Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Έννατο

Παράλληλο Σύμπαν

Αδαμ

Με χτύπησε αυτοκίνητο και μετά έκανε όπισθεν, με ξαναπατήσε και αμέσως με πέρασε ακόμη μια φορά από πάνω μου για να σιγουρευτεί πως έχω πεθάνει.

Δεν εξηγείται αλλιώς τέτοιος πονοκέφαλος!

Ανοίγω διστακτικά το ένα μου μάτι μα το φως σχεδόν με τυφλώνει. Το κεφάλι μου είναι βαρύ και αρνείται να δώσει την οποιαδήποτε εντολή στο σώμα μου, από ο,τι φαίνεται. Τολμώ ωστόσο και κάνω μια ακόμη φιλότιμη προσπάθεια. Αυτή τη φορά καταφέρνω να ξεχωρίσω ένα πορτοκαλί κεφάλι στην αγκαλιά μου.

«ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!» πετάγομαι πάνω στο κρεβάτι ολογυμνος και με μιας τρομάζω ακόμη περισσότερο «Πηδηχτηκες με την Αλεξία ρε καθυστερημένε;!» κλαψουριζω. «Θα με σκοτώσει η Κυριακή!» λες και ο Γιάννης θα με αφήσει «Παναγία μου, ο Γιάννης!»

«Αγάπη μου γιατί φωνάζεις πρωί-πρωί;» εντάξει αυτή δεν είναι σίγουρα η Αλεξ. Σκύβω το κεφάλι μου στο κρεβάτι και βλέπω μια επίσης ολόγυμνη Νικολέτα να με κοίταζει μπερδεμένη, τυλιγμένη με ένα σεντόνι.

«Χριστέ μου, αυτό είναι χειρότερο.» ψελλιζω.

«Νικόλα μου, ηρέμησε, τι όνειρο είδες πάλι;» λέει τρυφερά, τραβώντας με να ξαπλώσω πάλι δίπλα της.

«Όνειρο;» μουρμουράω με μια κρυφή ελπίδα. Χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου και κουρνιαζει πάνω στο στήθος μου.

«Ήσουν πολύ γαλήνιος, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.» δείχνει να το σκέφτεται λίγο «Πως γίνεται να ήσουν τόσο γαλήνιος αλλά να είδες εφιάλτη;»

Περνάω τα χέρια μου μέρα από τα μαλλιά μου φανερά ανακουφισμένος «Έλα μου ντε!»

«Επίσης γιατί να σε σκοτώσει ο Γιάννης; Η Αλεξ πάλι που κολλάει;»

«Το χειρότερο δεν είναι αυτοί, αλλά ο Φάνης. Όλα καλά.» εν τω μεταξύ ακόμη παλεύω να αναπνεύσω.

«Ποιος Φάνης μωρέ;» φέρνει το χέρι της στο μέτωπό μου «Νομίζω ανεβάζεις πυρετό.» λέει. «Τι ακριβώς σε νοιάζει ο Φάνης; Αυτός είναι κάθε μέρα με άλλη μαζί με τον Συνοδινό.»

«ΤΙ;!» πετάγομαι όρθιος πάλι αλλά με τραβάει από το χέρι πάλι κάτω «Θα του γαμησω του μαλακα, θα του σπάσω τα κόκκαλα! Η Βαλερια το ξέρει;» ωρυομαι.

«Που κολλάει η Βαλερια παιδί μου; Πας καλά ρε μωρό μου;» σηκώνομαι με γρήγορες κινήσεις και ντύνομαι, αρπάζοντας το κινητό στα χέρια μου.

Αποφασίζω πως δεν θα πάρω τηλέφωνο την Βαλερια αλλά τον Γιώργο.

«Έλα ρε, που είσαι;» ρωτάει απόλυτα χαλαρός.

«Απάτησες την Βαλέρια;!» φωνάζω στο τηλέφωνο. Για λίγο δεν ακούγεται τίποτα.

«Τι έχεις πιει ρε μαλακα πρωί-πρωί;» απαντάει θιγμένος. «Πως γίνεται να απατησω ΕΓΏ την αρραβωνιασμενη;»

«ΤΗΝ ΠΟΙΑ;» δεν αισθάνομαι καλά «Πότε αρραβωνιαστηκε η Βαλερια και ποιον;»

«Είσαι ηλιθιος παιδί μου; Η Διαμαντοπουλου δεν είναι αρραβωνιασμενη με τον Πετράκη;»

«ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ;» φωνάζω.

«Παιδί μου είσαι βλαμμένο; Σταμάτα να φωνάζεις, τι σε έχει πιάσει;» ο ένας με βρίζει από το τηλέφωνο και η άλλη με ταρακουνάει να συνέλθω.

«Δεν αισθάνομαι καλά, κανονίστε μια να βρεθούμε και εσύ κατέβα, σε δέκα είμαι σπίτι σου.» του το κλείνω χωρίς πολλά-πολλά και κοιτάζω γύρω μου καθώς αρχίζω και μπερδεύομαι ακόμη περισσότερο.

«Που είμαστε;» η Νικολέτα είναι έτοιμη να με σκοτώσει.

«Σπιτι μας;» απαντάει ειρωνικά.

«Και που μένουμε;» ρωτάω διστακτικά.

«Άγιο Ιωάννη αλλά σε βλέπω να μετακομίζεις Άγιο Πέτρο αν συνεχίσεις τις μαλακιες.» προειδοποιεί.

«Αυτό θα συμβεί έτσι κι αλλιώς.» μουρμουράω στον εαυτό μου «Θέλω την μαμά μου!» κλαψουριζω.

«Δεν μιλας με την μάνα σου!» λέει έξαλλη.

«Να και κάτι που βγάζει νόημα!!» είχα αγχωθεί για λίγο πως χάνω το μυαλό μου. «Να σου πω, ο Συνοδινός που μένει;» τολμάω και ρωτάω.

«Εκεί που έμενε.» απαντάει ειρωνικά «Αι σιχτιρ πια, θα με τρελάνεις εσύ!»

«Το εκεί που έμενε φοβάμαι.» μουρμουράω.

«Νίκο, φύγε γιατί μα την Παναγία θα σου ανοίξω το κεφάλι στα δυο!» ωρυεται.

Συνεχίζει να φωνάζει και να με βρίζει καθώς κλείνω την πόρτα του σπιτιού πίσω μου απόλυτα αποπροσανατολισμένος. Για καλή μου τύχη το μηχανάκι μου βρίσκεται έξω από το σπίτι ενώ όταν φτάνω στο σπίτι του Συνοδινού το αυτοκίνητό του βρίσκεται παρκαρισμένο έξω από το δικό του.

Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση!

«Δεν σου είπα να κατέβεις σε δέκα;» τον σπρώχνω και μπαίνω μέσα στο σπίτι παρά τις φωνές του. Στον καναπέ ο Φάνης με κοίταζει με μισό μάτι.

«Φανή μου, να σου εξηγήσω!» φέρνω τα χέρια μου ανοιχτά μπροστά μου καθως πισωπατω.

«Τι να μου εξηγήσεις ρε μαλακα;»

«Δεν θυμάμαι τίποτα, είχα πιει!» φωνάζω έντρομος.

«Μαλακα, πάει καλά αυτός;» ρωτάει τον Γιώργο ο οποίος απλώς σηκώνει τα χέρια του αδιάφορα και ξαπλώνει φαρδιά πλατιά δίπλα στον Φάνη. «Τι δεν θυμάσαι, τι λες;» απευθύνεται αυτή τη φορά σε μένα.

«Τίποτα, όλα καλά.» παίρνω μια βαθιά ανάσα ενώ οι μαλακες με αγνοούν πλήρως, παίρνουν τα χειριστήρια του play στα χέρια και ξεκινούν να παίζουν λες και δεν υπάρχω στον χώρο.

«Η Βαλερια είναι αρραβωνιασμενη με τον Άγγελο.» λέω προσεκτικά. Παρακολουθω με περίσσιο ενδιαφέρον τον Γιώργο να κουνάει δεξί και αριστερά το σαγόνι του, τον τρόπο που τεντώνει ολόκληρο το πρόσωπό του μονάχα στο άκουσμα αυτής της πρότασης.

«Το ξέρω, Αδάμ, το πρόβλημα ποιο είναι;» παριστάνει τον αδιάφορο.

«Το πρόβλημα είναι ότι είσαι μεγάλος καψουρης μαζί της ακόμη και σε αυτό το παράλληλο σύμπαν!» απίστευτο είναι αυτό, αν είναι δυνατόν!

«Τι παράλληλο σύμπαν; Τι λέει μωρέ ο ηλιθιος;» ο Φάνης δεν μπορεί καν να ασχοληθεί με την συζήτησή μας.

Συνηθισμένο.

«Τι συμβαίνει με εσένα και την Βαλερια;» επιμένω μα αυτό που βλέπω στο πρόσωπό του Συνο με μπερδεύει και με τρομάζει ταυτοχρόνως.

Πετάει το χειριστήριο στο τραπεζάκι και γυρίζει να με κοιτάξει με μάτια που πετούν φωτιές.

«Αδαμόπουλε, μην ανακατεύεσαι.» προειδοποιεί.

«Συνοδινε, τι συμβαίνει με την Βαλερια.» επιμένω.

«Πηδηχτηκαμε ρε φίλε, είσαι ευχαριστημένος;» φωνάζει «Σταμάτα να ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν! Που στον πουτσο ξέρεις τι έγινε μεταξύ μας; Γιατί τώρα;!» περπατάει πάνω-κάτω ασταμάτητα καθώς μουρμουράει και με βρίζει. Τα χέρια του τραβούν για χιλιοστή φορώ τα μαλλιά του προτού σταματήσει και γυρίσει να με κοιτάξει περιμένοντας μια απάντηση.

«Είδα ένα όνειρο...» παραδέχομαι. Δεν φαίνεται να πείθεται ιδιαίτερα «Στο ορκίζομαι, είδα ένα όνειρο.»

«Εσύ στον ύπνο σου βλέπεις τον Συνο να πηδιεται με την Βαλίτσα; Θα μας τρελάνεις;» χασκογελάει ο Φάνης.

«Εσύ ήσουν παντρεμένος με την Νικολέτα και περιμένατε παιδί.» με κοίταζει σαν να έχω βγάλει δεύτερο κεφάλι «Και εσύ Συνο ήμασταν σε μια φάση που περιμέναμε να δούμε πότε θα συγκατοικησεις με την Βαλερια.» η πονεμένη έκφραση του προσώπου του με αφοπλίζει.

«Αδαμόπουλε, σταματά να θίγεις ζητήματα που πονάνε.» ρίχνει βαριά το σώμα του στον καναπέ και ανάβει ένα τσιγάρο χωρίς να μου ρίξει ματιά «Η συζήτησή έχει λήξει, μην αναφέρεις κάτι στην Βαλερια, ήταν λάθος μου.»

«Καλά κι αυτή η πονηρή δεν γλίστρησε και έπεσε πάνω στον-»

«Θα σου σπάσω τα δόντια.» προειδοποιεί κοφτά, χαρίζοντας μου ένα δολοφονικό βλέμμα.

«Και να φανταστείς στον ύπνο μου δεν είχε ματιά για άλλον... Σε βαριά κατάθλιψη είχε πέσει ο Αγγελος με το friendzone που είχε φάει...» δυσκολεύομαι ακόμη να διακρίνω το όνειρο με την πραγματικότητα.

«Η Βαλερια διάλεξε και η επιλογή της δυστυχώς δεν ήμουν εγώ. Ο Άγγελος είναι καλό παιδί, δεν θα μπορούσε να είναι σε καλύτερα χέρια. Με νοιάζει να είναι ευτυχισμένη κι ας είναι μακριά μου. Ως εδω.» λέει τελεσίδικα.

«Εδώ ο μαλακας είδε στον ύπνο του ότι ήμουν παντρεμένος με την κοπέλα του ρε μαλακα τι ψάχνεις να βρεις.»

«Ήταν μελαχρινή στον ύπνο μου. Σκέψου πανικοβληθηκα, νόμιζα πως έκανα σεξ με την Αλεξ.»

«Της πήγαινε της Νικολέτα το μελαχρινό.» σχολιάζει ο Φάνης.

«Λίγα για την κοπέλα μου.» λέω κοφτά.

«Ναι, τώρα το θυμήθηκες. Στον ύπνο σου ήρθες και στον γάμο μας!»

«Διεκδικούσα και την κουμπαριά για νονός αλλά δεν έλεγε να πειστεί. Δεν με συμπαθούσε ιδιαίτερα στον ύπνο μου.»

«Οριακά σε συμπαθεί στη πραγματικότητα.» κοροϊδεύει ο Γιώργος.

«Τέλος πάντων, πάμε από την Βαλεριανα;» να λύσω και το υπόλοιπο του μυστηρίου.

«Καμία πρόβα θα κάνεις;» κοροϊδεύει ο Φάνης.

«Τι πρόβα;» λέω μπερδεμένος.

«Νυφικού.» ειρωνεύεται ο Συνο.

«Είχες περισσότερο χιούμορ στο όνειρο μου, είχα ξεχαστεί για λίγο.» μου κάνει μια χειρονομία και εξαφανίζεται στο δωμάτιο του φωνάζοντας «Εγώ δεν θα έρθω!»

«Άστα αυτά, είμαστε μια παρέα, θα έρθεις!» ανακοινώνω.

«Έχετε αλληλοπηδηχτει, μόνο παρέα δεν σας λες!» λέει ο Φάνης.

«Άστα αυτά, σηκωθείτε!» ο Συνο απρόθυμα επιστρέφει στο σαλόνι «Δεν μου είπατε, τι live εχω;»

______________

«Δηλαδή εγώ είμαι τραγουδιάρης;» λέω μπερδεμένος.

«Τι λέει ρε μαλακα; Θα τον χτυπήσω!» μουρμουράει ο Κώστας.

Απαράλλαχτος αυτός σε κάθε δυνατή διάσταση.

«Τι σου λέω τοση ώρα; Από το πρωί που ξύπνησε τέτοιες ασυναρτησίες λέει!» μουρμουράει η Νικολέτα.

Εν τω μεταξύ το κινητό μου χτυπάει στο τραπέζι και εκεί μπερδεύομαι ακόμη περισσότερο.

«Ο Βερτης γιατί με παίρνει τηλέφωνο;» λέω έκπληκτος.

«Έλεος, δεν έχει βαρεθεί τα πακέτα που του ρίχνεις; μουρμουράει η Βαλέρια.

«Ακόμα και ο Βερτης με κυνηγάει; Πόσο γαματος είμαι πια;!» ξεροβηχω και απαντάω στη κλήση.

«Καλησπέρα Νικόλα, ο επιμένων νικά, ε;» σε αυτό κερδίζω μουντζες από όλη την παρέα.

«Τι λέει ρε μαλακα στον Βερτη το ψυχακι;» κλαψουριζει η Βαλερια.

«Νικόλα μου, τα έχουμε πει, έχω πολύ δουλειά και δεν προλαβαίνω. Μπορούμε να κανονίσουμε αν θες ωστόσο μια συνάντηση να συζητήσουμε για την επόμενη σεζόν.»

«Δουλεύεις με τον Οικονομόπουλο!» λέει η Νικολέτα έξαλλη.

Βάζω απευθείας σίγαση «Δουλεύω με τον Οικονομόπουλο;!»

«Τι έχει πάθει το βλαμμένο, Θεέ μου;» μουρμουράει ο Κώστας.

«Επιφυλασσομαι, θα τα πούμε αύριο καλή συνέχεια.» τερματίζω την κλήση και κοιτάζω τα παιδιά ακόμη πιο μπερδεμένος από πριν.

«Είμαι φίρμα ο πούστης!», λέω περήφανος.

«Μαλακας εισαι, αλλά εντάξει.» ο Βαγγέλης μπαίνει πιασμένος χεράκι-χεράκι με την Κυριακή.

«Τα έχεις με την Κυριακή;!» ωρυομαι.

«Μην μου το θυμίζεις!» παραπονιέται η Βαλερια.

«Η Αλεξ με ποιον τα έχει;»

«Με τον Κώστα;» λέει ο Άγγελος σαν να είναι κάτι το προφανές.

«Και ο Γιάννης;» θα λιποθυμησω.

«Είναι σεζόν;» απαντάει μες την ειρωνεία η Κυριακή.

«Δηλαδή εγώ τα έχω με την Νικόλ, η Κυριακή με τον Βαγγέλη, η Αλεξ με τον Κώστα -ο Χριστός και η Παναγία- και η Βαλερια είναι αρραβωνιασμενη με τον Πετράκη;»

«Ναι, έτσι λέμε.» κοροϊδεύει ο Άγγελος.

«Και τον Συνο με τον Φάνη τους έχουμε αδεσμευτους; Μη χειρότερα.» σε παράλληλο σύμπαν ζω, δεν εξηγείται αλλιώς. «Και ο Γιάννης πάει σεζόν; Θα ξεχάσω κι αυτά που ξέρω!»

«Και εμείς μαζί σου που αποφάσισες να βγεις με τον Βερτη ενώ δεν θες να τον βλέπεις μπροστά σου.» λέει ο Κώστας.

Σχεδόν πνίγομαι με το σάλιο μου.

«Τον σιχαίνομαι ε;»

«Όχι ρε, ιδέα σου, απλώς μπαίνει τραγούδι του και αλλάζεις σταθμό!» λέει η Βαλερια.

«Είμαστε επαγγελματίες άνθρωποι, παιδιά, πρέπει να κρατάμε τους τύπους.» ξεροβηχω.

«Τόσο πολύ σε επηρέασε πια αυτό το όνειρο;» ρωτάει η Αλεξ.

«Δεν ξέρω παιδιά, είμαι μπερδεμένος. Στο όνειρο μου τα είχα εγώ με την Κικο, ο Βαγγέλης με μια Κατερίνα άκυρη, ο Φάνης ήταν παντρεμένος με την Νικόλ και περίμεναν παιδί και ο Συνο σχεδόν συγκατοίκουσε με την Βαλερια.» η Βαλερια με τον Γιώργο κοιτάνε οπουδήποτε αλλού εκτός από εμάς ενώ ο Άγγελος τους ρίχνει ένα στραβό βλέμμα.

«Τι ασυναρτησίες είναι αυτές;» ρωτάει ενοχλημένος.

«Κοιτάξαμε μήπως έχει πυρετό;» λέει η Βαλερια καθώς φεύγει τρέχοντας προς το μπάνιο. Την ακολουθώ αμέσως μαξ την βλέπω που ψάχνει το θερμόμετρο.

«Έχεις χεσμενη εσύ την φωλιά σου και εγώ έχω τον πυρετό;» την πειράζω.

«Δεν καταλαβαίνω τι λες.» απαντάει χωρίς να με κοίταζει.

«Βαλερια, ξέρω για εσένα και τον Γιώργο.» ανακοινώνω με ένα μεγάλο χαμόγελο. Είναι έτοιμη να βάλει τις φωνές αλλά ευτυχώς ο λεγάμενος που μας ακολούθησε της κλείνει αμέσως το στόμα.

«Πάτε καλά; Δεν είναι η ώρα ούτε ο χώρος να συζητήσετε κάτι τέτοιο!» μας μαλώνει.

«Γιατί; Τι έχει το μπάνιο της Βαλίτσας;» χασκογελάω με το αστείο μου αλλά εκείνοι απτόητοι συνεχίζουν να με κοιτάζουν με μισό μάτι.

«Σου είπα να μην ανακατευτείς!» η Βαλερια μας σπρώχνει κακήν κακώς και τους δύο μέσα στο μπάνιο και κλείνει την πόρτα πίσω μας.

«Γιατί του το είπες;!» ψίθυρο-φωνάζει η τρελή.

«Κυριολεκτικά ο τύπος το είδε στον ύπνο του, δεν είπα τίποτα!» απαντάει εκνευρισμένος ο κατά τα άλλα κρυφός πόθος της Βαλεριάνας.

«Ναι, λογικά ο Αδάμ βλέπει στον ύπνο του εμάς τους δύο να κάνουμε σεξ!»

«Σταμάτα μωρή να φωνάζεις θα σε ακούσει ο Άγγελος και θα τρέχουμε!» λέω.

Ο Γιώργος δαγκώνει σφιχτά τα χείλη του καθώς φέρνει τα χέρια του δεξιά και αριστερά της μέσης του «Όλα συμβαίνουν για να μην στεναχωρηθει ο Πετράκης.» η απογοήτευση στο πρόσωπό του κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη αφήνει την Βαλίτσα.

«Γιώργο, ο,τι έγινε, έγινε. Δεν αξίζει στον Αγγελο όλο αυτό, πρέπει να το αφήσουμε πίσω!»

«Έπρεπε να του είχαμε πει την αλήθεια, Βαλλυ, πνίγομαι!» πρώτη φορά τον βλέπω έτσι τον Συνο...

«Και τι θα του λέγαμε δηλαδή; Μου λες;» απαντάει η τσαπερδονα έξαλλη.

«Πως είμαστε ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον, Βαλλυ! Αυτό θα του λέγαμε! Έχεις υπογράψει την δυστυχία του με τα ψέματα σου. Δεν πρόκειται να γίνω συνένοχος!» φεύγει σφαίρα έξω από το μπάνιο και με αφήνει με την μικρή Βαλίτσα να κλαίει.

«Μου τα χαλάς, δεν σε είχα αφήσει έτσι εγώ.» την μαλώνω.

«Αι μωρέ Αδάμ, εσύ ξύπνησες και πίστευες ότι τα έχω με τον Γιώργο!» σκύβει να πλύνει το πρόσωπό της, προσπαθώντας να σταματήσει τα δάκρυά της.

«Ωστόσο είσαι ερωτευμένη με τον Συνο και εκείνος μαζί σου, άρα μάλλον εγώ είμαι πιο κοντά στην πραγματικότητα από ότι εσύ.» ανταλλάσουμε ένα βλέμμα από τον καθρέφτη, ωστόσο δεν σχολιάζει κάτι. Σκουπίζει το πρόσωπό της με την πετσέτα και βγαίνει έξω χωρίς να πει λέξη.

Αυτό πάει να πει πως χτύπησα φλέβα.

«Καμία άλλη φαεινή ιδέα είχες στον ύπνο σου;» με κοροϊδεύει ο Βαγγέλης όταν μπαίνω μέσα «Λες και θα σε άφηνα να μου κλέψεις την Κικο μου.» την φιλιά στο στόμα και δεν ξέρω αν θέλω να ξεράσω ή να του χώσω μπουνιά.

«Θα κάνω εμετό.» μας πληροφορεί η Βαλερια.

«Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου, μωρό μου;» ρωτάει τρυφερά ο Άγγελος. Τώρα ο Γιώργος είναι αυτός που θέλει να ρίξει μπουνιά ή να ξεράσει.

«Είναι που συγκινήθηκε με τον έρωτα του Μεταξά και της Διαμαντοπουλου.» κοροϊδεύει ο Φάνης.

Το βλέμμα μου πέφτει στην αδερφή του Γιώργου και εκεί σκαλωνω λίγο.

«Εσύ που ήσουν;» λέω μπερδεμένος.

«Πριν λίγο ήρθα.» απαντάει. Το σκέφτομαι λίγο και αποφασίζω να ρωτήσω τον Γιώργο.

«Η αδερφή σου με ποιον τα έχει; Στον ύπνο μου τα είχε με τον Κώστα.» πετάω στο άκυρο.

«Με εμένα;» λέει ο Μάνος Μπακος χαλαρά, βγαίνοντας από την κουζίνα της Βαλίτσας.

_______________

Παρόν

«ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!» πετάγομαι μες τον ιδρώτα από το κρεβάτι μου, τραβώντας τον όρο και ο,τι άλλο έχουν κολλήσει πάνω μου.

«Κύριε Αδαμόπουλε, ηρεμήστε!» η νοσηλεύτρια προσπαθεί να με ξαπλώσει πίσω ενώ τα παιδιά με κοιτάζουν έντομα από το άνοιγμα της πόρτας.

«Είστε καλά, έχετε μεταφερθεί σε δωμάτιο και αναρρώνεται.» προσπαθεί να με καθησυχάσει.

«Μπορώ να δω τους φίλους μου;» δυσκολεύομαι να αναπνεύσω με τα τέρατα που είδα στον ύπνο μου.

«Εννοείται τα δέκα άτομα που έχουν κατασκηνωσει παράνομα στο δωμάτιό σας;» λέει πονηρά η νοσηλεύτρια.

Ωραία είναι αυτή, γλυκούλα.

Φύγε σατανά, πας να με κολασεις!

«Δεν είμαι καλά.» παίρνω το πλαστικό ποτήρι από το τραπεζάκι δίπλα μου και το καταπίνω με τη μία.

«Τι του συμβαίνει;» ρωτάει το κορίτσι μου με μάτια πρησμένα από το κλάμα.

«Μωράκι μου, αγάπη μου, κοριτσάκι μου εσύ!» πάω να σηκωθώ να αγκαλιάσω το κορίτσι μου αλλά με μια κίνηση η νοσηλεύτρια με ρίχνει πάλι πίσω.

«Δεν μου φέρεσαι πολύ γλυκά.» την μαλώνω. Η Κυριακή στριφογυριζει τα μάτια και την προσπερνάει, αγκαλιάζοντάς με.

«Σταμάτα να παρενοχλείς το κορίτσι.» λέει το κορίτσι μου.

«Ο,τι πεις εσύ, ματάκια μου.» συμφωνώ αμέσως, μετά τον εφιάλτη που είδα.

«Είσαι βλαμμένο παιδάκι μου; Τι έπαθες;»

«ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!» φωνάζω ξανά στον ήχο της φωνής της Νικολέτας. Ο Φάνης δίπλα της με τα κράνη τους αγκαλιά αναρωτιέται γιατί ήρθε και να με δει «Φάνη μου, αλήθεια σου λέω δεν την άγγιξα!» κλαψουριζω.

«Τώρα εγώ πλήρωσα 40 ευρώ μοριακό τεστ για να δω τον μαλακα;» ρωτάει απηυδήσμενος. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, αλλά 40 ευρώ η Νικόλ. Για να μην θυμηθώ ότι θα πάει να μου γίνει ασορτί με την Αλεξ.» μουρμουράει.

«ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!» φωνάζω ξανά.

«Πορτοκαλί είναι!» ωρυεται η τρελή ταυτόχρονα.

«Το παιδί μου!!» φωνάζει και η μάνα μου καθώς μπαίνει στο δωμάτιο. Τρέχει κατά πάνω μου και με αγκαλιάζει, φιλωντας με στο μέτωπο ξανά και ξανά.

«Ε ρε πούστη μου, καλά δεν κοιμόμουν.» παραπονιέμαι αλλά παρόλα αυτά την σφίγγω λίγο περισσότερο πάνω μου.

«Μήπως έπαθε καμία ανακοπή, είδε το φως στο τούνελ, ήρθε ο χάρος να τον πάρεις αλλά και αυτός το μετάνιωσε ή κάτι τέτοιο;» ρωτάει συνωμοτικά ο Κώστας τον Βαγγέλη.

«Λες ρε;» είναι ο ένας αλλά είναι και ο άλλος...

«Δεν θα με πεθάνετε ρε, θα σας θάψω όλους!»

«Έχει εδραιωθεί ήδη αυτό, Νίκο μου.» λέει η κολλητή μου.

«Σου ελειψα μωρή κλώσσα;» κλείνω και το μάτι στο τέλος, κάνοντάς της νόημα να πλησιάσει. Στριφογυριζει τα μάτια αλλά με πλησιάζει.

«Πιάστηκε ο κωλος μου να περιμένω στην αίθουσα αναμονής, να ξέρεις!» με μαλώνει.

«Η αλήθεια είναι πως η Βαλερια δεν έφυγε στιγμή από δίπλα σου.» λέει η μάνα μου, κοιτώντας με μισό μάτι την Κικο η οποία ωστόσο την αγνοεί πλήρως.

«Μάνα, στον ύπνο μου ήμασταν τόσο αγαπημένοι...» εκείνη παίρνει αμέσως θάρρος και πέφτει στην αγκαλιά μου.

«Αλήθεια αγοράκι μου γλυκό;» με ρωτάει ονειροπαρμένη.

«Ε ναι, αφού δεν μιλούσαμε!» μου ρίχνει αμέσως μια σφαλιάρα στο στήθος και για λίγα δεύτερα νιώθω πως σταματω να αναπνέω «Μάνα, θα με πεθάνεις!» παραπονιέμαι.

«Κωλόπαιδο! Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω!» μουρμουράει.

«Παιδιά, δεν πάτε να ξεκουραστείτε; Πέρα απ' το ότι πρέπει να ξεκουραστείτε και εσείς και ο Νικόλας, έχετε σηκώσει ολόκληρο τον όροφο στο πόδι και θα χάσω την άδεια μου στο τέλος!» λέει ο μπαμπάς μου.

«Πατέρα, μόνο εσένα δεν είδα στον ύπνο μου!»

«Είναι η αδυναμία που μου έχεις.» απαντάει αυτός θιγμένος. Εν τω μεταξύ εγώ για καλό το είπα!

«Ούτε εμένα είδε.» πετάγεται η Νίκη.

«Είναι που σε έχω χεσμενη, γι' αυτό.» λέω στην αδερφή μου.

«Τουλάχιστον εγώ θα πάρω το εξοχικό στη Σαντορίνη και εσύ θα ξεμείνεις με το χωράφι στο Κιλκίς!» λέει χαιρεκακα.

«Αι μωρή, φάε την γλώσσα σου!»

«Αρκετά!» πετάγεται ο Συνο «Εγώ παίρνω το κορίτσι μου να κοιμηθείς επιτέλους σε κανονικό κρεβάτι και θα επανέλθουμε αύριο.»

«Έχουμε χωρίσει!» λέει έξαλλη η βλαμμένη. Ο Γιώργος στριφογυριζει τα μάτια του στο πείσμα της και με μια επιδέξια κίνηση την φορτώνει στην πλάτη του με την μικρή μας Βαλεριανα να τον βρίζει καθολη την διάρκεια.

«Πολύ μου έλειψαν αυτοί οι δύο, ακόμη και στον ύπνο μου κρυφογουσταρονταν.»

«Γιατί με ποιον τα είχε η Βαλερια;» απορεί ο Άγγελος.

«Με εσένα.» απαντάω αυθόρμητα. Μου πήρε λίγο χρόνο να αντιληφθώ την ζημιά που έκανα.

«Μιλάμε ώρες-ώρες δεν σου κόβει καθόλου!» φωνάζει η Νικολέτα.

«Μην σκατε ρε παιδιά είναι γνωστό πλέον πως είμαι ερωτευμένος με την Βαλερια όπως είναι επίσης γνωστό πως σε βάθος χρόνου αυτή θα παντρευτεί τον Συνο, θα κάνουν παιδιά και όλα τα σχετικά. Είμαι απόλυτα συνειδητοποίημενος απλώς θα το εκτιμούσα αν δεν μου το τριβατε και εσείς στη μούρη γιατί ήδη με τα νέα δεδομένα που έχουμε για την Βαλερια η όλη φάση είναι αβάσταχτη.» απόλυτη σιωπή στο δωμάτιο, δεν τολμάω ούτε να βηξω...

«Θα φύγω εγώ, ο,τι χρειαστείς πέντε λεπτά μακριά είμαι.» ο Αγγελούκος μου κλείνει το μάτι και φεύγει από το δωμάτιο κακήν κακώς, αφήνοντας πίσω τους φίλους μας να με κοιτάζουν με μισό μάτι.

«Τι πάλι;!» παραπονιέμαι.

_____________________

Γιώργος

«Λες και είσαι άνθρωπος τον σπηλαίων!» συνεχίζει την ανελέητη μουρμούρα καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού. «Αγοράκι μου, πόσο μου έλειψες, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις. Ψυχούλα μου, αγόρι μου!»

«Θα το κατσιασεις το σκυλί.» την πειράζω. Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω πλατιά στο ενοχλημένο βλέμμα της.

«Το αγόρι μου με αγαπάει, δες πόσο του αρέσουν τα χάδια μου.» ο Μπλου είναι πλήρως εκστασιασμενος και έχει ήδη κλείσει ματιά και έχει ξαπλώσει το κεφάλι του πάνω της με απόλυτη εμπιστοσύνη.

«Εγώ είμαι το αγόρι σου.» μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα και χωρίς να πει κάτι με αφήνει μόνο μου στο σαλόνι με το σκυλί να με στραβοκοιταζει.

«Τι με κοιτάς έτσι ρε;» ξεφυσαει, περπατάει προς το κρεβάτι του και ξαπλώνει, γυρνώντας μου την πλάτη. «Θα με τρελαίνεται πια σε αυτό το σπίτι!» έχω απόλυτη επίγνωση πως έχω αρχίσει και ακούγομαι σαν την μάνα μου.

Το φως της κρεβατοκάμαρας φαίνεται κλειστό και η Βαλερια ούτε που ακούγεται, περίεργως.

«Πες μου ότι δεν πηδηξε από το μπαλκόνι για να φύγει...»

«Σε ακούω.» την ακούω μετα βίας να μουρμουράει.

Όντως, ανοίγω την πόρτα και είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με μια πετσέτα στα βρεγμένα της μαλλιά και τυλιγμένη με το πάπλωμα. Κλείνω την πόρτα και την αφήνω να ξεκουραστεί μέχρι να κάνω και εγώ ένα ντουζ και να ξαπλώσω δίπλα της.

Τρεις μέρες την έβγαλα ξαπλωμένη σε αυτές τις αβολες καρέκλες της αναμονής πάρα το γεγονός ότι γνώριζε πως ίσως να τον έβλεπε στα κλεφτα για πέντε λεπτά μέσα στη μέρα.

Σχεδόν ζήλεψα τον μαλακα! Αλλά μέσα σε όλα είμαι αρκετά εγωπαθης για να ξέρω πως αν συνέβαινε κάτι σε εμένα το κορίτσι μου θα τσακωνόταν με όλους ώστε να κοιμάται πλάι μου.

Αφήνω αυτές τις σκέψεις την άκρη ωστόσο, ήδη έχουμε περάσει αρκετά και ακόμη δεν έχει ξεκινήσει η δική που θα μας ταλαιπωρήσει όσους, πόσο μάλλον την Βαλέρια!

Ξαπλώνω όσο πιο αθόρυβα γίνεται δίπλα της μα παρόλα αυτά ξυπνάει. «Φύγε.» μουρμουράει «Έχουμε χωρίσει.»

Πάρα τις αντιδράσεις της την τραβάω στην αγκαλιά μου και μας σκεπάζω «Στο έχω πει και θα στο ξαναπώ όσες φορές χρειαστεί. Δεν υπάρχει περίπτωση να κοιμηθούμε βράδυ χωριά ή χειρότερα να μείνουμε σε διαφορετικά σπίτια τσακωμενοι. Θα μείνουμε μαζί και θα λύσουμε κάθε πρόβλημα που θα εμφανιστεί μπροστά μας, Βαλλυ.»

«Δεν θέλω να λύσουμε κανένα πρόβλημα, θες την Άννα.» παραληρεί ακόμη αποπροσανατολισμενη από τον ύπνο.

«Αλήθεια πιστεύεις αυτά που λες;» ρωτάω τρυφερά.

«Ναι.» λέει ανάμεσα σε χασμουρητό.

«Κοιμήσου, μωρό μου.» απαντάω απλά.

«Είμαστε ακόμη χωρισμένοι.» με πληροφορεί καθώς την παίρνει ξανά ο ύπνος.

«Δεν θα χωρίσουμε ποτέ, Βαλερια, ελπίζω κάποια στιγμή να το αποδεχθείς.»

«Ποτέ.» καταφέρνει να μουρμουρισει.

Τι θα κάνω εγώ με αυτή την πεισματάρα γυναίκα;!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top