Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Τέταρτο

Γιώργος

Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου ακούγοντας τον Αδάμ να γκαρίζει συνθήματα ακόμη και πίσω από τη πόρτα του ασανσέρ. Αυτό που δεν περίμενα είναι ότι θα τραβολογουσε μαζί του από τους ώμους τον πατέρα της κοπέλας μου...

«Γειά σου γιαγιά, γιαγιά, γαμω τον Πειραιά...» επαναλαμβανει ξανά και ξανά. Ο κυρ Τάσος ο καημένος σπρώχνει τα γυαλιά του στη κορυφή της μύτης του ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω με ρούχα του Παναθηναϊκού. Καπέλο, φούτερ, μπουφάν, φόρμα, κασκολ...τα πάντα!

«Χριστέ μου, τι έκανες στον πατέρα μου;» λέει έντρομη κάπου πίσω μου η Βαλερια.

«Κάνε πίσω κοριτσάκι, οι άντρες θα πάνε να δουν την ομαδάρα σήμερα!» ο Αδάμ την σπρώχνει μέσα στο σπίτι, τραβώντας τον πατέρα της μαζί του.

«Να σου θυμίσω να μιλάς καλύτερα στην κοπέλα μου;» μουρμουράω στο εαυτό μου. Γυρίζω να τον κοιτάξω καθώς σηκώνει αδιάφορα το χέρι του «Γιατί σπαταλάς τζάμπα το σάλιο σου, δεν καταλαβαίνω!»

Έλα μου ντε!

«Εννοείς θα πάτε σε κάποια καφετέρια, σωστά;» γυρίζει έντρομη να με κοιτάξει όταν ο μαλακας της χαμογελάει πονηρά «Σωστά;» με ρωτάει.

«Φέρε τα εισιτήρια, μωρό μου!» μου λέει ο Αδάμ. Του κάνω νόημα να κοιτάξει πάνω στο ψυγείο και αυτός σχεδόν τρέχει προτού επιστρέψει με τα εισιτήρια μας ανοιχτά μπροστά στο πρόσωπό του.

«Τρελαίνομαι!» φωνάζει, φροντίζοντας να τραβήξει το 'ρ'.

«Καλά, ποιοι θα πάτε;» ρωτάει μπερδεμένη η κοπέλα μου. Δεν χρειάζεται να της απαντήσω, μιας και το κουδούνι με προλαβαίνει. Ανοίγω τη πόρτα κοιτάζοντάς τη με ένα αγανάκτησμενο βλέμμα καθώς ο Κώστας με τον Αγγελο μπουκάρουν ντυμένοι σε παρόμοιο στυλ αμφίεσης, τραβολογώντας τον ορκισμένο Θρύλο πίσω τους.

«Βαγγέλη;» λέει έκπληκτη η Βαλερια, τα μάτια της στο κασκόλ στο λαιμό του.

«Έχω πιει ήδη τρεις μπύρες για να το αντέξω. Αν τυχόν δω φωτογραφία μου πουθενά με κασκόλ του Βαζελου, έχετε πεθάνει για 'μένα!» προειδοποιεί «Αα ρε κυρ Τάσο τι κάνω για εσένα, αχ ρε κυρ Τάσο!» μουρμουράει με κατεύθυνση τη κουζίνα μου όπου φροντίζει να ανοίξει την τέταρτη μπύρα του.

«Ο Σάκης λέει θα μας βρει εκεί.» λέει ο Κώστας χωμένος μέσα στην οθόνη του κινητού του.

«Γιατί θα έρθει αυτός είπαμε;» ολόκληρο το πρόσωπο του Αδάμ ξινιζει στο άκουσμα του ονόματος του Σάκη.

«Είναι το αγόρι της αδερφής σου!» τον μαλωνει η Βαλερια.

Εκείνος φαίνεται να το σκέφτεται για λίγο «Δεν καταλαβαίνω αν θα έπρεπε να σημαίνει κάτι αυτό.» στριφογυριζω τα μάτια μου στη σκέψη και μόνο πόσο μεγάλη θα είναι η σημερινή μέρα!

Λίγες στιγμές αργότερα χτυπάει ξανά το κουδούνι και αυτή τη φορά ελπίζω βαθιά μέσα μου να έχουν έρθει όλοι μαζί. Ευτυχώς οι ΑΕΚτζηδες της παρέας καταφθάνουν μαζί.

«Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση.» δηλώνει ο Φάνης.

«Μωρή, μου είπες ότι θέλει βοήθεια ο Γιώργος!» λέει έκπληκτος ο Γιάννης. Η κοπέλα μου με αγριοκοιτάζει αλλά αμέσως καταλαβαίνει πως ο Γιάννης απευθύνεται στον Αδάμ και όχι σε εκείνη.

«Θέλει βοήθεια να πάμε όλοι μαζί να δούμε την Παναθα!» εξηγεί. Για πότε έφυγε ο Βαγγέλης στη κουζίνα και ξανά γύρισε με τρεις μπύρες, ούτε που το κατάλαβα.

«Θα έρθετε.» ανακοινώνει ο Βαγγέλης, δίνοντάς τους από μια μπύρα «Αν πάω εγώ, θα πάτε και εσείς, τέλος!» λέει.

«Εγώ θα το κάνω για τον κυρ Τάσο ρε!» λέει ο Γιάννης χτυπώντας φιλικά τον ώμο του κυρίου Τάσου.

«Έλα και εσύ ρε παλιόπαιδο!» είναι νομίζω η πρώτη φορά που μιλάει από την ώρα που τον τραβολογησε μέσα στο σπίτι μου ο Αδάμ.

«Τάσο, τέτοια μου κάνεις και δεν ξέρω πως να σου πω όχι!» το σκέφτεται για λίγο ο κουμπάρος μου.

«Θα σου πάρω όσες μπύρες θες! Μη χαλάς την παρέα!» αν αυτό με έκανε να λυγισω, η ηττημένη έκφραση στο πρόσωπό του Φάνη με τσάκισε.

«Οπότε υποθέτω πάω να ντυθώ;» χασκογελάω κερδίζοντας επάξια τα άγρια βλέμματα των Θρύλων και τον Χανουμιων της παρέας.

«Αδαμόπουλε!» φωνάζει ο Κώστας, κάνοντάς το αίμα να παγώσει στις φλέβες μου. Οι γύρω μου φαίνεται να νιώθουν ακριβώς όπως εγώ καθώς παρακολουθούμε όλοι μαζί τον Αδάμ και τον Κώστα.

«Τι; Τι έγινε;» φωνάζει και εκείνος, έντρομος.

«Έτσι θα έρθεις;!» ρωτάει σοκαρισμένος ο άνθρωπος που δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να αφήσω να γίνει ποτέ κουνιάδος μου.

Ξέρω ακριβώς που θα πάει η συζήτηση και ένα θα πω: δεν παντρεύτηκε η Νεφέλη τον Λιάκο για να μου φέρει η Ανατολή γαμπρό τον Ψηλουλη! Δεν θα με τρελάνουν εμένα οι δίδυμες!

«Γιατί; Τι έχω;» εν τω μεταξύ φωνάζουν ακόμα οι μαλάκες.

«Καλά, μια εμφάνιση του Παναθηναϊκου δεν έχει βγάλει η Gucci; Armani; Κατι ρε παιδί μου!»

«Πάρτε τον από μπροστά μου, θα του χώσω το Tomy Hilfiger μου στον λαιμό!» λέει καθώς του πετάει το τσαντάκι του στη μούρη.

«Αχ, ώστε έτσι είναι να σε χτυπάνε με λεφτά στη μούρη, ε; Είμαι και επισήμως το πουτανακι σου, Αδαμόπουλε!» άκουσα αρκετά πιστεύω.

«Που πας;» λέει έντρομη η Βαλερια ανάμεσα στα θηρία.

«Να πάρω τον κουνιάδο μου, τον Ηλία μου, τον Λιακο μου, να του πω πόσο τον αγαπώ!» λέω.

«Ήρθε η ώρα να αποδεχτείς πως στο μέλλον θα γίνω ο αγαπημένος σου κουνιάδος!»

«Εγώ θα είμαι ο αγαπημένος του κουνιάδος!» λέει ο Αδάμ.

«Γιώργο, μην με αφήνεις!» ακούγεται η απεγνωσμένη φωνή της κοπέλας μου.

«Συγγνώμη, μωρό μου, αρνούμαι!» μέχρι να αλλάξω ρούχα στο σπίτι μου ηχούσε ήδη στο τέρμα ο ύμνος του Παναθηναϊκού.

Ο καημένος ο Μπλου με κοίταζει από τη πόρτα σαν να με παρακαλάει να τους πάρω όλους και να φύγω από εδώ μέσα. Τον πλησιάζω και σκύβω να χαϊδέψω την γούνα του «Θα φύγουμε και θα σε αφήσω με την αγαπημένη σου, ηρέμησε.» και επειδή είναι γνωστό τι δημιουργεί η Βαλερια στους άνδρες αυτού του σπιτιού, ο σκύλος μου ξεκινάει να τρέχει πάνω κάτω σε μια τρομερή έκρηξη ενέργειας.

Ξέρω, Μπλου, ξέρω...

Μόλις μπαίνω στο σαλόνι το κορίτσι μου έρχεται αμέσως πάνω μου «Ίσως θα μπορούσες να μην πας στο γήπεδο...» το βλέμμα της δεν μου πέρασε απαρατήρητο εννοείται.

«Όταν γυρίσω;» γνέφει καταφατικά και απομακρυνεται και απευθείας καταλαβαίνω πως κλείστηκε ξανά στο καβούκι της. Έχω να την αγγίξω από εκείνη τη μέρα μετά το αυτωφορο και γνωρίζω πως θα περάσει καιρός μέχρι να την αγγίξω ξανά. Θα κάνω υπομονή όμως, όσο κι αν με πονάει η απόμακρη στάση της...

«Πάμε όλοι μαζί! Παναααα-θηναι-κε, Παναααα-θηναι-κε, Παναθηναϊκέ μεγάλε και τρανέ!» σε repeat το έχει βάλει ο μαλάκας;

Κλείνω την τηλεόραση, αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο της Βαλεριας και τους τραβάω όλους προς τα έξω «Τα λέμε μωρό μου, δεν θα αργήσω!»

«Μην τον ακούς, θα αργήσει, θα πάμε και Βερτη!» φωνάζει ο Αδάμ.

«Για κάποιον που κυκλοφορεί με 600 ευρώ φούτερ πολυ στο τζάμπα δεν τη βγάζεις;» κοροϊδεύει ο Άγγελος.

«Προφανώς;» λέει ο Αδάμ λες και είναι αυτονόητο.

«Προχωρήστε! Γειά σου κορίτσι μου!»

«Γειά σου, μπαμπά!» γελάει η Βαλερια.

«Γειά σου, μπαμπά, μπαμπά, γαμω τον Πειραιά!» φωνάζει ο βλαμμένος. Πάω να κλείσω την πόρτα αλλά ο Βαγγέλης με σπρώχνει, μπαίνει μέσα και επιστρέφει με μια εξάδα μπύρες!

«Δεν θα αντέξω!» κλαψουριζει.

Θα περάσουμε τέλεια!

Στην είσοδο το σπιτιού μου τους κάνω νόημα να χωριστουμε.

«Εγώ θα πάρω τον πεθερό μου με το παπί!» λέει ο βλαμμένος.

«Δεν θα σε αφήσω να κυκλοφορείς τον πατέρα της κοπέλας μου στον δρόμο με ρούχα του Παναθηναϊκου, είσαι τρελός; Θα σας πετύχει κανένας μαλακας και θα τρέχουμε!

Ο Γιάννης παίρνει τον Φάνη και τον Βαγγέλη ενώ μαζί μου έρχεται η Αγία Τριάδα-Παναθα με τον κυρ Τάσο.

«Κύρ Τάσο, πες shotgun.» λέω χαμηλόφωνα.

«Shotgun!» λέει και αμέσως ο Αδάμ ξεφυσαει.

«Θα το δεχτώ γιατί σε αγαπώ!» του λέει, μπαίνοντας στο αμάξι. Κλείνω το μάτι στον κυρ Τάσο και μπαίνω και εγώ, ελπίζοντας να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου άμα δεν έχω τον Αδαμόπουλο για συνοδηγό.

Μια ώρα αργότερα το κεφάλι μου έχει γίνει καζάνι με απόλυτη επιτυχία καθώς βρίσκουμε τις θέσεις μας.

«Μην νομίζεις πως δεν παρατήρησα πως τα ρούχα σου είναι από την καινούργια κολεξιόν!» λέει ο Αδάμ, κερδίζοντας μια σφαλιάρα στον σβέρκο από τον Κώστα.

«Να πεις στην κυρα Μανια να σου πάρει όταν γυρίσεις σπίτι, μανιαμούνια, βουτυρομπεμπέ, αι σιχτιρι!» μουρμουράει προχωρώντας μπροστά. Εν τω μεταξύ ο Φάνης με τον Γιάννη πίσω μου κοιτάζουν με μια έκφραση αηδίας το γήπεδο γύρω μας ενώ ο Βαγγέλης πίσω τους, τελευταίος και καταϊδρωμένος μουρμουράει στον εαυτό του τον ύμνο του Ολυμπιακού.

«Θες να πεθάνεις ρε καθυστερημένε;» τον ρωτάει ο Φάνης εκνευρισμένος «Γαμω το σπίτι μου, αντί να είμαι με το την γυναίκα μου έχω μπλέξει με εσάς τα πυροτουβλα!» ο υπερχαζομπαμπας κυκλοφορεί με το υπερηχογραφημα στη τσέπη του μπουφάν του.

Λέω τον Φάνη, λες και εγώ δεν θα ζητούσα αντίγραφα για να το έχω παντού και να το βλέπω. Λες και δεν κρατάω μετά από τόσα χρόνια εκείνο το πλασματακι που μόλις είχε αρχίσει να δημιουργειται μα εμείς αποφασίσαμε να το αποκαλούμε λάθος και να το σταματήσουμε προτού προλάβει...

«Σταματήστε επιτέλους να τρώγεστε σαν τα κοκόρια και καθίστε να δούμε σαν άνθρωποι τον αγώνα! Ευγενής άμιλλα, έστω!

«Έχεις δίκιο πεθερέ.» λέει ο Αδάμ προτού γυρίσει στους υπόλοιπους «Έχει δίκιο ο πεθερός μου, βούλωστε το και καθίστε κάτω να δούμε το ματς!»

_______

«Πάρε τα πόδια σου ρε γάμω το σπίτι σου ανάπηρε!» γυρίζουμε όλοι να τον κοιτάξουμε με μισό μάτι και αμέσως μαζευεται στη θέση του «Συγγνώμη, έχετε δίκαιο.»

«Εξάλλου δεν φταίει κανένας ανάπηρος να τον πιάνεις στο στόμα σου επειδή ο Κωτσιρας δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του!»

«Εμ, μαλακας είναι ο Γιαννάκης που έγινε τραγουδιστής;» λέει ο Άγγελος. Φαίνεται να καταλαβαίνει πως τον κοιτάζουμε με γουρλωμένα ματιά γιατί γυρίζει να μας κοιτάξει «Τι μωρέ; Γιάννης Κότσιρας ο ένας, Γιάννης Κωτσιρας και ο άλλος, τώρα στο όμικρον και το ωμέγα θα τα χαλάσουμε;»

«Κάνεις πάρα πολύ παρέα με το Αδάμ, Άγγελε.» λέω.

«Έχεις δίκιο Συνο, με έχει καταστρέψει!» κλαψουριζει.

«Τον Ιωαννιδη τι τον βάλανε; Είναι αμπαλος!» συνεχίζει ο κυρ Τάσος ανενόχλητος.

«Τάσο, πως εκφράζεσαι έτσι;» λέει έκπληκτος ο Αδάμ.

«Ορίστε, αυτός θα μπορούσε να γίνει σεφ, μαλακας ήταν ο Πάνος Ιωαννιδης δηλαδή;» αμέσως σηκώνεται τα χέρια ψηλά «Το βουλώνω εντάξει!»

Βλέπετε ο Άγγελος τις αγαπά τις τέχνες...

Που έχω μπλέξει;!

Βαλερια

«Γειά σου μαμά.» λέω μόλις ανοίγει τη πόρτα. Χαμογελάει πλατιά μόλις με βλέπει, ωστόσο κάτι σε 'μένα πρέπει να την εμποδίζει από το να με φιλήσει ή να με αγκαλιάσει, παρόλο που βλέπω πόσο το θέλει.

«Γειά σου, μωρό μου, πέρασε! Πως είσαι κορίτσι μου;» λέει γρήγορα.

«Έχω υπάρξει και καλύτερα.» της ρίχνω ένα σφιγμένο χαμόγελο και γνεφω αρνητικά όταν μου κάνει νόημα να καθίσω στη τραπεζαρία.

«Θες να σου φτιάξω κάτι να φας;» ρωτάει.

«Όχι, δεν θα κάτσω πολύ, περιμένω τα παιδιά να γυρίσουν, πήραν τον μπαμπά και πήγαν γήπεδο.» χαμηλώνει ντροπιασμενη τα μάτια της και κοιτάζει αλλού «Πως είναι ο πατέρας σου;» ρωτάει εντελει.

«Έχει υπάρξει και καλύτερα.» λέω μονότονα.

«Ούτε να κάτσεις λίγο μαζί μου δεν μπορείς πια;» δεν απαντάω κάτι σε αυτό κάτι που δεν την ευχαριστεί καθόλου, δεν είναι αυτό που περίμενε.

Ήρθε η ώρα να σπάσω εξ ολοκλήρου την φούσκα που έχει κλείσει τον εαυτό της!

«Θα με συγχωρέσεις ποτέ;» ψελλίζει αδύναμα.

«Μαμά, δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ, θεωρώ πως το καταλαβαίνεις αυτό...» περνάει το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της, γνεφοντας καταφατικά.

«Φυσικά, θα πάρει λίγο χρόνο να επιστρέψουν τα πράγματα στα φυσιολογικά τους και-»

«Μαμά, δεν πρόκειται ποτέ ξανά να επανέλθει αυτή η κανονικότατα που όλοι με τέτοιο πάθος επιδιώκετε! Βγήκαν τα άπλυτα μας στην φορά, σύνελθε!» φωνάζω. Εκείνη συνεχίζει να κουνάει το κεφάλι της πέρα-δώθε. Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες και ακόμη επιμένει στην ανούσια άρνησή της για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας.

«Βαλερια, δεν είναι άπλυτα! Σε κακοποίησε!» γελάω ελαφρά, κερδίζοντας ένα μπερδεμένο βλέμμα.

«Εδώ βλέπεις είναι που κάνεις λάθος.» λέω δείχνοντας τη με το δάχτυλό μου. Αυτός ο Κέρβερος ξάφνου μοιάζει μικρός στα μάτια μου. Η μαμά μου μοιάζει τόσο μικρή έτσι όπως έχει μαζευτεί στη καρέκλα που κάθεται.

«Τι εννοείς, παιδί μου;» η φωνή της τρέμει, μαζί με τα χέρια της καθώς δάκρυα κυλούν από τα μάτια της. Δεν έχω νιώσει κάνα πιο ανεπηρέαστη μπροστά σε άνθρωπο σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση.

Δεν με λυπήθηκε ποτέ, γιατί να το κάνω εγώ τώρα;

«Δεν με κακοποίησε απλώς μαμά· με βίασε. Ψυχή και σώμα υπέστησαν μια ζημιά ανεπανόρθωτη και εσύ φρόντισες να προσθέσεις το λιθαράκι σου.»

«Βαλερια, εγώ-» λέει κλαίγοντας μα την διακόπτω αμέσως. Δεν καταλαβαίνει πως δεν με νοιάζει πλέον πως νιώθει εκείνη;

«Εσύ, μάνα, είχες ένα πράγμα να προσέχεις μεγαλώνοντας με. Ένα πράγμα έπρεπε να κάνεις μάνα, να με ακούς και εσύ αντ' αυτού έκλεισες αυτιά, ματιά και στόμα και μου γύρισες τη πλάτη! Αν αυτός με βίασε δεκάδες φορές, εσύ με βίασες ακόμη μια και αυτοί εκεί έξω θα με βιάσουν άλλες τόσες φορές, ξανά και ξανά και ξανά!»

«Τι λες;» ψελλίζει με δυσκολία.

«Η Ανατολή και η δικηγόρος της θέλουν να καταθέσω εναντίον του. Ααα δεν τα έμαθες; Βίαζε και εκείνη και ένας Θεός ξέρει ποια άλλη γυναίκα έχει πειράξει εκεί έξω! Μου στερησες την πιθανότητα να έχω μια φυσιολογική ζωή μαμά!» φωνάζω τόσο δυνατά που πονάει ο λαιμός μου.

«Έχεις την ευκαιρία, πότε δεν είναι αργά...» σηκώνεται και με πλησιάσει αλλά την σταματώ προτού με ακουμπήσει μονάχα με ένα βλέμμα μου.

«Μου στέρησες την ευκαιρία να ζήσω μια φυσιολογική ζωή με τον άνθρωπο που αγαπώ...» ψιθυρίζω κλαίγοντας μετά από τόσες μέρες.

«Ο Γιώργος σε λατρεύει, τι είναι αυτά που λες;»

«Θα χρειαστεί να πω ξανά και ξανά τι πέρασα στα χέρια του μαλακα και ο Γιώργος θα αναγκαστεί να ακούσει ξανά πέρα από το ένα κομμάτι που μοιράστηκα μαζί του και όλα τα υπόλοιπα που προσπάθησα να του αποκρύψω!» πάντοτε προσπαθούσα να προστατεύσω τους άλλους και τα συναισθήματά τους, ίσως γιατί δεν το έκανε ποτέ κανείς για 'μένα...

Πέρα από την αδερφή μου...

«Σε αγαπάει και αυτό δεν θα αλλάξει. Όλοι μας σε αγαπάμε!»

Προσπαθώ να μην γελάσω ειρωνικά «Άμα η αγάπη αρκούσε, οι άνθρωποι δεν θα χώριζαν.» επιλέγω να απαντήσω.

«Αυτές είναι χαζές δικαιολογίες!» επιμένει.

«Ο Γιώργος, μαμά, αξίζει μια οικογένεια, κάτι που εγώ δεν μπορώ να του προσφέρω!»

«Είσαι καλά; Σου συμβαίνει κάτι;» κοιτάζει ανήσυχα το σώμα μου «Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν τρόποι και θεραπείες αμα-»

«Υγιέστατη είμαι μαμά, μπορώ να κάνω παιδιά αλλά δεν θα αποκτήσω ποτέ δικά μου.»

«Ίσως δεν έχει έρθει η ώρα να-»

«Δεν θα κάνω παιδιά ρε φίλε, τι δεν καταλαβαίνεις;» φωνάζω «Πως θα γίνω εγώ μάνα; Να συνεχίσω το έργο σου; Είσαι με τα καλά σου;» φωνάζω.

«Είσαι πολύ σκληρή μαζί μου, Βαλερια, εγώ πάντοτε ήθελα το καλό σου, δεν θα σε πληγωνα ποτέ εκούσια! Είσαι η κόρη μου που να με πάρει και να με σηκώσει!»

«Μην χολοσκάς, άμα κάποια την πήρε ο διάολος και την σήκωσε, αυτή είμαι εγώ!» δηλώνω τελεσίδικα.

«Οφείλεις να δώσεις μια ευκαιρία στη σχέση σας, μην τη προδικαζεις!»

«Αυτό που οφείλω να κάνω είναι να δώσω την ευκαιρία να βρει ο Γιώργος ό, τι αξίζει ακόμη κι αν αυτό το βρει σε μια άλλη γυναίκα.» όσο κι αν με πονάει κάποια πράγματα είναι τόσο φανερά που στέκονται με σάρκα και οστά απέναντί μου και μου χαμογελούν χαιρέκακα.

«Θα τον αφήσεις έτσι απλά να χαθεί μέσα από τα χέρια σου;» ρωτάει.

«Ο πατέρας μου με μεγάλωσε με ανιδιοτέλεια! Δεν φερομαστε εγωιστικά σε αυτούς που αγαπάμε. Κάποιες φορές χρειάζεται να αφήνεις κάποιους ανθρώπους να φύγουν.»

«Αν τον αφήσεις θα φερθείς εγωιστικά. Λες στον εαυτό σου πως θα τελειώσεις την σχέση σας για να είναι εκείνος καλά όμως στην πραγματικότητα το κάνεις γιατί φοβάσαι να κυνηγήσεις αυτά που αξίζεις εσύ! Κάτι που όμως είναι απολύτως φυσιολογικό, έχεις περάσει πολλά πριν καν ακόμη γεννηθείς...»

«Δεν ξέρεις ούτε το 1/5 από αυτά που έχω περάσει γιατί αντί να μάθεις, εσύ άναψες τον απορροφητηρα και συνέχισες το τηγάνισμα μαμά!» ουρλιαζω «Γιατί το έκανες αυτό;» λέω κλαίγοντας «Γιατί του έδωσες την ευκαιρία να απλώσει ξανά τα βρωμοχερα του πάνω μου; Πάνω στην Ανατολή; Γιατί τον άφησες να μας πληγώσει όλους τόσο;» κλαίω με ένα μεγάλο παράπονο που υπέβοσκε για χρόνια βαθιά μέσα μου.

«Δεν...δεν ξέρω! Υποθέτω πίστευα ότι δεν άκουσα καλά; Πως έχεις μεγάλη φαντασία; Πως είδες κάποιον εφιάλτη; Δεν ξέρω! Το ότι είμαι μάνα δεν σημαίνει πως είμαι και αλάθητη! Δεν είμαι Θεός, Βαλερια!»

«Δεν σου ζήτησα να γίνεις Θεός! Θα έπρεπε να με πάρεις από το χέρι την ίδια κι όλας στιγμή και να με πας σε έναν γαμημενο παιδοψυχολογο ακόμη κι αν δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας! Λες συνέχεια την Κυριακή ανώριμη και ανεύθυνη αλλά αυτή ήταν που με πρόσεχε όταν εσύ έπινες καφεδάκια με την μάνα του βιαστή μου!» ωρυομαι εκτός εαυτού.

«Δεν το ήξερα, Βαλερια, κατάλαβε με!»

«Εκείνη με φρόντιζε! Είπε ψέματα ότι μου ήρθε περίοδος ενώ ήταν αιμορραγία, καθόταν μαζί μου όταν κατάλαβε πως αυτός ο άνθρωπος με τρομάζει για να μην χρειαστεί να μείνω ούτε λεπτό μόνη μαζί του! Εκείνη τονα απείλησε με το κλαδευτήρι ότι θα του κόψει τα αρχιδια αν τολμήσει να με ακουμπήσει. Εκείνη άλλαζε τα γαμημενα τα σεντόνια μου όταν κατουριομουν τα βράδια, με άφηνε να κοιμάμαι στο κρεβάτι της και έπαιρνε όλη την ευθύνη πάνω της! Αυτή με πήρε από το χέρι και με πήρε στον γυναικολόγο στο γυμνάσιο, ο μπάσταρδος με είχε κολλήσει χλαμύδα! Γιατί ρε μαμά; Τι εφταιξα ρε μαμά;» νιώθω χέρια να με κρατάνε αλλά το μόνο που βλέπω είναι κόκκινο και στη μέση την μάνα μου να με κοίταζει με τα χέρια στο στόμα της και δάκρυα στα μάτια της.

«Ψυχούλα μου, ηρέμησε!» ακούω την φωνή της αδερφής μου «Θα πάθεις τίποτα, ηρέμησε!» πέφτω στο πάτωμα λαχανιασμενη και μόνο τότε συνειδητοποιώ πως τόση ώρα ουρλιαζω με όλο μου το είναι.

«Κοριτσάκι μου...» κλαίγεται η μάνα μου «Συγχώρεσε με, σε εκλιπαρώ!»

«Ποτέ.» λέω ψυχρά «Σου το ορκίζομαι σε ο,τι έχω ιερό πως δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ. Μόνο εγώ ξέρω πόσο προσπάθησα να το κάνω τα τελευταία 20 χρόνια. Δεν το έχω μέσα μου, δεν μπορώ!» κάνει να με πλησιάσει αλλά η Κυριακή μπαίνει μπροστά μου σαν ασπίδα «Μείνε μακριά της μαμά, δώσε λίγο χρόνο.» λέει ήρεμα.

Στο κατώφλι της πόρτας αποφασίζει να μιλήσει ξανά.

«Όταν γίνεις μάνα θα με καταλάβεις...» ψελλίζει.

«Δεν θα γίνω ποτέ γιατί πίστεψέ με, αν γινόμουν μονάχα μίσος θα κερδίζες από 'μένα, σίγουρα όχι κατανόηση!»

Γιώργος

«Γειά σου μπαμπά, μπαμπά, γαμω τον Πειραιά!» τραγουδάμε όλοι μαζί μετα τον αγώνα. Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου με τον Αδάμ να βρίζει πίσω μου τον Βαγγέλη για την γκαντεμιά του και την γκρίνια του και πως αυτός φταίει για το γκολ που χάσαμε.

«Είστε πολύ τυχεροί που έμεινε στην ισοπαλία με τους απαλούς που έχετε!» λέει «Πρέπει να κάνω μπάνιο με ιώδιο για να ξεπλύνω της βρώμα του μουχλιασμένου χλοοτάπητα που έχετε για γήπεδο.»

«Την επόμενη φορά μονάχα κόκκινα ροδοπέταλα για τη μαπα σου, παλιομαλακα.» μουρμουράω.

«Να,συγχύσες και τον Συνο!» πετάει ο Κώστας.

«Μπα, σταμάτησες το sexting με την αδερφή του εσύ;» πετάει ο Γιάννης πονηρά.

Γουρλώνω τα μάτια μου «Μωρό μου, σώσε με!» φωνάζω, ψάχνοντας τη, μα δεν είναι με τα κορίτσια στο σαλόνι. Εντελει τη βρίσκω στη κουζίνα με την Κυριακή να ανοίγει πίτσες ενώ η αδερφή της βγάζει πιάτα από το ντουλάπι.

«Ασ' τα Κικο, θα βοηθήσω εγώ.» χαμογελάω απαλά. Μου δίνει τα πιάτα προσεκτικά, κάνοντάς νόημα προς το μέρος της κοπέλα μου. Γνεφω καταφατικά και εκείνη φεύγει για να μας αφήσει μόνους μας. Αφήνω τα πιάτα στο τραπέζι και φέρνω τα χέρια της στα χείλη μου, φιλωντας τα.

«Πως είσαι, μωρο μου;» λέω γλυκά. Το βλέμμα της δεν φτάνει στα μάτια μου.

«Νυστάζω λίγο.» παραδέχεται.

«Θες να διώξω τα παιδιά;» χάρη θα μου κάνει εδώ που τα λέμε με τους τρελούς εκεί έξω.

Γνέφει αρνητικά, χαρίζοντας μου ένα χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια της «Όχι βέβαια, θα είμαι εντάξει, ίσως πεινάω.» λέει.

«Έγινε κάτι;» λέω πλέον ανήσυχος.

«Πήγα από την μαμά σήμερα, δεν είναι κάτι.» τι δεν είναι κάτι, αυτή είναι βόμβα μεγατόνων!

«Και;» ρωτάω ήρεμα.

«Και δεν θέλω να το συζητήσω.» γνεφω καταφατικά, αφήνοντάς ένα φιλί στο μέτωπο της και δεν το συνεχίζω για την ώρα. Την βοηθάω σιωπηλά με τις πίτσες και ενώ τα μάτια μου πέφτουν στο κουτί με τα Xanax που φαίνεται στη τσάντα της, δεν σχολιάζω κάτι.

Την τραβάω αθόρυβα στην αγκαλιά μου και σκύβω να φιλήσω τα χείλη της «Έχεις ιδέα πόσο σε αγαπάω;» ρωτάω.

«Και εγώ σε αγαπάω.» βλέπω για λίγο τα χακαρακτηριστικα του πρόσωπου της να χαλαρώνουν για λίγο και αυτό μου αρκεί.

«Πάμε μέσα, πεινάω γυναίκα.» φέρνω απαλά την παλάμη μου στα οπίσθια της και εκείνη αμέσως φέρνει τα μάτια της στα δικά μου «Είμαι σίγουρη...» λέει προτού πάρει δύο πίτσες και φύγει για το σαλόνι.

Δεν μου πέρασε αδιάφορη η διφορούμενη απάντησή της...

Βγάζω το κινητό μου και στέλνω μήνυμα στην Κυριακή, κοιτάζοντας τη από την πόρτα της κουζίνας.

"Μισό χάπι ή ολόκληρο;"

"Ολόκληρο, την έπιασε υστερία."

Τα πράγματα είναι χειρότερα από ο,τι περίμενα...

______

Γειά σαςςςς
Δεν άργησα πολύ και όπως υποσχέθηκα ήταν μεγαλύτερο κεφάλαιο που είχε λιγο απ ολαααα

Μέχρι το επόμενο, να προσέχετε!

💕💖💖💖💖

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top