Κεφάλαιο Πεντηκοστό Τρίτο
26 ώρες αργότερα
"Welkom op de luchthaven Schiphol. Welcome to Schiphol Airport."
«Είσαι με τα καλά σου; Πήρες μια βαλίτσα και έφυγες; Πας καλά;!» κλείνω το ηχητικό της μάνας μου απόλυτα κουρασμένη με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το τελευταίο 24ωρο ώστε να ασχοληθώ και με την παράνοιά της.
Το δάχτυλό μου αιωρείται πάνω από την επαφή του από την ώρα που έκλεισα το κινητό μου και αποφάσισα να φύγω εκτός Ελλάδας. Έχει αφήσει ένα μονάχα ηχητικό μήνυμα σε αντίθεση με τον καταιγισμό μηνυμάτων των φίλων μας.
Έφυγα τρέχοντας από αυτή τη ψυχρή αίθουσα και αν δεν με κρατούσε ο Γιώργος για να με αγκαλιάσει έξω από το δικαστήριο, δεν θα εμένα λεπτό παραπάνω.
Τρέμω στην ιδέα πως σε δύο μήνες θα πρέπει να επιστρέψω ξανά πίσω στην αίθουσα του δικαστηρίου με τον μεγαλύτερό μου εφιάλτη να με κοιτάζει με το διεστραμμένο βλέμμα του και τον δικηγόρο του να με κατακερματιζει δίπλα του.
Κλείνω αυτή την πόρτα όμως, έστω και για λίγο.
Σπρώχνω λοιπόν αποφασιστικά την κυκλική πόρτα του αεροδρομιου και η Ολλανδία με καλωσορίζει με το ψύχος της. Σέρνω σε μιαν άκρη την βαλίτσα μου και χωρίς δεύτερη σκέψη ανοίγω το ηχητικό του αγοριού μου.
«Φαντάζομαι τώρα θα είσαι στον δρόμο για το αεροδρόμιο ή έχεις φτάσει.» κάνει μια μικρή σιωπή «Ελπίζω να έχεις φτάσει και να έχεις μπει στο αεροπλάνο και γι' αυτό να μην μπορούμε να σε βρούμε...» ακόμη μια παύση «Γάμα τους όλους, μην απαντήσεις σε κανέναν τους, μην απαντήσεις ούτε σε εμένα αν δεν το νιώθεις. Σε παρακαλώ όμως μόλις νιώσεις έτοιμη, στείλε μου ένα μήνυμα για να δω ότι είσαι καλά. Σ' αγαπάω, πρόσεχε τον εαυτό σου.»
Νιώθω την μεταλλική γεύση στο στόμα μου προτού ζεστάνουν τα δάκρυα μου το παγωμένο δέρμα στο πρόσωπό μου. Μόνο τότε συνειδητοποιω πόσο δυνατά δάγκωνα τα χείλη μου αυτά τα 45 δεύτερα που χρειάστηκαν για να ακούσω το ηχητικό μήνυμα του.
«Που είσαι μωρή τσουράπω!!» ακούω την φωνή της προτού σκάσει σαν κόκκινος σιφουνας και πέσει πάνω μου με φόρα.
«Ελπιδονι μου!!» λέω κλαίγοντας «Χριστέ μου, πόσο μου έλειψες!»
«Και εμένα μωρή αν και σου κουνάω πέντε λεπτά το ταμπελακι με το όνομα σου μαρη και σημασία δεν μου δίνεις!» με απεγκλωβίζει από την αγκαλιά της και αμέσως τσιμπάει τα μάγουλά μου. «Δεν θέλω κλάματα, δεν θέλω συγκινήσεις!» παίρνει την βαλίτσα από το χέρι μου, με πιάνει αγκαζέ με το ελεύθερο της χέρι και με οδηγεί ξανά μέσα στο αεροδρόμιο και προς μια έξοδο που οδηγεί σε ένα από τα πάρκινγκ.
«Αλήθεια τώρα; Ταμπέλα με το όνομά μου;» την κοροϊδεύω.
«Είπα να σου δώσω το full κινηματογραφικό experience.»
Πάντα μου άρεσε αυτό στην Ελπίδα. Μικρές μπορεί να σκοτωνομασταν στα παιχνίδια, αλλά πάντοτε ήξερα πως μπορώ να στηριχτω σε εκείνη. Είναι τρομερό το πως μεγαλώσαμε και γίναμε οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα. Στο παρελθόν η Ελπίδα υπήρξε ο προσωπικός μου εξομολογητης, πολύ πριν ξεκινήσω να βλέπω την Δώρα.
Η Ελπίδα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μίλησα και ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκα να καταφυγω στις τάσεις φυγής μου.
Παίζαμε κρυφτό, πάλι. Τα περισσότερα παιδιά ήταν μεγαλύτερα μας, ήδη κάπνιζαν και κουραζόντουσαν στα πρώτα δέκα λεπτά του παιχνιδιού οπότε ξέραμε ήδη πως ήταν ψηλά στο βουνό, κάπνιζαν και περίμεναν ποτέ θα βρούμε το θάρρος να ανεβούμε στα σκοτάδια να τους αναζητήσουμε.
Αυτός δεν ήταν μαζί μας εκείνο το βράδυ, ήταν διακοπές με φίλους του.
Ελπίζω να μην επιστρέψει ποτέ πίσω.
Κοιτάζω το δάσος απέναντι από το σπίτι μου προβληματισμένη «Δεν θέλω να μπω εκεί μέσα.» παραδέχομαι.
«Μην είσαι κότα, παριζακι! Θα ανοίξουμε φακό και θα μπούμε.» λέει αποφασιστικά η Ελπίδα με τον φακό του παππού της στο χέρι.
«Σταμάτα πια να με λες παριζάκι!» μουτρωνω αμέσως ανοίγοντας τον φακό και ακολουθώντας τη ανάμεσα στα σκοτεινά πεύκα.
«Μα τρως όλη μέρα παριζάκι!» δικαιολογείται.
Φωτιζω γύρω μας αλλά κανένα σημάδι των αγοριών. Είμαι σίγουρη πως έχουν φτάσει ήδη στην κορυφή και μας περιμένουν. Το Πάσχα ο Αντώνης είχε φορέσει σχολή Χάρου και μας τρόμαξε. Η Ιωάννα, η ξαδέρφη της Ελπίδας, δεν ξαναεπαιξε μαζί μας. Φοβήθηκε πάρα πολύ, παρ' όλο που πέρυσι τελείωσε το λύκειο!
Θα ήταν η τέλεια ευκαιρία... Είμαστε μόνες μας, δύο φίλες χωρίς την επιρροή των άλλων παιδιών. Θα μπορούσα να το παρουσιάσω σαν ιστορία, είμαι σίγουρη πως δεν θα καταλάβει. Ο πατέρας μου έχει πολλές εφημερίδες στο σπίτι μας για να καθαρίζει την σόμπα που έχουμε...
«Διάβαζα μια εφημερίδα του μπαμπά χθες.» ξεκινώ διστακτικά. Μια γάτα περνάει μπροστά μας και αμέσως κολλάω πάνω στην Ελπίδα και μαζί προχωράμε προς την κορυφή «Ήταν για ένα κοριτσάκι στην ηλικία μας και έναν φίλο της στην ηλικία της ξαδέρφης σου.»
«Και;» σταματά μπερδεμένη να με κοιτάξει.
«Της έκανε άσχημα πράγματα, Ελπιδόνι.» η φωνή μου βγαίνει με δυσκολία, ο λαιμός μου κλείνει.
«Σαν αυτά που μας έδειξε ο Άγγελος στο κινητό του;» ρωτάει έντρομη και αμέσως γνεφω καταφατικά. Ο Άγγελος ξεκίνησε το γυμνάσιο και έχει ξεκινήσει να βλέπει κάτι... περίεργα πράγματα με παιδικούς χαρακτήρες. Νομίζω χεντάι ανιμε τα λέει.
Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό αλλά με κάνει να νιώθω άβολα.
«Τι άλλο έλεγε η εφημερίδα;» με ρωτά ψάχνοντας με τον φακό της στο σκοτάδι.
«Την βίασε τόσο πολύ που υπήρχε πάρα πολύ αίμα και έσβηνε τσιγάρα πάνω της και την χτυπούσε, την απειλούσε να μην μιλήσει σε κανέναν και-» όπως προχωράω χτυπάω με φόρα πάνω στην γυρισμένη πλάτη της φίλης μου. Γυρίζει να με κοιτάξει, το πρόσωπό της χλωμό.
«Τι; Τι είδες;» ρωτάω τρομαγμένη.
«Γι' αυτό φοράς μόνο ολόσωμα μαγιό; Εσύ τα σιχαινοσουν...»
«Ειι, τι συμβαίνει;» επανέρχομαι στο τώρα απότομα. Τα χέρια της Ελπίδας χαϊδεύουν τα μπράτσα μου και τα μάτια της εξετάζουν το πρόσωπό μου «Χρειάζεσαι μια δυνατή μπύρα ή θες να πάμε σπίτι;» ρωτάει τρυφερά
«Μια μπύρα θα ήταν ο, τι πρέπει.» ρουφαω την μύτη μου κατακόκκινη από την ντροπή που κλαίω σαν τρελή ακόμα δεν ήρθα.
«Όσες θέλει η φίλη μου!!» βάζει τα πράγματα μου στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου και κλείνοντάς μου χαρίζει ένα καθησυχαστικο χαμόγελα «Είσαι σε safe place, θα είσαι ενταξει. Κάνεις δεν θα σε αγγίζει εδώ!»
Κάνεις, εκτός από τους δαίμονες μου που με ακολουθούν παντού...
_______
Αφήνουμε το αυτοκίνητο της σε ένα parking στο Άμστερνταμ και προχωράμε αγκαζέ στα σοκάκια του σαν να μην πέρασε μια μέρα κι ας έχω να δει την πόσα χρόνια.
«Λοιπόν εδώ έχει τα καλύτερα stroopwafels αλλά έχει και ουρά 20 άτομα, οπότε άλλη μέρα!» με τραβάει από πίσω της ενώ εγώ απλώς κοιτάζω μπερδεμένη τον κόσμο.
«Τι είναι αυτό το στρουπ...κάτι και αξίζει τόσο πολύ;» ρωτάω μπερδεμένη.
«Στην ουσία είναι δύο βαφλες πατημένες, ξεροψημενες κάπως και τραγανές με καραμέλα στην μέση.»
«Έλα ρε μαλακα, τώρα θέλω να φάω!!» κλαψουρίζω.
«Ρε είσαι στην Ολλανδία, σε κάθε στενό έχει και ένα, πάμε!» την ακολουθώ σε ένα μαγαζί πιο κάτω με εμφανώς λιγότερο κόσμο και έναν ευγενικό κυριούλη.
«Καλησπέρα θα ήθελα ένα από αυτό με την...βαφλα; στρουπ...κάτι;» λέω αγγλικά στον κύριο και φροντίζω να του σκάσω και ένα χαμόγελο για την άγνοια μου.
«Απο που είσαι;» με ρωτάει γελώντας βάζοντας αμέσως την βαφλα μου για ψήσιμο. Όχι βαφλα, stroopwafel!
«Ελλάδα.» του απαντάω στα αγγλικά.
«Ααα, όμορφη Ελλάδα. Μύκονος, Λαγανας, έχω ακούσει από φίλους!» λέει περήφανος που γνωριζει όλη την "ελίτ" των ελληνικών νησιών.
«Ααα έχουμε πολλά ωραία νησιά, να έρθετε να μας επισκεφθείτε.» λέω ευγενικά περνώντας την κάρτα μου από το pos.
«Και εσύ να μας επισκέπτεσαι συχνότερα!» μου κλείνει το μάτι και αμέσως τρέχει να εξυπηρετήσει τον επόμενο πελάτη.
«Μιλάμε δεν έχεις αλλάξει καθόλου, κλασικά η γοητεία σου στα ουράνια και η άνδρες στα πόδια μου.» με πειράζει.
«Φίλη μου, ο κυριούλης θα μπορούσε να είναι πατέρας μου.» λέω γελώντας «Τα υπόλοιπα τα αφήνω ασχολίαστα.» μου παίζει πονηρά τα φρύδια ωστόσο γρήγορα το ξεπερνά και με αρπάζει να συνεχίσουμε την εξερεύνησή μας στα σοκάκια του Αμστερνταμ.
Μερικές ώρες αργότερα δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου και θέλω οπωσδήποτε να κάτσω κάπου. «Ελπίδα υποφέρω!» παραπονιέμαι.
«Λίγο ακόμα και θα κάτσουμε για μπύρα. Είναι στο επόμενο τετράγωνο κάνε υπομονή!» απαντάει.
Όντως λίγο μετά τον Παλαιό Ναό στρίβουμε και μου ανοίγει σε ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω. Η ταμπέλα έγραφε 't Mandje. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι είναι μια μπυραρία αλλά όχι η τυπική που πηγαίνει κάνεις. Χαμηλός φωτισμός, σουτιέν κρεμασμένα από το ταβάνι μαζί με γραβάτες και μποξερακια ενώ ταυτόχρονα ασπρόμαυρες και άπειρες φωτογραφίες τύπου Polaroid κοσμούν τους τοίχους.
«Είναι τέλειο!!» λέω στην Ελπίδα βγάζοντας το μπουφάν μου.
«Είναι γκει μπαρ. Το αγαπώ.»
Παραγγέλνουμε δύο μπύρες στην κοπέλα πίσω από το μπαρ και δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω το πως την φλερτάρει η Ελπίδα.
«Μωρή!!» την μαλώνω όταν μου κλείνει ξεδιάντροπα το μάτι.
«Ελεύθερη γυναίκα είμαι!!» λέει αμέσως.» Εσυ δεν είσαι όμως γαμωτο και ο ξανθουλης εκεί στην γωνία σε κοιτάει από τη στιγμή που μπήκαμε μέσα.» γυρίζω να κοιτάξω από καθαρή περιέργεια το ξανθουλη στον οποίο αναφέρεται και όντως μου γνέφει και πινει λίγο από την μπύρα του.
«Ναι, σε ευχαριστώ πολύ αλλά έχω ήδη έναν στην Ελλάδα που κάνει για δέκα.» στο μεταξύ η υπάλληλος μας αφήνει τις μπύρες μας. «Τόσο μεγάλος;» απαντάει η Ελπίδα σοκαρισμένη με αποτέλεσμα σχεδόν να με πνίξει με την μπύρα μου.
«Σε παρακαλώ, μην τα πετάς αυτά ενώ πίνω!»
«Εσυ είπες ότι κάνει για δέκα!!» υπερασπιζεται.
«He is a handful, πως θες να στο πω;»
«Μόνο με ένα χέρι ρε μαλακα; Απογοητευτηκα.»
«Είσαι ηλιθια!!» αφήνω την μπύρα μου κάτω γιατί κινδευω άμεσα με αυτήν εδώ. «Και χοντρό είναι το πουλί του και μεγάλο, εντάξει; Ας σταματήσουμε να μιλάμε για το πουλί του Γιώργου!» λέω κατακόκκινη από την ντροπή.
«Ναι αλλά τώρα θέλω να ακούσω περισσότερα για το πουλί του.»
«Ελπίδα!!!» την μαλώνω αμέσως.
«Εντάξει θα πιούμε μια μπύρα πρώτα και θα μου πεις μετά.» συμβιβάζεται.
«Είσαι μεγάλη καρδιά ρε Ελπιδάρα, πόσες υποχωρήσεις πια!»
«Κάνω ο,τι μπορώ ψυχούλα μου.» μου κλείνει το μάτι και γυρίζει το βλέμμα της προς τον ξανθουλη «Οπότε ο ξανθουλης είναι όλος δικός μου;»
«Ναι, χάρισμά σου, feel free!» πίνω λιγο από την μπύρα μου και μόνο τότε συνειδητοποιώ πως αναπνέω· αναπνέω μετά από τόσο καιρό και μου φαίνεται απίστευτο.
«Αναπνέω.» ψελλιζω.
«Αναπνέεις.» μου σφίγγει το χέρι ή Ελπίδα. «Όλα θα πάνε καλά, ναι;»
«Ναι.» γνεφω αμέσως «Όλα θα πάνε καλά.»
________________
Επιστροφή πίσω στους δρόμους του Άμστερνταμ. Μπορεί να νιώθω πως θα μου κοπούν τα πόδια από τον πόνο και το τόσο περπάτημα αλλά άξιζει.
«Αχ γιατί μου ήρθες δεσμευμένη; Κοίτα πόσοι Ολλανδοι που μένουν ανεκμετάλλευτοι εξαιτίας σου!!» αναστενάζει «Βέβαια βαρετοί και αδιάφορο σεξ αλλά οκ, τουλάχιστον είναι όμορφοι.»
«Σε ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία, φίλη μου, αλλά όπως είπαμε υπάρχει ένα παιδί, πολύ καλό, τον λένε Γιώργο και τα λοιπά, και τα λοιπά.»
«Μιλά μου γι' αυτόν ντε! Με το τσιγκέλι στα βγάζω.» παραπονιέται.
«Πατάτες πουλανε εκεί;»
«Ναι και είναι ο, τι καλύτερο έχεις φάει.»
«Ωραία, ελα να πάρουμε στο χέρι και θα σου μιλήσω για το αγόρι μου.»
«Επιτέλους, θα έσκαγα!»
Πέντε λεπτά αργότερα καθόμαστε με ένα χάρτινο χωνί γεμάτο πατάτες και σως τσένταρ ανά χείρας και χαζεύουμε το κανάλι και τον κόσμο που περνά.
«Ο Γιώργος που λες είναι ίσως το καλύτερο "πράγμα" που μου έχει συμβεί.»
«Πως γνωριστήκατε;» ρωτάει.
«Είναι απίστευτο το ότι γνωριζόμαστε από μωρά αλλά κάνουμε αιώνες να μιλήσουμε.» είμαι πόσο καιρό με τον Γιώργο και δεν έχει ιδέα!
«Ξεκάθαρα αλλά δες μας; Είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα! Ωστόσο ξέρω ότι έχεις κάποιον γιατί έχω δει φωτογραφίες κλπ. Ξέρω ότι είναι μανούλι, τις λεπτομέρειες θέλω!»
«Τι να σου πρωτοπω για τον Γιώργο Αγησιλαο Συνοδινο...» σχεδόν πνίγεται με την πατάτα που έχει στο στόμα της.
«Αγησιλαο;!» λέει σοκαρισμένη «Τι κακό τον βρήκε;»
«Μέσα σε μια Μαργαρίτα, Μαξιμο, Νεφέλη και Ανατολή έπρεπε να υπάρχει και ένας Αγησιλάος.»
«Δεν ήθελαν γιο ε;» αυτό με κάνει αυτόματα να ξεσπάσω σε δυνατό γέλιο «Τι να σου πω, του έχουν και αδυναμία γιατί είναι ο μικρότερος.»
«Που να τον μισούσαν! Στο θέμα μας τώρα, μιλά μου για τον Γιώργο Αγησιλαο Συνοδινο.»
«Αρχικά πρέπει να σου πω πως στην αρχή πιστεύαμε πως δεν υπάρχει...»
___________
Τυλίγω μια πετσέτα γύρω από το σώμα μου και μια γύρω από τα μαλλιά μου βγαίνοντας από το μπάνιο. Το σπίτι της Ελπίδας βρίσκεται στο Ρότερνταμ σε μια εκπληκτική γειτονιά μέσα στο πράσινο.
Εκείνη αράζει στο μπαλκονάκι με το μπουφάν της και τυλιγμένη με μια κουβέρτα λογω του κρύου ενώ πίνει το τσιγάρο της. Το πιτμπουλ της, η Ντίξι, μου κουνάει της ουρά από το κρεβατάκι της.
«Έρχομαι σε λιγάκι, έχω να λύσω ένα θέματακι που βρίσκεται γύρω στα 2.000 μίλια μακριά.» φοράω ένα εσώρουχο και το φούτερ που έκλεψα από το αγόρι μου και αποφασίζω να του απαντήσω στο ηχητικό του με ένα δικό μου.
«Γειά σου αγάπη μου.» καθαρίζω τον λαιμό μου «Μου λείπεις τόσο πολύ.» ψελλιζω με δυσκολία. «Το ξέρω ποσο ηλιθιο ακούγεται και πως έχω να σε δω λιγότερο από δύο ημέρες ίσως αλλά έχω συνηθίσει τόσο πολύ να σε έχω στην καθημερινότητά μου που μου φαίνεται απίστευτο όταν δεν σε έχω· με πνίγει.» παίρνω μια βαθιά ανάσα αλλά δεν σταματώ την ηχογράφηση.
«Με μισώ τόσο πολύ όταν σε πονάω. Ξέρω πως το κάνω, δεν χρειάζεται να μου το πεις. Το κάνω συνειδητά, το κάνω για να σε διώξω μακριά μου κι αυτό είναι το χειρότερο γιατί δεν σου αξίζει. Προσπαθώ τόσο σκληρά να σε απωθησω, να φύγεις μακριά μου και να βρεις κάποια που δεν θα κουβαλάει τόσο ψυχολογικά, τόσα προβλήματα, τόσα δράματα.» κλείνω το ηχητικό γιατί έχω ήδη αρχίσει να κλαίω και δεν θέλω να το καταλάβει.
Οχι πως δεν θα το καταλάβει, πάντα το καταλαβαίνει.
Καθαρίζω τον λαιμό μου για ακόμη μια φορά και ανοίγω το επόμενο ηχητικό μήνυμα «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα είμαστε ποτέ όπως πριν· πριν σκάσει αυτή η βόμβα από το παρελθόν μου και μου διαλύσει κάθε σταθερά μου. Δεν μπορώ να σου πω τίποτα για το μέλλον. Μπορώ όμως να σου πω με βεβαιότητα πως θα ήθελα να ήσουν εδώ τώρα μαζί μου. Σε μια ξένη χώρα, να μην γνωρίζουμε κανέναν, να μην μας γνωρίζει κανένας... Αν εξαιρέσεις την Ελπίδα ίσως.» γελάω σε αυτό για να πνίξω τον λυγμό μου.
«Θα έκανα τα πάντα για να ήσουν αυτή τη στιγμή εδώ μαζί μου. Εδώ είμαι μια άγνωστη, οι Ολλανδοι με φωνάζουν Valerie και το παρελθόν μου είναι λευκός καμβάς που μπορώ να το ζωγραφίσω όπως θέλω εγώ· να καλύψω τα τέρατα με τουλίπες χωρίς ερωτήσεις.» παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι καλά μωρό μου, θα είμαι καλά. Καλό βράδυ. Σε αγαπάω.» τερματίζω το ηχητικό.
_____________
Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κεφάλαιο ήταν μέσα Δεκέμβρη και ήμουν στην Ολλανδία. Τώρα είμαι πάλι στην Ολλανδία αλλά μπαίνουμε μέσα Ιουνίου...
Λυπάμαι πολύ για την καθυστέρηση αλλά ειλικρινά οι λέξεις δεν βγαίνουν πλέον από συνήθιζαν και τα κεφάλαια αυτά μου είναι πολύ δύσκολα και με καταβάλουν συναισθηματικά.
Σας ευχαριστώ όσοι είστε ακόμα εδώ!
Μέχρι το επόμενο... ✨
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top