Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Έκτο

ΑΔΑΜ

«Ελα.»

«Ελάφια.» λέει πικρόχολα, φανερά εκνευρισμένος.

«Εγώ τώρα τι φταίω;» παραπονιέμαι.

«Όλοι φταίτε, είστε για τον πουτσο!» μουρμουράει.

«Ωραία, άρα μίλησες με τον Γιώργο, θα πας από εκεί;» σε λίγο φτάνω στο σπίτι της Βαλεριας αν και πιστεύω πως ο μόνος λόγος που πηγαίνω είναι για να με πάει στα επείγοντα.

Αυτοί και η μάνα μου θα με πεθάνουν!

«Ναι, αφήνω την γκαστρωμενη για να πάω στον πανηλιθιο!» εν τω μεταξύ από μέσα η Νικολέτα τον στέλνει να πάει να γαμηθει που την είπε γκαστρωμενη.

«Θα το πάρω σαν ναι;» λέω μπερδεμένος αλλά περισσότερο σας ερώτηση ακούγεται.

«Γιατί ακούγεσαι σαν την Βαλερια στη θάλασσα με 152 βαθμούς Κελσίου;» είναι η σειρά του να μπερδευτεί.

Αν ακούγομαι σαν την κρυουλιάρα, τα πράγματα είναι σοβαρά.

«Είμαι σχεδόν γυμνός.» δόξα τον Θεό που φοράω φόρμες από την λαϊκή στην δουλειά γιατί είμαι ηλιθιος και μου σκίζονται στο μηχανάκι.

«Δεν θέλω να ξέρω λεπτομέριες.» το σκέφτεται για λίγο ωστόσο, η πονηρή κουτσομπολα, η Φιλιω που όλους τους φιλιωνει. «Γιατί είσαι σχεδόν γυμνός πάνω στο μηχανάκι είπαμε;» ακούω διάφορους θορύβους προτού πιάσει το κινητό στα χέρια της η Νικολέτα.

«Παιδί μου είσαι τελείως τούβλο πια; Τριγυρνάς με το κοντομάνικο Γενάρη μήνα;!» ωρυεται. Αν φορούσα κοντομάνικο θα επλεα σε πελάγη ευτυχίας.

«Καλά θα ήταν.» μουρμουράω «Σε κλείνω, έφτασα. Και σταματά να εκνευριζεσαι συνέχεια, είσαι έγκυος!» την μαλώνω.

«Ήρεμη ειμαι!» ωρυεται.

«Στείλε μου.» ακούγεται ξανά ο Φάνης «Άντε με εσάς τους ηλιθιους που έχω μπλέξει, το κέρατό μου μέσα.» μου το έκλεισε και στη μάπα ο μαλάκας!

Χτυπάω το κουδούνι της κολλητής μου συνεχόμενα και εντέλει αποφασίζει να απαντήσει στο θυροτηλεφωνο «Τι θέλεις Αδα- Νίκο τι σκατά;!» φωνάζει, πατώντας το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.

Επιτέλους λίγη ζεστασιά, δεν αντέχω άλλο!

Η γλυκιά μου με περιμένει με μια κουβέρτα ανοιχτή και αμέσως με αγκαλιάζει και με τυλίγει «Είσαι τρελός παιδί μου; Γιατί κυκλοφορείς έτσι; Τι νομίζεις ότι είναι, Αύγουστος; Ούτε τον Αύγουστο το βράδυ δεν κυκλοφορεί κάνεις έτσι!» ωρυεται.

«Τσακώθηκα με την μάνα μου, έβγαλα μπουφάν και φούτερ και εν ολίγοις της είπα να τα βάλει εκεί που ξέρει. Στο θέμα μας όμως!» εκείνη εν τω μεταξύ έχει γουρλωσει τα μάτια της και με κοίταζει λες και έβγαλα δεύτερο κεφάλι.

«Μίλησες εσύ έτσι στη Μανια;» έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα.

«Υπονοείς πως είμαι μαμάκιας;» λέω θιγμένος.

Το σκέφτεται για λίγο «Όχι, δηλαδή δεν ξέρω, κατάλαβες.» μου τα μασάει και δεν μου αρέσει αυτό.

«Το θέμα μας είσαι εσύ, μην προσπαθείς να το αλλάξεις!» μαζεύεται λίγο λες και την μάλωσα.

«Πως γίνεται πάλι το θέμα να είμαι εγώ;» μουρμουράει εκνευρισμένη.

«Μα την Παναγία όλοι την ίδια απορία έχουμε. Ο Φάνης ίσως να μην σου ξαναμιλήσει ποτέ.» χασκογελάει σε αυτό «Από την άλλη ο Άγγελος κερδισμένος βγαίνει τώρα που το σκέφτομαι.» σε αυτό κερδίζω μια σφαλιάρα στον σβέρκο, κι αυτή αναμενόμενη.

«Χώρισα παιδιά, αμάρτησα.» λέει κοροϊδευτικά, κουνώντας τα χέρια της ψηλά στον αέρα. Φεύγει προς τη κουζίνα και την ακολουθώ σαν τη νύφη με την κουβέρτα για πέπλο.

«Μην μου γυρνάς εμένα την πλάτη, κοριτσάκι!» λέω έξαλλος. Βάζει νερό στον βραστήρα και βγάζει μια κούπα, αγνοώντας με πλήρως.

«Γιατί χωρισατε πάλι μωρή μουρλη;» έχει το θράσος και συνεχίζει να με αγνοεί μέχρι και τη στιγμή που αφήνει την κούπα μπροστά μου.

«Κονιάκ δεν έχεις να μου βάλεις μωρή;» μουρμουράω πίνοντας μια γουλιά. Μου ρίχνει ένα στραβό βλέμμα και κάθεται απέναντί μου.

«Θα εστιάσουμε για μια φορά στον ελέφαντα στο δωμάτιο;» λέει αυστηρά.

«Ο οποίος άμα δεν είναι ο χωρισμός σας, πάλι, τότε ποιος είναι;» λέω με σηκωμένο το φρύδι.

«Ότι κυκλοφορείς Γενάρη μήνα ημίγυμνος πάνω στο μηχανάκι, Νίκο!» ωρυεται.

«Άκου να σου πω, έχω βάλει πέντε κιλά, μην το κάνουμε θέμα! Οι σωματαρες είναι για να βρίσκεις την γκόμενά, μετά αράζεις!» στριφογυριζει τα μάτια της αλλά δεν μου κάνει τη χάρη να πιαστεί από τα λόγια μου.

«Γιατί τσακωθηκατε;» επιμένει στο φλέγον θέμα.

«Μίλησε άσχημα για 'σένα και την Κικο, μου γύρισε το μυαλό και σηκώθηκα έφυγα.» λέω απλά.

Το βλέμμα της μαλακώνει «Αυτό δεν εξηγεί γιατί είσαι ημίγυμνος, καρδούλα μου.» πρώτη φορά μου μιλάει σαν να είμαι κουτάβι, συνήθως με στέλνει στον διαόλο η ρουφιάνα.

Ξεφυσαω «Της είπα ότι θέλω να πω στη Κικο να μείνουμε μαζί και γέλασε, είπε ότι έχω κάνει το σπίτι μας και της Κυριακής ξενοδοχείο, πως είμαι τουρίστας και πως ζω σε έναν άλλο κόσμο αν πιστεύω πως αν μείνω με την Κικο θα μπορούμε να συντηρούμε τα γούστα μου, της μάρκες μου και τις μαλακιες μου.» μόνο που χρειάζεται να επαναλάβω την όλη συζήτηση, πληγωνομαι, κάτι που δεν της περνάει απαρατήρητο. Σηκώνεται όρθια και με αγκαλιάζει, χαιδευοντας τρυφερά τα μαλλιά μου.

«Δεν είμαι σκύλος.» μουρμουράω αλλά παρόλα αυτά γερνω για να συνεχίσει να με χαϊδεύει «Επίσης εγώ ήρθα να σε παρηγορήσω, όχι το αντίθετο!»

«Τι να παρηγορησεις ρε καημενε, τρέμεις σαν το ψαρι έξω από τη γυάλα!» αφήνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπό μου και μουρμουράει κάτι για το πόσο μαλακισμένο είμαι. «Νομίζω ανεβάζεις πυρετό.» λέει ανήσυχη «Έχει ζεστό νερό, μπες να κάνεις μπάνιο και θα σου φέρω ζεστά ρούχα να φορέσεις. Θα κοιμηθείς μαζί μου σήμερα, θα πάρω και την Κυριακή να έρθει.» ανακοινώνει.

«Μη!» λέω αμέσως «Τρέχει ένα πρότζεκτ, θα την ανησυχήσεις χωρίς λόγο! Θα την πάρω εγώ όταν βγω από το μπάνιο να της πω ότι θα μείνω σε 'σενα.» κουνάει το κεφάλι της χωρίς να πει κάτι και μου κάνει νόημα να μπω για μπάνιο, πιάνοντας το κινητό της.

«Έλα ρε Βαλερια!» παραπονιέμαι.

«Πήγαινε κάνε μπάνιο επιτέλους και σκάσε!» ωρυεται.

«Δεν μου μιλάς πολύ ωραία και εγώ κοντεύω να χάσω το δεξί μου αρχιδι από κρυοπαγημα εδώ πέρα!»

«Μπορείς να μην μου μιλάς για το αρχιδι σου;» λέει με μια γκριμάτσα αηδίας στο πρόσωπό της.

Χαμογελάω πονηρά «Προτιμάς το αριστερό μωρή ανωμαλιάρα;»

«Φύγε!» φωνάζει έξαλλη.

«Και πίσω μη γυρίσεις, να μου μιλήσεις μη τολμήσεις!» τραγουδάω.

«Αμήν και πότε.» την ακούω να μουρμουράει πριν κλείσω την πόρτα του μπάνιου.

Κοιτάζω την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη του μπάνιου, ακόμη χασκογελωντας μόνο και μόνο για να αντικρίσω τα μωβ χείλη μου και να μου κοπεί το γέλιο μαχαίρι.

«Βαλερια, θα πεθάνω!» ουρλιαζω.

«Τι; Είδες κατσαρίδα;» ανοίγει την πόρτα έντρομη, κοιτάζοντας κάθε πιθανό σημείο που θα μπορούσε να είναι μια κατσαρίδα.

«Πως ανοίγεις έτσι μωρή, μπορεί να ήμουν γυμνός!»

«Ναι, θα ήταν μεγάλο το σοκ, ειδικά μετά την μισαωρη ημίγυμνη παραμονή σου στους -2.» λέει αδιάφορα.

«Φύγε μωρή, καλύτερα να πεθάνω μόνος μου, αι σιχτιρ!» κλείνει τη πόρτα πίσω της αλλά δεν μου πέρασε απαρατήρητο το γελακι στα χείλη της.

Τέτοια είναι!

__________________

«Αλήθεια σου λέω, θα ξυπνήσει με πνευμονία, να μου το θυμηθείς!» μουρμουράει στο τηλέφωνο.

«Με ποιον μιλάς μωρή;» επανέρχομαι με έναξεχασμένο φούτερ μου, μια φόρμα του Γιώργου και την κουβέρτα σφιχτά γύρω μου. Στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχει ήδη μια ζεστή κούπα τσάι, ένα θερμόμετρο και παυσίπονα.

«Με την κοπέλα σου.» σπρώχνει την κούπα προς το μέρος μου αλλά αντί της κούπας, αρπάζω το κινητό της. «Έτσι εύκολα πιστεύεις θα την γλυτώσεις;!»

«Καλά είμαι μωρό μου, μην την ακούς.» λέω γρήγορα.

«Τι δουλειά έχεις να κυκλοφορείς έτσι με τέτοιο καιρό;!» ωρυεται.

Απομακρύνω το ακουστικό προκαταβολικά, γνωρίζοντας τι έκρηξη θα ακολουθήσει «Δες τη θετική πλευρά, φόρεσα το κράνος μου!» οι φωνές της πιστεύω ακούγονται σε όλη την γειτονιά.

«Είσαι με τα καλά σου, παιδάκι μου;»

«Κουλα μου, κάτσε τελείωσε το πρότζεκτ, θα είμαι μια χαρά.» η Βαλέρια εν τω μεταξύ με κοίταζει με μια έκδηλη ειρωνεία, δίνοντάς μου το θερμόμετρο.

«Πρόσεχε ρε μωρό μου, έλεος.» λέει πιο ήρεμα τώρα «Θα πάθεις τίποτα...» συνεχίζει με παράπονο.

«Μην αγχώνεσαι, θα μου βάζει κομπρέσες ο πεθερός μου.» ξεροβηχει, μουρμουρωντας κάτι που μοιάζει με "ναι, σαν να τον βλέπω.» αλλά την αγνοώ.

«Ο πατέρας μου γύρισε σπίτι σήμερα.» λέει εντέλει.

«Γύρισε ο κυρ Τάσος πίσω;» λέω έκπληκτος «Ο πατέρας σου γύρισε σπίτι.» λέω στη Βαλερια, κερδίζοντας ένα αντίστοιχα έκπληκτο βλέμμα.

«Ωραία, τότε θα μου βάζεις εσύ.» λέω.

«Το να μην σε γιατροπορευσω δεν παίζει σαν σενάριο;» λέει «Όπως και να 'χει, σιγά μην με αφήσει η μάνα σου.»

«Η μάνα μου μετά το χουνέρι που της έκανα ίσως να με αφήσει να ψοφήσω κιόλας.» κάνει να ρωτήσει τι και πως αλλά την κόβω πριν καλά καλά αρχίσει «Κικο μου, κάτσε τελείωσε την δουλειά σου, θα τα πούμε το πρωί.»

«Πρόσεχε, βλαμμένε!» λέει.

«Πες μωρή ότι με αγαπάς, μπορεί να είναι η τελευταία φορά που μιλάμε!» παραπονιέμαι.

«Σε αγαπάω αλλά μιλάμε έχεις τον απαλευτο!» και με αυτό μου κλείνει και το τηλέφωνο στα μούτρα.

«Θεωρείς η αδερφή σου με συμπαθεί;» παίρνει το χέρι μου και βάζει δύο παυσίπονα προτού πιάσει και το άλλο για να μου δώσει ένα ποτήρι με νερό.

«Άγνωστο.» απαντάει εντελει.

«Ωραία, τι λες να πάμε σε κάτι γνωστό; Το γιατί σκοτωθήκατε πάλι με τον μορφονιό ας πούμε;»

«Κατανοείς ότι ούτε αυτό είναι γνωστό σε 'σένα, σωστά;» λέει ειρωνικά.

«Μην μου παίζεις εμένα με τις λέξεις λες και είμαστε μωρά, τελείωνε, τι σκατά έγινε και χρειάστηκε να με πάρει τηλέφωνο να έρθω σπίτι σου;!» λέω πλέον εκνευρισμένος.

«Την επόμενη φορά να του πεις ότι είμαι μεγάλο κορίτσι και δεν χρειάζομαι baby sitter!» φεύγει για το δωμάτιό της, συνεχίζοντας ωστόσο την μουρμούρα «Τίποτα να μην του πεις, έχουμε χωρίσει!»

«Αποφάσισε για να του ζητήσω και λεφτά για το baby sitting!» κρατιέμαι να μη γελάσω.

«Αδάμ!» τσιρίζει. Τσιρίζει αυτή, χτυπάει και το κουδούνι και στο τέλος άμα δεν πάω από πνευμονία, θα πάω από καρδιά!!

«Ποιόν άλλον έφερες πάλι;!» μουρμουράει. «Έστειλε και τον Φάνη;!» πατάει να μιλήσει στο θυροτηλέφωνο «Τραβά στην γυναίκα σου ρε τούβλο και εσύ!» ωρυεται η βλαμμένη.

«Άνοιξε την πόρτα μωρή Βλαμμενοπούλου γιατί ορκίζομαι δεν θα σας ξαναμιλήσω ποτέ!»

«Δηλαδή δεν θα γίνω νονά του γιου σου;» είναι ηλιθιο το κορίτσι.

«Άνοιξε του μωρή να μπει επιτέλους!» μπαίνω μπροστά της και πατάω το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα, κερδίζοντας ένα άγριο βλέμμα «Μην με κοιτάς έτσι εμένα.»

Ανοίγει με μισή καρδιά της πόρτα στον Φανή που ήδη μουρμουράει για το που έχει μπλέξει και ξεκινάει να βγάζει το μπουφάν του μέχρι που το βλέμμα του πέφτει πάνω μου «Αυτό γιατί είναι ντυμένο σαν την Μαρία την Μαγδαληνή;»

«Είχε η Μαρία Μαγδαληνή fleece μωβ πουά κουβέρτα; Τρέλανέ με!» κοροϊδεύει η Βαλερια.

«Με ειρωνεύεσαι κιόλας μωρή; Μας έχετε τρελάνει οι δύο σας!»

«Προς τι η παρέμβαση;» ρωτάει αδιάφορα.

«Καμία παρέμβαση, Βαλερια! Ο κολλητός σου ήρθε απλώς να δει πως είσαι και εγώ ήρθα γιατί χτυπούσα επί μία ώρα το κουδούνι του μαλακα και αυτός δεν είναι πουθενά!»

«Αφού έχει φύγει με τον Άκη μωρέ.» λέω μπερδεμένος.

«Ναι, αλλά το αμάξι του ήταν σπίτι και το σκυλί πουθενά.»

«Έχουν ξυπνήσει τα πατρικα σου ένστικτα ρε μαλακα; Τι φάση;»

«Σκάσε ρε Αδαμόπουλε, απλά μου φάνηκε πολύ κουλ και ανησύχησα, αυτό είναι όλο.»

«Είμαι σίγουρη πως απλώς πήγε κάπου με τον Άκη.»

«Ο Άκης έχει μόνο μηχανή. Τέλος πάντων, δεν ξέρω, μου τα μασουσε λίγο.»

«Τώρα που το σκέφτομαι ίσως πήγε να αναβιώσει τον έρωτά του με την Αννουλα του χιονιά.» ειρωνευεται.

«Που την θυμήθηκες μωρέ αυτή;» παίρνει μια γκριμάτσα αηδίας εν τω μεταξύ ο Φάνης, λες και θα ξεράσει!

«Εγώ;» χάσκει θιγμενη «Τον κουμπάρο σου ρώτα που του στέλνει μηνυματάκια για το πόσο της λείπει αυτός, ο Μπλου και τον ρωτάει ποτέ θα βρεθούνε!»

Αυτό που με τρομάζει δεν είναι τόσο το τι λέει αλλά το πως το λέει. Δείχνει ότι δεν πιστεύει τίποτα από όσα λέει και πως δεν θεωρεί στη πραγματικότητα απειλή την Άννα, αλλά ταυτοχρόνως νιώθω πως αισθάνεται πληγωμένη.

Το ερώτημα είναι αν αισθάνεται πληγωμένη εξαιτίας του Γιώργου ή εξαιτίας του εαυτού της...

«Ο φίλος μου τι είπε;» ρωτάει προσεκτικά ο Φάνης. Εκείνη δείχνει να σκέφτεται λίγο την απάντησή της αλλά αμέσως στριφογυριζει τα μάτια της.

Ξεροκέφαλη!

«Δεν έχει σημασία παιδιά, χωρίσαμε, τελείωσε ο γάμος, σχόλασε η νύφη, εσύ πήγαινε στην γυναίκα σου και εσύ για ύπνο, τελείωσε!» δείχνει τον Φάνη και εμένα αντίστοιχα.

«Είστε για τον πουτσο, δεν ξέρω καν γιατί ασχολούμαι!» μουρμουράει ο μαλάκας ανεβάζοντας το φερμουάρ στο μπουφάν του.

«Επειδή βαριέσαι ρε μαλακα, αγαπάς το δράμα, αι σιχτιρ πια!» μου ρίχνει ένα στραβό βλέμμα προτού γυρίσει τη προσοχή του πίσω στη Βαλίτσα.

«Σοβαρευτειτε επιτέλους που κάθε τρεις και λίγο μου χωρίζετε. Τη μια μέρα περιμένουμε να μείνετε μαζί και την επόμενη λέτε χωρίσαμε, ήμαρτον.» παραπονιέται.

«Έχει ένα δίκιο η αλήθεια είναι.» με στραβοκοιτάζουν και οι δύο, οπότε αποφασίζω να εγκαταλείψω.

«Κοιτάξτε, επειδή νιώθω ότι πεθαίνω, θα ασχοληθώ με το ζήτημα αύριο.»

«Πήγαινε επιτέλους κοιμήσου!» με μαλώνει η κολλητή μου.

«Πάω στη γυναίκα μου.» ανακοινώνει ο Φάνης, διαβάζοντας ένα μήνυμα στο κινητό του «Από ότι φαίνεται λιγουρευτηκε προφιτερολ.»

«Οικογενειακά βάρη.» χαμογελάει απαλά η Βαλερια, εμφανώς πιο χαλαρή.

«Ναι, καλά, θα πάω να το πάρω και θα πω να το χρεώσουν στον κουμπάρο μου, εξαιτίας του βγήκα από το σπίτι μου. Εκτός αν θες να το χρεώσω σε σένα;» σηκώνει πονηρά τα φρύδια του.

«Γειά σου, Φάνη!» τον σπρώχνει προς τη πόρτα αλλά αυτός την σπρώχνει από τους ώμους για την απομακρύνει.

«Βάλε το ζαβό για ύπνο και έχε τον στο νου σου μη σου πεθάνει και τον έχεις και τύψεις.»

«Είμαι εδώ ξέρεις!» μουρμουράω.

«Αα ναι; Μάλλον ξέχασα να σου πω ότι σε γράφω στα παπαρια μου!» με κοντράρει ο μαλακας.

«Εσύ, κρεβάτι!» με διατάζει πριν γυρίσει στο να σπρώχνει τον Φάνη έξω από το σπίτι της «Εσύ, οικογενειακά βάρη! Άντε, κέντρο διερχομενων το έχετε κάνει το σπίτι μου!»

Δυστυχώς δεν μπορώ να διαφωνήσω σε αυτό!

_____________________

Γειά σας παιδάκια μου.

Καλα και Χαρούμενα Χριστούγεννα εύχομαι να έχετε, πάντοτε με υγεία και ευτυχία ❤️❤️❤️😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top