Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο

***Πάμε σε vibes ola-kai-tipota με Νατάσα Μποφιλιου... Ένα τραγούδι που μιλάει στη ψυχή μου και είναι σαν να έχει γραφτεί για την Βαλλυ μας...

"Ήμουν εντάξει μέχρι χθες, με τις πληγές μου ανοιχτές...

Με έπιασε κάτι να σ' το πω
Και σου 'πα πάλι σ' αγαπώ
Μικρό το ψέμα μου...

Δεν σ' αφορά προσωπικά
Είναι που εμένα τελικά
Το 'χει τ' αστέρι μου..."***

➡️ Οι περιγραφές που ακολουθούν ίσως ενοχλήσουν κάποιους. Αν δεν είστε έτοιμοι να διαβάσετε το βίωμα της Βαλεριας, θα συνιστούσα να μην διαβάσετε το κεφάλαιο που ακολουθεί.

Θα δούμε την ωμή αλήθεια μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού.

Έχω καταλήξει πως κάθε κοπέλα έχει να πει μια ιστορία με την παραμικρή ένδειξη κακοποίησης, "μικρής" ή μεγάλης... Κάτι που σε κάνει όντως να αναρωτιέσαι αν πρέπει να φέρεις τα παιδιά σου σε αυτόν τον κόσμο...

Κάτι που ενστερνιζεται απόλυτα η πρωταγωνιστρια μας.

Σε μια κοινωνία λοιπόν που ονομάζουν τις συνθήκες βιασμού της Γεωργίας Μπίκα (ντρέπομαι και που το γράφω) "ροζ πάρτυ", και ρωτούν τι δουλειά είχε το θύμα σε εκείνο το πάρτυ, εγώ απαντώ, ίσως περισσότερο ρωτώ.

Τι δουλειά είχε το κοριτσάκι στο κατηχητικό;

Τι δουλειά είχε το παιδάκι στο σπίτι του ξαδερφου του;

Τι δουλειά είχε με τον πατέρα του;

Τι δουλειά είχε τώρα να πηγαίνει σχολείο;

Τι δουλειά είδε να κυκλοφορεί μόνη της μέσα στη νύχτα;

Γιατί ήπιε; Γιατί ντύθηκε όπως ντύθηκε;

Και θα ρωτήσω τώρα εκ μέρους της πρωταγωνιστρια μας...

Τι σεξουαλικο βρήκε ένας άνδρας στο σώμα ενός 8χρονου κοριτσιού με μαγιό;

--

I just want to sleep. A coma would be nice. Or amnesia. Anything, just to get rid of this, these thoughts, whispers in my mind. Did he rape my head, too?

-Laurie Halse Anderson

Και θα προσθέσω το πιο σημαντικό...

Most men fear getting laughed at or humiliated by a romantic prospect while most women fear rape and death.

-Gavin de Becker

Διαβάστε λοιπόν...

____________

Δύο εβδομάδες νωρίτερα / Ικαρία

Γιώργος

Τα χέρια μου τραβούν το λαστιχάκι από τα μαλλιά της, τα σκούρα κάστανα μαλλιά της πέφτουν σαν χείμαρρος στη γυμνή της πλάτη. Η ανάγκη να τα νιώσω σφιχτά στο χέρι μου με ξεπερνα καθώς τα τυλιγω δύο φορες γυρω από το χέρι μου. Το σώμα μου την καλυπτει, τα δάχτυλά του ακουμπούν χαμηλά στην σπονδυλική της στήλη. Καρφώνομαι μέσα της μια μια απότομη κίνηση, μια βρισιά δραπετεύει απ' τα γεμάτα χείλη της.

Τα μάτια μου επικεντρωνονται στο πίσω μέρος του σώματος της, τα χέρια μου χαϊδεύουν απαλά τα οπίσθια της, ώσπου οι κινήσεις μου παγώνουν ακαριαία. Αγκαλιάζω τα οπίσθια της καθώς βγαίνω από μέσα της, το μέλος μου μαζεμένο από το σοκ, το αίμα εγκαταλείπει το σώμα μου.

Τι σκατά;

«Βαλερια, τι είναι αυτά τα σημάδια;» η φωνή μου τρέμει, γραντουναει τον λαιμό μου στην προσπάθεια να ακουστώ ψύχραιμος. Το σώμα της παγώνει κάτω από το δικό μου, κάτι που κάνει την ανησυχία μου ακόμη μεγαλύτερη από πριν.

Γυρίζει ανάσκελα και τυλίγεται με το σεντόνι, το βλέμμα της δεν φτάνει στα μάτια μου.

«Τι έπαθες;» παριστάνει την μπερδεμένη, κάτι που με φέρνει σχεδόν έξω από το σώμα μου.

«Τι είναι αυτά τα σημάδια, Βαλερια.» ζητάω να μάθω. Αλήθεια, αν μου πει πως δεν θέλει να το συζητήσει καθόλου ή πως δεν είναι έτοιμη να το συζητήσει ακόμη, θα το αφήσω. Όμως άμα συνεχίσει να με κοροϊδεύει μες τα μούτρα μου, θα σκοτωθουμε.

Η σκέψη πως εκείνος ο παντρεμένος την έβλαψε σωματικά με κάνει ήδη να σκέφτομαι τρόπους να τον εντοπίσω και να του μαρκαρω το σώμα μόνιμα με τις γροθιές μου!

«Σου είχα πει Γιώργο, ήταν από την κρίση άγχους μου.» λέει μια χιλιοπαιγμενη δικαιολογία. Την ίδια μαλακια και μου είχε πει για τα σημάδια κάτω από το στήθος της και ενώ την πίστεψα για την ώρα, η δικαιολογία της τώρα μου ακούγεται σαν εκείνη που έλεγα στην μάνα μου όταν οδηγούσα κρυφά μηχανή στα 15 μου!

«Θα μου πεις την αλήθεια τώρα ή θες να πιστέψω πως έβαλες οινόπνευμα στον κωλο σου; Εσύ, που βηχαλακι έχεις και παίρνεις τηλέφωνο τον γιατρό σου!» απορώ με τον εαυτό μου που την πίστεψα εκείνη τη μέρα, μέσα μου αναρωτιέμαι για τι άλλο χρειάστηκε να μου πει ψέματα για να κρύψει την αλήθεια...

Από εμένα, που θα έκανα τα πάντα για εκείνη... Να κρυφτεί από εμένα;

Τα χέρια της ακουμπούν το πρόσωπό μου, τα μάτια βουρκωμενα πάνω στα δικά μου «Δεν είναι τίποτα, Γιώργο μου, μην ανησυχείς.» προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της περισσότερο από εμένα.

«Πως μπορείς να μου λες ψέματα κοιτώντας με μέσα στα μάτια;» λέω πληγωμένος σχεδόν «Πως μου ζητάς να μην ανησυχώ όταν το μυαλό μου τρέχει στα χειρότερα αυτή τη στιγμή;»

«Πάει, μωρό μου, πέρασε! Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν.» κουνάει το κεφάλι της καθησυχαστικα, τα δάχτυλά της σκουπιζουν ένα δάκρυ που δεν ήξερα καν ως υπήρχε.

Μπορώ να είμαι ευαλωτος μπροστά της και δεν θα το άλλαζα για τίποτα στον κόσμο...

«Ποιος σε πείραξε, ματάκια μου;» ψελλίζω με δυσκολία. Τα μάτια της κλείνουν, μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό της καθώς δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της. Τα χέρια μου αγκαλιάζουν το πρόσωπο της, το δικό μου έρχεται σε απόσταση αναπνοής απ' το δικό της. «Μιλά μου, Βαλερια, σε παρακαλώ, κοντεύω να χάσω το μυαλό μου.» όσο αργεί να απαντήσει, τόσο το μυαλό μου τρέχει σε όλο και χειρότερα σενάρια. Η σκέψη πως την πείραξε ο φλώρος ο Ορέστης περνάει από το μυαλό μου.

Ορκίζομαι πως αν το έκανε αυτός, θα πασχίζουν να τον αναγνωρίσουν όταν τον αφήσω από τα χέρια μου!

Έχει γαμημενα σημάδια από σβησμενα τσιγάρα πάνω στο σώμα της! Ποιο κτήνος θα το έκανε αυτό στο κοριτσάκι μου;!

«Δεν θα σε κρίνω αν ήταν κάτι που το ήθελες εκείνη τη στιγμή...» η σκέψη πως ίσως είχε μπλέξει με κάποιον χειριστικο τύπο με βίτσια περνάει φευγαλέα από το μυαλό μου. Δεν θα την κρίνω, όχι. Την αγαπάω υπερβολικά πολύ για να το κάνω.

Αρκεί να το ήθελε.

Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της «Ξέρεις πως θα προτιμούσα να πεθάνω από το να αφήσω κάποιον να εκμετάλλευτει έτσι το σώμα μου.» ένας λυγμός δραπετεύει από τα χείλη της «Δεν μπορώ να αναπνεύσω.» τα χέρια της αγκαλιάζουν τον λαιμό της καθώς την τραβάω στην αγκαλιά μου.

«Ηρεμησε, αγάπη μου.» φιλαω καθησυχαστικα το μέτωπό της «Ό, τι έγινε, ανήκει στο παρελθόν. Τώρα είσαι εδώ, μαζί μου, είσαι ασφαλής. Πάντα θα είσαι.» δηλώνω «Θα έκοβα το χέρι μου πριν προλάβει να σε ακουμπήσει.» ορκίζομαι. Δεν θα αντεχα να ζήσω γνωρίζοντας πως την πείραξα με τον οποιοδήποτε τρόπο.

Η ανάσα της τρέμει καθώς ασθμαίνει, η καρδιά της κοντεύει να βγει έξω από το στήθος της.

«Αν δεν θέλεις να το συζητήσεις, δεν θα αναφερθώ ποτέ ξανά σε αυτό, στο ορκίζομαι.» λέω αμέσως. Νιώθω πως την πιέζω παραπάνω από όσο αντέχει αυτή τη στιγμή. Δεν είναι ανάγκη να μάθω τι της συνέβη για να καλύψω κάτι μέσα μου! Είναι ανάγκη να το μοιραστεί μαζί μου, να αφήσει ένα μέρος του βάρους που κουβαλάει μέσα της, πάνω μου, να την βοηθήσω με όποιον τρόπο με αφήσει.

Αν μου ζητήσει να δείρω κάποιον, θα το κάνω. Αν μου ζητήσει να μην το συζητήσω ποτέ ξανά, θα το κάνω. Οτιδήποτε θέλει εκείνη.

«Δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν.» παραδέχεται, κλαίγοντας με αναφιλητα «Μονάχα η αδερφή μου το κατάλαβε.» τα μάτια της σηκώνονται αργά στα δικά μου, οι επόμενες λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη της στραγγιζουν το αίμα από μέσα μου.

«Ήμουν 8 χρονών όταν συνέβη πρώτη φορά, Γιώργο.» ψελλίζει κλαίγοντας.

Είμαι σίγουρος πως δεν μιλάει, μα και να το έκανε, δεν ξέρω αν θα την άκουγα. Τα αυτιά μου βουίζουν, η καρδιά για λίγο σταμάτησε να χτυπάει στον άκουσμα της φωνής της. Το σώμα της τρέμει στην αγκαλιά μου και ακόμη δεν έχω ιδέα σε τι ακριβώς αναφέρεται...

Δεν είμαι σίγουρος αν αντέχω να μάθω!

Χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά της, τα χείλη μου σταθερά στο μέτωπό «Σταμάτα, δεν θέλω να πιεσεις άλλο τον εαυτό σου.» φοβάμαι πως θα πάθει κάτι! Πασχίζει για λίγο αλλά καταφέρνει να φύγει από την αγκαλιά μου. Πιάνει την μπλούζα μου και την περνάει πάνω από το κεφάλι της πριν κολλήσει το σήμα της στην άλλη άκρη του κρεβατιού του, τα γόνατά της σφιχτά στο στήθος της, τα χέρια της τα αγκαλιάζουν.

«Ήταν τα χειρότερα δύο καλοκαίρια της ζωής μου.» αρχίζει «Χριστέ μου, το σιχαίνομαι αυτό το μέρος.» μουρμουράει, περισσότερο στον εαυτό της «Ποτέ δεν ήθελα να πάω, εγώ ήθελα να είμαι στο χωριό με τους φίλους μου.» νιώθω ανήμπορος να μιλήσω, φοβάμαι πως θα την ενοχλήσω και δεν το θέλω.

«Το καλοκαίρι που έκλεισα τα 8, η μαμά μας πήρε και μας πήγε στο εξοχικό στη Σαλαμίνα, ο μπαμπάς έμεινε το περισσότερο μέρος του καλοκαιριού στην Κύμη γιατί έφτιαχνε το σπίτι της μας.» κάνει μια παύση και ξεροκαταπινει «Τότε στο απέναντι σπίτι έμενε μια οικογένεια, είχαν δύο γιους. Η μαμά μου έκανε πολύ παρέα μαζί τους.»

Ξεφυσαει «Ο μικρός ήταν κοντά στην ηλικία μου, ήσυχος σχετικά, δεν μου έδινε πολύ σημασία.» παίρνει το βλέμμα της από το δικό μου, κοιτάζει πλεον την θάλασσα «Ισως γιατί ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν πολύ απασχολημένος να ασχολείται μαζί μου.» δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της μα δεν μπαίνει καν στον κόπο να τα κρύψει. Το στομάχι μου γυρίζει, η επιθυμία μου να κάνω εμετό πιο έντονη από ποτέ.

«Φώναζε πολλές φορές η μάνα μου την δική του σπίτι. Έπιναν καφέ, συνήθως εμένα με άφηνε είτε να κάτσω σπίτι, είτε να πάω από το δικό τους.» κλείνει σφιχτά τα μάτια της «Ξέρεις τι; Τότε δεν καταλάβαινα τι είναι λάθος και τι σωστό. Ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος μου, πρέπει να πήγαινε λύκειο. Πάντοτε με τραβούσε να κάτσω στα πόδια του, τα χέρια του με άγγιζαν σε όλα τα λάθος σημεία, έβρισκε ευκαιρία να με ακουμπάει μέσα από το μαγιό μου μέσα στη θάλασσά.» τώρα είμαι εγώ αυτός που δεν την κοιτάω, τα μάτια μου στυλωμενα στο κενό ανάμεσα μας. Σηκώνομαι στην παύση της και φοράω την βερμούδα μου. Το να κάθομαι γυμνός με το σεντόνι αυτή τη στιγμή μοιάζει κάτι παραπάνω από απρεπες.

«Παρ' όλα αυτά εγώ πήγαινα σπίτι τους σε απόλυτη άγνοια κινδύνου... Μια μέρα δεν αισθανόμουν πολύ καλά, η μαμά μου πήγε με τη δική του για ψώνια, εκείνος σαν καλό παιδί προσφέρθηκε να κάνει το baby sitting, πολύ βολικό αν σκεφτείς ότι θα έπαιρναν και τον αδερφό του μαζί οι μαμάδες μας.» παίρνει μια βαθιά ανάσα, το βλέμμα της με αναγκάζει να σηκώσω τα μάτια μου πάνω στα δικά της «Θα έδινα τα πάντα να πήγαινα μαζί τους εκείνη την ημέρα, να μην εμένα σπίτι με αυτό το κτήνος!» φτύνει τις λέξεις.

Θα έδινα τα πάντα να έπιανα αυτό το κτήνος στα χέρια μου! Κάθε άλλο παρά πολιτισμένη θα ήταν η συζήτηση που θα κάναμε...

Κάθε άλλο παρά συζήτηση θα ήταν, κάθε δολοφονικό μου αίσθημα στην επιφάνεια. Η ανάγκη μου να προστατεύσω το κορίτσι μου, με κυριεύει λίγο-λίγο.

«Με φώναζε αστεράκι.» κάνει μια γκριμάτσα, σαν να αναγουλιασε. Πολύ πιθανό τώρα που το σκέφτομαι... «Φορούσα ένα μαγιό εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν μπλε σκούρο με τριγωνακι πάνω και είχε πάνω του κάτι λευκά αστεράκια.» κλείνει σφιχτά τα μάτια της «Πως γίνεται κάτι τόσο αθώο και γλυκό να το κάνει να μοιάζει πρόστυχο;» νιώθω την ανάγκη να απαντήσω, μα δεν βρίσκω τις λέξεις. Το κάνω όμως, τις φτιάχνω, γιατί εκείνη το θέλει!

«Μόνος ένα τέρας θα το έκανε αυτό.» λέω μαλακα. Γνέφει καταφατικά, σαν να συμφωνεί μαζί μου.

«Η Κυριακή ήταν νευριασμένη μαζί μου γιατί έπεσα με το ποδήλατο και της χαλασα το παντελόνι.» συνεχίζει «Έκανε σαν κωλοπαιδο θυμάμαι. Είχε κλειστεί στο δωμάτιό μας και άκουγε μουσική στα ακουστικά της από την ώρα που ξύπνησε.» κάνει μια γκριμάτσα «Όχι πως φταίει η αδερφή μου σε κάτι, ίσα-ίσα.» κλείνει ξανά τα μάτια της «Εκείνος είπε να πάμε πίσω από την αυλή μας, είχε να μου δείξει κάτι.» εκεί είναι που θέλω να κλείσω τα αυτιά μου, να μην μπορέσω να ακούσω οτιδήποτε είναι αυτό που θα βγει από το στόμα της στη συνέχεια.

«Είχε κάτι γλειφιτζούρια είχε πει, ήθελε να δοκιμάσω τις γεύσεις...» ξεροκαταπινει, τα μάτια της παντού γύρω, εκτός από εμένα. «Όταν ανοίγα τα μάτια μου έβλεπα ένα μοναδικό γλειφιτζούρι, μα όταν τα έκλεινα ξέρω πλέον πως στο στόμα μου δεν υπήρχε κανένα γλειφιτζούρι πάρα το βρωμερό του-» η ανάσα κόβεται στο στήθος της, κρατάει σφιχτά το στερνό της με την ανοιχτή της παλάμη.

Εγώ έχω πάψει να αναπνέω εδώ και ώρα.

Κανω να την πλησιάσω, αλλά σηκώνει το χέρι της για να με σταματήσει «Δεν μπορώ.» ζητάει απαλά.

«Μην πεις άλλα!» την παρακαλάω να σταματήσει. Δεν αντέχω να την βλέπω έτσι! Δεν αντέχω την εικόνα που μου δημιουργεί στο μυαλό!

«Αντέχω, Γιώργο.» λέει σκληρά, κοιτώντας με απόλυτα σοβαρά.

«Αν για κάτι είναι σίγουρος, είναι αυτό, κοριτσάκι μου.» επιβεβαιώνω « Είσαι η πιο δυνατή γυναίκα που είχα ποτέ μου. Την τύχη να γνωρίσω.» παραδέχομαι. Μου χαμογελάει γλυκά, ένα χαμόγελο που δεν φτάνει όμως στα μάτια της.

Αμέσως σοβαρεύει.

«Κάπως το μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ξέρω τι μου συνέβη.» ξεφυσαει. «Γύρισαν οι μαμάδες μας και γύρισε μπροστά, λέγοντάς μου να μην πω τίποτα σε κανέναν για το μυστικό μας. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό, απλώς δεν καταλάβαινα το γιατί...»

«Λίγες μέρες μετά πηγαίνουμε για μπάνιο στη θάλασσα όλοι μαζί, όπως συνήθως.» νιώθω πως τώρα έρχεται το δύσκολο κομμάτι «Πήγα τουαλέτα, πάντα το έβρισκα βρώμικο όταν παιδιά κατουρουσαν μέσα στη θάλασσα.» το κορίτσι μου...

«Βγήκα από αυτή τη τουαλέτα πιο βρώμικη από ότι θα έβγαινα από τη θάλασσα.» η φωνή της σπάει στο τέλος. Παίρνει μια κόφτη ανάσα προτού συνεχίσει «Με ακολούθησε μέσα, υποθέτω πέρασε απαρατήρητος στους υπόλοιπους εφόσον μας έβλεπαν κάθε μέρα μαζί. Κάποιοι πίστευαν πως ήταν ο αδερφός μου ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από τον βιαστή και βασανιστή μου.» το βλέμμα της κενό, σταματά το αίμα μου για ακόμη μια φορά.

Τρανή απόδειξη πως δεν μπορείς να εμπιστευθείς κανέναν με τον εαυτό σου, πόσο μάλλον με το παιδί σου.

«Μου είπε κάτι τελείως ηλιθιο τώρα που το σκέφτομαι. Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει τελείως την ανάμνηση αυτή. Θυμάμαι τι συνέβη, αλλά όχι το πως.» παίρνει μι βαθιά ανάσα, ρουφωντας τη μύτη της «Προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βγάλω το μαγιό μου γιατί είχε λερωθει και πίστεψε με όταν στο λέω, απόλαυσε κάθε στιγμή, το έβγαλε απελπιστικά αργά από πάνω μου.» ρίχνει το κεφάλι της πίσω στον τοίχο, τα μάτια της ερμητικά κλειστά καθώς συνεχίζει την εξιστόρηση της.

«Εκρυβα θυμάμαι την γύμνια μου με τα χεράκια μου όσο αυτός με κοροϊδεύε και κρατούσε το μαγιό μου πάνω από το κεφάλι του. Δεν ξέρω πως, αλλά με ξάπλωσε κάτω στο βρώμικο πλακακι του μπάνιου. Το...έβαλε μέσα μου, ο πόνος που ένιωσα δεν συγκρίνεται με τίποτα. Τα τσιγάρα που έσβησε πάνω μου μετά, ήταν χάδι.» χρειάζεται να κλείσω τα μάτια μου και να πάρω βαθιές ανάσες για να μην κάνω εμετό. Παρά την άρνησή της, πέφτω πάνω της και την κλείνω σφιχτά στην αγκαλιά μου. Τα αναφιλητα της μας τρανταζουν και τους δύο καθώς κλαίω πάνω μου, λέγοντας το παράπονο της.

«Πόνεσε τόσο πολύ...» κλαίει και κλαίω μαζί της με κάθε λέξη που σχηματίζει «Και ήταν τόσο το αίμα όταν με άφησε.» κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, τα χείλη μου σφιχτά πάνω στο μετωπο της «Πονουσα ανάμεσα στα πόδια μου, η πλάτη μου από το πώς τριβοταν πάνω στην άμμο και το χαλίκι που υπήρχε στο πάτωμα. Κι αυτός ξέρεις τι έκανε; Κάθισε άνετος στην τουαλέτα και άναψε ένα τσιγάρο από εκείνα που έκλεβε από το πακέτο της μαμάς μου.»

Το μυαλό μου δεν μπορεί καν να σκεφτεί πως γίνεται να υπάρχει τόση ανείπωτη αρρώστια γύρω μας και εμείς κοιμάστε του καλού καιρού...

«Έκανε δύο ακόμα τσιγάρα και τα έσβησε πάνω μου, στο στήθος μου. Με μαρκαρε στα σημεία που δεν θα μπορούσε να δει κανείς. Ήμουν αρκετά μεγάλη για να μην χρειάζεται να με κάνει μπάνιο η μαμά μου πλέον, αρκετά μεγάλη για να μην κυκλοφορώ γυμνή. Μα δεν ήμουν αρκετά μεγάλη ρε Γιώργο! Ακόμη ήθελα να με κάνει μπάνιο η μαμά μου! Και δεν την άφηνα γιατί ντρεπόμουν, δεν ήθελα να δει τα σημάδια μου.» παίρνει μια βαθιά ανάσα «Χριστέ μου, πονουσα τόσο πολύ...» λέει ξανά, σαν να μην το πιστεύει ούτε η ίδια.

«Θέλεις να σου φέρω λίγο νερό;» λέω μαλακα. Εκείνη αμέσως γνέφει αρνητικά.

«Οχι, θέλω να με κρατήσεις.» ζητάει.

«Φυσικά, ό,τι θέλεις.» κουρνιαζει πάνω μου, τα χέρια της σφιχτά γύρω από τη μέση μου.

«Η Κυριακή ήρθε να με βρει γιατί η μαμά μας πήρε γρανίτα και θα έλιωνε. Είχα προλάβει να φορέσω το μαγιό μου πάρα τον πόνο, ωστόσο μπορούσες να δεις το αίμα στο πάτωμα. Το είπε σε μια κυρία εκεί, πίστευε πως ντρεπόμουν γιατί μου ήρθε η περίοδος μου, με βοήθησε να καθαριστω και πήγαμε πίσω. Η Κυριακή είπε ότι δεν νιώθει καλά και γυρίσαμε σπίτι, ευτυχώς. Προφανώς τις επόμενες μέρες είχα λίγο αίμα, η μάνα το παρατήρησε, μου έμαθε να φοράω σερβιέτα, μου πήρε γλυκά, όμως η περίοδος μου δεν είχε έρθει. Πρώτη φορά μου ήρθε έναν χρόνο αργότερα όπου και το ρίξαμε σε ορμονικο πρόβλημα, όμως εφόσον μετά ήταν όλα φυσιολογικά, το αφήσαμε έτσι...» μουρμουράει.

«Το επιχείρησε ακόμη μια φορά, οπου τα κατάφερε και κέρδισα κι άλλα σημάδια. Νομίζω αυτή τη φορά ήταν στο σπίτι του, όσο οι μαμάδες μας έπιναν καφέ έξω και τα αδέρφια μας έβλεπαν ταινία στο δίπλα δωμάτιο. Χρειαζόταν δέκα λεπτά. Πέντε λεπτά για να βγάλει τις ορέξεις του πάνω μου και άλλα πέντε για να καπνίσει ένα τσιγάρο και να το σβήσει πάνω μου. Μετά μου έλεγε να ανεβάσω το βρακι μου και να κλείσω το στόμα μου σαν σωστό πουτανακι που είμαι.»

Σηκώνει τα μάτια της αργά πάνω μου, κόκκινα απ' το κλάμα, μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό της «Δεν ήμουν πουτανακι, Γιώργο. Ήμουν ένα παιδί.» την σφίγγω πάνω μου σφιχτά.

«Ένα αθώο κορίτσι ήσουν, μωρό μου. Μακάρι να μπορούσα να διώξω κάθε κακή σου ανάμνηση... Αν μπορούσα να σε κάνω να το ξεχάσεις για πάντα μα να το θυμάμαι εγω μέχρι να πεθάνω, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη.» ψιθυρίζω.

«Το επόμενο καλοκαίρι πάλι τα ίδια. Οσες μέρες έλειψε ο πατέρας μου στο χωριό για να βοηθήσει την γιαγιά και τον παππού, αυτός έκανε πάρτυ.» ξεροκαταπινει «Είχε νέα βίτσια το καλοκαίρι, νομίζω έμπαινε και στο πανεπιστήμιο όταν θα γυρνούσαμε από τις διακοπές του. Σαν δώρο ήθελε το αστεράκι του να του δώσει τον κωλο της.» αναφέρεται στον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο, κάτι που ίσως της κάνει πιο εύκολο να πει τη συνέχεια.

«Χτυπιοταν και βογγουσε σαν ζώο στο αυτί μου ότι είμαι το αστερακι του και πως από εδώ και στο εξής μόνο αυτός θα με γαμαει.» σκουπιζω τα δάκρυα από τα μάτια της «Δεν καταλάβαινα καν τι εννοούσε. Ήξερα μόνο πως αυτό που εννοούσε, πονάει και δεν το θέλω.» λέει.

«Γύρισε ο μπαμπάς την τελευταία μέρα, πίσω στην σπονδυλική μου στήλη, λίγο πιο πάνω από τον πισινο μου ήδη είχα σημάδια από τις τρακες που έκανε από την μάνα μου.» ψελλίζει.

«Εκείνο το βράδυ έριξα στο τζάκι μας το μαγιό μου, το έλουσα με οινόπνευμα, του έβαλα φωτιά και έκλαιγα μέχρι τις 5 το πρωί πως θέλω να πάω στον παππού και στην γιαγιά και πως μου λείπουν οι φίλοι μου. Νομίζω τότε κατάλαβε η Κυριακή πως κάτι πάει λάθος. Η περίοδος μου είχε τελειώσει μια εβδομάδα πριν και εγώ αυτή τη φορά έβγαλα αίμα...και από τις δύο μεριές.» οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα της, σαν να ντρέπεται.

Πιάνω το σαγόνι της στα χέρια μου «Δεν έχεις να ντρέπεσαι για τίποτα εσύ! Το κεφάλι σου να είναι πάντα ψηλά! Το δικό του ανήκει βαθιά μέσα στο χώμα.» προς μεγάλη μου έκπληξη αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη μου, κρύβοντας ξανά το κεφάλι της στο στήθος μου.

«Οι γονείς μας νόμιζαν ότι έκανα σαν κωλοπαιδο, αλλά ευτυχώς η Κυριακή με υποστήριξε. Εντελει δεν πήγαμε στην Εύβοια, αλλά γυρίσαμε τουλάχιστον Αθήνα. Έχω να πατήσω το πόδι μου εκεί από τα δώδεκα μου που πήγαμε για μια μέρα να δούμε το σπίτι το καλοκαίρι, γιατί κάποιος είχε μπει να μας κλέψει. Δεν ήθελα να πάω, αλλά θα φεύγαμε αμέσως για Εύβοια μετά, οπότε συμβιβαστικα. Είχα σκοπό να μην φύγω από το πλευρό της αδερφής μου, όπως και έκανα.»

«Σαν να παραμονευε για να με ξεμοναχιασει, έκανε την εμφάνισή του όταν η Κυριακή πήγε τουαλέτα. Ήμουν πίσω στην αυλή, με έπιασε από το πουθενά από τα μαλλιά και μου είπε στο αυτί πως θα του το πληρώσω που τον έχω αφήσει έτσι, πως τα βυζια μου και ο κωλος μου εχουν μεγαλώσει τόσο πολύ που πρέπει οπωσδήποτε να θυμηθεί πως είναι η αίσθησή τους. Πιστεύω θα το έκανε χωρίς ντροπή, παρολο που οι γονείς μου ήταν σπίτι, αν η Κυριακή δεν εμφανιζόταν και δεν τον απειλούσε πως αν με πλησιάσει ξανά θα του κόψει το πουλί με το κλαδευτήρι. Κυριολεκτικά μας είδε από το παράθυρο και πήγε να το πάρει πριν έρθει πίσω να τον αντιμετωπίσει.»

«Η Κυριακή έχει μεγαλύτερα αρχιδια από όλους μας.» λέω έκπληκτος. Συνήθως είναι στον κόσμο της και τραμπουκιζει τον Αδάμ. Δεν μπορώ να την φανταστώ στα 14 της να απειλεί έναν μεγαλύτερο άνδρα πως θα του κόψει το πουλί με το κλαδευτήρι. Την συμπαθησα κι άλλο την κουμπάρα μου!

«Δεν με ρώτησε ποτέ το συνέβη, απλώς τρυπώνε τα βράδια στο κρεβάτι μου και κοιμόταν μαζί μου. Κατάφερα να κοιμηθώ μόνη μου πρώτη φορά στο γυμνάσιο.» παραδέχεται. «Πρέπει να φοβήθηκε την Κυριακή γιατί δεν τον ξαναείδα ποτέ. Πρέπει να είδα μονάχα τους γονείς του κι αυτό στο λύκειο, νομίζω δεν μένουν Ελλάδα πλέον.»

Το καλό που του θέλω να έχει κρυφτεί όσο καλύτερα γίνεται γιατί όσο εγώ θα τον δέρνω, η Κυριακή θα του ξεριζωνει τα αρχιδια με μια τανάλια! Το κτήνος, που τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο σε ένα παιδί, στο δικό μου κορίτσι...

Άραγε θα ηρεμήσει ποτέ η ψυχή της;

Πολύ αμφιβάλω.

«Όπως βλέπεις συνήθιζα να είμαι πιο ντροπαλή από όσο είμαι μαζί σου.»

«Βαλερια, γαμωτο, ήσουν παιδί!» λέω εξοργισμένος. Σαν να με άφηνε η αδερφή μου με την κόρη της...

Μόνο στη σκέψη ανατριχιάζω.

Ποτέ!

«Όπως καταλαβαίνεις ο Μιχάλης δεν είχε ιδέα και εγώ ποτέ δεν του είπα κάτι. Πρέπει να κάναμε σεξ και την πρώτη εβδομάδα που τα φτιάξαμε. Δεν είχα και τίποτα σημαντικό να χάσω εξάλλου, σιγά το πράγμα.» λέει σκληρά.

«Μωρό μου, δεν έχεις ιδέα πόσο λυπάμαι...» εκείνη με σπρώχνει από πάνω της, σκαρφαλωνοντας πάνω μου.

«Δεν θέλω να με λυπάσαι, Γιώργο!» φωνάζει μες τα μούτρα μου «Θέλω να με βλέπεις σαν αυτό που είμαι! Μια γυναίκα! Θέλω να μην μπορείς να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά μου, να μου δείχνεις κάθε φορά και μια διαφορετική στάση στο σεξ, να σου μιλάω βρώμικα και εσύ να φτιάχνεσαι ακόμη περισσότερο. Δεν. Θέλω. Να. Με. Λυπάσαι.» κάθε της λέξη και ένα τρίψιμο πάνω μου. Τα λόγια της ξυπνούν την στύση μου. Με δυσκολία, αλλά το κάνουν.

Φλερτάρω με το να μου τον κόψω από την ρίζα.

«Μωρό μου, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή!» προσπαθώ να την συνετίσω. Εκείνη συνεχίζει να τρίβεται πάνω μου. Με μια απότομη κίνηση σηκώνεται και στήνεται στα τέσσερα μπροστά μου.

«Γιώργο, πάρε με γιατί αν δεν το θες πια όσο εγώ, καλύτερα να το τελειώσουμε τώρα και να γυρίσουμε στην Αθήνα. Έχω ανάγκη εσένα, όχι την λύπησή σου!» δηλώνει.

Και το κάνω. Με τον τρόπο που το θέλει, όσο σκληρά το θέλει, όπως ακριβώς το ζητάει. Το κάνω για εκείνη, της δίνω αυτό που χρειάζεται, μα όχι ότι χρειάζομαι εγώ αυτή τη στιγμή.

Έτσι, όταν ξαπλώνουμε, βρίσκομαι σε εκείνη τη τουαλέτα που τη βίασαν πριν 19 χρόνια, με την αίσθηση πως σήμερα την βίασα από την αρχή ξανά να με πνίγει.

«Γιώργο...» την ακούω να ψελλίζει.

«Ναι, μωρό μου.» χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά της.

«Και έγκυος να εμένα, πιθανότατα θα έκανα έκτρωση.» παραδέχεται ένοχα. Παγωνω λίγο, καταλαβαίνω λίγο αργότερα πως δεν αναφέρεται στο παρελθόν αλλά στη πρώτη μας φορά...

Και στις πολλές επόμενες που προέκυψαν, μια από αυτές και η σημερινή.

«Μην το σκέφτεσαι αυτό-» με διακόπτει.

«Δεν είμαι έτοιμη να φέρω στο κόσμο ένα παιδί, με τον φόβο ότι θα υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να περάσει ό,τι πέρασα και εγώ να κοιμάμαι ήσυχη το βράδυ πως το παιδί μου είναι καλά, όπως έκαναν οι γονείς μου.» μουρμουράει «Δεν νομίζω πως θα είμαι ποτέ.»

«Κοιμήσου, μωρό μου.» αποφεύγω να απαντήσω. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση το κάνει, ήδη πολύ κουρασμένη, αφηνωντας με στις σκέψεις μου.

Γιατί αν κάτι ξέρω σίγουρα σαν Γιώργος, είναι πως θέλω να κάνω οικογένεια τα επόμενα χρόνια και η Βαλερια μόλις μου δήλωσε πως δεν θα είναι αυτή που θα μου τη δώσει.

Η γεύση πικρη στο στόμα μου καθώς την παρακολουθώ να κοιμάται μέχρι αργά το βράδυ.

________

Συγγνώμη για αυτό.

Καλημέρα... ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top