Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Όγδοο

Γιώργος

Λίγες ημέρες νωρίτερα / μετά τον καβγά

Αυτό το κορίτσι θα με τρελάνει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!

Κοιτάζω τον καημένο τον Μπλου στο κάθισμα του συνοδηγού που με κοίταζει μαραζωμενος που τον χώρισα από την γυναίκα της ζωής του, από ο, τι φαίνεται.

«Η μάνα σου είναι τρελή, μη με κοιτάζεις έτσι! Εγώ τι φταίω πάλι;» λες και υπήρχε περίπτωση να γυρίσω εγώ ποτέ πίσω στην Αννα! Αναρωτιέμαι από τη μέρα που γνώρισα την Βαλερια τι σκεφτόμουν όλα αυτά τα χρόνια που περνούσαν μαζί με την Άννα και αντί να πηγαίνουμε μπροστά πηγαίναμε κάθε μέρα και λίγα βήματα πίσω...

Πόσο μάλλον να απαταω την Βαλερια μαζί της!

Ο σκύλος μου βγάζει έναν ήχο που θυμίζει  γάβγισμα αγανάκτησης και γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο.

«Για όνομα του Θεού.» μουρμουράω. Παρκάρω πρόχειρα το αμάξι μου έξω από το σπίτι του και ξεκινάω να χτυπάω αλύπητα τα κουδούνια μπας και αξιωθεί να κατέβει μιας και δεν δείχνει να θέλει να απαντήσει στα τηλεφωνήματά μου.

«Ποιος- Τρελός είσαι παιδί μου; Γιατί βαράς έτσι τα κουδούνια;!» ωρυεται ο κολλητός μου.

«Κατέβα.» απαντάω απλά. Ευτυχώς το πιάνει γρήγορα το μήνυμα και δεν λέει κάτι άλλο. Όντως πέντε λεπτά αργότερα ανοίγει την πόρτα και με κοίταζει λες και εχω βγάλει δεύτερο κεφάλι.

«Τι έγινε μωρέ; Ποιος πέθανε;» λέει μπερδεμένος με την αναστάτωση μου.

«Θα πεθάνει ο αδερφός σου αν βρεθεί μπροστά μου χωρίς συνοδεία.» απαντάω κοφτά. Κοιτάζει πίσω μου τον σκύλο που κουνάει την ουρά του εκστασιασμένος που βλέπει τον Άκη και γυρίζει ξανά το βλέμμα του ξανά σε 'μένα.

«Το σκυλί θα μας βοηθήσει να θάψουμε το πτώμα ξέρω γω;» μοιάζει περισσότερο μπερδεμένος κάθε λεπτό που περνάει.

«Δεν θα σκοτώσουμε κανέναν, Πάνο, ήμαρτον!» μπαίνω μέσα στο αμάξι και ακολουθεί για το καλό του κι αυτός, διώχνοντας το σκυλί στα πίσω καθίσματα.

Τυχερός είναι δηλαδή που τον άφησε γιατί δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να μετακινηθεί από την θέση του!

«Ωραία που πάμε;» λέει τριβοντας τα χέρια του.

«Σαλαμίνα.» φαίνεται να περιμένει να ακούσει λεπτομέριες· λεπτομέριες που ωστόσο δεν έρχονται ποτέ.

«Τι να κάνουμε Σαλαμίνα παιδί μου, τρελάθηκες;»

«Ναι, τρελάθηκα.» του ρίχνω ένα βλέμμα αλλά γυρίζω άμεσα τη προσοχή μου στον δρόμο «Ελπίζω να έχεις τα κλειδιά του σπιτιού μαζί σου.»

«Τι να τα κάνω ρε τα κλειδιά του σπιτιού στην Σαλαμίνα; Ούτε που θυμάμαι πότε πήγα τελευταία φορά σε αυτό το σπίτι.» κάνει μια παύση περιμένοντας μια απάντηση. Όταν βλέπει πως δεν σκοπεύω να απαντήσω κάτι, συνεχίζει «Τι θα κάνουμε στην Σαλαμίνα Γιώργο;»

«Θα ψάξουμε εκείνες τις γαμημενες τις φωτογραφίες που βρήκαμε στον κουτί με τα παπούτσια εκείνο το καλοκαίρι.» παγώνει στη θέση του, τα μάτια του με κοιτάζουν γουρλωμένα.

«George, δεν ξέρουν καν τι είδαμε εκείνο το καλοκαίρι, δεν-»

«Ξέρουμε πολύ καλά τι είδαμε αλλά ήμασταν πολύ μικροί για να ασχοληθουμε, Πάνο!» φωνάζω «Θα κάνω ο,τι περνάει από το χέρι μου για να σαπίσει ο αδερφός σου στη φυλακή γιατί στο ορκίζομαι αν δεν σαπίσει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, θα φύγει από τα χέρια μου.» γυρίζω στιγμιαία το κεφάλι μου να τον κοιτάξω και γνέφει καταφατικά μονάχα και μόνο στο ύφος μου.

«Συμφωνώ, ας ψάξουμε, δεν έχουμε κάτι να χάσουμε.»

«Αν και δεν πιστεύω πως θα το έχει αφήσει εκεί... Ίσως βρούμε κάτι στον υπολογιστή του βέβαια.» μουρμουράω.

«Ελπίζω να είναι ακόμη εκεί όταν πάμε...» λέει σκεφτικός.

«Ωστόσο πρώτα θα χρειαστεί να κάνουμε μια στάση.» ο Μπλου κλαψουριζει στα πίσω καθίσματα και ο Άκης στρίβει ένα τσιγάρο και μου το δίνει πρώτου στρίψει ένα και για τον εαυτό του.

«Και που πάμε τώρα;» ρωτάει αφού πρώτα κάνουμε μια τζούρα από το τσιγάρο μας.

«Στην Κυριακή.» το κεφάλι του γυρίζει αυτόματα προς το μέρος μου καθώς πνίγεται με τον καπνό. «Ήμαρτον, συγκρατησου λίγο, κάνεις σαν τον Μπλου όταν βλέπει λιχουδιά, αν είναι δυνατόν.»

«Λες ασυναρτησίες Συνο.» λέει αδιάφορα. Λες και μπορεί να με κοροϊδέψει εμένα που τον ξέρω τόσα χρόνια.

Ας είναι θα το αφήσω να περάσει...για την ώρα.

Σχεδόν.

«Την ουρά σου μάζεψε μόνο γιατί αν την δει να κουνιέται έτσι ο Αδάμ, θα σου την ξεριζώσει.»

«Τραβά γαμησου, Συνοδινε.» φαίνεται να την ακούω συχνά αυτή την ευχή σήμερα. Ο μαλακας καταφέρνει να με κάνει να γελάσω λίγο.

«Τσακώθηκατε;» ρωτάει μετά από λίγο. Βγάζω το κινητό μου και παίρνω τηλέφωνο την Κυριακή καθώς παρκάρω έξω από το σπίτι της.

«Με χώρισε, πιστεύει.» απαντώ απλά, κάνοντας τον να γελάσει σαν σωστός μαλακας που είναι!

«Κατέβα Κουλα, σε χρειάζομαι για κάτι.» λέω μόλις απαντάει, χωρίς να της αφήσω ούτε καν το περιθώριο να πει ένα 'γεια'.

«Τι συνέβη; Έπαθε κάτι η αδερφή μου;» λέει έντρομη.

«Όχι, αλλά θα πάθω εγώ στο τέλος. Σε πόσο μπορείς να κατέβεις;» ρωτάω χωρίς περιστροφές.

«Δεν είμαι σπίτι, Γιώργο.» ξεφυσαει «Τι συμβαίνει;»

«Που είσαι; Ξέρω σίγουρα πως δεν είσαι με το αγόρι σου ή την αδερφή σου.» λέω γρήγορα.

«Δεν μπορώ να σου πω.» επιμένει.

«Απατας τον Αδάμ;» εν τω μεταξύ ο άλλος δίπλα μου αναθαρρει αισθητά και καταφέρνει να κερδίσει αμέσως ένα στραβό βλέμμα.

«Είσαι τρελός μωρέ;» λέει έξαλλη.

«Τότε τι κρύβεις;» ρωτάω ξανά.

«Σαλαμίνα είμαι Γιώργο.» λέει αγανακτησμένη «Θα μου πεις τώρα τι θες;»

«Τα λέμε σε καμία ώρα.» κλείνω το τηλέφωνο και το πετάω πρόχειρα στην άκρη, ανάβοντας ξανά το τσιγάρο μου.

«Η κουνιάδα μου είναι η απόδειξη πως τα μεγάλα μυαλά συναντιουνται.»

«Ναι, μεγάλο μυαλό η κουνιάδα σου.» τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και αμέσως μαζεύεται «Δεν είπα κάτι!» δικαιολογείται.

«Μακριά από την Κυριακή.» προειδοποιώ.

«Δεν έκανα τίποτα.» απαντάει στραβωμενος.

«Αυτή την στιγμή χρειάζομαι και τις δύο αδερφές ψυχραιμες. Επειδή όμως δυσκολεύομαι να έχω την Βαλερια ψύχραιμη, πρέπει έστω να είναι ψύχραιμη η Κυριακή.» γνέφει καταφατικά και δυναμώνει τη μουσική, δηλώνοντας χωρίς λέξεις πως η συζήτηση τελειώνει εδώ.

Καλώς.

_______________________

«Καλέ, ο Παναγιώτης!» φωνάζει η κυρα Κατινα, τρέχοντας να βρει τα κλειδιά για να ξεκλειδώσει.

«Σε μισώ.» μουρμουράει ο Άκης κάτω από την ανάσα του. Τον πιάνω από τους ώμους και γυρίζω να σκάσω ένα χαμόγελο στην ηλικιωμένη γυναίκα «Έλεγε πόσο του λείψατε και είπαμε να περάσουμε να σας πούμε ένα γεια!» την κόβω εξαρχής γιατί ικανή την έχω να κάτσει να μας μαγειρέψει και να φεύγουμε ξημερώματα!

«Μανώλη, εσύ είσαι;»

«Κυρα Κατινα εγώ δεν σε έβρισα!» μοιράζομαι ένα άβολο βλέμμα με τον φίλο μου προτού γυρίσω πίσω στην ηλικιωμένη γυναίκα.

«Ιιιι, όχι καλέ,  ο Γιωργάκης είσαι! Καλέ έχεις γίνει ολόκληρος άνδρας!» το σκαναρισμα στο σώμα μου δίνει και παίρνει, εννοείται.

«Κυρία Κατίνα μου, τα παραλετε νομίζω!» ο κολλητός μου στριφογυριζεί τα μάτια του δίπλα μου.

«Σε έπιασαν οι μετριοφροσύνες σου, μαλακα.» μουρμουράει. Τον αγκαλιάζω και κολλάει το πρόσωπό μου στο δικό του «Τι μουρμούρας καλέ κάτω από την ανάσα σου;» η κυρα Κατινα βγαίνει έξω και τρέχει να μας αγκαλιάσει εναλλάξ, κοιτάζοντάς μας ταυτόχρονα από πάνω μέχρι κάτω.

Υποψήφιες νύφες μυρίζομαι.

«Ακόμα ελεύθεροι είστε;» τα μάτια της λάμπουν σαν τον πύργο του Άιφελ στην θέα των γυμνών δαχτύλων μας.

Είναι η σειρά του Άκη να με πάρει αγκαλιά «Κατινα μου, παντρεμένα παιδιά είμαστε.» τι είμαστε; Εν τω μεταξύ η δύσμοιρη πνίγεται με το σάλιο της.

«Μεταξύ σας;» λέει με δάκρυα στα μάτια. Σπρώχνω τον μαλακα από πάνω μου και βάζω τα χέρια στις τσέπες του τζιν μου «Όχι βρε κυρα Κατινα, τι λες!»

«Έχουμε παντρευτεί δύο αδερφές.» συνεχίζει ο ηλιθιος. Εν τω μεταξύ η κυρα Κατινα κοντεύει να πάθει συγκοπή «Όχι βρε Κατινα μου, κανονικές αδερφές.» θα μας μείνει και δεν έχει και νοσοκομείο η Σαλαμίνα να την πάμε «Δύο αδερφές, κοριτσάκια, πως το λένε;» γυρίζει μέσα στην αγανάκτηση του να με κοιτάξει και η γιαγιά τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στα μάγουλα.

«Νικόλαος Αδαμόπουλος.» του κλείνω το μάτι και εκείνος ξεροκαταπινει, γυρίζοντας τη προσοχή του στη γυναίκα μπροστά του.

«Άμα δεν δω βέρα, δεν σταματώ τα προξενια!» τον μαλώνει.

«Ο επιμένων νικά, κυρα Κατινα.» σιγονταρω.

«Μη μιλάς εσύ, ούτε εσύ φοράς βέρα.»

«Είναι που με κόβει καταλαβαίνεις.» μπερδεύω τα λόγια μου. Η γιαγιά που δεν είναι πάνω από 1,5 μετρό με πιάνει από το αυτί και με φέρνει στο ύψος της «Το κακό σου το χρόνο που σε κόβει η βέρα! Όλα θα τα πω στο κορίτσι σου!»

«Τέτοιος είναι, Κατινα μου, το παίζει το κορίτσι μας!» θα φάει μπουνιά αυτός.

«Βρε αι στα διαλα εσύ μαλακα.» μουρμουράω αλλά η γιαγιά με ακούει και τραβάει με περισσότερη δύναμη «Θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ρε!»

«Κατινα μου όσο κι αν θέλω να του βγάλεις το αυτί, χρειάζομαι τα κλειδιά του σπιτιού γιατί τα ξέχασα.» της πεταριζει και τα μάτια «Αρκετή ώρα σε κρατήσαμε στο κρύο, μεγάλη γυναίκα.» έχει υπογράψει κάποια θανατική καταδίκη που δεν γνωρίζω;

«Θα σου πω τίποτα για την γιαγιά σου αλλά έχε χάρη!» του λέει, κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπό του.

«Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι για την φιλενάδα σου;» η γιαγιά τρέχει μέσα στο σπίτι μουρμουρωντας κάτι για την φίλη της. Από ότι φαίνεται έχει πολύ καιρό να της τηλεφωνήσει «Θα πεθάνω και θα έρθει στη κηδεία, ένα τηλέφωνο δεν με παίρνει η παλιογκιόσα!» δίνει τα κλειδιά στον Ακη, ο οποίος έχει συγκεντρωθεί απόλυτα στο να πετάξει μια έξυπνη ατάκα για το 'παλιογκιοσα' που αποκάλεσε η κυρα Κατινα την γιαγιά του. Τον τραβάω από την κουκούλα προς το μέρος μου μπας και πάρει επιτέλους το μήνυμα πως δεν ήρθαμε στην πραγματικότητα στη Σαλαμίνα για να πει τα νέα του με την κυρά Κατίνα.

«Θα μείνετε εδώ; Θα έρθετε να φάμε μαζί αύριο;» σχεδόν υποκύπτω στο μελαγχολικό βλέμμα της. Την πλησιάζω και την κλείνω στην αγκαλιά μου, σκυβωντας στο αυτί της «Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψω Αθήνα αύριο γιατί έχω αφήσει το κορίτσι μόνο του αλλά σου το υπόσχομαι πως θα έρθω να με φιλεψεις ό,τι τραβάει η όρεξη σου!»

«Θα φέρεις και το κορίτσι σου μαζί;» γνεφω καταφατικά με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, ελπίζοντας πως υπάρχει όντως το κορίτσι στη ζωή μου για να το φέρω μαζί μου.

Μυστήριο πλάσμα αυτή η Βαλερια!

«Καλώς, το δέχομαι!» γυρίζει προς το μέρος του Άκη και με μια απότομη κίνηση ξεκινάει ένα ανελέητο τσίμπημα στο μάγουλό του «Να φέρεις και την γκιόσα την γιαγιά σου, αν δεν έχει πεθάνει μέχρι τότε!»

«Καλέ Κατινα μη λες ότι θα πεθάνει η γιαγιά μου! Σταμάτα καλέ, θα μου βγάλεις το μάγουλό!» παραπονιέται ο καημένος ξανά και ξανά μπας και τον αφήσει.

Το γάβγισμα του Μπλου είναι το cue μας για να φύγουμε.

«Γεια σας, καλό βράδυ, ευχαριστούμε!» λέω γρήγορα τραβώντας τον μαλακα από τα χέρια της.

«Άμα δεν έρθετε με τις γυναίκες την επόμενη φορά, θα σας φέρω εγώ υποψήφιες νύφες!» ο Χριστός και η Παναγία!

Ευτυχώς ο Μπλου γαβγίζει στην Κυριακή που μας περιμένει ντυμένη με δέκα στρώσεις ρούχων έξω από το αυτοκίνητό μου και όχι σε κάποιον περαστικό.

Ενας θεός ξέρει τι περαστικό θα έβρισκε μέσα στα βουνά ο σκύλος μου!

«Που είσαι ρε Κούλα, γαμω τον μπελά μου!» φωνάζω με χέρια ανοιχτά, κλείνοντας τη σε μια γρήγορη αγκαλιά.

«Θα σου 'λεγα τίποτα, αλλά έχε χάρη.» μουρμουράει «Γειά σου Παναγιώτη.» ο άλλος χαζογελαει σαν μαλακας και εκείνη χαμπάρι.

«Γειά σου Κυριακή μου.»

Κερδίζει επάξια μια σφαλιάρα στον σβέρκο «Μου, μουλάρι, τραβά άνοιξε καμία πόρτα εσύ.» τολμάει και της κλείνει το μάτι και προχωράει με ύφος χιλίων καρδιναλιων να ανοίξει την γκαραζοπορτα καθώς η Κυριακή έρχεται και στέκεται δίπλα μου.

«Και εσύ, τεκνατζου, το νου σου.» της κάνω νόημα πως την παρακολουθώ, κερδίζοντας το απόλυτο ειρωνικό βλέμμα.

«Είσαι μαλακας παιδί μου;» απαντάει εντελει, παρατωντας με στο αμάξι μου.

«Σόι πάει το βασίλειο!» φωνάζω, κερδίζοντας ενα κωλοδαχτυλο. Θα το δεχτώ αυτή τη φορά, σάμπως έχω κι άλλη επιλογή;

«Ελα αγόρι μου, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις.» αφήνω τον Μπλου ελεύθερο στον κήπο και τους ακολουθώ μέσα στο σπίτι του Άκη. Το σπίτι είναι ακριβώς όπως το θυμάμαι μιας που η γιαγιά του Άκη περνάει τον περισσότερό της χρόνο εδώ μετά τον χαμό του άνδρα της. Τα μάτια μου σκαναρουν το σαλόνι μα ο υπολογιστής που συνήθιζε να υπάρχει πάνω στη παλιά ραπτομηχανή είναι άφαντος.

«Ο μπάσταρδος είναι πάντα ένα βήμα μπροστά μας!» φωνάζω. «Σιγά μην βρούμε το κουτί...»

«Ή έτσι νομίζει.» ανταλλάσω ένα μπερδεμένο βλέμμα με την Κυριακή και μαζί ακολουθούμε την φωνή του μέσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του.

«Είναι η ώρα τώρα να κάνεις τον Μογλη;» λέω μπερδεμένος καθώς προσπαθεί να ανέβει πάνω στο πατάρι πατώντας στην πλάτη μιας καρέκλας που δείχνει έτοιμη να γύρει και να τον στείλει με τον κωλο στο πάτωμα. «Έλα εδώ βρε μαλακα, περίμενε.» του κάνω "σκαλοπατάκι" με τα χέρια μου για να ανέβει και όταν τα καταφέρνουμε με την δεύτερη προσπάθεια για λίγο χάνεται μέσα στο πατάρι.

«Τι ψάχνεις;» ρωτάω μπερδεμένος «Ηλπιζα πως θα έχει ακόμη το παλιό του  pc» απευθύνομαι στην Κυριακή αυτή τη φορά.

«Αυτό που δεν λες να εμπεδώσεις, Άγη, είναι πως ο αδερφός μου έχει ιδιαίτερα γούστα τα οποία θα έλεγε κανείς και αρχαία.»

«Ναι, αυτό σκέφτομαι οπότε έρχεται στο μυαλό μου ο αδερφός σου, έχεις απόλυτο δίκαιο.» απαντά ειρωνικά. Ένα κουτί προσγειωνεται στα πόδια μου και ο κολλητός μου, όλος περηφάνια και γεμάτος σκονη, βγάζει το κεφάλι του από το πατάρι και σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Άνοιξε να δούμε τι έχει.» λέει ανυπόμονα.

«Έχεις σκοπό να μείνεις πάνω στο πατάρι;» ρωτάω μπερδεμένος.

«Θα με ξανανεβάσεις αν δεν υπάρχει κάτι εκεί μέσα;» ρωτάει ειρωνικά με σηκωμένο το δεξί του φρύδι.

«Πιθανότατα όχι.» λέω πονηρά. Στριφογυριζει τα μάτια του και κατεβαίνει με ένα πηδημα. «Καλή ιδέα, σπάσε κάνα πόδι, έχει πολλά νοσοκομεία στην ευρύτερη περιοχή.»

«Βούλωσέ το λίγο.» λέει αδιάφορα. Η Κυριακή πιο δίπλα σηκώνει ανηξερη τους ώμους της ακολουθώντας τον Άκη στο σαλόνι.

Βγάζει ο,τι άχρηστο, για την εποχή μας, μπορεί να φανταστεί κανείς. Από το παλιό του φορητό CD Player στο GAMEBOY του και ύστερα σε παλιά CD.

«Δικό του είναι αυτό;» δείχνω με το βλέμμα μου το κουτί μα αυτός δεν μου ρίχνει ούτε βλέμμα.

«Αν ήταν δικό του θα το είχε ήδη εξαφανίσει, μαζί και αυτά τα δύο. Σηκώνει ψιλά ένα DVD των Power Rangers καθώς και μια φωτογραφία γυρισμένη ανάποδα.

«Υπάρχει λόγος που μας ενδιαφέρουν οι Power Rangers αυτη τη στιγμη;»

Στριφογυριζει τα μάτια του καθώς με μια κίνηση τραβά το CD από τη θήκη και συνειδητοποιω πως κάθε άλλο παρά το αγαπημένο μας παιδικό περιλαμβάνει αυτή η θήκη. Τον πλησιάζω γρήγορα και αρπάζω το CD μέσα από τα χέρια του διαπιστωνοντας πως όντως αυτά είναι ένα από τα CD που γράφαμε παλιά με τη διαφορά πως έχει σχεδιασμένο πάνω του με μαρκαδόρο ένα μονάχα αστέρι.

«Ο μπάσταρδος!» ωρυομαι.

«Γιώργο, ηρέμησε λίγο.» λέει αυστηρά η Κυριακή προσπαθώντας να διατηρήσει μια τάξη, παρά την ένστασή της.

«Δώσε μου την φωτογραφία, Άκη.» λέω κοφτά. Διστάζει για λίγο αλλά αμέσως εγκαταλείπει στο βλέμμα μου. Την τείνει διστακτικά προς το μέρος μου και για λίγο διστάζω να την κοιτάξω. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, που ο πόνος είναι σίγουρος είτε τον καθυστερείς είτε όχι, ο μόνος τρόπος είναι να τραβήξεις με τη μία το τσιρότο από τη πληγή που πονάει.

Τα μάτια μου πέφτουν στο μικροκαμωμένο κοριτσάκι που χαμογελάει αγκαλιά με μια τεράστια διάφανη μπάλα θαλάσσης φορώντας το χαρακτηριστικό μπλε μαγιό με τα αστεράκια. Κρατιέμαι ήδη από μια λεπτή κλωστή για να μην ξεσπάσω, ωστόσο τολμάω και γυρίζω την φωτογραφία στην πίσω όψη της.

"Αστεράκι μου, 12/8/2000"

«Τι στο καλό...» παγώνει το αίμα στις φλέβες μου ακαριαία.

«Είναι η μέρα των γενεθλίων του.» λέει ο Άκης.

«Ο μπάσταρδος.» η φωνή της Κυριακής μοιάζει απόκοσμη λίγο πιο δίπλα μας «Ήθελε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του.» φτύνει τις λέξεις.

«Εκείνη τη μέρα...» ξεροκαταπινω «έγινε πρώτη φορά;» δεν ξέρω αν θέλω καν να ακούσω την απάντηση στην ερώτηση μου.

Βγάζει από την τσάντα της ένα πλαστικό φάκελο και μια τσάντα.

«Τι είναι αυτά;» ρωτάει αυτή τη φορά ο Άκης.

«Δεν είστε οι μόνοι που ήρθατε να ψάξετε για το φάντασμα του παρελθόντος.

«Τι βρήκες;» απλώνω το χέρι μου να πιάσω την σακούλα αλλά αμέσως την τραβάει μακριά μου μαζί με τον φάκελο.  «Κυριακή.» προειδοποιώ.

«Μία γυναικολόγικη εξέταση και αυτό αρκεί για την ώρα, το τι γράφει πάνω δεν χρειάζεται να το μάθεις.»

«Τι παιχνίδια παίζεις, Κυριακή;» λέω αγανακτησμενος «Τι στον διαόλο λέει πια εκεί μέσα και δεν πρέπει να το δω; Τι έχει η σακούλα;»

«Είναι οι πρώτες γυναικολόγικες εξετάσεις που έκανε η Βαλερια. Από υπέρηχο, εξέταση αίματος μέχρι και εξέταση για σεξουαλικώς μεταδιδομενα νοσήματα. Θεωρείς ότι η Βαλερια θέλει να τα δεις, εσύ συγκεκριμένα; Όχι! Οπότε κοφ' το και άσε με να το χειριστώ όπως νομίζω!»

«Θα χάσω το μυαλό μου, Κικο!» ψελλιζω. Φέρνω τα χέρια μου στον σβέρκο μου και πιέζω με δύναμη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακουφισω το βάρος που νιώθω στους ώμους μου.

«Υπάρχουν πορίσματα εδώ μέσα που ούτε η Βαλερια γνωρίζει την ύπαρξη τους.» λέει «Γι' αυτό σου λέω, μην το πιέζεις.» ο τόνος της κοφτος και απόλυτος.

«Η σακούλα;» προσπαθεί αυτή τη φορά ο Άκης. Η Κυριακή ξεροκαταπινει και φανερά ηττημένη σηκώνει το βλέμμα της στο δικό μου.

«Εγώ σε προειδοποίησα.» αναποδογυρίζει την σακούλα στο τραπέζι, αδειάζοντας το περιεχόμενό της.

Ένα μπλε μαγιό με αστεράκια και μια ματωμένη πετσέτα με τον Winnie.

________________

Δύσκολο κεφάλαιο και αυτό...

Ελπίζω να σας βρίσκω όλους καλά.

Ανυπομονώ για τα σχόλιά σας❤️😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top