Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Πέμπτο
Αδαμ
«Γειά σου καύλα, είναι ο bodyguard σου εδώ;» μετά βίας κράτα ανοιχτά τα μάτια της. Κοιτάζει αποπροσανατολισμενη γύρω της προτού βουτήξει το κινητό από τη τσέπη του φούτερ μου.
«Νίκο, γαμω το κέρατο σου, είναι πέντε το ξημέρωμα!» ωρυεται. Πως ξυπνάει αμέσως όμως όταν νευριάζει, είναι φοβερό! Την πιάνω από τους ώμους και την μετακινώ για να περάσω μέσα γιατί ξέρω πως ήταν έτοιμη να μου κλείσει τη πόρτα στα μούτρα.
«Δεν σου είπα να μπεις!» μουρμουράει.
«Θέλω καρμπονάρα, Βαλίτσα!»
«Νίκο, νυστάζω!!» κλαψουρίζει. Την αγνοώ πλήρως καθώς βγάζω οτιδήποτε θα χρειαστεί για να μου μαγειρέψει. Βάζω νερό στον βραστήρα και περιμένω καθώς στρίβω σιωπηλά ένα τσιγάρο.
«Γιατί τσακώθηκατε αυτή τη φορά;» παραδίδεται εντελει, ρίχνοντας το σώμα της σε μια από της καρέκλες.
«Γιατί φοράς την κουβέρτα σου;» λέω μπερδεμένος.
«Γιατί κρυώνω ρε γαμημένε, εσύ γιατί λες;» ανάβω το air condition, ανοίγω τον απορροφητηρα και ανάβω το τσιγάρο μου. Δεν παραπονιέται καν για το τσιγάρο μέσα στο σπίτι!
«Θα ήθελα να μου μιλάς πιο όμορφα και να σταματήσεις να πληγώνεις τα λεπτά μου αισθήματα.» κάνω τον θιγμένο.
«Δεν θα είναι για πολύ λεπτά άμα συνεχίσεις να τρως καρμπονάρα στις πέντε το χάραμα.» μουρμουράει.
«Θα σε αγνοήσω.» αφηνω το τσιγάρο στην άκρη και ξεκινάω το μαγείρεμα σε απόλυτη σιωπή. Βάζω την κατσαρόλα με το νερό στο μάτι, πετάω έναν κύβο και ψιλοκοβω το μπέικον προτού ρίξω τα ζυμαρικά στο νερό που βράζει.
«Συνέχισε, κυρία μου.» της πειράζω, ανακατεύοντας τα μαλλιά της.
Ένα τέταρτο σε απόλυτη σιωπή περνάω και αφήνει ένα αχνιστό πιάτο μπροστά μου, παίρνοντας θέση απέναντί μου. Σπρώχνω το πιάτο προς το μέρος της, κερδίζοντας ένα μπερδεμένο βλέμμα.
«Τι συμβαίνει, Βαλερια;» ρωτάω ήρεμα. Ξεφυσαει, καταλαβαινοντας επιτέλους πως η επίσκεψη μου ήταν για εκείνη και όχι για 'μένα. Τρώει ηττημένη μια μπουκιά και γυρίζει μια μπουκιά, δίνοντάς μου και εμένα μια.
Εννοείται την δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, είπαμε ψυχούλα, αλλά δεν είμαι και μαλάκας!
«Την πέτυχα η ρουφιάνα.» μουρμουράει.
«Πάντα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.» την επαναφέρω «Τι συμβαίνει, μωρό μου;» κλείνει σφιχτά τα μάτια της και οτνα τα ανοίγει δεν με κοίταζει ξανά καθώς δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της.
«Πήγα στην μάνα μου και έγινε της πουτανας το κάγκελο...» ξεφουρνιζει.
«Όπα!» Σηκώνομαι όρθιος, πιάνω ένα πιάτο και το γεμίζω με καρμπονάρα. Τρώω μια πιρούνια και καταπίνω γρήγορα. «Τώρα μπορείς να συνεχίσεις!»
«Δεν έχω και πολλά να σου πω, λίγο πολύ της είπα ότι τα έκανε σκατά και πως δεν θα την συγχωρησω ποτέ που δεν με άκουσε και με άφησε αβοήθητη. Έπαθα κρίση πανικού, δεν θυμάμαι ακριβώς τι έλεγα αλλά ούρλιαζα. Με πήρε σηκωτη η Κυριακή.» το λέει εν τω μεταξύ λες και πήγε για καφέ και την ρώτησα πως πέρασε. «Στην πραγματικότητα εκείνη παίζει να ξέρει καλύτερα από εμένα τι συνέβη.» παραδέχεται «Κατέβασα διακόπτη, δεν έχω ιδέα τι συνέβη.»
«Εγώ όμως θέλω να ακούσω εσένα, όχι την Κικο.» λέω ήρεμα.
«Πήγα να την αντιμετωπίσω και εκείνη και ο,τι αντιπροσωπεύει στην ιστορία μου αλλά δεν μου άρεσαν οι απαντήσεις που λάμβανα, αυτό είναι όλο. Δεν ήθελα να ακούσω δικαιολογίες, ήθελα να ακούσω την αλήθεια και όχι αυτό που πιστεύει εκείνη πως είναι η αλήθεια της.» τρώμε για λίγο σιωπηλά καθώς της δίνω τον χρόνο της να επιλέξει ποιο είναι το επόμενο που θέλει να μοιραστεί μαζί μου.
«Θέλουν να καταθέσω και να ανοίξουν την υπόθεσή μου.» η φωνή της σπάει ελαφρώς στο τέλος και ξεροβηχει «Έχεις ιδέα τι έχω να τραβήξω, Νίκο; Δεν ξέρω αν αντέχω.»
«Κάνε αυτό που εσύ θέλεις, όχι ο,τι θέλουν οι άλλοι.» σφίγγω το χέρι της και επιτέλους με κοίταζει «Να κοιτάξεις τον εαυτό σου!»
«Θέλω να πάει στην φυλακή.» παραδέχεται κοιτώντας κάπου πίσω μου «Θέλω να τον δω να καταδικαζεται για ο,τι έκανε σε μένα και στην Ανατολή και να μαθαίνω πόσο άσχημα περνάει στην φυλακή εξαιτίας αυτών. Θέλω εκδίκηση σαν τρελή, Αδάμ!» γυρίζει το βλέμμα της στο δικό μου «Δεν είναι υγιές αυτό, σωστά;»
«Ποιος θα κρίνει ρε Βαλίτσα αν είναι υγιές αυτό ή όχι;» λέω έξαλλος.
«Ξέρω 'γω; Ο ψυχίατρος που θα μου συνταγογραφησει ψυχοφαρμακα;» γελάει αμήχανα.
«Κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση σου παρά μόνο αν έχει βιώσει ότι εσύ. Γαμω, Βαλερια, δεν ξέρω πάρα μόνο ένα μικρός μέρος της ιστορίας και δεν θέλω να φανταστώ τι δεν ξέρω...» γνέφει καταφατικά συνεχόμενα και παίρνει μια βαθιά ανάσα προτου ανοίξει το στόμα της και ξεστόμισει κάθε ανατριχιαστικη λεπτομέρεια από τα βασανιστήρια που έζησε στα χέρια αυτού του κτήνους.
«Και τι έχει μείνει;» λέει κλαίγοντας «Ένα κουφάρι ξεσκισμένο με σημάδια από τσιγάρα στο σώμα και ουλές που δεν επουλωσαν ποτέ σωστά, εσωτερικά και εξωτερικά. Πνίγομαι, Νικόλα, δεν αντέχω! Σε παρακαλώ, μη κλαις!» φωνάζει. Φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου και μόνο τότε συνειδητοποιω πως όντως κλαίω.
«Πφφ, εγώ δεν-» κουνάω το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά και γονατιζω μπροστά της αγκαλιαζοντας τη μέση της καθώς κρύβω το κεφάλι μου στην αγκαλιά της. «Είσαι τόσο δυνατή, Βαλίτσα μου. Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι για όσα έχεις περάσει. Αν μπορούσα να πάρω λίγο από τον πόνο σου και να τον κάνω δικό μου, θα το έκανα, μα δεν ξέρω αν θα αντεχα, σίγουρα θα λυγιζα. Σηκώνω το κεφάλι μου για να αντικρίσω το μπερδεμένο βλέμμα σου «Τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο σε αυτούς που έχουν τα αρχιδια να τα αντέξουν, όσο κι αν με πονάει που στο λέω.»
«Νίκο, έχει περάσει πάρα πολλά και η Κυριακή· κουβαλάει μεγάλο βάρος μέσα της...» λέει κλαίγοντας. «Σε παρακαλώ, μην την πληγώσεις ποτέ, δεν το αξίζει.»
«Σου το ορκίζομαι πως θα προσέχω την αδερφή σου σαν τα μάτια μου όπως σκοπεύω να κάνω και με εσένα.» σηκώνω και φιλάω το μέτωπο της δυνατά, αγκαλιαζοντας τη ξανά.
«Ο Συνο θα μου κόψει τα αρχιδια άμα μας δει έτσι τώρα.»
«Μπορείς μια φορά να μην χαλάς την ατμόσφαιρα;» παραπονιέται. Την πιάνω κεφαλοκλειδωμα και ξεκινάω να τρίβω το κεφάλι της «Εγώ μωρή; Που παραδέχτηκα, σχεδόν, ότι κλαίω;»
«Χριστέ μου, γιατί σε κάνω ακόμα παρέα; Άσε με!» παραπονιέται.
«Αφησέ τη!» είμαι πολύ σίγουρος πως ο μαλάκας με χτύπησε με κάποια καρέκλα ή κάτι παρόμοιο.
Το κεφάλι μου γυρίζει «Αιμορραγω, θα πεθάνω, θα πεθάνω πριν καν κλείσω τα τριάντα, θα πεθάνω πριν προλάβει να πάρει ξανά η Πανάθα το Triple Crown! Πείτε στη Κουλα ότι την αγαπώ και ας πέθανα νέος και δεν πρόλαβα να την κάνω μάνα.»
«Σκάσε ηλιθιε, ήμαρτον, δεν θα πεθάνεις.» νιώθω κάτι παγωμένο στο κεφάλι μου και το χέρι του Γιώργου να φέρνει το δικό μου στον πάγο. Το φέρνω μπροστά μου και εντέλει είναι αρακάς.
«Πάλι καλά είσαι νοικοκυρά.» μουρμουράω «Γιατί στο καλό έχεις ρόπαλο;» παραπονιέμαι, μέχρι που βλέπω το σήμα του Παναθηναϊκου πάνω του «Και γιατί ρε γαμημενε δεν μου έχεις πάρει και εμένα ένα;»
«Τι στο καλό κάνεις εδώ τέτοια ώρα ρε καθυστερημένε; Θα μπορούσα να σου είχα κάνει ζημιά!» μουρμουράει ο μαλακας.
«Δεν ήξερα να πάρω την άδεια σου για να έρθω να δω την κουνιάδα μου!»
«Βρε ηλιθιε, δεν το ήξερα, την άκουσα να φωνάζει στις 7 το πρωί και ανησύχησα, αυτό είναι όλο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου και ήρθα να το πάρω!» ο σκύλος του εν τη μεταξύ κάνει επιδρομή στη κουζίνα, ξαπλωνοντας για να χαϊδέψει η Βαλερια την κοιλιά του.
«Και έφερες και το σκυλί μαζί;» τον κοροϊδεύω.
«Ρε δεν γαμιέσαι λέω εγώ;» μουρμουράει καθώς με σπρώχνει για να βάλει να φάει.
«Αυτός δεν ήταν στην συμφωνία μας, Βαλίτσα!» παραπονιέμαι. Η μουσιτσα σηκώνει αδιάφορα το χέρι της καθώς αφήνει ένα φίλο στη μουσούδα του Μπλου.
«Δεν σου έχουν πει ποτέ να προσέχεις που βάζεις την υπογραφή και το πουλί σου;» χαμόγελα χαιρεκακα.
«Έτσι όπως τον βλέπεις, λες να του το είχαν πει ποτέ;» κοροϊδεύει και ο μαλακας.
«Επειδή δεν μου αρέσει η ατμόσφαιρα, πάω να στρώσω να κοιμηθώ.» λέω αδιάφορα.
«Θα κοιμηθείς εδώ;» ρωτάει μπερδεμένος ο πανηλιθιος φίλος μου.
«Όχι, ήρθα να φάω καρμπονάρα και να φύγω πρωινιατικα. Είσαι βλαμμένος;» αγνοώ πλήρως τα γέλια τους και συνεχίζω βαριεστημενα την πορεία μου. Παίρνω σεντόνια από την κρεβατοκάμαρα της Βαλίτσας και στρώνω στον ξενώνα -γνωστό και ως μόνιμο κρεβάτι της παρέας- πρώτου γυρίσω να τους καληνύχτισω-καλημερίσω.
Να τος ο μαντράχαλος με τις φορμιτσες του «Εσύ δεν θα ερχόσουν να πάρεις το πορτοφόλι σου;» κοροϊδεύω. Εν τω μεταξύ με στραβόκοιτάζει το σκυλί του. «Μην με κοιτάς έτσι, δεν φταίω εγώ που το αφεντικό σου είναι απαίσιος ψεύτης.»
«Νομίζω ήρθε η ώρα να κοιμηθείς.» λέει η κολλητή μου, αγκαλιάζοντας το μπράτσο μου. Ο Γιώργος σηκώνει το δεξί του φρύδι, ωστόσο δεν σχολιάζει κάτι.
«Μάθε να παίζεις μπαλίτσα, Συνο.» χωρίς καμία ένδειξη ότι θα κάνει μαλακια, μου τσιμπάει την ρωγα απότομα και φεύγει για το δωμάτιό της μικρής λουλούς που με κρατάει από το χέρι με όλη της τη δύναμη για να μην τρέξω από πίσω του.
«Ήμαρτον, πρωί-πρωί!» παραπονιέται αλλά δεν μπορεί να κρύψει το μικρό χαμόγελο στα χείλη της.
«Θα δώσω τόπο στην οργή, Βαλιτσα γιατί πάνω απ' όλα είμαι καλός άνθρωπος!» επίσης πιάνω δουλειά σε τρεις ώρες και πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθώ.
«Τι ώρα να σε ξυπνήσω;» κοντοστεκεται στη πόρτα και χασμουριέται.
«Σε τρεις ώρες.» χασμουριέμαι και εγώ.
«Τι ώρα δουλεύεις, Αδαμ;» γι' αυτό την κάμω παρέα, είναι τόσο έξυπνη!
«Σε τρεις ώρες...»
«Πάλι θα αργήσει ο μαλακας, απορώ που σε κρατάνε!» κοροϊδεύει ο μαλακας.
«Ρε κάνε λίγο μόκο εσύ, πολύ μιλάς!»
«Πήγαινε παιδί μου κοιμήσου! Τα λέμε μετά!» την χαιρετώ με δύο δάχτυλα στο μέτωπο μου μα όταν γυρίζω να φύγω, νιώθω τα χέρια της στη μέση μου.
«Σε ευχαριστώ για όλα.» μουρμουράει στη πλάτη μου. Γυρίζω και την κλείνω στην αγκαλιά μου, αφήνοντας ένα φιλί στα μαλλιά της.
«Μαζέψου μωρή, είναι το αγόρι σου δίπλα.» την πειράζω. Εκείνη στριφογυριζει τα μάτια της και μπαίνει στο δωμάτιο της, κλείνοντας τη πόρτα.
«Μην τυχόν ακούσω αχ και βαχ, θα σας τσουρομαδισω!» εν τω μεταξύ ο δύσμοιρος ο Μπλου μου ρίχνει ένα αγανακτησμενο βλέμμα.
«Σκάσε!» φωνάζει ο άλλος.
«Έλα να κοιμηθούμε μαζί, φάγαμε πόρτα.»
Τώρα πως κατέληξα εγώ να κοιμάμαι αγκαλιά με τον σκύλο, ένας Θεός ξέρει.
Αν με έβλεπε η κυρα Μανία, αχ αν με έβλεπε...
________
«Ξύπνα!» στην προσπάθεια μου να σηκωθώ το μόνο που καταφέρνω είναι να μπλεχτώ στα σκεπάσματα και να πέσω από το κρεβάτι.
«Τι φωνάζεις μωρέ;» παραπονιέμαι ακόμη από το πάτωμα.
«Πληροφορήθηκα πως δουλεύεις και πρέπει να σηκωθείς. Προσπαθώ να σε ξυπνήσω από τις 9!» μουρμουράει ο μαλάκας.
«Γιατί μωρέ αφού στις 10 δουλεύω!» κλαψουρίζω και δεν ντρέπομαι καθόλου γι' αυτό.
«Αδαμόπουλε είναι ήδη δέκα παρά τέταρτο.»
«Είναι γνωστό σε όλους Σύνο πως όταν με βάζουν δέκα, εγώ πιάνω 11 στη καλύτερη.» τραβάω το μαξιλάρι για να βολευτώ στο πάτωμα αλλά ο μαλάκας μου το τραβάει από το χέρι.
«Τι θα γίνει ρε φιλαράκι τώρα;» ανακάθομαι να κοιτάξω επιτέλους την εκνευριστική παρουσία του.
«Μιλήσατε;» λέει σιγανά, αγνοώντας παντελώς το ενοχλημένο βλέμμα μου. Ξεφυσάω, πετάω τα σκεπάσματα από πάνω μου και αποφασίζω να ντυθώ και να το πάρω απόφαση πως θα πάω στην ώρα μου σήμερα στη δουλειά.
«Ναι, μιλήσαμε λίγο.» απαντάω εντελει. Εκείνος γνέφει καταφατικά κοιτάζοντας το πάτωμα με τα χέρια στη μέση.
«Ωραία, καλό είναι αυτό.» μουρμουράει περισσότερο στον εαυτό του πάρα σε 'μένα. «Δεν είναι καλά, Αδάμ.» γυρίζει να με κοιτάξει και δεν μπορώ παρά να του το επιβεβαιώσω.
«Δεν είναι.» συμφωνώ μαζί του.
«Το ότι μιλάει είναι καλό όμως, σωστά;» ψάχνει απεγνωσμένα ένα σημάδι ότι η κοπέλα του θα το ξεπεράσει και αυτό αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι μπορώ να του δώσω αυτή την ελπίδα.
Όπως και να 'χει, γνεφω καταφατικά χωρίς να πω κάτι.
«Άντε, τράβα κατουρα, θα με κεράσεις καφέ.» ανακοινώνει, βγαίνοντας από το δωμάτιο.
«Πολύ παρέα με την κοπέλα μου κάνεις!» φωνάζω.
«Μαλλον πιο πολύ μαζί σου κάνω, αλλά εντάξει.»
«Ρε δεν γαμιέσαι;!» η χοντρή του κεφάλα πετάγεται από το άνοιγμα της πόρτας «Σάμπως με αφήνεις;» του πετάω το μαξιλάρι αλλά ο μαλακας το πιάνει στον αέρα, πετώντας το πίσω σε 'μένα και φεύγει -ψάχνοντας την Βαλερια, πάω και στοίχημα!
«Αι στα διαλα μαλακα, έχω φταίω που δεν γαμας!» ακούω το γέλιο της φίλης μου παρά την σύγχυση μου και αυτό μου αρκεί.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πρέπει να πάω και στην ώρα μου στη δουλειά.
Μη χειρότερα!
_________
Φτάνοντας στη δουλειά με τον μαλακα τον φίλο μου, ο κυρ Μήτσος κοιτάζει μπερδεμένος το ρολόι του.
«Πήγε κιόλας 12;» ρωτάει τον Φώτη.
«Σχολασα;» κοιτάζει κι αυτός μπερδεμένος το κινητό του.
«Μην το κάνετε θέμα, δεν θα ξαναγίνει.» λέω αδιάφορα.
«Άντε, θα φύγεις νωρίτερα σήμερα.» με χτυπάει φιλικά στον ώμο μου ο κυρ Μήτσος, ο ιδιοκτήτης του καφέ που δουλεύω.
«Γιατί;» τώρα είμαι εγώ ο μπερδεμένος.
«Αα εδώ και κάνα χρόνο σου λέω ότι πιάνεις 10 αλλά στο πρόγραμμα σε βάζω 12.» σηκώνει αδιάφορα και κάθεται ξανά πίσω στη θέση του, πιάνοντας την εφημερίδα με τα αθλητικά.
Ο μαλακας ο φίλος μου εν τω μεταξύ έχει σκάσει στο γέλιο.
«Τι είναι τόσο αστείο;» ρωτάω κοφτά.
«Εγώ ήρθα να πιω έναν καφέ από τον Φώτη και έφυγα, δεν ξέρω τι λες.» μια που τον είδα, μια που εξαφανίστηκε.
Γιώργος Συνο γνωστός και ως George Sino που κάνει απόλυτη ρήμα με των John Cena.
Ως γνωστόν άμα δεν είναι Γιώργος, θα είναι τουλάχιστον Γιάννης.
__________
«Γειά σου μάνα.» αφήνω τα κλειδιά στο τραπεζάκι και αν και ακούω την τηλεόραση στη κουζίνα, εκείνη είναι άφαντη.
«Α μπα, μας θυμήθηκες;» συγκρατώ με νύχια και με δόντια την τρομάρα μου έτσι όπως πετάγεται από το μπαλκόνι με μια γλάστρα στο χέρι.
«Το γύρισες σε κηπουρός;» την πειράζω.
«Λες ο κηπουρός να μπορεί να συντηρήσει την αφεντιά σου;» αα ορεξάτη είναι σήμερα.
Δεν θα πάει πολύ καλά η συζήτηση που θα ακολουθήσει.
«Αναλόγως, θα δούλευες στην Εκάλη ας πούμε;» απτόητη, δεν μου χαρίζει ούτε βλέμμα.
«Τι θέλεις Νικόλα; Γιατί για να ήρθες σπίτι σου μετά από έναν μήνα , κάτι θέλεις.»
«Μαμά, ήταν ένας πολύ δύσκολος μήνας, δεν έχεις ιδέα τι έχει γίνει και τέλος πάντων μην είσαι τόσο μελοδραματικη, δεν έχω έναν μήνα να έρθω!» παίρνει μια γκριμάτσα από αυτές που θέλω απλά να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι, μετανιωνοντας την ώρα και την στιγμή που ήρθα.
«Άμα είναι να τσακωθούμε, γαμησε με!» λέω απόλυτα ξενερωμενος.
«Τι το τόσο σημαντικό συνέβη;» ρωτάει με προσποιητό ενδιαφέρον.
«Κάτι που έκαναν στην Βαλέρια όταν ήταν μικρή, τέλος πάντων είναι μεγάλη συζήτηση.» μασάω τα λόγια μου.
«Τι διαόλο; Μέλι έχουν αυτές οι αδερφές; Οι Διαμαντοπούλες σε σέρνουν από τη μύτη, καλά λένε το μουνί σέρνει καράβι.» μουρμουράει.
«Είσαι τρελή μωρέ; Πως μιλάς έτσι για την κοπέλα μου και την κολλητή μου; Εσύ την Βαλίτσα την συμπαθείς!» φωνάζω. Αφήνει κάτω την γλάστρα και γυρίζει να με κοιτάξει το ίδιο εκνευρισμενη με 'μένα, αν όχι περισσότερο.
«Έχεις το θράσος να νευριάζεις κιόλας ρε μαμά;» ωρυομαι.
«Την συμπαθώ την Βαλερια.» λέει εντελει και ανακτώντας απόλυτα την αυτοκυριαρχια της μου βάζει να φάω χωρίς καν να το ζητήσω. Κάθομαι στο τραπέζι και τρώω μόνο και μόνο γιατί έχω στόχο να κάνω μια πολιτισμένη συζήτησή μαζί της, κάτι που οι φωνές μας δεν βοηθούν ιδιαίτερα.
«Πως είσαι αγόρι μου;» χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλό μου.
«Καλά ρε μαμά, εσύ;»
«Ε, πως να 'μαι, έχω αρρυθμίες...» φέρνει μια τούφα πίσω από το αυτί της, ξεφυσωντας.
«Κατάλαβα, στον γιατρό πήγες;» ξέρω ήδη τι θα ακούσω βέβαια.
«Τι να πάω να κάνω; Να μου πει τα ίδια; Αφού το ξέρεις ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι!» ξεκίνησε το τροπάριο της.
«Καλά, κατάλαβα, ξεκίνησες τα δικά σου πάλι.» μουρμουράω και τρώω μια μπουκιά μπας και το βουλωσω.
«Δεν ξέρω εγώ αν είμαι καλά; Καρδιακή με έχεις κάνει! Έρχεσαι, φεύγεις, δεν έχω ιδέα τι κάνεις πια! Δεν έβαλα εγώ Holter τις προάλλες λες;!» λέει έξαλλη.
«Καλά, κατάλαβα.» ένα πράγμα σημαίνει αυτό...
Δεν έβαλε ποτέ Holter!
«Εκείνη σε επηρεάζει και φέρεσαι έτσι στη μάνα σου;» σπρώχνω το πιάτο μου μπροστά και σηκώνομαι όρθιος. Παλεύω να πάρω βαθιά ανάσα μπας και ηρεμήσω, αλλά δυσκολεύομαι.
Πετάγεται όρθια αλλά δεν είμαι για πολλά-πολλά «Κυρα Μανια, κάτσε κάτω.»
«Έτσι μιλάς στην μανούλα σου;»
«Τι beef είναι αυτό με την Κυριακή; Είναι η κοπέλα μου, πότε θα το αποδεχτείς;» με πληγώνει η όλη αποδοκιμασία από μέρους της αλλά ως συνήθως είναι τόσο τυφλωμενη από τα συναισθήματά της που δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει τα δικά μου.
Ίσως δεν διαφέρει και τόσο από την κυρία Αγάπη τελικά...
«Τι μπιφ και μιφ μου λες μωρέ;» μουρμουράει στον εαυτό της «Είναι μεγαλύτερη σου.» λέει εντελει.
«Δύο χρόνια με περνάει ρε μανα, ήμαρτον! Έχω υπάρξει και με μεγαλύτερες!» λέω.
Αμέσως μορφαζει «Αυτές δεν τις έφερνες σπίτι μου.» μόνο και μόνο που μπορεί να λέει κάτι τέτοιο με πληγώνει.
«Κοπέλα μου είναι ρε μαμά τι ήθελες; Θα ήθελες να μην σου την γνώριζα;»
«Μπορούσες και καλύτερα, αυτό είναι όλο.»
«Λοιπόν, μαμά, για να τελειώνουμε.» παίρνω μια βαθιά ανάσα «Σκοπεύω να πω στην Κυριακή να μείνουμε μαζί απόψε, οπότε ήθελα να στο πω αλλά όπως φαίνεται η άποψή σου είναι ξεκάθαρη.» προς μεγάλη μου έκπληξη...
Γελάει!
«Εντάξει, όταν βαρεθείς μπορείς πάντοτε να αλλάξεις ξενοδοχείο, τουρίστας είσαι εξάλλου.» σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της και σηκώνεται να πλύνει τα πιάτα. «Πόσο νομίζεις θα σε αντέξει εσένα και τα λουσα σου; Ή νομίζεις πως θα τα βγάλετε πέρα με τρεις και εξήντα; Σε ποιον κόσμο ζεις;»
«Σε αυτόν που δημιούργησες στο κεφάλι μου από ότι φαίνεται.» λέω απογοητευμένος. Δεν προλαβαίνω να φτάσω στη πόρτα, με ακολουθεί με τα χέρια της να στάζουν σαπουνάδα στο παρκέ.
«Δεν είμαστε εμπορικό κέντρο να έρχεσαι, να παίρνεις τα Gucci σου και τα Prada σου και να φεύγεις, Νικόλαε!» ωρυεται.
Βγάζω το μπουφάν μου πλέον εκνευρισμένος, βγάζω το φούτερ μου και την ζώνη μου και τα πετάω στο πάτωμα «Άμα δεν ήσουν μάνα μου, θα έβγαζα και το παντελόνι μου για να σου δώσω και το βρακί μου.» λέω απογοητευμένος φεύγοντας.
Δύο πράγματα είναι σίγουρα. Το πρώτο είναι πως η μάνα μου δεν θα αποδεχθεί ποτέ την σχέση μου με την Κυριακή και το δεύτερο πως αύριο θα ξυπνήσω με πνευμονία!
Δεν προλαβαίνω να ανέβω καλά-καλά στο μηχανάκι στους -2 βαθμούς, το κινητό μου χτυπά και το όνομα του μαλακα του Συνο εμφανίζεται.
Πολύ κακό timing...
«Έλα.» λέω τρέμοντας από το κρύο.
«Αδάμ...» σταματάει «Είσαι καλά;» ρωτάει εντέλει.
«Ναι, πες μου γιατί οδηγάω.» λέω μπας και το κλείσει.
«Μπορείς να πας στην Βαλερια;» με αυτό έχω ήδη ξεκινήσει προς το σπίτι της.
«Τι έγινε;» ρωτάω με μισή καρδιά.
«Χωρίσαμε.»
_______
Καλησπέρα σας, τι μου κάνετε;;
Όλα καλά;;;;
Τέλεια!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top