Κεφάλαιο Πεντηκοστό Πρωτο
Βαλερια
«Πως φαίνεται ρε μαλακα πως γαμήθηκες ε; Μέσα στην καυλα είσαι.» λέει ο ηλιθιος πίσω μου. Αφήνω το πουκάμισό μου έξω από το παντελόνι και γυρίζω να του ρίξω το πιο δολοφονικό μου βλέμμα αλλά εκείνος κοιτάζει τον Γιώργο που τον αγνοεί πλήρως πληκτρολογώντας ασταμάτητα στο λαπτοπ του. Η σιωπή φαίνεται να τον μπερδεύει πάντως γιατί αποφασίζει να μας κοιτάξει.
«Τι;» φέρνει τα γυαλιά ψηλά στην κορυφή της μύτης του κοιτάζοντάς μας περίεργα. Τα μάτια του με σκαναρουν από πάνω μέχρι κάτω προτού ρίξει ένα φευγαλέο και ενοχλημένο βλέμμα προς το μέρος του Αδάμ και συνεχίσει την δουλειά του.
«Λέω, εσύ δεν μπορείς να δουλέψεις αλλού; Εδώ βρήκες;!»
Ο Γιώργος παίρνει τον χρόνο να βγάλει τα γυαλιά του, να τα καθαρίσει, να τα φορέσει ξανά και ύστερα να επιστρέψει στο λαπτοπ του προτού του απαντήσει «Αδαμοπουλε, βούλωσε το λίγο και σταμάτα να ασχολήσε με το αν κάνει σεξ η κοπέλα μου ή όχι.»
«Ποιος είπε μωρέ για την Βαλιτσα, εγώ για σένα μίλησα!» δεν ξέρω καν αν έχει νόημα να θιχτω.
«Ναι, όχι Γιάννης, Γιαννάκης.» μουρμουράει αφηρημένα κοιτώντας έντονα κάτι στην οθόνη του. Πνίγω ένα γελάκι αλλά αμέσως βήχω για να το καλύψω στο στραβό βλέμμα του Αδάμ.
«Πολύ μ' αρέσει που με φώναξες να καθαρίσουμε ντουλάπες.» λέει ενθουσιασμένος.
«Μόνος σου ήρθες.» μουρμουράει ο Γιώργος. Ο Αδάμ χάσκει θιγμένος.
«Έλα, μην του μιλάς έτσι τώρα! Συγγνώμη κιόλας, την προσοχή σου εσύ που την έχεις;» σηκώνει το κεφάλι του από το λαπτοπ για να μου κλείσει το μάτι.
«Πάνω σου. Πάντα.» πάρα την ταραχή μου στριφογυρίζω τα μάτια μου και κοιτάζομαι στον καθρέφτη «Καθόλου δεν μου πάει αυτό το πουκάμισο.» μουρμουράω στον εαυτό μου. Αλλάζω σε ένα φόρεμα το οποίο μάλλον είναι το φόρεμα που φόρεσα όταν έγινα παρανυφακι, δεν εξηγείται αλλιώς το ότι μένει πεισματικά πάνω από το στήθος μου κι αρνείται να κατέβει προς τα κάτω. Ο Αδάμ χασκογελάει και ο Γιώργος τον στραβοκοιτάζει όταν χτυπάει το κουδούνι.
«Κέντρο διερχομενων εδώ μέσα!» και όχι, αυτός ήταν ο Γιώργος, όχι εγώ.
«Πως γίνεται να λάμπεις ολόκληρος αλλά να είσαι τόσο μουντρουχος ρε μαλακα;»
«Ονομάζεται Εχω-Προτζεκτ-Εκατομμυριων-Να-Τελειώσω-Αλλά-Ο-Αδαμ-Τον-Παιζει-Με-Γυαλοχαρτο.»
«Ίσως αν τον έπαιζες και εσύ με γυαλόχαρτο αντί να κάνεις... άλλα, να μην είχες πρόβλημα με το deadline.» χασκω εγώ σοκαρισμένη αυτή τη φορά.
«Ανάθεμά σε, μου έμαθες και τα deadlines!» εν τω μεταξύ χτυπάνε ακόμη σταθερά το κουδούνι. Στοιχηματίζω πως είναι ο Βαγγέλης! «Έρχομαι πια, σκάσε!» Ανοίγω την πόρτα με φόρα «Μαλάκα Βαγγέλη θα σου σπάσω τα μούτ- Νονέ;»
«Που είσαι ρε μπαγάσα;» περιέργως απευθύνεται στον Μπλου πίσω μου και όχι σε μένα. «Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, Βλάση, που κυκλοφορείς με παντελόνι, τιραντακι hello kitty και κατι που μοιάζει με κομπινεζον;» του ρίχνω ένα δολοφονικό βλέμμα και βγάζω αμέσως το θεοστενο φόρεμα μου που θα χαρίσω στην Αλεξ αργότερα.
«Σταμάτα να με λες Βλάση!» ωρυομαι.
«Μιλά λίγο καλύτερα βλαμμένη, είμαι ο πνευματικός πατέρας σου.» όλα αυτά με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.
«Γιώργο!!» παραπονιέμαι.
«Μπα, πάλι εδώ εσύ;» φωνάζει ο Μάνθος προχωρώντας προς την κρεβατοκάμαρά μου.
«Ωωω, καλησπέρα κύριε Λεβέντη!» γελάει ελαφρά ο Γιώργος, ανταλλασοντας με τον νονό μου μια ανδρική αγκαλιά.
«Γειά σου Μανθο!» χαιρετάει ο Αδάμ.
«Εσύ έχουμε πει θα με λες Ματθαίο.» ο δεύτερος του ρίχνει ένα βρώμικο βλέμμα «Ξέρω πως με συμπαθείς περισσότερο από Γιώργο.»
«Αυτός όμως θα μας απαλλάξει από τον Βλάση, όχι εσύ. Μια δουλειά είχες τόσα χρόνια και εσύ πηγές και καψουρευτηκες τον Κίτσο!» τον μαλώνει.
«Είμαι εδώ ξέρεις.» αδιαφορεί πλήρως εννοείται.
«Ο Βλάσης και ο Κίτσος; Όντως τώρα;» χασκογελάει το αγόρι μου.
«Δεν μου άρεσε το Βαλέριος, πολύ σοφιστικέ.» κοροϊδεύει.
Το αγόρι μου πιάνει τον νονό μου από τον ώμο και εκεί που σε άλλη περίπτωση θα του έσπαγε το χέρι, στον Γιώργο γελάει «Τι να μας κάνει μια βιντεοκλήση ρε Συνοδινε; Ήρθα να σε γνωρίσω από κοντά.»
«Αλίμονο που θα ερχόσουν να δεις την βαφτιστήρα σου.» μουρμουράω. Χτυπάει τον Γιώργο στον ώμο και αμέσως πέφτει πάνω μου και με σηκώνει στην αγκαλιά του «Πως γίνεται να μην μου έλειπε η γυναικάρα μου;»
«Μάνθο, δεν μπορώ να αναπνεύσω!!» παραπονιέμαι. Με αφήνει κάτω με μια απότομη κίνηση «Βλέπετε; Δεν πρέπει ρε να παντρευτείτε! Γυναίκες, δεν ξέρουν τι θέλουν!»
«Εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε; Θες να σου θυμίσω ότι γνώρισες την Βάσω, τα έκανες σκατά και μετά τα άφησες όλα και μετακόμισες στο νησί χωρίς φυσικά να την πλησιάσει για έναν χρόνο; Άκουσες ότι βρήκε γκόμενο και πήγες και κλαιγόσουν έξω από το σπίτι της πόσο την αγαπάς και πως το σεξ μαζί της δεν μπορείς να το βρεις πουθενά. Είκοσι έφτασε η πίεση του πατέρα της!!»
Γυρίζει το βλέμμα του στα αγόρια «Ο πεθερός μου η αλήθεια είναι πως έπαθε ένα σοκ όταν ανακάλυψε πως είχα μαγαρίσει την 23χρονη κόρη του.»
«Είσαι αισχρός.» τον μαλώνω αλλά εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του «Έτσι έριξα την Βασούλα.»
«Κυριολεκτικά την έριξες επειδή της έκανες τρικλοποδιά όταν εκείνη σε προσπέρασε για να πάει στο αγόρι της.»
«Δεν έπαθε τίποτα!»
«Καλέ η γυναίκα έσπασε το χέρι της!»
«Να μην φορούσε δωδεκαποντα μέσα στη Χώρα! Που πάει στα πλακόστρωτα;» δεν περιμένει καν την απάντησή μου, απλώς γυρίζει προς το μέρος του Γιώργου «Για πες ρε Γιώργο, εσύ τι έκανες για να την ρίξεις;» τον πειράζει.
«Με απήγαγε με την μηχανή του κολλητού του και με πήγε στο εξοχικό του.» λέω την στιγμή που ο Γιώργος σηκώνει αδιάφορα τους καθρέφτες και λέει προκλητικά «Μάνθο, έχεις δει τι ωραία φάτσα έχω;»
«Γιώργο, έχεις δει τι μεγάλα χέρια έχω;» του λέει μεταξύ σοβαρού κι αστείου ο νόμος μου.
«Μανθο, εγώ θα σου πω τι έκανε! Χώρισε την πρώην, τα ξαναβρήκε μαζί της και η δικιά μας δεν μπορούσε να του αντισταθεί μετά, καταλαβαίνεις.» αρχίζω και πιστεύω σιγά-σιγά που τις πιστεύεις τις μαλακιες που λέει αυτό το παιδί.
«Μιλάμε Αδαμόπουλε πόσο καλά το περιέγραψες; Έτσι ακριβώς έγινε!» τον ειρωνεύομαι.
«Τι έκανες;» ρωτάει έκπληκτος ο νόμος μου το αγόρι μου.
«Μάνθο, δεν είναι αυτό που νομίζεις, ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά μου έβγαζε την ψυχή! Νίκο, πες!» για να προσπαθεί να βρει το δίκιο του στον Αδάμ καταλαβαίνει κανείς τι βλέμμα του έριξε ο Μάνθος.
«Καλά ρε Βλάση, έβγαζες την ψυχή του αγοριού;» με μαλώνει πριν γυρίσει ξανά στον Γιώργο «Ξέρεις ότι παλιά της είχα πάρει ένα δώρο που δεν της άρεσε και έκλαιγε; Δεν μου μιλούσε για έναν μήνα!»
«Της πήρες αμαξάκι βρε Μανθο και ήταν πόσο; Έξι χρονών;» με υπερασπίζεται ο βλαμμένος με χρονοκαθυστέρηση.
Ο νονός μου, άλλος από 'κει, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του «Της πήρα μετά την Barbie που ήθελε και μου μιλούσε μια χαρά.»
«Που είναι τα μικρά και η Βάσω;» αλλάζω θέμα για να μην του ρίξω κι αυτουνού τίποτα στο κεφάλι.
Πριν έρθει είχα ρίξει στον Αδάμ μια κρεμάστρα· Αρκετή βία για σήμερα.
«Στην μάνα μου και την μάνα σου, ήρθα να σου ανακοινώσω πως θα πάμε για φαγητό.» ρίχνει ένα στραβό βλέμμα στον Αδάμ προτού γυρίσει να με ρωτήσει «Πρέπει να το πάρουμε και αυτό μαζί;»
«Είμαι το αγόρι της Κουλας ρε Μάνθο!» παραπονιέται.
Ο νονος μου τινάζεται σε αυτό «Χριστέ μου, ανατρίχιασα, μη μου το θυμίζεις!» με τραβάει στην αγκαλιά του αδιαφορώντας για τα παράπονα του Αδάμ «Ετοιμαστείτε και αποφασίστε που θα πάμε, όλα εγώ θα τα κάνω πια;!» και με αυτό φεύγει χωρίς να πει κάτι άλλο.
Ο γνωστός σε όλους σίφουνας, Μάνθος Λεβέντης.
«Όλοι ξέρουμε πως εμένα συμπαθεί περισσότερο, οπότε μην χαίρεστε!» λεει ο Αδάμ. Παίρνει μια στιβα με ρούχα από το κρεβάτι, αδειάζει χώρο σε ένα ράφι της ντουλάπας μου και με κοίταζει προειδοποιητικα «Αυτά μένουν εκεί, είναι δικά μου!» παίρνει εσώρουχο, φούτερ, τζιν και φεύγει για το μπάνιο.
«Δεν ξέρω τι να σχολιάσω.» ψελλίζω μπερδεμένη.
«Τι να σχολιάσεις μωρέ που αλλά του τα ρούχα είναι σιδερωμένα;» κοροϊδεύει ο βλαμμένος.
«Σαν να πήρες πολύ αέρα εσύ πάλι. Μην επαναπαύεσαι.» προειδοποιώ.
Φερνει τα δάχτυλά του στο πίσω μέρος του αυτιού του «Τι; Δεν σε άκουσα;!» φωνάζει, φεύγοντας προς το σαλόνι.
«Ναι, συνηθισμένο να χάνεις την ακοή σου, γέρος άνθρωπος!» πετάω ένα ακόμη ηλιθιο μποξερακι του Αδάμ στην στιβα του «Και μην πειράζεις τα αυτιά σου, θα μεγαλώσουν κι άλλο!»
Αυτό φαίνεται να του τραβάει την προσοχή γιατί αμέσως μετά εμφανίζεται το κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας «Πάει σετακι με κάτι άλλο ξέρεις.» κλείνει πονηρά το μάτι.
«Καλά, τράβα όσο θες, δεν μεγαλώνει άλλο.» λέω αδιάφορα κοιτώντας με απόγνωση την ντουλάπα μου. Δεν πρόκειται να μαζευτεί ποτέ αυτό το το χάος, έτσι δεν είναι;
«Πόσο ακόμα να μεγαλώσει ρε Βαλλυ;»
«Μπορείτε να σταματήσετε να μιλάτε για το πουλί του Γιώργου και να μου φέρετε μια πετσέτα γιατί ξέχασα να πάρω;» δεν προλαβαίνω καν να πιάσω πετσέτα «Όχι αυτή την άσπρη με την μπαλαρίνα που μου δίνεις πάντα, την μπλε την μεγάλη θέλω.»
Φέρνω τα δάχτυλα μου στο μέτωπο μου και πιέζω δυνατά. Με αυτόν θα κάνω ρυτίδες πριν την ώρα μου! «Θα αρχίσω να του χρεώνω ενοίκιο.» αποφασίζω.
«Θα το πληρώνει.» προειδοποιεί ο βλαμμένος.
«Το ξέρω, αυτό φοβάμαι.»
«Σταματήστε τα σαλιαρίσματα και φέρτε μου την πετσέτα!» ο Γιώργος στριφογυρίζει τα μάτια του, γέρνει πάνω μου κλέβοντας μου ένα φιλί βουτάει την πετσέτα και φεύγει απειλητικά προς το μπάνιο.
«Το πουλί σου το έπλυνες ρε; Ποτέ πρόλαβες και έκανες μπάνιο;» φωνάζει ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου.
«Συγγνώμη που δεν σου άφησα χρόνο να πηδήξεις την φίλη μου, ε!» απαντάει ο άλλος.
«Να μην επαναληφθεί!» λέει πριν μπει στο μπάνιο και κλείσει την πόρτα πίσω του.
«Εσύ τώρα γιατί μπήκες στο μπάνιο; Για να τον σκουπίσεις;» λέω απηυδησμένη. Αμέσως ανοίγει η πόρτα και ξεπροβάλλει ξανά το κεφάλι του «Ζηλεύεις;» η ελπίδα που βλέπω στα μάτια του είναι που με ξεπερνά.
«Είσαι μαζόχα.»
«Πολύ» παραδέχεται ξεδιάντροπα «και εσύ τονίζεις τον ανδρισμό μου ακόμη περισσότερο.» συνεχίζει. Παίρνω μια πετσέτα από την ντουλάπα και του την πετάω με στόχο το κεφάλι του ωστόσο εκείνος την πιάνει στον αέρα και μου κλείνει το μάτι. Ο Αδάμ βγαίνει από το μπάνιο ντυμένος, σκουπίζοντας τα μαλλιά του με την χνουδωτή μου πετσέτα, κοιτώντας υποτιμητικά την πετσέτα που κρατά ο Γιώργος.
«Ξέμεινες με την μπαλαρίνα, καημένε.» στριφογυρίζω τα μάτια μου στο σχόλιο του ενώ ο Γιώργος χαζογελάει όταν συνειδητοποίει ποια πετσέτα κρατάει.
Βλαμμένος.
«Αν θέλετε να ξέρετε μου την είχε πάρει η μεγάλη νονά μου!» λέω εκνευρισμένη.
«Σίγουρα την πήρε η μαμά του Μάνθου γιατί εκείνος πιθανότατα να σου έπαιρνε με αυτοκινητάκια.»
«Άσε την κοπέλα μου και πήγαινε λίγο κάτσε στο σαλόνι να μπορέσω επιτέλους να την στριμώξω με την ησυχία μου!»
«Δεν είμαι κοπέλα σου!» πετάω απολύτως εκνευρισμένη με το δίδυμο.
Σηκώνει το χέρι του αδιάφορα και μπαίνει στο μπάνιο αλλά ακόμη και από εδώ μπορώ να ακούσω το ειρωνικό «Ναι, ναι.» που μουρμουράει.
Βλαμμένος και πάλι βλαμμένος!
____________
«Καλέ που τον βρήκες αυτόν τον παίδαρο;» με απομονώνει επιτέλους η Βάσω. Λέω επιτέλους γιατί προσπαθεί να το κάνει από την ώρα που μπήκαμε στην ταβέρνα μαζί με τον Γιώργο.
«Έχεις χάσει την δυναμική σου πάντως.» σχολιάζει η Κυριακή, ωστόσο η Βάσω την αγνοεί.
«Πίστευα πως θα έκανες εντέλει την χάρη στον Άγγελο να βγεις μαζί του αλλά κοίτα πως μας τα γύρισες!» συνεχίζει.
«Δεν θα έκανα χάρη στον Άγγελο, αυτός θα έκανε σε εμένα, είναι εξαιρετικός άνδρας!» αμύνομαι αμέσως.
Το πρόσωπό της παίρνει μια γκριμάτσα πόνου «Μην το ακούσει ποτέ αυτό το πράγμα ο άνθρωπος, πόσο friendzone να αντέξει!» με μαλώνει.
«Από ποτέ έμαθες εσύ το friendzone μωρέ Βασούλα;»
«Κάνω πως δεν το άκουσα αυτό το σχόλιο για την ηλικία μου.» λέει κοφτά.
«Σιγά μωρέ, πόσο χρονών είσαι πια;!» αναφωνεί η Κυριακή. Η Βάσω φαίνεται να το σκέφτεται λίγο.
«Πόσο είμαι ή πόσο δηλώνω;» ρωτάει απολύτως σοβαρά. Στριφογυρίζω τα μάτια μου σε αυτό «Τι; Μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια!»
«Άστο, μην μας πεις τι δηλώνεις, καρφώθηκες.» λέει αμέσως η Κυριακή «Άσε που δεν με συμφέρει κιόλας.» μουρμουράει σιγανά.
«Ήμαρτον ρε κορίτσια! Εγώ κοντεύω τα πρώτα άντα, η Κυριακή λίγο ακόμα και τα έφτασε και εσύ είσαι στα μισά τους. Δεν θα πεθάνουμε κιόλας.» Ποτέ δεν τον κατάλαβα αυτόν τον χαμό με την ηλικία για να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Ο Γιώργος ζει μια μικρή κρίση μέσης ηλικίας -ή κρίση των τριάντα, δεν είμαι σίγουρη- και ο μεγάλος καημός του είναι πως θα τον βαρεθώ και θα τον αφήσω για κάποιον μικρότερό του. Το αγαπημένο του είναι να μου θυμίζει πως τον άφησα μια φορά για τον Ορέστη ενώ το αγαπημένο μου να του θυμίζω πως εκείνος -σε αντίθεση με εμένα- με άφησε για την Αννούλα του χιονιά.
«Μίλα για τον εαυτό σου μικρή, εγώ μπαίνω στα 25.» λέει η αδερφή μου. Η πολύ παρέα με την Νικολέτα βλάπτει από ό,τι φαίνεται.
«Ναι, και εγώ!» συμφωνεί και η άλλη.
«Ναι, έκανες τα δίδυμα στα 15;» σχολιάζει ο νονός μου ενώ το χέρι του αφήνει το ποτήρι με το κρασί που κρατά και χώνεται κάτω από το τραπέζι και πιο συγκεκριμένα στο μπούτι της γυναίκας του.
«Σε εκλιπαρώ, μη χουφτώνεις την νονά μπροστά μου και αν δεν λυπάσαι εμένα, λυπήσου τον γιό σου που κοντεύει ήδη να κάνει εμετό όποτε θυμάται την τελευταία φορά τι είδαν τα ματάκια του!» η δίδυμη αδερφή του Στελάκου, η Αθηνά, απλώς μας ρίχνει ένα αδιάφορο βλέμμα προτού γυρίσει τα καταπράσινα μάτια της στον Αδάμ και βολευτεί καλύτερα στην αγκαλιά του.
«Μέλι έχει πια αυτός; Τι του βρίσκετε;» ρωτά εμφανώς ενοχλημένος την αδερφή μου. Ίσως φταίει το γεγονός πως η αγαπημένη του κόρη τον αγνοεί πλήρως από την στιγμή που εμφανίστηκε στον χώρο ο Νίκος «Ίδια η μάνα της.» μουρμουράει.
«Μπα, η μάνα της έχει χειρότερο γούστο.» του πεταρίζει αθώα της βλεφαρίδες της η Βασούλα και λιώνει ο Μάνθος. «Μαθιό μου!» του τσιμπάει τα μάγουλα.
Αχ αυτός ο έρωτας!
«Ναι, ναι, άστα αυτά που ξέρεις!» κάνει πως την διώχνει αλλά γέρνει περισσότερο πάνω της «Οικονομακου, έλα στον μπαμπά που σε θέλει!» λέει στην κόρη του.
«Όχι.» απαντάει αυτή αδιάφορα.
«Εσύ είσαι πιο όμορφη από την Οικονομακου!» της κλείνει το μάτι το αγόρι μου. Αμέσως κοκκινίζει η Αθηνουλα.
«Έλεος πια, μέλι έχει;» μουρμουραω εγώ αυτή τη φορά ενώ ο Αδάμ παραπονιέται «Αθηνουλα για συγκεντρώσου, εγώ ζηλεύω, δεν είμαι σαν τους άλλους!»
«Δεν είσαι σαν τους άλλους, είσαι ίδιος.» χασκογελάει ο πατέρας μου.
«Ααα για να σας πω, θα μιλάτε καλύτερα στον Νικόλα μου!» εν τω μεταξύ ο Μάνθος κοιτάζει γύρω του
«Έχει έρθει ο Οικονομόπουλος και δεν τον βλέπω;» λέει τάχα μου μπερδεμένος.
«Βέτο, πεθερέ νούμερο δύο, βέτο! Νικόλας είναι ένας και είναι ο Βέρτης!»
«Όχι, όχι, όχι, δεν θα κάνουμε για χιλιοστή φορά αυτή τη συζήτηση!» λέω γρήγορα.
«Έπιασε το λάδι, μπράβο σου Βλάση, με κάνεις περήφανο!»
«Νονέ, θα σταματήσεις να με λες Βλάση πια; Κοντεύω τα 30!» παραπονιέμαι.
Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά «Σαν να παραμεγαλωσες, σου απαγορευω να λες την ηλικία σου παραέξω όταν ακόμα με κάνουν 28.»
«Ποιος σε κάνει 28 μωρέ Μανθο;» κοροϊδεύει η γυναίκα του.
«Σουτ εσύ, μην ανακατεύεσαι, μιλάω με την κόρη μου τώρα!»
«Ποια κόρη σου μωρέ;» λέω απηυδυσμενη.
«Είμαι ο πνευματικός σου πατέρας και μάζευα το χαρτζιλίκι μου έναν χρόνο για να μπορώ να βάλω λάδι στον κωλο σου και να σου αγοράσω ωραίο φόρεμα, μη μιλάς!» λέει δήθεν αυστηρά αλλά στο τέλος μου κλείνει και το μάτι.
«Δηλαδή από τα 600 ευρώ ας πούμε εσύ έδωσες τα 50;» τον πειράζω.
«Ποια ευρώ καλέ, τότε είχαμε δραχμές.» απαντάει.
«Που είναι αυτοί που σε περνούν για 28 να σε ακούσουν;» συνεχίζει το δούλεμα η Βασουλα.
«Θα σας παρακαλέσω πολύ να σταματήσετε να πειράζετε τον κουμπάρο μου!» πετάγεται ο πατέρας μου.
«Άντε, πες και εσύ κάτι, πως και δεν έχεις θιχτεί ακόμα ενώ δεν μιλάει κανένας για εσένα;!» λέω στον Αδάμ που φαίνεται το διασκεδάζει απίστευτα.
«Δεν θίγομαι που ο πεθερός μου τον είπε κουμπάρο του, εγώ είμαι ο γαμπρός του.» λέει περήφανα πριν ρίξει ένα δολοφονικό βλέμμα στον Γιώργο «Εσύ είσαι απομίμηση, μην επαναπαύεσαι και μην καλομαθαίνεις!»
«Καλέ αφήστε τα αυτά και πείτε μας επιτέλους πως γνωριστήκατε μεταξύ σας!» πετάγεται η μεγάλη μου νονά, γνωστή και ως η μητέρα του Μανθου, Νατάσα.
«Εξαιρετικά! Ας ακούσετε πως γνωρίστηκε ο Κίτσος με τον Σαρδάμ γιατί την βαφτιστήρα μου θα σας την κλέψω για λίγο.»
«Μας κάλεσε που λένε η Αγάπη μου για να φάμε πίτσα...» αρχίζει να εξιστορεί ο Αδάμ αλλά δεν προλαβαίνω να ακούσω την συνέχεια.
«Σαρδάμ; Σοβαρά τώρα;» τον σπρώχνω ελαφρώς με τον ώμο του καθώς προχωράμε πλάι-πλάι, κερδίζοντας ένα μικρό γέλιο.
«Ξέρεις πόσο μου αρέσει να τον πειράζω τον μπαγάσα.» όσο πιο πολύ συμπαθεί κάποιον τόσο τον τραμπουκιζει. Περπατάμε για λίγο κατά μήκος της θάλασσας αλλά σταματά απότομα κάνοντάς με να σταματήσω και εγώ ώστε να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Την παλεύεις;» με ρωτάει επιτέλους αυτό που τον απασχολεί από τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου νωρίτερα το μεσημέρι.
«Έχω σκεφτεί αρκετές φορές πόσο εύκολη θα έκανε την ζωή μου αν της έβαζε ένα τέλος τότε. Δεν θα χρειαζόταν ούτε εγώ να περιφέρομαι για χρόνια σαν άδειο κουφάρι ούτε να σέρνω και όλους σας σε αυτή την ιστορία. Πιθανότατα θα την είχε γλυτώσει και τότε όπως θα την γλυτώσει και τώρα.» απαντώ ειλικρινά.
«Καλή ιδέα να πετάξεις την ζωή σου στα σκουπίδια και να κάνεις το χατήρι στον μαλακα!» οι λέξεις του κόβουν σαν λεπίδες αλλά η φωνή του παραμένη ήρεμη καθώς κοιτάζει την θάλασσα μπροστά του. «Πάρα τα όσα πέρασες είσαι εδώ σχεδόν 20 χρόνια μετά. Είσαι υγιής, περιτριγυρίζεσαι από ανθρώπους που σε αγαπούν, έχεις έναν υπέροχο σύντροφο που σε κοιτάζει λες και είσαι όλος του ο κόσμος, κάνεις την δουλειά που αγαπάς και είσαι η γυναίκα που σου αξίζει να είσαι. Μετά από χρόνια σιωπής έχεις επιτέλους την ευκαιρία να στείλεις το σκουπίδι που σε κακοποίησε στον διαόλο, να αποκτήσεις φωνή και να δώσεις φωνή και σε άλλα θύματα εκεί έξω που βρέθηκαν στην δική σου θέση με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.» παίρνει μια βαθιά ανάσα και βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του.
«Κέρνα ένα.» λέω σιγανά. Μου δίνει ένα τσιγάρο και με βοηθάει να το ανάψω. Στεκόμαστε για λίγο δίπλα-δίπλα να αγναντεύουμε την θάλασσα καπνίζοντας καθώς τα λόγια τους γυρίζουν στο μυαλό μου.
«Χριστέ μου, ποτέ δεν τον χώνεψες.» μουρμούρα σβήνοντας το τσιγάρο στο παπούτσι μου «Τον Μπάκο εννοώ.»
«Κατάλαβα ποιον λες, δεν χρειάζεται να λερώνεις το στόμα σου.» σβήνει το τσιγάρο του και ανάβει ένα δεύτερο προτού συνεχίσει «Η διαφορά ηλικίας μας ήταν πολύ μικρή αλλά ποτέ δεν μου άρεσε η φάτσα του. Όχι για μπάνιο στην θάλασσα, ούτε για άραγμα στην βεράντα σας δεν ήθελα να κάτσω μαζί του.»
«Γι' αυτό οπότε ερχόσουν με έπαιρνες βόλτα με το αμάξι;» συνειδητοποιω κάτι που τόσα χρόνια μου διέφευγε.
«Δεν μου άρεσε που υπήρχε στον χώρο και το πως σε κοιτούσε, πως σε ακουμπούσε... Με την πρώτη ευκαιρία ερχόμουν, σε έπαιρνα μαζί με την Κυριακουλα και σας πήγαινα για μπάνιο με τις ώρες.»
«Με γλύτωσες από ακόμη μεγαλύτερα τραύματα και δεν είχες καν ιδέα...»
«Το θέμα είναι να τα εμπόδιζα από το να συμβούν γενικότερα, Βαλίτσα μου. Όταν με πήρες εκείνη την ημέρα τηλέφωνο και μου τα είπες όλα, με διέλυσες. Πως γίνεται τόσοι ενήλικες δίπλα σου να μην καταλάβαμε τίποτα τόσα χρόνια; Πονούσες και εμείς σου είχαμε γυρισμένη την πλάτη μας!
«Δεν μπορούμε να έχουμε τα πάντα υπό τον έλεγχο μας, νονέ. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν παντού γύρω μας και εμείς θα πεθάνουμε και δεν θα έχουμε μάθει ούτε το 1%.»
«Επειδή συμβαίνει γενικά δεν πάει να πει πως μπορώ να το δεχτώ που συνέβη σε εσένα.» φυσάει τον καπνό από το τσιγάρο του και το σβήνει προτού ανοίξει τα χέρια του διάπλατα «Έλα να σε κάνω μια αγκαλιά, Βλασάκο μου.» στριφογυριζω τα μάτια μου αλλά ήδη περπατάω τα πέντε βήματα που μας χωρίζουν για να με αγκαλιάσει.
«Ξέρεις τι κλάμα έριξα όταν επιτέλους με είπες νονό;» γνεφω αμέσως αρνητικά «Σαν μικρό παιδί έκλαιγα γιατί ενώ ήμουν νονος σου εσύ με φώναζες θειό. Ούτε καν θείο, θειό!»
«Σε φώναζα θιο με 'ι' κι αυτό γιατί όλοι σε φώναζαν Μαθιο, τι ήθελες να κάνω;» μουρμουράω χωμένη μέσα στο πουκάμισό του «Επίσης ήσουν μικρό παιδί!»
«Καλέ ήμουν 15, είχα ήδη κάνει σεξ!» αμέσως παίρνω μια γκριμάτσα αηδίας «Ίου ρε Μάνθο!» κάνω να τραβηχτω αλλά εκείνος με σφίγγει κι άλλο πάνω του.
«Πόσο σε αγαπάω μικρή μου βρωμίτσα!» συνεχίζει να με σφίγγει και όταν με αφήνει παλεύω να αναπνεύσω σωστά και τον στραβοκοιτάζω. «Μία σου λέξη και κατεβάζω το σόι από την Κρήτη στην Αθήνα. Θα φροντίσουν να τον κάνουν κουμποτρυπες προτού τον μπετωσουν και τον ρίξουν στην θάλασσα!» ο νονός μου και οι αμφιλεγόμενες γνωριμίες του!
«Σε ευχαριστώ πολύ αλλά νομίζω θα ακολουθήσω την νόμιμη οδό και όπου βγει.»
«Θα το κάνεις τελικά;»
«Θα το κάνω, θα καταθέσω.» μόνο όταν το λέω συνειδητοποιω την απόφαση που έχω πάρει καιρό τώρα αλλά αρνούμαι να αποδεχθω. Θα καταθέσω, θα τον κυνηγήσω μέχρι τέλους. Θα το φτάσω μέχρι τέλους· μέχρι να ακούει το όνομά μου και να κλαίει με λυγμούς.
Είμαι πιο έτοιμη από ποτέ!
__-_-_-_______
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια... Ελπίζω να μην κάνω άλλους τόσους μήνες για το επόμενο κεφάλαιο...
Τώρα πάω να κοιμηθώ όμως, είναι 00:45 και έχω να ξυπνήσω στις 5:20 (θλίψη).
Όσοι διαβάσατε αυτό το κεφάλαιο πάρα την "πολύμηνη σιωπή μου", σας ευχαριστώ πολύ ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top