Κεφάλαιο Τριακοστό Τρίτο

Τώρα / Θαψά, σπίτι Γιώργου

Βαλέρια

Τα χέρια μου παίζουν αφηρημένα με το λευκόχρυσο κολιέ που κρέμεται από τον λαιμό του, δώρο της μητέρας μου. Είναι ένα φτερό που του λείπει ένα κομματάκι σε σχήμα καρδιάς, το οποίο κρέμεται από τον δικό μου λαιμό.

«Δεν χρειάζεται να το φοράς, ξέρεις...» δεν θέλω να το φοράει από υποχρέωση, δεν έχω πρόβλημα. Ίσα-ίσα, η ιδέα της μάνας μου ήταν υπερβολική αν σκεφτεί κανείς πως με τον Γιώργο είμαστε μαζί ούτε τρεις μήνες και πως δεν είναι 15 χρόνων, αλλά 32!

Ωστόσο πρέπει να είναι και τα δύο πανάκριβα και κάπως λιώνει την καρδιά μου ότι τον αγαπάει όσο εγώ...

«Μου το πήρε η πεθερά μου, προφανώς και θα το φοράω!» τον τσιμπαω στη μέση ως απάντηση, ένα γάργαρο γέλιο βγαίνει από τα χείλη του. «Δεν μπορώ να πω όμως, η μαμά σου σκέφτεται πολύ την ευχαρίστησή σου! Στιγμή δεν έφυγε από τα χέρια σου, από το στόμα σου-» τον τσιμπαω ξανά «Θα μου κάνεις μελανια!» παραπονιέται.

«Μιλάς εσύ;!» λέω έξαλλη «Έχεις δει τα βυζια μου;» δεν ειναι κάτι, απλώς δεν καταλαβαίνεις που σταματάνε οι πιπιλιες και που ξεκινάνε οι θηλες μου!

«Έργο τέχνης έφτιαξα, μην γκρινιάζεις!» ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του.

«Θα πρέπει να βάλω το ολόσωμο μαγιο μου. Μου χαλάς το μαύρισμά μου, Γιώργο!»

«Αυτός είναι ο σκοπός, Βαλερια!» με κοροϊδεύει. Χαϊδεύω απαλά το πρόσωπό του, ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη μου.

«Αθώο μου πλάσμα, νομίζεις ότι θα βάλω ολόσωμο και θα κρύψω βυζια και κοιλιές ενώ στη πραγματικότητα θα έχω έξω όλη τη πλάτη, τη μέση και τον κωλο μου.» σαν να έχει βγει από καρτούν είναι έτσι όπως έχει γούρλωσει τα μάτια του «Περιττό να σου πω πως θα φαίνεται και το piercing στην ρωγα μου.» ρίχνει το κεφάλι του πίσω στο μαξιλάρι, κλαψουριζοντας κάτι για την τύχη του την μαύρη.

«Θα με στείλεις πριν την ώρα μου εσύ! Υπέγραψα την καταδίκη μου τη στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν πάνω σου!» δείχνει να το σκέφτεται λίγο «Θα σηκωθώ τώρα να πάω να σου πάρω μαγιό!» ανακοινώνει. Πάει να σηκωθεί αλλά τον τραβάω ξανά κάτω, γελώντας.

«Δεν θα έβαζα ποτέ τέτοια μαγιό, αφού το ξέρεις.» με ξαπλώνει πίσω στο στρώμα, στα χείλη του ένα πονηρό χαμόγελο.

«Έχεις όμως, έτσι;» ξέρω ήδη που τρέχει το μυαλό του.

«Μπορεί να μου έχουν αγοράσει ένα τα κορίτσια, ναι.» λέω «Έχεις κάτι στο μυαλό σου;» ρωτάω προκλητικά.

«Θα το φορέσεις μετά να δω κάτι.» με ενημερώνει τον σπρώχνω από πάνω μου γελώντας, τα χέρια μου ψάχνουν το μπλουζάκι του πριν το περάσω πάνω από το κεφάλι μου.

«Πρέπει να μιλήσουμε...» λέει μαλακα.

Ξεφυσαω «Το ξέρω ότι πρέπει.» παρ' όλα αυτά δεν το θέλω καθόλου.

«Νομίζω πως λύνεις τα προβλήματά σου με το σεξ. Πιο σωστά, αποφεύγεις να τα αντιμετωπίσεις.» αρχίζει.

«Αν το κάνω όντως, βρήκα έναν τρομερά υγιή τρόπο για να αντιμετωπίζω τον βιασμό μου, χρειάζομαι βραβείο.» μουρμουράω. Η λέξη έχει περίεργη αίσθηση στο στόμα μου, ίσως γιατί δεν την έχω προφέρει ποτέ κατά αυτόν τον τρόπο.

«Μην αυτομαστιγώνεσαι!» με μαλώνει «Είναι αξιοθαυμαστο, για εμένα τουλάχιστον, που είσαι ανοιχτή σε πράγματα που άλλη δεν θα ήταν χωρίς καν να έχει περάσει ό,τι πέρασες εσύ! Οι μισές γυναίκες συχαίνονται το στοματικό ενώ εγώ σε έχω δει πως το απολαμβάνεις...»

«Νομίζω μου αρέσει γιατί νιώθω πως σε έχω υπό τον έλεγχο μου εκείνη τη στιγμή.» παραδέχομαι «Κάτι που όμως δεν ισχύει με εσένα.»

«Τι εννοείς;» σμίγει μπερδεμένος τα φρύδια του.

«Σε εσένα δεν σκέφτομαι στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως αν πας να με πειράξεις, θα στον δαγκώσω μέχρι να ματώσεις...» παραδέχομαι ένοχα, τα μάτια μου παντού γύρω εκτός από πάνω του «Με εσένα δεν φοβάμαι, η δική σου ευχαρίστησή εκείνη τη στιγμή ταυτίζεται με την δική μου.» τον πλησιάζω, τα χέρια μου παίζουν αφηρημένα με το φρέσκοξυρισμένο πίσω μέρος του κεφαλιού του καθώς οι σκέψεις μου πασχίζουν να δημιουργήσουν τις λέξεις στο στόμα μου.

«Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ήθελα να έρχομαι σε επαφή με άνδρες. Όποτε με ακουμπούσε ο μπαμπάς μου, χωρίς κανέναν απολύτως λάθος τρόπο, έβαζα τα κλάματα. Έβαλα την μαμά να με πάει από το Γ1 στο Γ2 γιατί είχαμε δάσκαλο και εγώ δεν τον άντεχα κοντά μου...» μουρμουράω «Ωστόσο ο κύριος Στέλιος πολύ καλός άνθρωπος, είχε και την αδερφή μου στο δημοτικό, ακόμη με χαιρετάει οπότε με βλέπει!» λέω αφηρημένα.

«Η μαμά σου πως γίνεται να μην κατάλαβε τίποτα;» λέει σκληρά «Συγγνώμη, ξέρεις πόσο αγαπώ την μαμά σου αλλά εξοργιζομαι! Φώναζες βοήθεια και εκείνη είχε κλείσει αυτιά και ματια!» αφήνω ένα απαλό φιλί στο μάγουλό του, γνωρίζοντας πως αυτό που θα πω θα τον βγάλει εκτός εαυτού.

«Ένα βράδυ είχε καλέσει η Κυριακή κάτι φίλους της από το γυμνάσιο και η μαμά έφτιαχνε λουκουμάδες.» τον νιώθω να σκληραίνει κάτω από το άγγιγμα μου, πριν καν ακούσει τι έχω να πω «Προσπάθησα να της το πω, γνωρίζοντας πως υπήρχαν γύρω στα 6-7 παιδιά σπίτι και παντού επικρατούσε πανικός και φασαρια. Ένιωθα μια ασφάλεια γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να μου φωνάξει μπροστά σε τόσο κόσμο. Ένιωθα πως εγώ είχα κάνει κάτι κακό ή ίσως πως ήταν κακό που το έλεγα; Δεν ξέρω!»

«Και εκείνη τι είπε;» σχεδόν κάνω πως δεν τον άκουσα, συνεχίζοντας την αφήγησή μου.

«Νομίζω ήταν τέλη Σεπτέμβρη ίσως; Την είχα ακούσει εκείνο το απόγευμα να μιλάει με την μάνα του, κανονιζαν να πάμε Σαλαμίνα το Σαββατοκύριακο.» ξεροκαταπινω. Νιώθω τον πόνο και τον πανικό που είχα νιώσει τότε, σαν να μην πέρασε μια μέρα «Την έπιασα από το μπράτσο και την παρακάλεσα να μην πάμε γιατί με ακουμπάει και πονάω.» με τραβάει στην αγκαλιά του, τα χείλη του σταθερά πάνω στο μέτωπό μου «Δεν πήγαμε ποτέ ξανά, οπότε αυτό το θεωρώ μια μικρή νίκη, ξέρω και εγώ;»

«Δεν πήγατε ποτέ ξανά αλλά δεν έκανε και κάτι για να σε βοηθήσει! Έπρεπε να κάνει κάτι, Βαλερια, το χρειαζόσουν! Το χρειάζεσαι! Ένα παιδί δεν πρέπει ποτέ να βιώσει αυτό που βίωσες εσύ!»

«Ήταν πάντοτε πολύ ατσούμπαλος και τέτοια, οπότε ίσως πίστευε ότι μας χτυπούσε; Τι να σου πω, μεγάλος τραμπούκος...» λέω «Φτάνει όμως, Γιώργο, δεν θέλω να συζητήσουμε άλλο γι' αυτό. Υπάρχει κάτι τελευταίο που θες να φύγει από τη μέση;» ρωτάω. Δείχνει να το σκέφτεται λίγο.

«Δεν θες να κάνεις παιδιά.» δεν με ρωτάει, περισσότερο αναφέρει κάτι που ειπώθηκε από εμένα τότε στην Ικαρία.

«Δεν είναι λίγο νωρίς για να μου μιλάς για παιδιά;» η προσπάθειά μου να αστειευτω φαίνεται να τον ενοχλεί...

«Τώρα θα κάθεσαι να παίζεις με τις λέξεις, τι θα γίνει; Με εμένα μιλάς, όχι με κανένα παιδάκι!» η ανάγκη μου να τον πειράξω ότι κι αυτός είναι παιδάκι είναι μεγάλη, ωστόσο την καταπιεζω.

«Δεν ξέρω, Γιώργο, νομίζω δεν μπορώ...» ψελλιζω «Τα αγαπώ, αλήθεια, αλλά δεν νομίζω πως μπορώ να μεγαλώσω τα δικά μου. Δεν ξέρω τι απάντηση θέλεις να σου δώσω κι αν αυτή σε καλύπτει.» γνέφει καταφατικά, χωρίς να σχολιάσει κάτι. Με τρώει να μάθω τι θέλει εκείνος όμως...

«Εσύ; Θες;» ρωτάω διστακτικά. Σηκώνει το βλέμμα του στο δικό μου, γνεφοντας καταφατικά.

«Θέλω να κάνω οικογένεια, ναι. Ιδανικά θα ήθελα δύο παιδια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αν και δεν ξέρω που θα βρω τα αρχιδια να μεγαλώσω εγώ ένα κορίτσι χωρίς να σπάσω στον ξύλο οποιονδήποτε την περιτριγυριζει.» γελάει ελαφρά και κάτι μέσα μου σπάει στη παραδοχή του αυτή.

Άμα στους σχεδόν τρεις μήνες ξέρουμε πως δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα, να δω τι θα κάνουμε στον έναν χρόνο...

«Το παίζεις σκληρός αλλά κατά βάθος είσαι μαλακός σαν αφρός.» σχολιάζω γλυκά καθώς τα δάχτυλα μου χαϊδεύουν απαλα το στερνό του.

«Αλλα μου έλεγες χθες βράδυ.» τον τσιμπάω στα πλευρά για να το βουλώσει, ωστόσο γελάω και εγώ μαζί του.

Δεν έχει κι άδικο...

«Είναι καλό που συζητάμε για το τι θέλουμε στη ζωή μας, ωστόσο είναι πολύ νωρίς να συζητάμε για το αν θα κάνουμε παιδιά μαζί ή όχι.» σοβαρεύει αμέσως, σφιγγοντας με στην αγκαλιά του «Εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, από εκεί και πέρα, ό,τι προκύψει.»

«Και εγώ θέλω απλώς να είμαι μαζί σου... Μ' αρέσει πόσο φυσικά βγαίνει το μεταξύ μας, δεν χρειάζεται να υπεραναλυω τίποτα, είμαι απλώς ο εαυτός μου...» παραδέχομαι. Ο βλαμμένος αμέσως χαμογελάει πονηρά, ξαπλωνοντας με πίσω στο κρεβάτι του.

«Ώστε θέλεις να είσαι μαζί μου;» ρωτάει, το πρόσωπό του, κρυμμένο στον λαιμό μου.

«Τώρα το κατάλαβες;» τον κοροϊδεύω. Ακούω ένα αγοράκι να φωνάζει τον θείο του προτού δω το ξανθο κεφαλάκι του στην ανοιχτή πόρτα να μας κοιτάζει με γουρλωμένα ματιά.

«Μαμά, ο θείος κάνει σεξ!» ουρλιάζει, τρέχοντας προς τα κάτω.

«Αγησίλαε!» ωρυεται έξαλλη η γυναίκα, ανεβαίνοντας τη σκάλα. Ο Γιώργος φοράει γρήγορα το μποξερακι του.

«Λένε τον ανιψιό σου Αγησιλαο;» λέω έκπληκτη.

«Όχι.» λέει γρήγορα, τα μάτια του καρφωμενα στη πόρτα.

«Καλά ποιον λένε Αγησιλαο;» λέω πιο μπερδεμένη από ποτέ όταν μια ξανθιά γυναίκα μπουκάρει στο δωμάτιο.

«Γειά σου Βαλερια.» λέει γλυκά, γυρνώντας ωστόσο έξαλλη ξανά προς τον αδερφό της «Αγησιλαε, σε είδε ο γιος μου να κάνεις σεξ;» λέει έξαλλη.

«Όχι ρε Νεφέλη, σταμάτα!» παραπονιέται.

«Ξαπλωμένοι ήμασταν...» ψελλιζω. Η Νεφέλη φαντάζει σαν την μάνα μου στα νιάτα της.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω!» λέει ενθουσιασμένη, ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη της. «Θα τα πούμε κάτω, θα φτιάξω καφέ!» λέει.

«Δεν πίνεται ο καφές σου ρε Νεφ!» παραπονιέται ο αδερφός της. Μοιάζει με 15 χρόνων έφηβο έτσι όπως κάνει.

«Βούλωσε το, Αγη!» λέει αδιάφορα, φεύγοντας από το δωμάτιο.

«Αγη;» προσπαθώ να κρατήσω το γέλιο μου.

«Είναι ενοχλητική και το λέει για να μου σπάσει τα νεύρα!» παραπονιέται με τη πλάτη του γυρισμένη σε 'μένα. Βγάζει εσώρουχο και καθαρά ρούχα, όλα αυτά χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.

«Θα μπορούσαν να σε έλεγαν και Θεμιστοκλή.» σχολιάζω γελώντας «Ή Θρασύβουλο; Επαμεινωνδα ίσως;»

Στριφογυριζει τα μάτια του «Την ροή σκέψης της μανας μου ακολουθείς; Τι γίνεται; Την μια την έβγαλε Νεφέλη, την άλλη Ανατολή και δεν φτάνει που εμένα με είπε Γιώργο, κότσαρε και το Αγησιλαος δίπλα για να μην παραπονιέμαι!» μουρμουράει.

«Έλα ρε ψυχούλα μου...» άμα γελασω θα με χωρίσει, είμαι σίγουρη!

«Άμα δεν έχεις μεσαίο όνομα Γενοβεφα ή έστω Ευλαμπια, δεν θέλω να ακούσω λέξη!» ανακοινώνει.

«Μα ρε γλυκέ μου Αγησιλαε!» λέω με παράπονο, ξεσπωντας όμως σε γέλιο όταν μια πετσέτα προσγειωνεται στο πρόσωπό μου.

«Βγάλε ρούχα, δεν θα αργήσω. Εχω να τσακώθω με τον Μινώταυρο!» μουρμουράει, φεύγοντας για το μπάνιο.

Μινώταυρο, λέει, τον αγαπώ!!!

______________

Κατεβαίνω διστακτικά τις σκάλες, πρέπει να κάθονται όλοι μαζί στην βεράντα. Φοράω ένα φόρεμα λευκό αέρινο και έχω πιάσει τα νωπά μαλλιά μου σε ένα κότσο στο κεφάλι μου, αγχωμένη για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσω.

«Γεια!» μια κραυγή δραπετεύει από τα χείλη μου καθώς γυρίζω με το χέρι στη καρδιά. Ένα ξανθο κορίτσι με κοίταζει καθισμένο στον πάγκο της κουζίνας.

«Άμα σε δει η μάνα σου, καημένη, θα σε κυνηγάει!» παγωνω στη θέση μου.

Αυτή πρέπει να είναι η μάνα του!!

«Καλέ, μίλα βρε Μαργαρώ ότι ήρθε το κορίτσι!» η μεσήλικη γυναίκα σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα, ανοίγοντας τα χέρια της καθώς με πλησιάζει. Η ανιψιά του Γιώργου μουρμουράει πως δεν την λένε Μαργαρω, όμως η γιαγιά της την αγνοεί.

«Βαλερια μου, δεν έχεις ιδέα πόσο χαιρομαι που σε γνωρίζω! Έχω ακούσει τα καλύτερα!» με κλείνει σε μια σφιχτή αγκαλιά και με φιλάει σταυρωτά προτού με αφήσει.

«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω κυρία Μαργαρίτα-» αμέσως με διακόπτει με ένα μαμαδιστικο ύφος.

«Κυρία Μαργαρίτα; Κεριά και λιβάνια! Ρίτα να με λες! Μην κοιτάς που ο αχαιρευτος ο γιος μου με φωνάζει Μαργαρίτα!»

«Μαργαριτάρι σε φωνάζω.» σχολιάζει ο βλαμμένος, προσπερνωντας μας για να φάει ένα μήλο από τη φρουτιετα δίπλα στην Μαργαρίτα junior.

«Το πλένουμε πρώτα!» τον μαλώνει η μαμά του. Εκείνος δαγκώνει άλλη μια επιδεικτική μπουκιά, χαμογελώντας της σαν παιδί.

Θα τον φάω!

«Μάνα, ο πεθερός ψάχνει τα κλειδιά για την αποθήκη.» μπαίνει στη παρέα μας ένας άνδρας που υποθέτω είναι ο σύζυγος της Νεφέλης. «Μαργαρίτα, κατέβα από τον πάγκο, ποιος την ακούει την μάνα σου!» εκείνη το κάνει απρόθυμα, στριφογυρίζοντας τα μάτια της προτού κάτσει σε μια καρέκλα.

«Πρώτον δεν είναι μάνα σου, είναι πεθερά σου. Δεύτερον, θα μιλάς καλύτερα στην ανιψιά μου.» μουρμουράει ο Γιώργος. Ο άνδρας σηκώνει αδιάφορα το χέρι του στον Γιώργο, γυρίζοντας προς το μέρος μου με ένα μεγάλο χαμόγελο.

«Εσύ πρέπει να είσαι η ηρωίδα Βαλερια που τον αντέχεις! Είμαι ο Ηλίας, ο κουνιάδος.» ανταλλάσουμε μια χειραψία, ο Γιώργος απέναντί μας στριφοφυριζει τα μάτια του.

«Ηλία, ξέρεις τι κάνει κάνει ομοιοκαταληξια με το Ηλία; Το γαμώ την Πανα-» η μάνα του ξεκινάει να τον χτυπάει με μια πετσέτα καθώς η ανιψιά του έχει ξεκαρδιστει πιο δίπλα.

«Δεν ντρέπεσαι παλιοπαιδο να μιλάς έτσι μπροστά στη κοπέλα σου; Στην ανιψιά σου;!» τον μαλώνει.

«Μην βαράς ρε μάνα!» παραπονιέται κιόλας, ο βλαμμένος!

«Ρε γυναίκα, τα κλειδιά γαμω τον μπελά μου!» ξεκάθαρα ο πατέρας του Γιώργου, χρησιμοποιούν και τις ίδιες βρισιές! «Καλέ, ποια έχουμε εδώ;» χαμογελάω  γλυκά στον πατέρα του καθώς ανταλλάσουμε μια σφιχτή χειραψία «Μιλάμε δεν το βουλώνει όταν μιλάει για εσένα! Σωτήρας μας είσαι που γλυτώσαμε από την άλλη την κλωσσα!» λέει με ένα μεγάλο χαμόγελο.

«Καλέ, Μαξιμε, ντροπή!» τον μαλώνει η γυναίκα του που δεν φαίνεται να διαφωνεί ιδιαίτερα μαζί του ωστόσο.

«Μεγάλη σκροφα μιλάμε.» με πληροφορεί και η Νεφέλη.

«Σου έμοιασε, γι' αυτό έμπλεξα μαζί της, καταραμένο οιδιποδειο!» αμάν ρε Γιώργο!

«Με τον γονιό θεωρείται οιδιποδειο βρε ανιστόρητε!» τον μαλώνω ασυναίσθητα.

«Την λάτρεψα!» τον πληροφορεί, βγάζοντας έξω ένα μπωλ με κρεατικά.

«Εγώ λέω να γίνω βιγκαν.» λέει η ανιψιά του Γιώργου, χαζεύοντας κάτι στο κινητό της. Δεν πρέπει να είναι πάνω από 13.

«Τέτοια ντροπή στην οικογένεια μας δεν θα φέρεις!» λέει έκπληκτος ο πατέρας της, παίρνοντας μια μπύρα από το ψυγείο. Χωρίς να ρωτήσει καν, πετάει μια προς το μέρος μου, ευτυχώς την πιάνω αμέσως. «Σε έχω κόψει εσένα, είσαι δική μας!»

Του κλείνω το μάτι συνομωτικα και ανοίγω την μπύρα, ρουφωντας για να μην χυθεί στο πάτωμα.

«Να τη, η νεροφίδα!» χαμογελάω στον βλαμμένο και παίρνω μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.

Είναι όλοι τους τέλειοι!

«Κυρία Ρίτα, θέλετε βοηθεια;» ρωτάω απαλά, πλησιάζοντας τη.

«Ρίτα με λένε!» με μαλώνει «Επίσης στο σπίτι σου θα ρωτούσες; Άσε τα τυπικά και έλα εδώ!» για την υπόλοιπη ώρα μου δείχνει πως να ανοίγω φύλλο για τυρόπιτα. Υποθέτω κέρδισα έξτρα πόντους που ήξερα ήδη να το κάνω!

«Μωρό μου;» ακούω τον βλαμμένο πίσω μου μόλις κλείνω τον φούρνο. Γυρίζω και βλέπω μια ενθουσιασμένη Νικολέτα και έναν Φανή με μια μπύρα ήδη στο χέρι.

«Γειά σου, βούζα!» είμαι πολύ σίγουρη πως αυτό που με είπε μόλις είναι κάποιο είδος βατράχου. Την αγκαλιάζω γελώντας καθώς εκείνη χώνει ανάμεσά μας ένα προσκλητήριο.

«Τι είναι αυτό;» ρωτάω μπερδεμένη, ξετυλίγοντας την μωβ κορδέλα.

«Παντρεύομαι.» ανακοινώνει.

«Νικολέτα μου, παντρευοσουν έτσι κι αλλιώς, το ξέρω.» Διαβάζω τις λέξεις, και σκαλωνω ακόμη περισσότερο «4 Σεπτέμβρη;!» είναι τρελή; Αυτό είναι σε δύο εβδομάδες!

«Δεν θα κάθομαι εγώ ψυχούλα μου να παίζω με την κυβέρνηση! Αλλάξαμε το μαγαζί και ολα τέλεια! Παντρεύομαι!» λέει ξανά.

Σε δύο εβδομάδες! Είναι όντως τρελή!

«Γαμησε με, Βαλίτσα! Μαζί με τα του γάμου, θα υπογράψω και ένα διαζύγιο.» μουρμουράει ο Φάνης.

«Μπορείς να επικοινωνήσεις με την κυρία Φαιη, το τηλέφωνό της το ξέρεις.» κάνει αδιάφορα η φίλη μου.

«Ποια Φαιη μωρέ;» δεν πάει καλά αυτή.

«Αα, την δικηγόρο μου, δεν είναι κάτι.» λέει αδιάφορα.

«Έρχονται και τα παιδιά.» μας λέει ο Γιώργος.

«Εεε ρε πούστη μου δεν μπορώ να γλυτώσω πουθενά από αυτούς!» λέω απηυδησμενη.

«Χριστέ μου, την λατρεύω!» σχολιάζει ξανά η Νεφέλη, περνώντας με μια λεκάνη με κρεατικά αυτή τη φορά.

Ω ρε τι έχει να γίνει σήμερα!

«Βαλερια μου, πάρε και τους γονείς σου να έρθουν καλέ!» προτείνει η κυρία Ρίτα χαμογελώντας μου πριν γυρίσει ξανά την προσοχή της στην σαλάτα που κόβει μπροστά της.

Ω ρε τι έχει να γίνει σήμερα, επαναλαμβάνω.

«Α, μίλησα ήδη, έρχονται με την Κουλα και τον Αδάμ.» θα λιποθυμησω.

«Γειά σας πουτανες!» μια γυναικεια φωνή φωνάζει από την εξώπορτα. Γυρίζω και βλέπω μια κοπέλα με μωβ μαλλιά και ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Το βρωμοστομα σου βρε Ανατολή!» την μαλώνει ο κύριος Μάξιμος, στα χέρια του μια άδεια σακούλα με κάρβουνα.

Η Ανατολή σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της «Μικρέ, το σαράβαλό σου θέλει σέρβις!» πετάει τα κλειδιά στον Γιώργο.

«Μίλα καλύτερα για το Polακι μου!» μουρμουράει ο βλαμμένος. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο και μάλλον βλέπει κάτι που δεν του αρέσει καθόλου έτσι όπως έχει κοκκινησει ολόκληρος.  «Έβαλες μωβ ζάντες στο κουκλί μου;» μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Καυλα είναι με το φιμε και το μαύρο ματ πάντως.» λέει ο Φάνης εντυπωσιασμένος.

«Μην σου μπαίνουν ίδιες!» προειδοποιεί η Νικολέτα.

«Ξέρω, θα καλέσω την κυρία Φαιη.» μουρμουράει, ανοίγοντας μια δεύτερη μπύρα.

«Ούτε με το μαύρο συμφωνούσε.» σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της η μωβομάλλα. Ο Μπλου μπουκάρει μέσα στο σπίτι, μάλλον πολύ απασχολημένος με τα κρέατα έξω για να ασχοληθεί με το αφεντικό του. Πέφτει πάνω στον Γιώργο πριν έρθει σε μένα για χάδια. Σκύβω να χαϊδέψω τον αρκούδο στα πόδια μου, προσπαθώντας ακόμη να επεξεργαστώ όλα αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή.

Αδυνατώ ωστόσο!

«Πάω να δω το κουκλί μου.» κλαψουρίζει ο Γιώργος βγαίνοντας έξω.

«Στο πορτ μπαγκάζ έχει φίλτρα και λάδια, κάνε καμιά δουλειά!» φωνάζει η αδερφή του. Με πλησιάζει καθώς ο Γιώργος απέξω την βρίζει, το πρόσωπό της χωρίς κανένα συγκεκριμένο συναίσθημα.

«Είμαι η Ανατολή.» πιο πολύ σαν προειδοποίηση ακούγεται. Τα μάτια της επεξεργαζονται το πρόσωπό μου «Εσύ  πρέπει να είσαι η κοπέλα που έχει πάρει τα λίγα μυαλά που είχαν απομείνει στον αδερφό μου.»

Φέρνω διστακτικά το χέρι μου ανάμεσα μας «Είμαι η Βαλερια, χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω!» ο Μπλου συνεχίζει να με παρακαλαει για χάδια, σκουντωντας το πόδι μου με την μουσούδα του.

«Αν σε συμπαθεί ο Μπλου, τότε σε συμπαθώ και εγώ!» χαμογελάει απαλά, χαρίζοντας μου μια σύντομη αγκαλιά για να πει: «Τον μικρό και τα μάτια σου!»

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως η Ανατολή είναι 38 χρόνων, σύμφωνα πάντα με αυτά που μου έχει πει ο Γιώργος. Απ' την άλλη έτσι όπως την βλέπω δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είναι δίδυμη αδερφή της Νεφέλης, οπότε μικρό το κακό.

Αφήνω λίγο την όλη παράνοια, την Νικολέτα να λέει τα τρελά της σχέδια για τον γάμο στην μητέρα του Γιώργου και βγαίνω έξω, βαδίζοντας αργά προς το αυτοκίνητο της αδερφής του. Ο Γιώργος είναι σκυμμένος κάτω από το καπό, χωρίς μπλούζα και γεμάτος γράσο.

Κρίμα να είναι το σπίτι γεμάτο με κόσμο και εγώ να έχω τέτοια εικόνα μπροστά μου...

«Οπότε αυτό είναι το θρυλικό αυτοκίνητο, ε;» κυριολεκτικά έφυγε από τα χέρια της Νεφέλης, πήγε στα χέρια του Γιώργο και μετά κατέληξε στην Ανατολή.

«Του έχω αλλάξει τα φώτα, χρόνια το γλυκοκοιταζε η Ανατολή.» λέει, ακόμη αφοσιωμένος στην δουλειά του «Έχει ηχοσυστημα, είναι turbατο. Έχω πετάξει χρήμα στο μωρό μου, το πονάω ακόμη.»

«Από καγκουρας πηγές σε κλαρινογαμπρος στο αψε-σβησε!» τον πειράζω. Σκουπίζει τα χέρια του σε μια πετσέτα και γυρίζει να με κοιτάξει, ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του.

«Ελπίζω να μην σε πείραξε που είπα και στους δικούς σου... Μαλακια, είμαστε όλοι μαζεμένοι, γιατί να μην είναι και εκείνοι εδώ; Μου έκαναν και το τραπέζι πάλι χθες, ντροπή!» λέει. Περίεργως, για τα δεδομένα μου, δεν πνίγομαι από το πόσο γρήγορα κυλούν όλα.

Τον πλησιάζω και αφήνω ένα απαλό φιλί στο μάγουλό του, προσέχοντας να μην λερωσω το φόρεμά μου τη στιγμή που το αυτοκίνητο των γονιών μου σταματά απ' έξω, με τον Βαγγέλη και τον Κώστα στο μηχανάκι πίσω τους.

«Πάω να βοηθήσω τη μάνα μου, σίγουρα θα έχει φέρει ολόκληρο τον καταψύκτη μας!» και να την προειδοποίησω να μην κάνει σχέδια για γάμο. Κυρίως αυτό!

«Τελειώνω εδώ και έρχομαι, δεν θα αργήσω!» λέει γλυκά. Δεν προλαβαίνω να παω πολύ μακριά όταν με φωνάζει.

«Βαλλυ;»

«Τι είναι;» ρωτάω, λυνωντας τα μαλλιά μου.

«Είσαι πανέμορφη!» μου κλείνει το μάτι και μου χαμογελάει προτού χώσει το κεφάλι του ξανά κάτω από το καπό.

Αναθεματισμενο - γεμάτο κόσμο- σπίτι!

To be continued παιδιααααα

Τρελό γέλιο παιδιαααα! Έχω κλάψει! Καλό βράδυ!
Αναμενω τα σχόλια σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top