιστα χωρίς να πει τίποτα.
«Συγγνώμη.» απολογείται ο ρακετιστας.
«Μην ξαναγίνει bro.» λέει μεταξύ σοβαρού κι αστείου ο Θανάσης.
«Σου έγινε συνήθεια πάντως.» αποφασίζω να τον πειράξω εγώ. Εκείνος μου χαμογελάει, σαν παιδί που έκανε αταξία. Ίσως είναι στην ηλικία μου, ίσως και λίγο μεγαλύτερος.
«Δεν θα επαναληφθεί.» μου δίνει υπόσχεση με τα δάχτυλα του και εκεί δραττομαι της ευκαιρίας να φλερτάρω και λίγο.
«Μην κάνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις.» θυμάμαι του είχα πει.
«Δεν μένω ποτέ μόνο στις υποσχέσεις.» μου είχε κλείσει το μάτι. Και πότε δεν έμενε στις υποσχέσεις...
Μα αυτό το μπαλάκι έσκασε στα πόδια μου δέκα φορές μέχρι να φύγουμε.
Αυτός για ακόμη μια φορά δεν είχε τηρήσει την υπόσχεση του...
Και εγώ ποτέ δεν άκουσα λέξη από αυτά που έλεγε ο Θανασάκης...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top