Κεφάλαιο Τριακοστό Έννατο / Βαλέρια
(αφιερώστε λίγο χρόνο...❤️)
Βαλέρια
Κλείνω τη πόρτα πίσω μου, το βλέμμα σταθερά να χαζεύει το πάτωμα. Το μυαλό μου κάνει περίεργες σκέψεις. Απ' το ότι κάποια πλακάκια στο σαλόνι έχουν ρωγμές μέχρι στο ότι ο πατέρας μου ίσως έχει πάθει εγκεφαλικό αυτή τη στιγμή.
Σηκώνω το βλέμμα μου, βλέποντας την αδερφή μου σε κατάσταση πανικού να χαπακωνει τον πατέρα μου με χάπια για τη πίεση και να δίνει στην μητέρα μου Xanax.
Κοιτάζω εγώ από το μπαλκόνι. Ξάφνου ρίχνει καταιγίδα, χαλαζι, βροντες και αστραπές.
Το ένστικτό μου χρόνια τώρα παραμένει αλάθητο.
Έπρεπε να κάνω τα πάντα για να μην φύγουμε από το σπίτι του Γιώργου το απόγευμα!
Γυρίζω ξανά προς το μέρος των γονιών μου. Ο πατέρας μου έχει λύσει τη γραβάτα του και κάθεται στην άκρη του καναπέ κοιτάζοντας βλοσυρά την μητέρα μου που ακόμη είναι καθισμένη στη γωνία του σαλονιού με μάτια κλειστά και τα χέρια στα αυτιά της.
Η Κυριακή πρέπει να σκούπισε τα γυαλικά από το πάτωμα.
«Μωρό μου, θέλεις ένα χάπι;» το πρόσωπό της έρχεται μπροστά στο δικό μου καθώς σκύβει στο ύψος μου και με ρωτάει τρυφερά. Γνεφω αρνητικά και εκείνη το δέχεται με μισή καρδιά. Φαίνεται στο πρόσωπό της πως πιστεύει πως θα πάθω και εγώ νευρικό κλονισμό!
«Τι θα την κάνεις;» ρωτάω, δείχνοντας με τα μάτια μου την μάνα μου.
«Τίποτα δεν θα την κάνει, μεγάλη γυναίκα είναι.» ακούγεται βραχνή η φωνή του πατέρα μου. Σηκώνεται αδύναμα από τον καναπέ, ωστόσο με πλησιάζει σταθερά. Πριν καν το κατάλαβω, με κλείνει σφιχτά στην αγκαλιά του, τα χείλη του σταθερά στο μέτωπό μου που βρέχεται από τα δάκρυα του.
«Δεν έχω τρόπο να ζητήσω συγγνώμη που υπήρξαμε τόσο τυφλοί γονείς.» λέει με δυσκολία «Δεν θα μας συγχωρήσω ποτέ αυτό που αφήσαμε να σου συμβεί, τα μαύρα μεσάνυχτα και τον ύπνο του δικαίου που ρίχναμε!»
«Μπαμπά...» προλαβαίνω να ψιθυρισω πριν με διακόψει.
«Θα μιλήσεις, καρδούλα μου, θα μιλήσεις και θα βγάλεις από τη ψυχούλα σου ο,τι δεν έχεις βγάλει μια ζωή...» με απομακρύνει από την αγκαλιά του και με κοίταζει μέσα στα μάτια με όλη τη τρυφερότητα του κόσμου «Δεν θα νταντεψεις την μάνα σου, τώρα ήρθε η ώρα να κοιτάξεις τον εαυτό σου και εμείς να σε προσέξουμε όπως δεν το κάναμε στο παρελθόν. Πάρε τον χρόνο σου, βρες το αγόρι σου...»
«Μα η μαμά...» ψελλιζω. Της ρίχνει ένα σκληρό βλέμμα πάνω από τον ώμο του, ωστόσο δεν σχολιάζει τίποτε.
«Αν θες να μείνεις σπίτι σου, εδώ, μείνε. Αλλά μην μείνεις επειδή πρέπει να νταντεψεις τους γονείς σου.» γνεφω αμέσως καταφατικά.
Θέλω να φύγω.
«Φεύγω.» λέω, το κεφάλι μου κουνιέται ασταμάτητα σε καταφαση.
«Που θες να σε πάω;» αρπάζει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της η αδερφή μου. Παίρνω τη τσάντα μου, αγνοώντας τη.
«Δεν χρειάζεται, Κυριακή, μάζεψε εδώ.» λέω γρήγορα.
«Είσαι σε κατάσταση να οδηγήσεις;» ακούγεται σπασμένη η φωνή της μάνας μου, σαν ψίθυρος.
«Είμαι στην ίδια κατάσταση που είμαι σχεδόν 20 χρόνια, δεν είχα καμία έκπληξη εγώ.» κλείνω την πόρτα πίσω μου, αγνοώντας το κλάμα της.
Στέκομαι για λίγο έξω από το πατρικό μου και αυτομάτως παγωνω στη θέση μου στη θέα του αίματος στο οδόστρωμα.
Ο Γιώργος να χτύπησε άραγε; Είναι καλά; Τον έδιωξα άρον άρον και δεν σκέφτηκα καν να δω αν είναι καλά!
Ανοίγω το κινητό μου και ευτυχώς έχω μήνυμα από τον Φάνη πως ο Γιώργος είναι σπίτι και είναι αρτιμελής.
Για τον άλλον αδιαφορώ αν ζει ή αν πέθανε. Ίσως να με νοιάζει να ζει μόνο και μόνο για να μην έχει επιπτώσεις στον Γιώργο ο θάνατός του!
Βαδίζω με ασταθή βήματα προς το αυτοκίνητο μου, μπαίνω μέσα, βάζω μπρος και εκεί συνειδητοποιώ αμέσως πως δεν ξέρω που να πάω.
Δεν θέλω να είμαι εδώ, δεν θέλω να πάω όμως και σπίτι μου. Δεν θέλω τίποτα, δεν θέλω κανέναν.
Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, βγάζω τα κλειδιά από τη τσέπη μου και βγαίνω στον δρόμο.
Λίγο μετά τις έντεκα ανοίγει η πόρτα. Ανοίγει το φως του σαλονιού και βγάζει το μπουφάν του, αφήνοντάς το να πέσει άτσαλα στη πολυθρόνα προτού ρίξει το σώμα του πάνω της. Τα χέρια του τρίβουν με μάτια το πρόσωπό του όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία μου στον χώρο.
«Βαλίτσα μου;» ψιθυρίζει έκπληκτος.
«Δεν περίμενες όντως να χρησιμοποιήσω τα κλειδιά που μου είχες δώσει, ε;» λέω με πικρία, τρώγοντας λίγο από το παγωτό που πήρα από το ψυγείο του. Αμέσως σηκώνεται όρθιος και έρχεται και γονατίζει στα πόδια μου.
«Ψυχούλα μου, το σπίτι μου είναι και δικό σου, μην το ξαναπείς ποτέ αυτό!» τα χέρια του αγκαλιάζουν το ελεύθερο μου χέρι, τα μάτια του με παρατηρούν ανήσυχα.
«Καλά είμαι, Αγγελούκο μου.» λέω γλυκά.
«Το αγόρι σου ανησυχεί...» απαντάει μαλακά. «Όλοι μας ανησυχούμε.» συνεχίζει.
«Πολύ μεγάλο θέμα για το τίποτα.» μουρμουράω «Λες και δεν λέγατε συνέχεια πόσο προβληματική είμαι και πόσο απόμακρη είμαι στο αρσενικό γένος. Προς τι η τόση έκπληξη, ε;» σχολιάζω καυστικά.
«Εγώ ποτέ δεν θα σου έλεγε κάτι τέτοιο!»
«Εσύ, Άγγελε, με γουστάρεις, δεν μετράει!» η γλώσσα μου τρέχει γρηγορότερα από το μυαλό μου τη δεδομένη στιγμή! Καλύπτω κατάντροπη το ορθάνοιχτο στόμα μου, κοιτάζοντάς τον παρακλητικά.
Δεν του άξιζε τέτοιο απαράδεκτο σχόλιο!
Χτυπάει την γροθιά του στο μέτωπό του μερικές φορές προτού με κοιτάξει και σηκωθεί όρθιος.
«Το ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου» τονίζει την επίμαχη λέξη «δεν είχε ποτέ καμία σημασία και αυτό δεν σκοπεύω να αλλάξει ούτε τώρα, ούτε ποτέ!»
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι...» κάνω χώρο για να καθίσει δίπλα μου. Όταν εντέλει κάθεται δίπλα μου, μας σκεπάζω με την κουβέρτα και του δίνω το κουτάλι για να μοιραστούμε το παγωτό του.
«Θες να μου μιλήσεις;» ρωτάει απαλά, αγνοώντας τη συγγνώμη μου. Βουτάω το κουτάλι από τα χέρια του και τρώω μια κουταλιά παγωτό «Θα το πάρω σαν όχι.» γελάει πικρά.
Τον δείχνω με το κουτάλι «Όχι ακόμα.» διευκρινίζω.
«Τον άλλον θα μου πεις γιατί τον έδιωξες;» κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, ξεφυσωντας.
«Σάμπως ξέρω;» παραδεχομαι. Μένω για λίγο σιωπηλή, ωστόσο ο Άγγελος πάντοτε ήταν ο αγαπημένος μου άνθρωπος...
Μέχρι που γνώρισα τον Γιώργο...
«Νομίζω πως σήμερα από τη στιγμή που μπήκε στο πατρικό μου το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα καταφέρω να κρατήσω τις ισορροπίες για να μην πληγώσω τον Γιώργο. Δεν με ένοιαζε η αδερφή μου, η μάνα μου σε καμία περίπτωση· δεν με ένοιαζε ούτε ο πατέρας μου όσο με απασχολούσε το να μην ανακαλύψει ο Γιώργος ολόκληρη την αλήθεια και καλύψει τα κενά της ιστορίας μου...»
Βλέπω το πόνο στα μάτια του. Τον πόνο που μοιράζετε μαζί μου για τα βιώματά μου αλλά και εκείνον του ερωτευμένου που μόλις του υπενθυμισαν πως ο άνθρωπος που αγαπάει, αγαπάει άλλον.
«Φοβάμαι το ποσό τον νοιάζομαι, Άγγελε.» παραδεχομαι «Φοβάμαι πως θα με αφήσει κάποια στιγμή, πως δεν θα με αντεξει και θα με αφήσει.» παίρνω μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα «Δεν ξέρω αν θα το αντέξω, Αγγελούκο.» παραδέχομαι.
Αφήνει ένα φιλί στη κορυφή του κεφαλιού μου και σηκώνεται όρθιος περπατώντας προς τη εξώπορτα όπου ανοίγει σε έναν καταχλωμο και τελείως ανήσυχο Γιώργο.
«Βαλλυ μου...» ψελλίζει διστακτικά, χωρίς ωστόσο να κάνει βήμα μακριά από το κατώφλι.
«Γεια...» ψιθυριζω βραχνά. Συνειδητοποιώ πως κλαίω μονάχα όταν βλέπω την έκφραση του προσώπου του να σπάει και τα πόδια του σχεδόν να τρέχουν προς το μέρος μου προτού με κλείσει στην αγκαλιά του.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο λυπάμαι, ψυχή μου...» λέει ξανά και ξανά στο αυτί μου «Δεν έχεις ιδέα...»
«Συγγνώμη που σου είπα ψέματα.» ζητάω μέσα ανάμεσα στα αναφιλητά μου «Συγγνώμη, Γιώργο...»
«Δεν έχεις να ζητήσεις για τίποτα συγγνώμη, ματιά μου. Δεν έφτιαξες σε τίποτα και όμως αδικήθηκες τόσο πολύ...» ξεφυσαει να αμέσως γέρνει το κεφάλι του στο δικό μου «Τι έχεις τραβήξει κοριτσάκι μου...»
«Να σου φτιάξω κάτι;» ρωτάει ο Άγγελος.
«Ένα τσάι...» ζητάω απαλά. Ο λαιμός μου είναι στεγνός και με πονάει... Ο κόμπος στο στομάχι μου αβάσταχτος.
«Το αγαπημένο σου;» μου χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο που ωστόσο δεν φτάνει στα μάτια του. Ωστόσο του ανταποδίδω το χαμόγελο -ελπίζω δηλαδή- και εκείνος αμέσως εξαφανίζεται στη κουζίνα του.
«Να ζηλέψω που επέλεξες να έρθεις στον Άγγελο;» μόνο ο Γιώργος θα επιχειρούσε να με εκνευρίσει για να ξεχαστώ.
Δεν πέφτω στην παγίδα του ωστόσο, προς μεγάλη του απογοήτευση.
«Μην είσαι μαλακας.» γελάω ελαφρά.
«Εντάξει, τουλάχιστον γελασες λίγο.» με πειράζει.
«Με τέτοια μούρη, πως να μην!» σχολιάζει ο Άγγελος, Αφήνοντας δύο αχνιστες κούπες στο τραπεζάκι μπροστά μας.
«Έβαλες λίγο ουίσκι μέσα ή είσαι φλώρος;» λέω, εκπλησσοντας τους και τους δύο.
«Πινε το τσαγακι σου σκέτο εσύ, σκατό που θες και ουίσκι.» λέει ο Γιώργος. Παε' όλα αυτά ο Άγγελος σπρώχνει ένα μπουκάλι Chivas προς του μέρος του Γιώργου και εκείνος μου ρίχνει μερικές γουλιες στο τσάι μου, πάντοτε διστακτικά, προτού βάλει τρία δάχτυλα στο δικό του.
«Άμα δεν μεθύσετε, ίσως να σας πάει αίμα.» μας πληροφορεί ο Άγγελος, βάζοντας απλά, λιτά και απέριττα ένα ποτήρι ουίσκι στον εαυτό του.
«Δεν μας αδειάζεις τη γωνιά ρε Πετράκη;» λέει το αγόρι μου.
«Μαλακα είσαι στο σπίτι μου!» λέει ο Άγγελος απηυδησμένος. Το αγόρι μου του κλείνει πονηρά το μάτι προτού με κλείσε σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Σ' ευχαριστώ, Άγγελε.» τον ακούω να μουρμουράει μέσα στα μαλλιά μου. Ο φίλος μας τον χτυπάει απαλά στον ώμο και περνώντας το ποτήρι του, τα τσιγάρα και το μπουφάν του, βγαίνει έξω στο μπαλκόνι.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει μαλακα ο Γιώργος.
«Σκέφτομαι πως σήμερα το σπίτι μου διαλύθηκε και πως εμένα δεν μου καίγεται καρφί.» παραδεχομαι ένοχα.
«Αυτό συμβαίνει γιατί ήρθε επιτέλους η ώρα που πλέον θα κοιτάζεις τον εαυτό σου και μόνο. Πόσο ακόμα θα σε νοιάζει να μην σπάσεις την φούσκα της μάνας σου;» λέει σκληρά.
«Πίστεψέ με, η φούσκα έσκασε μια και καλή και δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχει στη ζωή μας...» ξεροκαταπίνω «Ο πατέρας μου έδειχνε να τη σιχαίνεται και εκείνη να είναι σε απόλυτο σοκ και συναισθηματική κατάρρευση.»
«Δεν μου καίγεται καρφί! Εκείνη τι έκανε όταν εσύ υπέφερες; Γυρνούσε το κεφάλι από την άλλη και συνέχιζε να υποκρίνεται ότι η ζωή σου είναι στρωμένη με ροδοπέταλα ενώ ήταν με καρφια, Βαλλυ! Δεν το χωράει το κεφάλι μου το τι έχεις περάσει και τι βάρος κουβαλάς μέσα σου!»
«Ένιωσα μια τεράστια ανακούφιση όταν βγήκα από το σπίτι... Έφυγε ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου και αυτομάτως έπαψαν να με νοιαζουν τα συναισθήματα όλων... Μόνο ο πατέρας μου με άγγιξε λίγο συναισθηματικά κι αυτό γιατί είχε μαύρα μεσάνυχτα στο τι συνέβαινε μέσα μου...» παραδεχομαι.
«Το κακό ήταν ότι το κτήνος δρούσε κάτω από τη μύτη των γονιών σου και εκείνοι ζησουσαν αμέριμνοι εμπιστευομενοι και οι δύο έναν άνθρωπο που σε έβλαψε σωματικά και ψυχικά.» κάνει μια μεγάλη παύση και ξεφυσαει «Δεν θα αφήσω αυτή τη ζημιά να φωλιάσει μέσα σου και να σιγοκαιει μια ζωή, στο υπόσχομαι. Θα είμαι δίπλα σου σε κάθε σου βήμα, Βαλέρια!» υπόσχεται.
«Μην λες μεγάλα λόγια, Γιώργο.» δυσανασχετω αμέσως.
Μέχρι και εγώ καταλαβαίνω πως μιλούν οι ανασφάλειες μου και ο φόβος μου πως μια μέρα θα με εγκαταλείψει και αυτός...
Όπως εγκατέλειψα εγώ τον εαυτό μου τόσα χρόνια να παλεύει με θηρία και δαίμονες κλεισμένο σε ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο παρελθόν...
«Πάντοτε εννοώ το κάθε τι που λέω. Δεν είσαι μόνη πια, Βαλλυ μου. Επαψες να είσαι μόνη τη στιγμή που σε γνώρισα και έβαλα στόχο της ζωής μου να σε προστατεύω με κάθε κόστος.» δηλώνει.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω Γιώργο με αυτή τη βόμβα που έσκασε στα χέρια μου...» παραδέχομαι.
«Θα είμαστε όλοι δίπλα σου σε οποιονδήποτε τρόπο επιλέξεις ώστε να το αντιμετωπίσεις. Είτε θες να τον πας δικαστικά, είτε να τον πλακώσουμε στο ξύλο ή να τον θάψουμε ζωντανό...» γελάω ελαφρά στο σχόλιο του παρόλο που ξέρω πως το εννοεί «Ακόμη κι αν αποφασίσεις να το αφήσεις πίσω σου, είμαστε όλοι εδώ δίπλα σου, μωρό μου. Το μόνο που φοβάμαι είναι πως θα κρατάει αγκυρωμένη στο παρελθόν...»
«Δεν-» η φράση μου διακόπτεται από το κουδούνι και τον Άγγελο που μπαίνει φουριόζος στο σαλόνι για να ανοίξει τη πόρτα, έτοιμος να διώξει όποιον βρίσκεται πίσω από την πόρτα.
Δύσκολα διώχνει κανείς όμως έτσι εύκολα δύο μπάτσους από το σπίτι του...
«Ο Γεώργιος Αγησίλαος Συνοδινός;» ρωτάει τον Άγγελο.
«Ο ίδιος.» σηκώνεται μπερδεμένο το αγόρι μου.
«Έχουμε ένταλμα σύλληψης σας για τον ξυλοδαρμό του Εμμανουήλ Μπάκου. Θα πρέπει να έρθετε μαζί μας στο τμήμα.» του λέει ο αστυνόμος.
Τι στον διαόλο;!
_______
ΜΙΚΡΌ ΑΛΛΆ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ!
ΠΕΡΙΜΈΝΩ ΤΑ ΣΧΌΛΙΑ ΣΑΣ!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top